fbpx
«Μαρία η Αιγυπτία» του Μάρκου Δενδρινού
Φωτογραφία: Αλέξιος Μάινας / Alexios Mainas

«Μαρία η Αιγυπτία» του Μάρκου Δενδρινού

Πλησίασαν στη σπηλιά. Ήταν μέσα ένας σκελετός που όμως κινείτο και αγκομαχούσε σαν να έχει διατηρήσει μια τελευταία ικμάδα ζωής. Εγώ και ο Αλέξανδρος είχαμε διανύσει μέσα στην έρημο δεκάδες χιλιόμετρα τον τελευταίο μήνα, κοιμώμενοι τις νύχτες σε αυτοσχέδια καταλύματα που φτιάχναμε από καλάμια, το μόνο φυτό που τολμούσε να φανεί στις λιγοστές μικροσκοπικές οάσεις που εξέπλησσαν τους περιπατητές σαν οπτασίες. Ήμασταν πολύ συγκινημένοι που επιτέλους βρήκαμε τη γυναίκα που η φήμη της αγιοσύνης της εκτεινόταν πολύ πέρα από τα σύνορα της στενής περιοχής του Ιορδάνη. Βέβαια, η γυναίκα που συναντήσαμε δεν είχε τα χαρακτηριστικά ενός κανονικού ανθρώπου, καθώς η σωματική της κατάσταση είχε φτάσει σχεδόν στα όρια της σκελετικής παρουσίας.

Ο Αλέξανδρος της απευθύνθηκε λέγοντας: «Αγία Μητέρα, ευλόγησέ μας. Δεν είμαστε άξιοι ούτε να ρίξουμε το βλέμμα μας πάνω σου. Συγχώρεσε το θράσος μας και την αλαζονεία μας, αλλά είχαμε τόσο ανάγκη να σε ενοχλήσουμε και να μας προσφέρεις μια σταγόνα από τη χάρη σου...»

Το σκελετωμένο πρόσωπο έκανε έναν μορφασμό που εξέλαβα ως χαμόγελο και μου έδωσε την αφορμή να της απευθύνω κι εγώ τον λόγο: «Και κυρίως να ακούσουμε τον λόγο σου, Άγια Μητέρα. Διψάμε για τη σοφία σου».

Τότε το πρόσωπο αυτό μού φάνηκε σαν να επενδύθηκε λίγη σάρκα, στράφηκε προς το μέρος μου, έριξε τη ματιά της πάνω μου και άνοιξε το στόμα της σαν να ήθελε κάτι να μου πει. Με διαπέρασε ένα κύμα ρίγους. Η γυναίκα αυτή, παρόλο που ήταν ένα συσσωμάτωμα κρανίου και κοκάλων, ήταν ομορφότερη από όλα τα άνθη της γης και κομψότερη από το πιο ντελικάτο ελάφι που έτρεχε στους λειμώνες της βασίλισσας του Σαβά. Καταλαβαίνω ότι τα λόγια μου σας φαίνονται απίστευτα, αν όχι γελοία. Κι όμως αυτή η γυναίκα, που είχε κρατήσει μια αδιόρατη επιδερμίδα σάρκας μόνο και μόνο για να ζει και να αναπνέει ανάμεσά μας, ήταν ωραιότερη από τις κοπέλες της Ιερουσαλήμ με τη λευκή επιδερμίδα και τα κατάμαυρα μάτια, τους διηνεκείς πειρασμούς των ματιών μας, αυτές που έπρεπε πάση θυσία να απομακρύνουμε από το μυαλό μας, αν θέλουμε να κατοικήσουμε κάποτε στη χώρα των αγγέλων.

«Επαφρόδιτε», μου είπε, «να ξέρεις ότι τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται και τίποτα δεν φαίνεται όπως είναι. Ζούμε ανάμεσα σε δίχτυα αόρατα, στημένα από άγνωστους ψαράδες, κι εκείνοι ανάμεσα σε άλλα δίχτυα, λεία κι εκείνοι άλλων ψαράδων, που δεν μπορούμε καν να φανταστούμε».

«Δίκιο έχεις, Μητέρα», συμπλήρωσα. «Δολώματα είμαστε του πνεύματος του πονηρού. Τέχνη μεγάλη θέλει να του ξεφύγουμε».

Εκείνη γέλασε, και το γέλιο της μου θύμιζε μέρες παλιές, τη νιότη της την αμαρτωλή, που όλοι γνώριζαν και ούτε εκείνη αρνιόταν, τότε που άλλαζε εραστές τον έναν μετά τον άλλον, για να καλύψει μια ανάγκη απύθμενη, βαλμένη από δαιμόνια. Έντιμη πόρνη την αποκαλούσαν οι αξιωματούχοι κι οι σοφοί που αποζητούσαν τότε τη συντροφιά της, έντιμη γιατί ποτέ δεν αποδεχόταν χρήματα ή δώρα για τις υπηρεσίες της.

