fbpx
«Της Δέκατης Μούσας» της Μαρίας Κοτοπούλη

«Της Δέκατης Μούσας» της Μαρίας Κοτοπούλη

Στεκόταν στην κορυφή του βουνού, πάνω στο Χάλικα, και κοίταζε το πανόραμα του νησιού. Μουσικές, χρωματικές παραλλαγές, εκείνες του πράσινου και του γαλάζιου. Μέσα στην απεραντοσύνη της σύνθεσης, πού να κρύβεται άραγε το τιρκουάζ, το κόκκινο, το βιολετί της Ανατολής; Πού να είναι τα ρόδα και οι καρποί της γης, τα κρίνα του γιαλού; Ο σταυροειδής ναός του Αγίου Θεράποντα, με τον μεγάλο τρούλο, σήμα κατατεθέν της Μυτιλήνης, για όποιον την προσεγγίζει από τη θάλασσα, τη γέμισε σιγουριά, το ίδιο και το γοτθικό καμπαναριό της Μητρόπολης. Είδε τη διαδρομή που έκανε κάθε πρωί για να φτάσει στο Γυμνάσιον Θηλέων να διαγράφεται μπροστά της: Βοστάνειον, Ιερόν Νοσοκομείον, Χρυσομαλλούσα Παναγιά, Καλλιθέα, το γήπεδο του Ταρλά, ο κήπος πίσω από το Δημαρχείο, μόλις διακρινόταν, όμως, δεν μπορούσε να εντοπίσει τη Βιβλιοθήκη της. Αυτήν, που της έκλεβε ώρες από το παιχνίδι, για να τρέξει, να ψάξει τα αγαπημένα της βιβλία. Αν τουλάχιστον εντόπιζε την Αγία Ειρήνη, θα έστριβε και θα έπεφτε πάνω στο κομψό, παλαιό αρχοντικό που στέγαζε τη Βιβλιοθήκη της. Εκεί υπήρχαν βιβλία από το 1583 και συλλογές λογίων δωρητών, όπως του Δημήτρη Βερναρδάκη, συσσωρευμένη γνώση και σοφία εκατοντάδων χρόνων. Εκεί και οι πρώτες εκδόσεις νεοελληνικών λογοτεχνικών έργων, του Στράτη Μυριβήλη, του Αργύρη Εφταλιώτη, του Ηλία Βενέζη και τόσων άλλων… Την έπιασε τρόμος, μήπως καταστράφηκε, μήπως την έκλεισαν και τι θα κάνουν τα παιδιά που δεν έχουν δικιά τους μια βιβλιοθήκη;

Όχι, δεν μπορεί, εκεί θα είναι, και άρχισε να αναπολεί τις ώρες που πέρασε στη φιλόξενη αίθουσα, τις φιλολογικές εκδηλώσεις, τις ομιλίες, τις γιορτές, τα ποιήματα που απήγγειλε, τους αξιόλογους ανθρώπους που την αιχμαλώτισαν με τον λόγο τους. Στη μνήμη της ήρθε εκείνη η ημέρα που την είχε πάρει ο ύπνος από την κούραση πάνω στο τραπέζι του αναγνωστηρίου της μεγάλης αίθουσας με το βιβλίο για μαξιλάρι.

«Απ’ το μικρό λευκό κλαδί της άκρης των ονείρων μας». Θεέ μου, πώς βρέθηκε μπροστά της ολοζώντανη η ποιήτρια Σαπφώ; Θυμήθηκε μάλιστα πως ο καθηγητής της, ο φιλόλογος, κύριος Αρχοντίδης, της είχε πει ότι οι Αιολείς την έλεγαν Ψάπφα. Τώρα την κοίταζε και δυσκολευόταν να πιστέψει ότι ήταν εδώ, μπροστά της, γι’ αυτό τράβηξε το ιμάτιό της, για να βεβαιωθεί. Εκείνη έστρεψε το πρόσωπό της και της είπε:

«Κι εγώ εδώ γεννήθηκα, όπως και συ, πολλά χρόνια πριν».

