fbpx
«Η δεύτερη ταφή» της Έλσας Λιαροπούλου
Φωτογραφία: Αλέξιος Μάινας

«Η δεύτερη ταφή» της Έλσας Λιαροπούλου

Δεν άντεχε να τον βλέπει έτσι. Έπαιρνε συνεχώς το μάτι της από πάνω του, προσπαθούσε να κοιτάζει τον πολυέλαιο, τα άφθονα λουλούδια, τις εικόνες. Ποιοι να ’ναι όλοι αυτοί οι άγιοι, αναρωτιόταν, και γιατί τάχα να είναι άγιοι αφού μοιάζουν αδιάφοροι μπροστά σε αυτό το δράμα… Πώς μπορεί να βλέπουν τον Θάνο στο λευκό φέρετρο και να μην σηκώνονται, να μην βγαίνουν από την αδιαφορία τους και να μην προσπαθούν, έστω, να χαϊδέψουν το κρύο μέτωπο και τα κλειστά βλέφαρα…

Η ίδια δεν ήξερε με ποιον να τα βάλει, με ποιον να θυμώσει για να μπορέσει να ορθοποδήσει. Βέβαια, η οργή της στρεφόταν κυρίως προς αυτόν. Έπρεπε να το ξέρει πως κάποια στιγμή θα την εγκατέλειπε, έπρεπε να το υποψιαστεί τότε που έτρεχε με την μηχανή σαν τρελός στην παραλιακή και γελούσε, γελούσε όταν τον παρακαλούσε να μειώσει ταχύτητα – δεν μπορεί, σίγουρα αισθανόταν τα ιδρωμένα, τρεμάμενα χέρια της που του έσφιγγαν τη μέση και τον χτύπο της καρδιάς της που είχε κολλήσει πάνω στην πλάτη του.

Και την άλλη φορά έπρεπε να το υποψιαστεί, όταν, με την μηχανή πάλι, είχαν σταματήσει στην γέφυρα της Χαλκίδας, κι αυτός είχε σπεύσει να ανεβεί στο κιγκλίδωμα προσπαθώντας να ισορροπήσει. Και το είχε καταφέρει για κανά δυο μέτρα.

Μόνο χθες δεν τα κατάφερε. Τον φανταζόταν να γελάει δυνατά και προκλητικά την στιγμή που καρφωνόταν με ταχύτητα στο φορτηγό που προπορευόταν. Σαν σκοτεινός άγγελος που είχε υποκύψει στον νόμο της βαρύτητας χάθηκε κάτω από το φορτηγό, λες και δεν είχε υπάρξει ποτέ, μετατράπηκε σε τόσο δα κουβαράκι που δεν έβγαλε ούτε αίμα. Τα μακριά, μαύρα μαλλιά του μόνο είχαν μείνει ανέγγιχτα.

Κι αυτή η κηδεία την αναστάτωνε, ίσως όσο και ο θάνατός του. Για πρώτη φορά τον έβλεπε ήσυχο και υποταγμένο, ακίνητο, μέσα στα γελοία ρούχα που η μάνα του είχε φροντίσει να του βάλουν. Τόσο γελοία όσο και όλης της οικογένειας. Πρέπει να τα είχε αγοράσει η ίδια το πρωί, μάλλον το είχε θεωρήσει καθήκον της, τελευταία ευκαιρία να τον έχει του χεριού της. Όπως είχε φροντίσει να φωνάξει κομμώτρια, ίσως και μανικιουρίστα, τα νύχια της ήταν φροντισμένα σε ένα μοβ χρώμα, να βάψει τα αραιά και τραχιά της φρύδια. Κάθε τόσο την έβλεπε να γυρίζει και να επιθεωρεί τον άντρα και την κόρη της κάνοντας διάλειμμα στον μονότονο θρήνο της. Κάποια στιγμή μάλιστα με το χέρι της τίναξε τη σκόνη από το μανίκι του άντρα της αποσπώντας κάποιες αόρατες κλωστές.

Αυτές τις κλωστές, αυτόν τον βρόγχο δεν είχε μπορέσει να αποσπάσει ο Θάνος, αυτή την αλυσίδα που τον έδενε με την μάνα του, κάθε φορά που αισθανόταν ότι τον έπνιγε καβαλούσε την μηχανή και χανόταν στον ορίζοντα ξεκλειδώνοντας τις ανάγκες και τους καημούς του, ξαμολώντας τις φθαρτές αγωνίες και τους ανομολόγητους φόβους του, οι οποίοι επιβεβαιώνονταν στην κηδεία του με τον χειρότερο τρόπο.

