fbpx
«Έβελιν» του Τζέιμς Τζόις
Φωτογραφία: Αλέξιος Μάινας

«Έβελιν» του Τζέιμς Τζόις

μετάφραση: Βάνια Σύρμου

Εκείνη καθόταν στο παράθυρο παρακολουθώντας το σούρουπο να εισβάλλει στη λεωφόρο. Το κεφάλι της ακουμπούσε στις κουρτίνες του παραθύρου και στα ρουθούνια της ερχόταν η μυρωδιά του σκονισμένου κρετόν. Ήταν κουρασμένη.

Λίγοι άνθρωποι περνούσαν. Ο άνδρας από το τελευταίο σπίτι πέρασε πηγαίνοντας σπίτι του. Άκουσε τα βήματά του να αντηχούν στο τσιμεντένιο πεζοδρόμιο και έπειτα να τρίζουν στο χαλικωτό μονοπάτι μπροστά από τα καινούργια κόκκινα σπίτια. Κάποτε υπήρχε εκεί μία αλάνα όπου έπαιζαν κάθε απόγευμα με τ’ άλλα παιδιά. Έπειτα, κάποιος από το Μπέλφαστ αγόρασε το οικόπεδο κι έχτισε εκεί σπίτια – όχι σαν τα δικά τους, μικρά καφετιά, αλλά καινούργια σπίτια από τούβλα, με γυαλιστερές στέγες. Τα παιδιά της λεωφόρου συνήθιζαν να παίζουν μαζί σ’ εκείνη την αλάνα – οι Ντιβάιν, οι Γουότερ, οι Νταν, ο μικρός Κίο ο κουτσός, εκείνη με τους αδερφούς και τις αδερφές της. Ο Έρνεστ ωστόσο δεν έπαιζε ποτέ· ήταν αρκετά μεγάλος. Ο πατέρας της τους έπαιρνε συχνά στο κυνήγι με το μαύρο μπαστούνι του, αλλά ο μικρός Κίο κρατούσε συνήθως τσίλιες και τους ειδοποιούσε όταν έβλεπε τον πατέρα της να έρχεται. Έδειχναν ωστόσο να ’ναι πολύ ευτυχισμένοι εκείνον τον καιρό. Ο πατέρας της δεν ήταν τόσο κακός τότε. Εξάλλου, ζούσε ακόμη η μητέρα της. Αυτό ήταν όμως πολύ παλιά. Αυτή και οι αδερφοί και οι αδερφές της ήταν όλοι μεγάλοι πια και η μητέρα της είχε πεθάνει. Η Τίζι Νταν είχε κι αυτή πεθάνει και οι Γουότερ είχαν επιστρέψει στην Αγγλία. Όλα αλλάζουν. Τώρα επρόκειτο κι αυτή να φύγει μακριά όπως όλοι οι άλλοι, να εγκαταλείψει το σπίτι της.

Το σπίτι της! Κοίταξε ολόγυρα το δωμάτιό της, παρατηρώντας όλα τα γνώριμα αντικείμενα που ξεσκόνιζε μια φορά την εβδομάδα τόσα χρόνια τώρα και αναρωτιόταν από πού στο καλό ερχόταν όλη αυτή η σκόνη. Ίσως να μην ξανάβλεπε ποτέ αυτά τα τόσο οικεία αντικείμενα, που ούτε στο όνειρό της δε φανταζόταν ότι θα τα αποχωριζόταν ποτέ. Κι όμως, όλα αυτά τα χρόνια δεν είχε ανακαλύψει ακόμα το όνομα αυτού του ιερέα, του οποίου η κιτρινισμένη φωτογραφία κρεμόταν πάνω από το σπασμένο αρμόνιο, δίπλα στα έγχρωμα τυπωμένα τάματα προς την Αγία Μαργαρίτα Μαρία Αλακόκ. Υπήρξε φίλος του πατέρα της από το σχολείο. Όποτε έδειχνε τη φωτογραφία σε κάποιον επισκέπτη ο πατέρας της, την προσπερνούσε λέγοντας:

«Αυτός τώρα βρίσκεται στη Μελβούρνη».

Είχε συμφωνήσει να φύγει, ν’ αφήσει το σπίτι της. Ήταν άραγε φρόνιμο κάτι τέτοιο; Προσπάθησε να ζυγίσει το ζήτημα και από τις δύο πλευρές. Στο σπίτι είχε σίγουρα στέγη και τροφή. Είχε γύρω της εκείνους που γνώριζε μια ζωή. Οπωσδήποτε θα έπρεπε να δουλέψει σκληρά, και στο σπίτι και στη δουλειά. Τι θα ’λεγαν γι’ αυτήν στο κατάστημα όταν μάθαιναν ότι το ’σκασε με έναν νεαρό; Θα ’λεγαν ίσως πως ήταν ανόητη και η θέση της θα αναπληρωνόταν με μια αγγελία στην εφημερίδα. Η δεσποινίς Γκάβαν θα χαιρόταν. Εκνευριζόταν πάντα μαζί της, ιδιαίτερα όταν ήταν κι άλλοι μπροστά που άκουγαν.