«Τι σημασία έχει ο χρόνος, όταν τα ποιήματά σου είναι στα ράφια της Βιβλιοθήκης μου και στα χέρια μου, όποτε τα ζητήσω;»

«Δεν είναι όμως ολόκληρα, κάποια σπαράγματα, βγαλμένα από φθαρμένους παπύρους. Ποίηση τραυματισμένη, πώς να τη νιώσεις; Πώς να την ερμηνεύσεις;»

«Για τούτο είσαι θλιμμένη;»

«Για πολλά, μα πού να καταλάβεις;»

«Ίσως να φταίει που δεν είμαι από αριστοκρατική γενιά, όπως εσύ, και δεν πήρα την κατάλληλη μόρφωση. Αλήθεια, σήμερα γιατί δεν υπάρχουν πραγματικοί Αριστοκράτες, όπως στην εποχή σου;»

Την είδε να υπομειδιά και να αλλάζει κουβέντα. «Άλλοι καιροί, άλλοι άνθρωποι… Τον Πιττακό τον ξέρεις;» τη ρώτησε απότομα και κάπως αυστηρά σαν τον δάσκαλό της.

Τον είχε μάθει παπαγαλία στο σχολείο της κι άρχισε να απαριθμεί τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας: «Θαλής ο Μιλήσιος, Πιττακός ο Μυτιληναίος, Βίας ο…»

«Στάσου… στάσου», την αντέκοψε. «Τι ξέρεις γι’ αυτόν;»

Κάτι θυμόταν για την «Πιττακού γην» και κάποια από τα αποφθέγματά του: «Αρχή άνδρα δείκνυσιν» και «Φοβού τα αισχρά». Είχε ακούσει ακόμα ότι η προτομή του βρίσκεται στο Λούβρο. Τι κρίμα να μην είναι στην πατρίδα του! σκέφτηκε κι έτρεξε στον βιβλιοθηκάριο να τη βοηθήσει, γιατί θεώρησε ότι δεν ήταν αρκετά όσα γνώριζε. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του.

«Ήταν και στρατηγός», της είπε, «αλλά εσύ έχεις μπροστά σου τη μεγαλύτερη λυρική ποιήτρια του κόσμου και ρωτάς για τον Πιττακό;»

«Μα είναι σοφός. Πώς το έλεγε ο καθηγητής μου; “Στους σοφούς θα βρεις την απαρχή του στοχασμού. Θα γνωρίσεις τη φιλοσοφική καταγωγή της τέχνης που σ’ αγγίζει. Προφητική για τους μυημένους, μαγική για όσους την πλησιάζουν με αίσθηση και φαντασία”».

«Και αθωότητα, θα πρόσθετα εγώ. Άντε, βρε ανόητο, η ποίηση είναι ανώτερη από όλες τις τέχνες», της είπε. Κάπου διάβασε ότι όλες οι μορφές της τέχνης είναι ισότιμες, μα δεν τόλμησε ν’ αντιμιλήσει. «Τι τα θες όλα τ’ άλλα, ποίηση και μουσική», συνέχισε ο βιβλιοθηκάριος.

«Ποίηση και μουσική», οι λέξεις ηχούσαν μελωδικά μέσα στην αίθουσα με την ωραία ακουστική, τη στιγμή που η Σαπφώ απάγγελλε στίχους, δυσνόητους για το άγουρο μυαλό της. Προσπαθούσε από κάπου να πιαστεί και να θυμηθεί ποιος την ονόμασε Δέκατη Μούσα. Σκεφτόταν ακόμα τον σοφό Σόλωνα, υπέργηρο πια, να θέλει να αποστηθίσει τα ποιήματά της, όταν ξαφνικά η Σαπφώ άρχισε να ψάλλει μια Ωδή. Θεέ μου, τη μαγεία ήταν αυτή! Της θύμισε την Ωδή στη Χαρά, όχι όπως την έπαιζε στο πιάνο της και όλοι την κορόιδευαν, αλλά εκείνη, με τη μεγάλη ορχήστρα, τη χορωδία και τους σολίστ, που δεν μπορούσε να θυμηθεί το όνομά τους. Έβαλε τα κλάματα από συγκίνηση και από τύψεις, ενώ η θεϊκή μουσική της Ενάτης Συμφωνίας αντηχούσε παρηγορητικά στην ψυχή της. Η Σαπφώ τής χάιδεψε τα μαλλιά.

