fbpx
«Τα σκυλιά» του Δημήτρη Βιτζηλαίου

«Τα σκυλιά» του Δημήτρη Βιτζηλαίου

Καιρός πάντα νοσταλγικός, χρονιά κάποιου πολέμου, σίγουρα όχι εδώ, που τίποτα δε σάλευε στη θάλασσα τριγύρω ή μέσα μας. Κάτι χελιδονόψαρα που βαφτιζόντουσαν μες στον εσπερινό, μπλε κοβαλτίου και ξερασμένο πετρέλαιο. Η πόλη, αν και σε καλοκαιρινό ακόμα ραχάτι, φαινότανε να φτάνει καταπάνω μας. Το βαπόρι, ξεθεωμένο κήτος, κόντευε πια στον Πειραιά μ’ ένα σωρό ξελογιασμένους τουρίστες στα σπλάχνα του, που ’χαν τις προηγούμενες χορτάσει Χίο, Ψαρά, Οινούσες, Μυτιλήνη. Βγήκε η ανακοίνωση να κατεβεί σιγά σιγά ο κόσμος στο γκαράζ, να ετοιμαστεί για αποβίβαση. Άλλοι θα τραβούσαν για τις πατρίδες τους έξω, Ιταλίες, Γαλλίες, άλλοι εξομολογούμενοι από μέσα τους βρισιές για την Αθήνα, διακοπές τέλος. Ανάμεσά τους κάτι σκιές καμωμένες από σώματα που δεν φανταζόσουνα ότι είναι ανθρώπινα, γιατί τι σόι σώματα μπορούν κομμένα στα δυο να περπατούν.

Το γκαράζ είχε σχεδόν γεμίσει επιβάτες έτοιμους να πιαστούν στα χέρια για τις βαλίτσες που είχαν στηθεί οροσειρά στις μπαγκαζιέρες, για τα σπρωξίματα, «τράβα πιο κει» και «κάνε μας τη χάρη, ρε φίλε, μη σου πω καμιά κουβέντα», για τη ζωή που τους περίμενε στο μουράγιο και δεν την πεθυμήσαν. Σάκοι μεγάλοι-μικροί, σακίδια, τσάντες, τσαντάκια, βαλίτσες με ρόδες ή χωρίς, σακβουαγιάζ, στρατιωτικά λουκάνικα, καρότσια με μωρά ή με πεσκέσια, δυο-τρία ποδήλατα, μια ομπρέλα θαλάσσης, κατοικίδια σε κλουβιά ή με λουριά. Ήταν παράξενο πώς οι φωνές είχαν ταιριάξει τόσο με το μουγκρητό του πλοίου, έτσι που θα τις έλεγες κι απαραίτητες. «Φωνή ίσον ζωή» μουρμούρισε μια γριούλα στον άντρα της, που έκανε τάχα μόνο πως την άκουσε. Κακώς, πολύ κακώς δεν την άκουσε, γιατί τα λόγια της δεν ήταν σχόλιο, ήταν χρησμός.

Το άγαρμπο γουργουρητό του καραβιού λίγο πριν δέσει στο λιμάνι έπαψε ξαφνικά σα να ξεψύχησε από την κούραση, κι αυτή η παύση ψαλίδισε γιαταγάνι τις ανάσες όλων. Τα φώτα στο γκαράζ τρεμόπαιξαν για λίγο και ύστερα σκοτάδι. Λες και πλημμύριζε απ’ τη μισάνοιχτη μπουκαπόρτα το πλοίο νύχτα. Ψίθυροι άρχισαν να αναδίδονται απ’ τη μαυρίλα, που λίγο λίγο γίνονταν πάλι φωνές αντρειωμένες. Ένα σκυλί έπιασε να γαβγίζει, ήρθε και κουκούλωσε ο θυμός του τις φωνές. Γλίστρησε απ’ τα χέρια μιας γυναίκας κι έγινε περιπλανώμενος Σέραπις σ’ αυτό το ιδιόρρυθμο σκοτάδι. Ξεσηκωθήκανε αλίμονο και τ’ άλλα τα σκυλιά σ’ εκείνο το ακατάλληλο πατιρντί. Ύστερα από λίγο μια φωνή γυναικεία –κι αξέχαστη ως τώρα– παραμιλούσε δυο συλλαβές, που οι πιο πολλοί δεν καταλάβαιναν τι ήθελε να πει. Και η φωνή πήρε να δυναμώνει, κόκαλα έσπαγε. Οι άλλοι τσιμουδιά. Τέτοια στριγκλιά σ’ ακυρίευτο σκυλολόι ποιος να την κουμαντάρει. Οι φακοί των κινητών άρχισαν να ανάβουν και σβέλτα το γκαράζ γέμισε λάμψεις, που πιο πολύ σε τύφλωναν παρά βοηθούσαν να προσανατολιστείς. Τα φώτα δε στράφηκαν αλλού, περίεργοι κυνηγοί κατέτρεχαν τη φωνή που έσειε τον τόπο και την πέτυχαν.