«Δεσποινίς Χιλ, δε βλέπετε πως οι κυρίες περιμένουν;»

«Δείξτε παρακαλώ λίγη ζωντάνια, δεσποινίς Χιλ!»

Σίγουρα η δεσποινίς Γκάβαν δε θα ’βαζε τα κλάματα που εκείνη θα ’φευγε απ’ το κατάστημα.
Αλλά στο νέο της σπίτι σε μια άγνωστη μακρινή πατρίδα, τα πράγματα δε θα ’ταν έτσι. Έπειτα, θα μπορούσε να παντρευτεί. Ναι, αυτή, η Έβελιν. Οι άνθρωποι θα της φέρονταν με σεβασμό. Δε θα της φέρονταν όπως στη μητέρα της. Ακόμα και τώρα που είχε περάσει τα δεκαεννιά, μερικές φορές ένιωθε ότι κινδυνεύει από τη βιαιότητα του πατέρα της. Ήξερε πως αυτό της προκαλούσε την ταχυπαλμία της. Καθώς μεγάλωναν, εκείνη ποτέ δεν τη χτυπούσε ο πατέρας της, όπως συνήθως χτυπούσε τον Χάρι και τον Έρνεστ, γιατί ήταν κορίτσι, αλλά αργότερα άρχισε να την απειλεί λέγοντάς της πως είχε χάρη που ’ταν πεθαμένη η μάνα της αλλιώς θα ’βλεπε τι θα της έκανε. Και τώρα δεν είχε κανέναν να την προστατέψει. Ο Έρνεστ είχε πεθάνει και ο Χάρι, που ασχολούνταν με διακοσμήσεις εκκλησιών, ήταν σχεδόν πάντα κάπου στην επαρχία. Εξάλλου, οι αναπόφευκτοι καβγάδες για λεφτά τα σαββατόβραδα είχαν αρχίσει να την κουράζουν τρομερά. Πάντα έδινε ολόκληρο το βδομαδιάτικό της –εφτά σελίνια– και ο Χάρι πάντα έστελνε όσα μπορούσε, αλλά το πρόβλημα ήταν ότι δεν έπαιρνε δεκάρα από τον πατέρα της. Της έλεγε πως σπαταλούσε τα λεφτά της, ότι δεν είχε μυαλό στο κεφάλι της, ότι δεν επρόκειτο να της δώσει τα μαζεμένα με ιδρώτα λεφτά του για να τα σκορπίσει στους δρόμους και πολλά άλλα, γιατί ήταν ιδιαίτερα κακός τα σαββατόβραδα. Στο τέλος τής τα έδινε και τη ρωτούσε αν είχε πρόθεση να αγοράσει κάτι για το κυριακάτικο δείπνο. Έπειτα, έπρεπε να τρέξει έξω όσο πιο γρήγορα μπορούσε, για να προλάβει να ψωνίσει, κρατώντας τη μαύρη δερμάτινη τσάντα σφιχτά στο χέρι της, σπρώχνοντας το πλήθος για να ανοίξει δρόμο και μετά να επιστρέψει αργά στο σπίτι φορτωμένη με το βάρος των φροντίδων. Κουραζόταν πολύ για να κρατήσει το σπίτι συγυρισμένο και να φροντίζει τα δυο παιδιά που είχαν μείνει υπό την επίβλεψή της, να πηγαίνουν στο σχολείο και να τρώνε κανονικά τα γεύματά τους. Ήταν δύσκολη δουλειά –δύσκολη ζωή– αλλά τώρα που ετοιμαζόταν να φύγει, δεν έβρισκε τη ζωή της εντελώς ανεπιθύμητη.