«Εσύ κλαις, γιατί;» τη ρώτησε.

«Πώς να το πω…» κι έκρυψε μέρος της αλήθειας. «Είναι δύσκολο να καταλάβω τα ποιήματά σου, θα μπορούσες να με βοηθήσεις;» Της ζήτησε μάλιστα να την πάρει στη σχολή της και εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι είναι συμπατριώτισσες. «Εδώ παίρνεις μαθήτριες από τη Λυδία, τη Φρυγία, την Αττική και τη Σαλαμίνα, εμένα δε θα πάρεις;» τη ρώτησε παρακλητικά.

Η Ποιήτρια σκέφτηκε λίγο και της απάντησε: «Θα πρέπει να περάσεις ορισμένες δοκιμασίες. Αν είσαι άξια και τα καταφέρεις, τότε μπορείς να γίνεις μαθήτριά μου».

Στο άκουσμα της λέξης «δοκιμασίες», πανικοβλήθηκε. Από το μυαλό της πέρασε ο Ταμίνο, πόσες δυσκολίες συνάντησε στον δρόμο του Μαγικού Αυλού, ώσπου να κερδίσει την εκλεκτή του, σκεφτόταν κι έτρεξε στον Παπαγκένο.

«Παπαγκένο, άραγε θα τα καταφέρω;» τον ρώτησε, όλο αγωνία.

«Εδώ τα κατάφερα εγώ», και πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του, του φώναξε:

«Ναι, αλλά εσύ είχες έναν θεϊκό Μότσαρτ να σε σπρώχνει, εγώ δεν έχω κανέναν».

«Δειλή, πάρε τον Μαγικό Αυλό του και προχώρα». Τον άρπαξε, τον έκρυψε στην ποδιά της και έτρεξε στη Δέκατη Μούσα. «Δέχομαι τους όρους σου, μόνο, σε παρακαλώ, μη με βάλεις να ψάχνω στο σκοτάδι, φοβάμαι».

«Ησύχασε, τα μαθήματα γίνονται στο φως της ημέρας», της απάντησε.

Φαίνεται ότι η ώρα είχε περάσει γιατί ο βιβλιοθηκάριος την πλησίασε, τη χτύπησε ελαφρά στους ώμους και της είπε στοργικά: «Άντε, παιδί μου, να πας στο σπίτι σου, σε λίγο σκοτεινιάζει».

Πετάχτηκε τρομαγμένη και ντροπιασμένη. Μάζεψε βιαστικά τα χαρτιά και τα βιβλία της, ευχαρίστησε τον βιβλιοθηκάριο και έφυγε τρέχοντας. Κατέβηκε τη μαρμάρινη σκάλα και κατευθύνθηκε προς την Αγία Ειρήνη να χαιρετήσει την καντηλανάφτισσα και να προσευχηθεί. Δεν ήταν εκεί κανείς. Ένιωσε έναν περίεργο φόβο –δέος θα το έλεγε σήμερα– κι έφυγε γρήγορα. Καθώς ανέβαινε την ανηφόρα για το σπίτι της, σκεφτόταν το όνειρό της και απάγγειλε τα λόγια του Άγγελου από τις Ικέτιδες, που είχε αποστηθίσει:

«Ό,τι με λαχτάρα αποζητούμε δεν είναι μακριά». Έψαξε στην ποδιά της, να βρει τον Μαγικό Αυλό. Και να, το θαύμα έγινε! Ο Αυλός ήταν στη τσέπη της. Τον πήρε και τον κράτησε σφιχτά, ώσπου έφτασε στη θαλπωρή του σπιτιού της.