Το γέλιο της κόπηκε απότομα σαν να ένιωσε τις σκέψεις μου και την υποτίμηση που έτρεφα για το παρελθόν της. Με μάτια ανοιχτά γεμάτα φωτιά, άρχισε να ξεβράζει ενώπιόν μας μια κοσμογονία παράδοξη, που έγινε η αιτία ριζικής αλλαγής της πίστης μου για τον Θεό, τον κόσμο και τους ανθρώπους, αντιστρέφοντας κυριολεκτικά τα πάντα μέσα μου.

«Θεωρείς, Επαφρόδιτε, τον Θεό τόσο αδύναμο και τόσο ανόητο, που να αφήνει το πνεύμα του πονηρού ελεύθερο να πειράζει και να καταστρέφει τις ψυχές των ανθρώπων;»

Δεν ήξερα τι να απαντήσω, κι έτσι εκείνη συνέχισε.

«Όλη η ζωή είναι μια πορεία από επιλογές. Αν αποφεύγεις συνεχώς, όπως είπες, τα δολώματα, προσέχοντας να μην πιαστείς στα δίχτυα του κακού, τότε χάνεις τη ζωή διά παντός και ζεις μέσα στη σκιά ενός άγονου εαυτού, που η μόνη του έννοια είναι η προσοχή, η αγωνία και η απόρριψη. Εγώ σας δίνω μια άλλη συμβουλή. Να υποκύπτετε στις γητειές, ενδίδοντας όμως κάθε φορά στον σωστό την ώρα εκείνη πειρασμό. Η μόνη οδός προς τον ουρανό είναι να φας το δόλωμα που σου στήνει ο δικός σου ο θεός, και μέσ’ απ’ την κλίμακα αυτή των άγιων πειρασμών θα αγγίξεις τη φωτιά των αστεριών, τη χώρα των αγγέλων».

Είχα μουδιάσει, δεν μπορούσα να δεχτώ ότι η μεγάλη αγία, το όνομα της οποίας επικαλούνταν όλοι οι επίσκοποι της Ιουδαίας και της Ιδουμαίας, μας πρότεινε να ενδίδουμε στους πειρασμούς. Κι όμως, ήταν ξεκάθαρο, αυτό μας προέτρεπε.

Ο Αλέξανδρος τη χαιρέτησε με σεβασμό, μου ψιθύρισε στ’ αυτί πως μάλλον είχε αρχίσει να τα χάνει η Άγια Μητέρα, κι έφυγε, ψάλλοντας για να αποδιώξει από πάνω του το ιερόσυλο κήρυγμα.

Εγώ έμεινα κοντά της. Τα λόγια της και το βλέμμα της ασκούσαν πάνω μου μια έλξη ανείπωτη. Ήταν φανερό, μου άπλωνε ένα δίχτυ μεθυστικό που δεν επρόκειτο με τίποτα να χάσω. Άλλωστε, όλο της το σώμα ευωδίαζε και, όπως είχα ακούσει, η ευωδία ήταν σημάδι της αγιοσύνης, μια τέχνη που δεν κατάφερνε ποτέ η τάξη των δαιμόνων, κι έτσι αφέθηκα με ευδαιμονία στην ορμή των λόγων της.

«Μη στεναχωριέσαι, Επαφρόδιτε, για τον φίλο σου. Είχε δίκιο. Είναι βέβαιο πως εγώ δεν ήμουν γι’ αυτόν το δόλωμα το πρέπον. Με σένα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Μπορείς να βλέπεις τους λόγους μου χωρίς να τους ακούς, να βλέπεις τα χρώματα στις αυξομειώσεις των ήχων, κι έτσι να συλλάβεις αυτό που θέλω να πω στους ανθρώπους μέσα από εσένα. Αύριο άλλωστε σας αφήνω. Τόσα χρόνια είμαι ταυτόχρονα και εδώ και εκεί. Ήρθε πια η ώρα να εγκατασταθώ οριστικά στο εκεί».

Και τότε πράγματι οι ήχοι έγιναν εικόνες κι οι εικόνες φτερά αγγέλων, που αφαίρεσαν το τρομερό βάρος της ύλης και με έκαναν για λίγο πνεύμα.

«Μη φοβάσαι, μη φοβάσαι, μη φοβάσαι...» άκουγα τη φωνή της να απομακρύνεται, «είσαι ο μόνος άξιος να δει ποιος έριξε το δόλωμα σε μένα».