Ήταν έτοιμη να ανακαλύψει μια καινούργια ζωή με τον Φρανκ. Ο Φρανκ ήταν ευγενικός, αρρενωπός, ανοιχτόκαρδος. Επρόκειτο να φύγει μαζί του με το νυχτερινό πλοίο, να γίνει γυναίκα του και να ζήσει μαζί του στο Μπουένος Άιρες, όπου είχε ένα σπίτι να την περιμένει. Πόσο καλά θυμάται την πρώτη φορά που τον είδε! Νοίκιαζε δωμάτιο σ’ ένα φιλικό σπίτι στον κεντρικό δρόμο, στο οποίο εκείνη έκανε συχνά επισκέψεις. Λες και ήταν μονάχα μερικές βδομάδες πριν. Εκείνος στεκόταν στην αυλόπορτα, με το κασκέτο του σπρωγμένο προς τα πίσω και τα μαλλιά του ριγμένα μπροστά στο ηλιοκαμένο πρόσωπό του. Ύστερα γνωρίστηκαν. Τη συναντούσε συνήθως κάθε βράδυ έξω από το κατάστημα και τη συνόδευε ως το σπίτι. Την πήγε να δει την Τσιγγάνα[1] κι εκείνη ένιωθε γεμάτη χαρά που καθόταν μαζί του στο θέατρο. Του άρεσε πολύ η μουσική και τραγουδούσε λιγάκι. Ο κόσμος καταλάβαινε ότι τη φλέρταρε και όταν έλεγε εκείνο το τραγούδι για την κοπέλα που αγαπά τον ναύτη, εκείνη ένιωθε μια ευχάριστη αναστάτωση. Συνήθιζε να τη φωνάζει Πόπινς, γι’ αστείο. Στην αρχή ήταν συναρπαστική εμπειρία για εκείνη να έχει αγόρι κι έπειτα άρχισε να της αρέσει. Της έλεγε ιστορίες από μακρινές χώρες. Είχε ξεκινήσει σαν μούτσος με μισθό μια λίρα τον μήνα, σε ένα πλοίο της εταιρείας Άλαν Λάιν στη γραμμή για Καναδά. Της έλεγε τα ονόματα των καραβιών όπου είχε δουλέψει και τις διάφορες υπηρεσίες. Είχε περάσει από τα στενά του Μαγγελάνου και της διηγούνταν ιστορίες για τους τρομερούς κατοίκους της Παταγονίας. Είχε εγκατασταθεί στο Μπουένος Άιρες, είπε, και είχε έρθει στην πατρίδα μονάχα για διακοπές. Φυσικά, ο πατέρας της ανακάλυψε τη σχέση τους και της απαγόρεψε να του ξαναμιλήσει γι’ αυτό το ζήτημα.

«Τους ξέρω εγώ αυτούς τους ναυτικούς!» της είπε.

Μια μέρα ο πατέρας της τσακώθηκε με τον Φρανκ, κι έτσι ύστερα απ’ αυτό αναγκάστηκε να τον συναντά κρυφά.

 

Το σκοτάδι πύκνωνε στη λεωφόρο. Το λευκό των δύο επιστολών που ήταν ακουμπισμένες στα γόνατά της άρχισε να μην το διακρίνει πια. Η μία ήταν για τον Χάρι. Η άλλη ήταν για τον πατέρα της. Ο Έρνεστ ήταν ο αγαπημένος της αδερφός, αλλά αγαπούσε και τον Χάρι. Είχε παρατηρήσει ότι ο πατέρας της είχε παραγεράσει τελευταία. Θα του έλειπε. Μερικές φορές ήταν πολύ καλός. Όχι πολύ παλιά, όταν εκείνη είχε μείνει άρρωστη στο κρεβάτι όλη μέρα, εκείνος της είχε διαβάσει μια ιστορία με φαντάσματα και της είχε φρυγανίσει ψωμί στο τζάκι. Μια άλλη μέρα, όταν η μητέρα της ζούσε ακόμα, είχαν πάει όλοι μαζί για πικ νικ στον λόφο Χόουθ. Θυμόταν που ο πατέρας της φορούσε τη σκούφια της μητέρας της, για να κάνει τα παιδιά να γελάσουν.

Η ώρα περνούσε αλλά εκείνη εξακολουθούσε να κάθεται κοντά στο παράθυρο, ακουμπώντας το κεφάλι της στην κουρτίνα, εισπνέοντας τη μυρωδιά του σκονισμένου κρετόν. Κάτω, πέρα στη λεωφόρο, άκουγε τον ήχο μιας ρομβίας. Γνώριζε τον σκοπό. Περίεργο που έπρεπε να έρθει αυτή ακριβώς η νύχτα για να της θυμίσει την υπόσχεση που έδωσε στη μητέρα της να κρατήσει όσο μπορούσε περισσότερο το σπιτικό ενωμένο.

Θυμήθηκε την τελευταία μέρα της αρρώστιας της μητέρας της. Βρισκόταν πάλι στο διπλανό σκοτεινό δωμάτιο, στην άλλη πλευρά του χολ, και άκουγε έξω έναν μελαγχολικό ιταλικό σκοπό. Έδωσαν στον οργανοπαίχτη έξι πένες και του είπαν να φύγει. Θυμήθηκε τον πατέρα της να επιστρέφει αγέρωχος στο δωμάτιο της άρρωστης λέγοντας:

«Καταραμένοι Ιταλοί! Φτάσατε ίσαμε δω!»