Μια γυναίκα κυμάτιζε ανάμεσα στις ξένες πλάτες, γαριασμένο πρόσωπο, μάτια βαθύτερα κι απ’ τη θάλασσα που σερνόταν από κάτω μας. Έμειναν όλοι να χαζεύουν, αλάτι το αίμα τους, στήλες. Μόνη η γριούλα, εκείνη η ακατέργαστη μοιράρισσα, την έπιασε, μέγγενη τα χέρια της, και τη ρωτούσε: «Τι είναι, καλή μου;». Δεν ήταν και καμιά χαζή. Την έβλεπε τη μαντίλα που σκέπαζε το κεφάλι της άλλης κι ήξερε πως δεν είχε ελπίδες να λάβει απάντηση ελληνική. Μα δεν έκατσε να το πολυλογαριάζει. «Χαναάν», έκανε πνιχτά η άλλη, δείχνοντας με τα χέρια της μωρό της αγκαλιάς που πια δεν είχε. Νερό χύθηκε γρήγορα αυτή μέσα απ’ τα δάχτυλα της γριούλας και βυθίστηκε στον κόσμο. Μονάχα τη βαρύθυμη επίκλησή της άκουγες. Έβγαλε κι η γριούλα επείγον όρντινο: «Ψάχνει παιδί, παιδί ψάχνει, βοηθάτε!». Βοήθα κι εσύ, Παναγιά μου, είπε από μέσα της και δεν το καλοσκέφτηκε εκείνη τη στιγμή, αν έδινε παράκληση ή προσταγή.

Η γυναίκα με την αλλότρια γλώσσα δεν έλεγε να σταματήσει το όργωμα του ερέβους κι ας μην της αντιγύριζε καρπούς. Μπερδευότανε στα συμπράγκαλα, έπεφτε, σηκωνόταν, σκόνταφτε πάνω στα σώματα, ίσως ζητούσε καμιά συγγνώμη, πολύ βιαστικά όμως γιατί δεν ήθελε να ξοδέψει λέξεις άλλες πέρα από εκείνο το όνομα: «Χαναάν». Κι ο κόσμος έψαχνε με φακούς, με μάτια, με δάχτυλα για το χαμένο παιδί, ενώ κρατούσαν γερά όποιον αγαπούσαν, μια υπενθύμιση πως η απώλεια απάνω στις χαρές αριβάρει και ύπουλα αρπάζει. Κανένα αποτέλεσμα δεν έφερνε εκείνη η σύμπραξη, κανένα παιδί δε βρίσκαμε κι αυτό μας τάραζε ακόμα περισσότερο. Ίσως να μην αργούσανε τα δάκρυα σ’ όλα τα μάτια σιγά σιγά να ανεβαίνουν, αν δεν τα αναχαίτιζε μια νεαρή φωνή που ερχόταν απ’ το πλάι, από μια πόρτα του γκαράζ που οδηγούσε πάνω στο κατάστρωμα. Εκεί ακόμα ήταν στοιβαγμένος κι ακίνητος κόσμος που περίμενε ήσυχα και παρακολουθούσε τη σκηνή.