Βρέθηκα σε μια απέραντη πεδιάδα. Άμμος και νίτρο παντού. Κρύο, αδυσώπητο κρύο. Ριπές αέρα έφτιαχναν μορφές από αλάτι και άμμο. Είδα μπροστά μου όλους τους προφήτες και τους αγίους, αλλά και τους ειδωλολάτρες θεούς των Ελλήνων που είχα κρυφά μελετήσει στις απαγορευμένες πτέρυγες της Βιβλιοθήκης του Ναού. Είδα τον Δία, τον Ποσειδώνα, τον Απόλλωνα και τον Ερμή. Απ’ όλους αυτούς μόνο ο Ερμής σταθεροποιήθηκε, πήρε ψυχή ζώσα και κινήθηκε προς το μέρος μου.

«Νεαρέ ασκητή του πνεύματος, μην εκπλήσσεσαι. Όλοι οι θεοί υπάρχουν. Ο κάθε άνθρωπος έχει τον δικό του τον θεό. Εγώ είμαι ο θεός της Μαρίας, όπως κι εκείνη είναι η δική σου η θεά. Εγώ παρέσυρα την όμορφη κόρη της Αιγύπτου που ξεφάντωνε μες στα συμπόσια να βρει την αλήθεια μες στην ηδονή. Εγώ της έστησα καρτέρι, τότε που μπήκε από περιέργεια στον Ναό του Σταυρού στην Ιερουσαλήμ. Δεν μπορούσε να μπει, την εμπόδισε, όπως είπε, μια γιγάντια μορφή. Άρχισε να κλαίει με αναφιλητά κι οι περαστικοί τη λοιδορούσαν με τα χειρότερα λόγια, αποκαλώντας τη χείριστη πόρνη, που της απαγορεύει ο Χριστός να εισέλθει στον άγιο οίκο του. Ανόητοι άνθρωποι. Κανείς δεν έβλεπε τη μορφή μου στην είσοδο, μόνο εκείνη. Κανείς δεν άκουγε τη φωνή μου, μόνο εκείνη. Της εξήγησα πως εγώ καθοδήγησα τον Ιησού και πως εγώ του έδειξα τη βασιλεία των ουρανών, μέσα από τη φράση μου όπως είναι πάνω είναι και κάτω, όπως είναι κάτω είναι και πάνω. Εκεί πάνω είναι ο έρωτας που μας ενώνει όλους, θεούς του Ολύμπου και δαίμονες της εσχατιάς. Εδώ κάτω είναι ο έρωτας που σας ενώνει όλους, γιατί εδώ το σώμα είν’ η ψυχή και η ψυχή το σώμα. Όλα τα κατανόησε η κόρη της Αλεξάνδρειας, όλα σε μια στιγμή. Η έντιμη πόρνη έγινε η Αγία Μητέρα. Ποτέ δεν μπήκε σε εκκλησία. Εγώ την εμπόδιζα. Η εκκλησία ήταν γι’ αυτήν οι ερημιές, τα βράχια και τα φίδια. Κι έτσι, αυτή που επιζητούσε αέναα το ρίγος του έρωτα εντός της, τράβηξε μέσα της όλους τους πόθους και τις ελπίδες των ανθρώπων, κι όλους τους πόνους τους μαζί και τα προβλήματά τους. Σαν προϊστορικό πουλί την έκανα, πέταγε πάνω από πόλεις και χωριά, κόκαλα μόνο και φτερά. Αυτή είναι η Μαρία. Ούτε ένας δεν κατάλαβε πως άγιασε γιατί ενέδωσε στον πειρασμό της γνώσης».

Επέστρεψα. Η Μαρία μάς είχε πλέον αφήσει οριστικά για το εκεί. Ο πιο γλυκύς σκελετός μού χάρισε την τελευταία της πνοή. Η μανία της για την πραγματική ζωή είχε απορροφήσει και το τελευταίο κύτταρο της σάρκας της. Ένας θεός των αλλόθρησκων ήταν ο δικός της πειρασμός, και ο δικός μου εκείνη. Αυτή ήταν η θεά μου, η ενσάρκωση του έρωτα, το αγρίμι των ερήμων.

 

Ο Μάρκος Δενδρινός είναι καθηγητής Πληροφορικής και Ιστορίας & Φιλοσοφίας της Επιστήμης στο Τμήμα Αρχειονομίας, Βιβλιοθηκονομίας & Συστημάτων Πληροφόρησης του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής. Έχει εκδώσει βιβλία πληροφορικής, μια μετάφραση –με αναλυτικά σχόλια– του πλατωνικού Παρμενίδη, μια επιστημονική μελέτη για την εκτίμηση των ημερομηνιών γέννησης και σταύρωσης του βιβλικού Ιησού. Επίσης, έχει συμβάλει με επίμετρα σε βιβλία ποίησης της Αναγέννησης που αφορούν την ιστορία των ιδεών της περιόδου, έχει συμμετάσχει σε συλλογικούς τόμους και έχει κάνει επιστημονικές δημοσιεύσεις σε θέματα πληροφορικής, αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και ιστορίας της επιστήμης κατά την περίοδο του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.