Καθώς αναπολούσε τα περασμένα, η θλιβερή θύμηση της ζωής της μητέρας της έριξε κατευθείαν τα μάγια της μέσα στο είναι της – αυτή η γεμάτη άστοχες θυσίες ζωή που τέλειωσε μέσα στην τρέλα. Ρίγησε καθώς άκουσε ξανά τη φωνή της μητέρας της να λέει ακατάπαυστα με ανόητη επιμονή:

«Derevaun Seraun! Derevaun Seraun!»[2]

 

Πετάχτηκε πάνω από μια ξαφνική αίσθηση τρόμου. Να γλιτώσει! Έπρεπε να γλιτώσει! Ο Φρανκ θα την έσωζε. Θα της έδινε ζωή, ίσως μαζί και αγάπη. Αυτή ήθελε να ζήσει. Γιατί θα ’πρεπε να είναι δυστυχισμένη; Είχε κι εκείνη δικαίωμα στην ευτυχία. Ο Φρανκ θα την έπαιρνε στην αγκαλιά του και θα την κρατούσε σφιχτά. Θα την έσωζε.

Στεκόταν ανάμεσα στο πλήθος που ταλαντευόταν στον σταθμό του Νορθ Γουόλ. Εκείνος της κρατούσε το χέρι κι εκείνη ήξερε ότι της μιλούσε, λέγοντάς της κάτι για το ταξίδι ξανά και ξανά. Ο σταθμός ήταν γεμάτος φαντάρους με καφετιά σακίδια. Ανάμεσα απ’ τις φαρδιές πόρτες του υπόστεγου έριξε μια ματιά στον μαύρο όγκο του πλοίου, που είχε αράξει δίπλα στον μόλο, με φωτισμένα τα φινιστρίνια. Δεν του απαντούσε. Ένιωθε τα μάγουλά της ωχρά και κρύα και μέσα από έναν κυκεώνα αγωνίας παρακαλούσε τον Θεό να την κατευθύνει, να της δείξει ποιο ήταν το καθήκον της. Από το πλοίο ακούστηκε ένα μακρόσυρτο μελαγχολικό σφύριγμα μέσα στην ομίχλη. Αν έφευγε, αύριο θα βρισκόταν στη θάλασσα με τον Φρανκ, πλέοντας για Μπουένος Άιρες. Είχαν βγάλει τα εισιτήρια. Θα μπορούσε τώρα να κάνει πίσω, ύστερα απ’ όσα είχε κάνει για εκείνη; Η αγωνία τής προκάλεσε ναυτία και τα χείλη της ψιθύριζαν διαρκώς με θέρμη μια σιωπηρή προσευχή.

Μια καμπάνα σήμανε στην καρδιά της. Ένιωσε τον Φρανκ να την τραβά απ’ το χέρι: «Έλα!»
Όλες οι θάλασσες του κόσμου στοβιλίζονταν πάνω στην καρδιά της. Εκείνος την τραβούσε μέσα τους. Θα την έπνιγε. Άρπαξε με τα δυο της χέρια τα σιδερένια κάγκελα.

«Έλα!»

Όχι! Όχι! Όχι! Ήταν αδύνατο. Τα χέρια της κρατούσαν σφιχτά τα κάγκελα με μανία. Ανάμεσα στις θάλασσες που την τύλιγαν, έστελνε μια κραυγή αγωνίας.

«Έβελιν! Έβι!»

Ο Φρανκ έτρεξε πίσω από τα κάγκελα και της φώναζε να τον ακολουθήσει. Αυτή του φώναζε να φύγει, αλλά εκείνος επέμενε να τη φωνάζει. Γύρισε το κάτωχρο πρόσωπό της προς το μέρος του, ανέκφραστο, σαν ζώο απελπισμένο. Τα μάτια της δεν του έδειξαν κανένα σημάδι αγάπης, αποχαιρετισμού ή αναγνώρισης.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑΣ
[1] The Bohemian Girl: Όπερα του Δουβλινέζου συνθέτη Michael William Balfe (1808-1870) σε λιμπρέτο του Alfred Bunn.
[2] Φράση της ιρλανδικής γαελικής γλώσσας, που σημαίνει: «Στο τέλος της ευχαρίστησης περιμένει ο πόνος».

Ο Ιρλανδός Τζέιμς Τζόις (1882-1941) συγκαταλέγεται ανάμεσα στους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα. Έγραψε ποιήματα, διηγήματα και μυθιστορήματα. Είναι κορυφαίος εκπρόσωπος του μοντερνιστικού κινήματος, πεμπτουσία του οποίου θεωρείται ο Οδυσσέας (1922), όπου ο Τζόις χρησιμοποιεί κατά κόρον τεχνικές όπως οι κεκαλυμμένες λογοτεχνικές νύξεις και ο ελεύθερος συνειρμός. Άλλα έργα του: Οι Δουβλινέζοι, Πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία, Η αγρύπνια των Φίνεγκαν.


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.