Ο ρεμβασμός της ψηλά στο βουνό δε θα σταματούσε, αν ο Ζέφυρος, μέσα από το κοχύλι του, δεν της ψιθύριζε:

«Χάθηκες στις φυλλωσιές του ανέμου. Μάζεψε τις μνήμες από το παρελθόν και προσγειώσου στο σήμερα». Τότε εκείνη του αποκάλυψε ότι είναι όμορφος και όμοιος με τον ανάγλυφο συνονόματό του, που βρίσκεται στη ζωφόρο του οκταγωνικού, μαρμάρινου ρολογιού του Κυρρήστου, τους γνωστούς Αέρηδες. Κολακευμένος ο άνεμος χαμογέλασε, πήρε το κοχύλι του και πέταξε πάνω από την πόλη. Τον έβλεπε να χάνεται και τσίμπησε τα χέρια της για να βεβαιωθεί ότι δεν ήταν όνειρο.

Προσπέρασε το σταυράγκαθο, με τα μοβ ανθάκια του να λάμπουν στο φως του ήλιου, και πήγε στη λυγαριά. Έκοψε ένα κλωνάρι όπως ήταν συνήθειο και τραγούδησε: «Όποιος περάσει και διαβεί, ας είν’ και παλικάρι, τα νιάτα του να μη χαρεί, αν δεν κόψει ένα κλωνάρι». Ύστερα χαιρέτησε από μακριά τον οδοιπόρο που πήγαινε στον Προφήτη Ηλία και άρχισε να κατεβαίνει από το βουνό. Ήθελε να βεβαιωθεί ότι η Βιβλιοθήκη ήταν στη θέση της. Πέρασε μέσα από το χωριό κι έκανε μια στάση στην τρίκλιτη Βασιλική Εκκλησία των Αγίων Πατέρων. Την έλεγαν μονοκκλησιά γιατί, φαίνεται, ήταν μοναδική σε όλο το νησί. Το μεγαλοπρεπές τέμπλο, φτιαγμένο από Μυτιληνιούς καλλιτέχνες, ήταν εκεί, το ίδιο και η Παναγιά η Τριχερούσα, κειμήλιο οικογενειακό του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, του «Μαΐστορα της μουσικής», όπως τον αποκαλούσαν. Τώρα ξέρει ότι τούτη η εικόνα είναι το μοναδικό, πιστό αντίγραφο της εικόνας του, εκείνης που βρίσκεται στην Ιερά Μονή Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους. Παναγιά με τρία χέρια, την κοίταζε, την κοίταζε και προσπαθούσε να θυμηθεί την ιστορία της, όπως την είχε αφηγηθεί η μητέρα της. Έμεινε ώρα πολλή στην εκκλησία προσπαθώντας ν’ αγγίξει το Θείο μέσα από ταπεινό ανθρώπινο λογισμό.

Βγήκε στον δρόμο κι όλα τής φάνηκαν άγνωστα, μόνο η «πατωμένη» ήταν ίδια. Την κατέβηκε και στάθηκε στον «καροτσόδρομο» να θαυμάσει τη θέα, όπως έκανε κάθε φορά που περνούσε από κει και πάντα σκεφτόταν τον Ελύτη, «Θεέ μου, τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε». Αριστερά της, ο πύργος του Δεσπότη. Τον γκρέμισαν και στη θέση του έχτισαν ένα πολυτελές, βυζαντινού ρυθμού, οικοδόμημα, κατοικία του Μητροπολίτη. Πόσες όμορφες στιγμές πέρασε μέσα σ’ αυτόν τον κήπο! Τι παιγνίδια έκανε με τα παγόνια, όταν άνοιγαν καμαρωτά τα φτερά τους και την άφηναν να τα χαϊδεύει. Μόνο εκείνη είχε αυτό το προνόμιο, ένιωθε υπερήφανη και κρατούσε ακόμα τα φτερά που της χάρισαν. Πολλές φορές, όταν διάβαζε κάτω από τη μυγδαλιά της, νόμιζε ότι την καλούσαν. Παράταγε τα βιβλία της και πέταγε κοντά τους. Ο κηπουρός, ο κυρ Βασίλης, μόλις την έβλεπε να βουτά τα χέρια της στη γούρνα της μαρμάρινης κρήνης που βρισκόταν κάτω από τις βάγιες, να παίρνει νερό με τις χούφτες της και να τρέχει να τα ποτίσει, κουνούσε το κεφάλι του και γελούσε.

Με χαμηλωμένα μάτια προχώρησε βιαστικά προς τη δεύτερη «πατωμένη». Δεν ήθελε να δει το σπίτι της, χωρίς τη μητέρα της. Ήξερε ότι θα έλιωνε η ψυχή της. Οι πέτρες είχαν αρκετά λειανθεί από τον χρόνο και γλιστρούσαν. Με τη λοξή ματιά της είδε το σπίτι της νονάς της και την καρυδιά, βούρκωσε και άρχισε να τρέχει. Έφτασε στο «Βοστάνειον, Ιερόν Νοσοκομείον». Μπήκε μέσα στον Άγιο Ιάκωβο, το παρεκκλήσι του νοσοκομείου, και άναψε ένα κερί. Είδε τον επιτάφιο σε μια άκρη σκεπασμένο και θυμήθηκε τη λαμπερή περιφορά του που γινόταν νωρίς, μετά το μεσημέρι, για τους αρρώστους και συγκέντρωνε όλο τον κόσμο της Μυτιλήνης και των περιχώρων. Έβλεπε τον εαυτό της ανάμεσα στα παιδιά με τα πανεράκια να ραίνουν τους πιστούς και σκεφτόταν τη μητέρα της, που δεν έλειπε ποτέ από τη Ακολουθία των Ωρών.

Κατέβηκε την κατηφόρα του νοσοκομείου, οι ελαιώνες δεξιά-αριστερά είχαν ξεριζωθεί. Πώς πήγαν τα χέρια τους να ξερίζωσαν ιερά, αγέραστα δένδρα;

«Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς», στη θέση τους σπαρμένες πολυκατοικίες, θέαμα φριχτό, δε θέλει να το βλέπει. Άρχισε να τρέχει χωρίς να κοιτάζει γύρω της, μήπως και είχαν γκρεμιστεί τα πανέμορφα αρχοντικά που στόλιζαν τον δρόμο. Σταμάτησε σαν έφτασε στη φλαμουριά, έκανε μια βαθιά υπόκλιση, για να την ευχαριστήσει που ήταν ακόμα εκεί και χάριζε τη δροσιά και το άρωμά της. Φεύγοντας, έκοψε λίγα φύλλα για φυλαχτό. «Βρήκα τα φύλλα που ο ψαλμός του ήλιου αποστηθίζει». Συνέχιζε να περπατά βιαστικά, δεξιά της το γήπεδο του Ταρλά έκρυβε τη θέα του Μακρύ Γιαλού. Λίγο να δει τη θάλασσα να γαληνέψει, τη θάλασσα, που δεν ξεπέρασε ποτέ. Ακόμα και τώρα. Όταν ανοίγει τα παράθυρα του σπιτιού της στην Αθήνα, νομίζει ότι θα αντικρίσει τη θάλασσα. Επιτάχυνε το βήμα της. Έφτασε στη Βιβλιοθήκη. Στάθηκε απέναντι και την κοίταζε, δεν τόλμησε να μπει μέσα και να ρωτήσει, της αρκούσε που ήταν εκεί και ήλπιζε να λειτουργεί. Πέρασε μέσα από την αγορά, έφτασε στο «Μπας-Φανάρ» και πήρε την ανηφόρα. Αριστερά της το ζαχαροπλαστείο του Γιαρλού με τους ονομαστούς μπακλαβάδες. Συνέχισε να ανεβαίνει. Ήξερε ότι δεξιά της ήταν η μεγάλη «Πορτάρα» του σχολείου της. Απέφυγε να κοιτάξει μην και είχε γκρεμιστεί. Δε θα μπορούσε να το αντέξει. Με ένα δαιμονικό τρεχαλητό έφτασε στον παιδικό σταθμό. Ανακάλεσε στη μνήμη της την πρώτη ημέρα που την πήγαν εκεί. Το μεσημέρι μετά το φαγητό έβαλαν όλα τα παιδάκια να ξαπλώσουν σε μια ψάθα. Ξάπλωσε και εκείνη κι αποκοιμήθηκε, εξουθενωμένη από τις εντυπώσεις της ημέρας και το τρελό κυνηγητό με τα παιδιά. Όταν ξύπνησε, όλο το πρόσωπό της ήταν μαρκαρισμένο από την ψάθα. Έδειξε τα σημάδια στη μητέρα της και της είπε: «Εγώ δεν ξαναπάω εκεί» και δεν ξαναπήγε.

