fbpx
«Ευγενία Γκραντέ» του Ονορέ ντε Μπαλζάκ

«Ευγενία Γκραντέ» του Ονορέ ντε Μπαλζάκ

μετάφραση: Βασιλική Τσίγκανου

Σε κάποια μέρη στην επαρχία υπάρχουν σπίτια που η όψη τους φέρνει μελαγχολία ίδια μ’ εκείνη που προκαλούν τα πιο γκρίζα μοναστήρια, οι πιο άγονοι χερσότοποι, τα πιο θλιβερά ερείπια. Μαζί με αυτά ίσως να ’ναι και η σιωπή του μοναστηριού και τα σκελετωμένα ερείπια: τόσο ήσυχη η ζωή και η κίνηση εκεί που ένας ξένος θα μπορούσε να σκεφτεί ότι είναι ακατοίκητα, αν δε συναντούσε ξαφνικά το χλωμό και κρύο βλέμμα ενός ασάλευτου ανθρώπου που η σχεδόν ασκητική του μορφή προβάλλει πάνω από το πρεβάζι του παραθύρου στον παραμικρό θόρυβο κάποιου περαστικού. Αυτά τα σημάδια μελαγχολίας υπάρχουν στην όψη μιας κατοικίας που βρίσκεται στο Σομίρ, στο τέλος ενός ανηφορικού δρόμου που οδηγεί στο κάστρο, από το πάνω μέρος της πόλης. Αυτός ο δρόμος, τώρα μάλλον έρημος, ζεστός το καλοκαίρι, κρύος τον χειμώνα, κάπου κάπου σκοτεινός, ξεχωρίζει για το ηχηρό του λιθόστρωτο, το πάντα καθαρό και στεγνό, στενό και φιδωτό, με την ησυχία των σπιτιών του, κομμάτι της παλιάς πόλης όπου δεσπόζουν τα τείχη. Κατοικίες πάνω από τρεις αιώνες παραμένουν ακόμη γερές, αν και φτιαγμένες από ξύλο, και οι διαφορετικές τους μορφές σε αυτό το κομμάτι του Σομίρ τραβούν το ενδιαφέρον των φίλων του Μεσαίωνα και των καλλιτεχνών. Είναι δύσκολο να περάσεις μπροστά από τα σπίτια χωρίς να θαυμάσεις τα τεράστια δοκάρια που οι άκρες τους με τις περίεργες φιγούρες στεφανώνουν με ένα μαυρισμένο από τον χρόνο ανάγλυφο το ισόγειο σε πολλά από αυτά. Σε άλλα, λοξά ξύλινα μαδέρια καλύπτονται με σχιστόλιθους και σχηματίζουν γαλάζιες γραμμές στους λεπτούς τοίχους ενός σπιτιού με ξυλόδετη σκεπή που τα χρόνια την έχουν κάνει να λυγίσει, όπου οι σαπισμένοι ξυλοκέραμοι έχουν σχιστεί πότε από τη βροχή και πότε από τον ήλιο. Αλλού, βλέπεις πρεβάζια παραθύρων φθαρμένα, μαυρισμένα, που τα λεπτά σκαλίσματα μόλις που φαίνονται, και που πια δείχνουν τόσο αδύνατα για να στηρίξουν την καφετί γλάστρα απ’ όπου ξεπηδούν τα γαρίφαλα ή τα τριαντάφυλλα κάποιας φτωχής εργάτριας. Πιο μακριά, πόρτες στολισμένες με τεράστια καρφιά όπου το ταλέντο των προγόνων μας έχει χαράξει οικογενειακά ιερογλυφικά που τι σημαίνουν δεν θα καταλάβει ποτέ κανείς. Παραπέρα ένας προτεστάντης έχει αφήσει τη σφραγίδα της πίστης του και πιο κάτω ένας φανατικός καθολικός καταράστηκε τον Ερρίκο Δ’. Αλλού κάποιος αστός χάραξε τα σύμβολα της αποκτημένης ευγενικής καταγωγής, τη δόξα του ξεχασμένου πια δημαρχιακού του αξιώματος. Όλη η ιστορία της Γαλλίας βρίσκεται εκεί. Δίπλα από αυτό το ετοιμόρροπο σπίτι με τους χοντρούς πασσάλους στις πλευρές που ο τεχνίτης καθαγίασε με την τέχνη του, υψώνεται το αρχοντικό ενός πλούσιου και ευγενούς στην καταγωγή και στο πάνω μέρος της καμπυλωτής πόρτας φαίνονται ακόμη τα ίχνη από οικόσημά του μισοκατεστραμμένα από τις διάφορες εξεγέρσεις που από το 1789 τάραξαν τη χώρα. Σε αυτόν τον δρόμο, τα ισόγεια μαγαζιά των εμπόρων δεν είναι ούτε μικρά ούτε μεγάλα, οι φίλοι του Μεσαίωνα θα αναγνώριζαν εκεί το εργαστήρι των προγόνων μας με την απόλυτη απλότητα. Αυτοί οι χαμηλοτάβανοι χώροι, που δεν έχουν ούτε προθήκες, ούτε βιτρίνα, ούτε τζαμένιες πόρτες, έχουν βάθος, σκοτεινοί και λιτοί μέσα κι έξω. Η πόρτα τους είναι ανοικτή με τα δυο βαριά σιδερένια φύλλα, το πάνω διπλώνει προς τα μέσα και το κάτω μ’ ένα κουδουνάκι με ελατήριο εφαρμοσμένο πηγαίνει πέρα-δώθε. Ο αέρας και το φως μπαίνουν σε αυτό το υγρό άντρο ή από το πάνω μέρος της πόρτας ή από τον χώρο που βρίσκεται ανάμεσα στην καμάρα, στο δάπεδο και στον μικρό τοίχο όπου σφηνώνουν τα χοντρά παραθυρόφυλλα, που βγαίνουν το πρωί και ξαναμπαίνουν εκεί όλο το βράδυ με γερές σιδερένιες κλειδαριές. Κι αυτός ο τοίχος χρησιμεύει για να απλωθεί ένα προς ένα με κάθε προσοχή το εμπόρευμα. Ανάλογα με το μαγαζί, τα δείγματα είναι δυο-τρεις κάδοι με αλατισμένο μπακαλιάρο, μερικά τόπια καραβόπανο, αλυσίδες, μπακίρια κρεμασμένα στο ταβάνι από τα δοκάρια, στεφάνια βαρελιών στους τοίχους ή ακόμη κάποια λεπτά υφάσματα πάνω στα ράφια. Περάστε μέσα. Ένα κορίτσι που λάμπει, όλο νιότη, με λευκή μαντίλα, με ροδαλά χέρια, αφήνει το πλεκτό της, φωνάζει τον πατέρα ή τη μάνα της και ο καθένας με τον χαρακτήρα του, με ατάραχο ύφος, ευγενικά ή υπεροπτικά, έρχεται και σας δίνει ότι εμπόρευμα θέλετε, είτε για δυο δεκάρες είτε για είκοσι χιλιάδες φράγκα. Στον ίδιο δρόμο θα συναντήσεις έναν έμπορο βαρελοσάνιδων καθισμένο στην πόρτα να σκοτώνει την ώρα του μιλώντας με κάποιο γείτονα. Τώρα του ’χουν μείνει μόνο κάποιες χαλασμένες σανίδες, στο λιμάνι όμως είναι ο προμηθευτής όλων των βαρελάδων του Ανζού. Ξέρει καλά πόσα βαρέλια μπορεί να φτιάξει αν έχει καλή σοδειά, μια γερή λιακάδα τον κάνει πλούσιο, ο βροχερός καιρός τού φέρνει την καταστροφή: μέσα σε ολόκληρο πρωινό τα βαρέλια μπορεί να φτάσουν τα έντεκα φράγκα ή να πέσουν στις έξι λίβρες. Σε αυτό το μέρος, όπως και στην Τουρέν, οι αλλαγές του καιρού κυριαρχούν στη ζωή του εμπορίου. Αμπελουργοί, ιδιοκτήτες, ξυλέμποροι, βαρελάδες, ταβερνιάρηδες, οδηγοί ποταμόπλοιων, παραμονεύουν για μια αχτίδα ήλιου, αγωνιούν πέφτοντας το βράδυ για ύπνο μήπως ξημερώνοντας βρεθούν απέναντι στον παγετό της νύκτας· φοβούνται τη βροχή, τον άνεμο, την ξηρασία και ονειρεύονται το νερό, τη ζέστη, τα σύννεφα. Υπάρχει για τον καιρό μια διαρκής διαμάχη με τα επίγεια συμφέροντα των ανθρώπων. Το βαρόμετρο μπορεί να στενοχωρήσει ή να φέρει χαρά στον καθένα με τη σειρά του. Από τη μια άκρη μέχρι την άλλη αυτού του δρόμου, της παλιάς δημοσιάς του Σομίρ, ακούγονται από πόρτα σε πόρτα αυτές οι λέξεις: «Είμαστε τυχεροί, πέφτει χρυσάφι από τον ουρανό!» ξέροντας τι φέρνει μια ακτίδα ήλιου ή μια καλή βροχή. Το Σάββατο, προς το μεσημέρι, όταν κάνει καλό καιρό, ούτε μιας δεκάρας πράγμα μπορείς να βρεις. Ο κάθε έμπορος έχει το αμπέλι του, το κτήμα του και φεύγει για δυο μέρες στην εξοχή. Εκεί, αφού τα έχουν κανονίσει όλα, τις αγορές, τις πωλήσεις, το κέρδος, οι μαγαζάτορες τις περισσότερες ώρες τις περνούν με ευχάριστες παρέες, χαζεύοντας και κουτσομπολεύοντας. Μια νοικοκυρά αγοράζει μια πέρδικα και οι γείτονες μετά γυρεύουν να μάθουν από τον άντρα της αν ήταν καλά ψημένη. Μια κοπέλα δεν μπορεί να σταθεί στο παράθυρο χωρίς να την κοιτάξει η παρέα των αργόσχολων. Εδώ είναι όλα φανερά, όπως κι εκείνα τα αδιαπέραστα σκοτεινά και σιωπηλά σπίτια που δεν κρύβουν κανένα μυστικό. Η ζωή κυλά σχεδόν πάντα έξω: κάθε οικογένεια κάθεται στην πόρτα του σπιτιού, εκεί τρώει, εκεί καβγαδίζει. Τίποτα δε μένει ασχολίαστο σε αυτόν τον δρόμο. Πιάνουν στο στόμα τους από σπίτι σε σπίτι όποιον ξένο έρχεται στα μέρη τους, εξ ου και οι ωραίες ιστορίες, και τα παρατσούκλια για τους κατοίκους της Ανζέρ που μιμούνταν και κορόιδευαν τα καμώματα των επισκεπτών. Τα αρχοντικά της παλιάς πόλης βρίσκονται ψηλά στον δρόμο αυτόν όπου άλλοτε κατοικούσαν οι ευγενείς. Το γεμάτο μελαγχολία σπίτι, εκεί που διαδραματίστηκαν τα γεγονότα αυτής της ιστορίας, ήταν ένα από αυτά, ό,τι σεβαστό απέμεινε από εκείνη την εποχή όταν τα πράγματα και οι άνθρωποι είχαν αυτή την απλότητα που τα ήθη στη Γαλλία όλο και χάνουν. Αφού ακολουθήσεις τις στροφές αυτού του γραφικού δρόμου, όπου το παραμικρό ξυπνά αναμνήσεις, και αφού σε κυριεύσει χωρίς να το καταλάβεις μια ονειροπόληση, θα διακρίνεις μια σκοτεινή εσοχή όπου είναι κρυμμένη η πόρτα του σπιτιού που ανήκε στον κύριο Γκραντέ.