Αυτός που μισούσε το άσπρο χρώμα, τα κομμένα λουλούδια, κυρίως τα λευκά τριαντάφυλλα, το κλάμα, τη δημόσια έκθεση, τη συνήθεια του πατέρα του να ρουφάει τη μύτη του, τα μαύρα καλτσόν, τα κοντά μαλλιά, την επίδειξη χρήματος, αυτός που έφευγε όταν άκουγε λόγια παραμυθίας, κειτόταν μέσα στο λευκό φέρετρο, ντυμένος σαν γαμπρός, πνιγμένος στα λουλούδια, θαμμένος στο βαρύ πένθος ανθρώπων δικών και ξένων, καλοξυρισμένος και κουρεμένος, βαριά λαβωμένος από τα φώτα των πολυελαίων που ήταν όλοι αναμμένοι. Τις πανκ μουσικές που συνόδευαν τις βόλτες του δυνατά, τις κάλυπτε το παράφωνο ψάλσιμο της πολυάριθμης χορωδίας που είχε επιλέξει η οικογένειά του να τον συνοδεύσει στον τάφο.

Τα πάντα γύρω της, όλο το σκηνικό, όλη η τελετουργία ήταν ο τρόπος για να φύγει ο Θάνος από την ζωή, τιμωρημένος από τους δικούς του γιατί αγαπούσε την ταχύτητα και το φως. Το πονεμένο βλέμμα της μάνας του ήταν ο θρίαμβός της που επιτέλους τα πράγματα γίνονταν όπως έπρεπε.

Όταν τελείωσε η λειτουργία, ο φανταχτερός τελετάρχης μπροστά και οι τέσσερις μαυροφορεμένοι κουβαλητές μετέφεραν το φέρετρο στον τάφο. Μετά οι δύο ιερείς και η χορωδία. Η οικογένειά του και οι συγγενείς ακολουθούσαν στη σειρά, μπροστά οι στενοί συγγενείς, πίσω οι φίλοι, οι γνωστοί, οι περαστικοί. Για την Ειρήνη η μάνα του είχε διαλέξει μια περίεργη θέση, με αυστηρό βλέμμα την είχε τοποθετήσει λίγο έξω από τις γραμμές, λοξά, να είναι και να μην είναι στην ομάδα, όπως πάντα ήλπιζε ότι ήταν και στην σχέση με τον γιο της.

Καλύτερα, σκέφτηκε η Ειρήνη, καλύτερα μακριά, έξω από την παγίδα της τελετής του θανάτου, που νομίζουν ότι στήνουν οι άνθρωποι για να κάνουν δικό τους όχι μόνο τον ίδιο τον θάνατο αλλά κι όποιον δεν μπορούν να κατέχουν στην ζωή. Ο Θάνος άξιζε σίγουρα τον άλλο θάνατο, τον άγριο, τον αδάμαστο, αυτόν που δικαιώνει την ανθρώπινη αγωνία.

Κοντά στον τάφο η πομπή σταμάτησε. Ήταν απογευματάκι, χειμώνας, ο ουρανός αμέτοχος, παγερός, είχε αποσύρει την φροντίδα του. Ξαφνικά η Ειρήνη, που είχε μείνει λίγο πιο πίσω, άκουσε ανάρμοστη φασαρία, η μητέρα του νεκρού τραβούσε τα καλοχτενισμένα της μαλλιά, φώναζε δυνατά, σε τόνους που δεν της επέτρεπε η ανατροφή της. Η Ειρήνη έτρεξε μπροστά, στον τάφο που σε λίγο θα κατάπινε τον Θάνο και το μισητό άσπρο φέρετρο. Όμως ο τάφος ήταν ανέπαφος, κανείς δεν είχε φροντίσει να τον σκάψει, στεκόταν εκεί, ίδιος με όλους τους άλλους, ανέτοιμος για την καινούργια ταφή.

Ανάμεσα σε κραυγές, λιποθυμίες, χειρονομίες, θυμούς, αλληλοκατηγορίες, δόθηκε η εξήγηση. Ο τελετάρχης απορροφημένος από τη φανταχτερή κι απαιτητική οργάνωση της τελετής είχε ξεχάσει να ζητήσει και να επιβλέψει το άνοιγμα του τάφου.

Σιγά-σιγά νύχτωνε. Το φέρετρο ήταν ξεχασμένο σε μια γωνιά. Η οικογένεια του Θάνου δεχόταν την παρηγορία και την φροντίδα των ακολουθούντων την κηδεία, που είχαν γίνει πολύ περισσότεροι καθώς το ασυνήθιστο του πράγματος είχε προσελκύσει πολλούς περίεργους που πλησίαζαν, έριχναν μια ματιά στον τάφο κι έσπευδαν να συλλυπηθούν την οικογένεια.