Είχε φτάσει πάνω στον λόφο. Αριστερά φαίνονταν τα προσφυγικά και η Απάνω Σκάλα με τον αρχαίο λιμενοβραχίονα. Στο βάθος τα Τσαμάκια, με το υπέρλαμπρο Βυζαντινό Κάστρο που επισκεύασε ο Γενοβέζος άρχοντας Φραγκίσκος Γατελούζος. Δεξιά το Άγαλμα της Ελευθερίας. Πόσα στεφάνια είχε καταθέσει εκεί με το σχολείο της… και πόσο γελούσε με τον χαρακτηρισμό του Στράτη Μυριβήλη, που την αποκαλούσε «Χοντροποδαρούσα». Κοίταξε ολόγυρα. Η θέα τής έκοβε την ανάσα. Ο ουρανός ήταν πάντα ίδιος και η θάλασσα υπέροχα ακύμαντη. Η μαγεία του νησιού σε όλη του τη δόξα!

Τα πεύκα την πήραν από το χέρι και περιπλανήθηκαν μαζί της. Άξαφνα μια μικρή βάγια, μοναχική, τους έκοψε τον δρόμο. Άκουσε τη μητέρα της να αφηγείται με την απαράμιλλη ζωντάνια και εκφραστικότητά της το παραμύθι της:

«Άνοιξε, Μάνα μ’ Βάγια».
«Φιλημένη, τσιμπημένη
μες στη Bάγια πια δεν μπαίνει».

Πήραν μαζί τους τη μικρή βάγια που είχε «αμαρτήσει», γιατί χάρισε ένα φιλί στον αγαπημένο της, κι αναρωτιόταν αν ήταν «αμαρτωλό» το φιλί του Ροντέν και του Γκούσταφ Κλιμτ. Μπήκαν στο Αρχαίο Θέατρο. «Αλλά πού θα είσαι τη στιγμή που θα έρθει εδώ σ’ αυτό το θέατρο το φως;» Ήξερε πως η Σαπφώ δεν είχε έρθει εδώ ποτέ, γιατί χτίστηκε τη Ρωμαϊκή εποχή. Αχ, να μπορούσε να της το δείξει, ίσως και να κατάφερνε να την εντυπωσιάσει, να την ξαφνιάσει… Όταν, ένα σάλπισμα κοχυλιού, την έκανε να κοιτάξει ψηλά. Ο Ζέφυρος, με τη συνοδεία των ανέμων, κατέβαινε από τον ουρανό έχοντας πάνω στα φτερά του τη «Δέκατη Μούσα», όπως ο Πλάτωνας την αποκαλούσε. Προσγειώθηκε ανάλαφρα στο κέντρο της κυκλικής ορχήστρας και την απίθωσε απαλά στο δάπεδο, ύστερα ασπάστηκε την εσθήτα της και έκανε κύκλους στους αιθέρες. Η Μούσα προχώρησε μεγαλόπρεπα προς το μέρος της και τη διαβεβαίωσε ότι η Βιβλιοθήκη της λειτουργεί. Ύστερα κάλεσε τη Συμφωνική Ορχήστρα της Φύσης και άρχισε να ψάλλει μια Ωδή, κρούοντας τη Λύρα της, «Σοβαρόν, υψηλόν λάβε τόνον, ω λύρα».

Αναζήτησε κι εκείνη τον Μαγικό Αυλό της, τον έβγαλε από την τσέπη της, κοίταξε τους εκλεκτούς θεατές, τα Πεύκα, τη Βάγια, τα Παγόνια, τη Μυγδαλιά, την Καρυδιά, την Παναγιά, το Σταυράγκαθο, τη Λυγαριά, τον Ζέφυρο με τους Ανέμους που είχαν καθίσει στις κερκίδες. Πήρε κι εκείνη θέση ανάμεσα στα πνευστά όργανα της Ορχήστρας και άρχισε να συνοδεύει αρμονικά την Ωδή της «Δέκατης Μούσας»!

 


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.