Ένα παλικάρι διέσχιζε τα κορμιά, εμπόδια στον δρόμο του, να φτάσει τη γυναίκα. Της μίλαγε στην ίδια γλώσσα από αλάργα μα εκείνη δεν τον άκουγε μες στο ντελίριό της. Όταν πια ζύγωσε κοντά της, έπρεπε να τυλιχτεί αγκαλιά γύρω της για να τη συγκρατήσει. Αυτή η αγκαλιά σαν να τη ζύμωνε, σα να την έπλαθε απ’ την αρχή. Λόγια γλυκά μάλλον της μήνυσε, γιατί να τρέμει έπαψε και η κραυγή της λίγωσε. Όμως αυτή η μετουσίωση ήταν απ’ όλα πιο σπαρακτική, γιατί στ’ αλήθεια την αλήθεια δεν την ήθελε.

Ησυχία και το κήτος πήρε μπρος ξανά, φώτα αναμμένα, σε πέντε λεπτά είχαμε πιάσει λιμάνι κι όλοι πήραν τον δρόμο τους, ξεχνώντας πολύ γρήγορα σχεδόν επίτηδες ό,τι συνέβη. Στη μέση του γκαράζ εκείνη η γυναίκα πάνω στις λαμαρίνες με τις κίτρινες διαγραμμίσεις κι ανάμεσα σε αμάξια που βρυχιόνταν, ακόμα να συνέλθει. Ο γιος της έψαχνε τα πράγματά τους πάνω στα σκαλιά. Το ζευγάρι των δυο ηλικιωμένων την προσέγγισε κι η γριούλα σαν μια παλιά φίλη τής χαμογέλασε: «Είδες που τον βρήκες; Το γιο σου λέω, είδες που τον βρήκες;» κι έδειχνε με το χέρι της το παλικάρι πιο δίπλα με τα πράγματα. Η άλλη έγνεψε πικρά κι αόριστα πως ναι, αλλά και όχι μαζί.

Ο νεαρός τούς πλησίασε τότε, εξήγησε σε λίγα ελληνικά λόγια, όσα μπόρεσε, εξάλλου δεν χρειάζονται σε τέτοια τα πολλά, πως τα σκυλιά τη μάνα του τρομάζουν, γιατί θυμίζουν την πατρίδα της παιδί. Εκεί, κάθε που ο σκοτωμός τελείωνε, τα σκυλιά ακολουθούσαν από πίσω να περιλάβουν στα σαγόνια τους τα αδέσποτα νεκρά κορμιά στους δρόμους. Κι ύστερα πιο μεγάλη σε βάρκα για την Ελλάδα το σκοτάδι, ο κόσμος κι η θάλασσα, σαν τώρα, αφανίσανε τον γιο της τον μικρό, τον αδερφό του, Χαναάν.

Τι να τους έλεγαν οπότε, πώς συμμαζεύεται η θάλασσα με δυο κομμένα χέρια. Τους έγνεψαν μόνο, ευχή τούς έδωσαν. Κι όπως κατηφόριζαν το πλοίο, νέο χρησμό έδωσε η γριούλα: «Ό,τι νωρίς σπάει, αργά γιατρεύεται». Αυτή τη φορά την άκουσε κι ο άντρας της κι είπε να συμπληρώσει: «Κι ό,τι μικρό αφανίζεται, μεγάλο επιστρέφει».

 

Ο Δημήτρης Βιτζηλαίος γεννήθηκε το 1993 στην Πάρο, όπου και μεγάλωσε. Έχει ολοκληρώσει και συνεχίζει με σπουδές στις Επιστήμες της Αγωγής και την Ψυχολογία. Εργάζεται με παιδιά και εφήβους που εμφανίζουν δυσκολίες μάθησης. Ποίηση και διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Το μέντιουμ» του Γιώργου Μυλωνά

Τις περισσότερες ώρες τα Σαββατοκύριακα, που έμενα στους δικούς μου, τις περνούσα στο μπαλκόνι. Το έβρεχα με το λάστιχο για να καθαρίσει από το καυσαέριο που είχε μαζευτεί μέσα στην εβδομάδα και...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Τα δύσκολα, θαλασσινά ταξίδια» του Βασίλη Κόκκοτα

Εκείνα τα χρόνια, για να κάνεις ένα μακρινό ταξίδι στη θάλασσα, έπρεπε να προετοιμαστείς σωστά και για αρκετό καιρό: να συγκεντρώσεις όλες τις απαραίτητες προμήθειες, να δημιουργήσεις τις κατάλληλες επαφές, να πάρεις...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.