Η Ειρήνη πρόλαβε κι έχωσε το χέρι της κάτω από το καπάκι κι έπιασε γλυκά τα σταυρωμένα χέρια του Θάνου. Τα μάλαξε, τα έτριψε για να τα ζεστάνει. Ματαίως, ο Θάνος αντιστεκόταν, της ζητούσε, το ένιωθε, να τον αφήσει ήσυχο.

Ο τελετάρχης τελικά, ύστερα από συγγνώμες, εξηγήσεις και διάφορα τηλέφωνα, έδωσε τη λύση. Η ταφή θα γινόταν την επομένη. Πρωί-πρωί. Το φέρετρο θα επέστρεφε στο ψυγείο και οι συγγενείς στο σπίτι να πενθήσουν με την ησυχία τους.

Η Ειρήνη δεν κοιμήθηκε όλο το βράδυ. Είχε φροντίσει να αγοράσει ένα μπουκάλι κονιάκ και το ήπιε όλο, καθισμένη στον καναπέ και ακούγοντας Green Day, το αγαπημένο συγκρότημα του Θάνου. Χάθηκε μέσα στα μαύρα, σκληρά κύματα της μουσικής.

Μόλις ξημέρωσε, φόρεσε τη στολή της, κόκκινη κοντή φούστα, δερμάτινο μπουφάν, βάφτηκε έντονα, έβαλε κόκκινο κραγιόν, πολλά σκουλαρίκια, άφησε τα πόδια της γυμνά μέσα στις μπότες και κατευθύνθηκε προς το νεκροταφείο. Στον δρόμο αγόρασε ένα μπουκάλι κονιάκ και δύο πακέτα τσιγάρα. Όταν έφτασε, ο τελετάρχης και το φέρετρο ήταν ήδη εκεί. Κανένας άλλος. Μάλλον τους είχε πάρει ο ύπνος από το πολύ κλάμα, άλλωστε είχαν κάνει το καθήκον τους. Ένας βαριεστημένος Πακιστανός άνοιγε τον τάφο και πέταγε τα χώματα όπου έβρισκε. Βουνά από λιπασμένο από ανθρώπινες σάρκες χώμα πετιόταν δεξιά και αριστερά. Η Ειρήνη έπιασε ένα σβολαράκι με το δεξί της χέρι. Ήταν μαλακό κι εύπλαστο, σαν κεφτές από φρέσκο κρέας. Το έφερε στη μύτη. Φρέσκο, νοσταλγικό χώμα που σε καλεί να μπεις μέσα του, να γίνεις ένα μαζί του.

Ο τελετάρχης, η Ειρήνη και ο Πακιστανός έβαλαν το φέρετρο στον τάφο και μετά το σκέπασαν αργά και τρυφερά με το χώμα. Η Ειρήνη φρόντισε να ρίξει πάνω στο φέρετρο το ένα τέταρτο από το κονιάκ. Το υπόλοιπο το ήπιαν οι τρεις τους, καθισμένοι πάνω στον τάφο σιωπηλά, καπνίζοντας όλα τα τσιγάρα. Μετά χαιρετήθηκαν και απομακρύνθηκαν προς διαφορετικές κατευθύνσεις ο καθένας.

 

 Η Έλσα Λιαροπούλου γεννήθηκε στην Κόρινθο. Είναι φιλόλογος κι έχει εργασθεί στη Μέση Εκπαίδευση. Έχει δημοσιεύσει τις συλλογές διηγημάτων Οι Άλλες (Εκδόσεις Νεφέλη, 1991), Πλην Ενός (Εκδόσεις Ίνδικτος, 1998) και το μυθιστόρημα Ο Σύλλογος (Εκδόσεις Ίνδικτος, 2001). Με τον Γιάννη Πατίλη έχει επιμεληθεί τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Άγγελου Σημηριώτη (Νέα Ιωνία, 1995). Συμμετείχε στη συλλογική έκδοση κειμένων για την εκπαίδευση: Αναπνέοντας κιμωλία – Γραφές εκπαιδευτικών (Εκδόσεις Σαββάλας, 1996). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και διευθύντρια του Ποιητικού Εργαστηρίου στο Ίδρυμα «Τάκης Σινόπουλος – Σπουδαστήριο Νεοελληνικής Ποίησης». Είναι ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Διαπολιτισμικών Σπουδών, όπου οργανώνει Λέσχη Ανάγνωσης και διδάσκει Δημιουργική Γραφή. Άρθρα, κριτικές και σχόλιά της έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.