Ο Honoré de Balzac (Ονορέ ντε Μπαλζάκ) γεννήθηκε στην πόλη Τουρ της Γαλλίας το 1799 και πέθανε το 1850. Συγκαταλέγεται μεταξύ των θεμελιωτών του ρεαλισμού στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία· είναι συγγραφέας νουβελών, πραγματειών, θεατρικών, κωμικών ιστοριών και του μνημειώδους έργου Ανθρώπινη Κωμωδία, μιας συλλογής 91 ολοκληρωμένων μυθιστορημάτων και 48 ημιτελών, όπου γίνεται μια εξαντλητική περιγραφή της γαλλικής κοινωνίας της εποχής του, ενώ ταυτόχρονα ο συγγραφέας αναδεικνύεται σε μεγάλο ανατόμο της ανθρώπινης ψυχής. Στον «κύκλο της επαρχιακής ζωής» της συλλογής αυτής ανήκει η Ευγενία Γκραντέ, ορόσημο του γαλλικού ρεαλιστικού μυθιστορήματος, ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα του Ονορέ ντε Μπαλζάκ, το οποίο δημοσιεύτηκε το 1833· εδώ αναδύεται ένας ανελέητος κόσμος με κύρια αξία το χρήμα, και με την οικογένεια και την ιδιοκτησία να αναπαράγουν την εξουσία. Η Ευγενία Γκραντέ πρωτομεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Άγγελο Βλάχο το 1883, ακολούθησαν πολλές αναμεταφράσεις, μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο. Το μυθιστόρημα ξεκινά με το παραπάνω κείμενο, εδώ σε μετάφραση Βασιλικής Τσίγκανου.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Το μέντιουμ» του Γιώργου Μυλωνά

Τις περισσότερες ώρες τα Σαββατοκύριακα, που έμενα στους δικούς μου, τις περνούσα στο μπαλκόνι. Το έβρεχα με το λάστιχο για να καθαρίσει από το καυσαέριο που είχε μαζευτεί μέσα στην εβδομάδα και...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Τα δύσκολα, θαλασσινά ταξίδια» του Βασίλη Κόκκοτα

Εκείνα τα χρόνια, για να κάνεις ένα μακρινό ταξίδι στη θάλασσα, έπρεπε να προετοιμαστείς σωστά και για αρκετό καιρό: να συγκεντρώσεις όλες τις απαραίτητες προμήθειες, να δημιουργήσεις τις κατάλληλες επαφές, να πάρεις...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.