fbpx
«Μια πόλη που αλλάζει» της Ευδοξίας Μπινοπούλου

«Μια πόλη που αλλάζει» της Ευδοξίας Μπινοπούλου

Όταν ήμουν στο πανεπιστήμιο, πάνε χρόνια, είχα μια φίλη που την έλεγαν Χριστίνα. Μικροκαμωμένη, κατσαρομάλλα, σχεδόν Αφρικάνα, με μια φωνούλα ψιλή και μάτια τσακίρικα. Είχε έρθει από ένα χωριό της Χαλκίδας και δε σκόπευε να αφήσει ούτε μέρα των φοιτητικών χρόνων να πάει χαμένη. Είχε νοικιάσει ένα σπίτι στα Εξάρχεια που σήμερα το θυμάμαι και ανατριχιάζω, τότε ήταν ο παράδεισος. Παρκέ με τις ενώσεις των ξύλων στα όρια της σχισμής που θα μπορούσε να σου επιφυλάξει εμφάνιση κατσαρίδας, μωσαϊκό που δυστυχώς δεν μπορούσε να τις καμουφλάρει –καλοθρεμμένες γαρ–, ένα στρώμα, πολύ μπλου τακ στους τοίχους για τις τεράστιες αφίσες, τρία ποτήρια, τρία τασάκια, όλα κλεμμένα, μίνι στερεοφωνικό στο πάτωμα.

Άπειρα βράδια μάς συντρόφεψε η μουσική του, που κατέφευγα στην τρύπα της ελευθερίας για να αποφύγω το πατρικό σπίτι της αποστειρωμένης κανονικότητας και τάξης. Τότε στην πλατεία των Εξαρχείων δεν πολυπατούσες, εμείς όμως αλωνίζαμε την περιοχή με την άγνοια κινδύνου που έχεις όταν κυκλοφορείς με φθαρμένα πάνινα παπούτσια και στην τσέπη σου ψιλά ίσα για να πιεις μια μπίρα στο μπαρ και άλλες δυο απ’ το περίπτερο.

Η Χριστίνα είχε εμμονή με τη ρέγκε. Όλο μου έλεγε για ένα στέκι όπου σύχναζαν μόνο μαύροι, κατανάλωναν χόρτο και ρίχνονταν σε όποιο θηλυκό βρισκόταν σε κοντινή ακτίνα. Ποτέ δεν τόλμησα να πάω μαζί της. Τότε ο μαύρος πληθυσμός της Αθήνας δεν κυκλοφορούσε ακόμη ανάμεσά μας με αντιγραμμένα CD στα χέρια· παρέμενε κάτι εξωτικό και περίεργο. Ακόμα δε περισσότερο για έναν άνθρωπο σαν εμένα που μόλις άρχιζε να πειραματίζεται με εμπειρίες και συναναστροφές ξένες, πολύ μακριά από τα σύνορα του προαστίου του και των επιρροών του, που έφταναν ως τη Βιέννη και τη Βοστόνη.

Λοιπόν, κάτι τέτοιο εξωτικό ήρθε και μετακόμισε κάποια στιγμή στον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας της Χριστίνας. Θυμάμαι ότι μου έλεγε «Πάλι μαγειρεύουν την ανακόντα απόψε» όποτε περίεργες οσμές πλημμύριζαν το κλιμακοστάσιο. Η αλήθεια είναι πως πολλές φορές που πήγα να την επισκεφτώ, με το που έμπαινα στην είσοδο της πολυκατοικίας, μου φαινόταν πως κάτι πολύ ύποπτο έβραζε εκείνη τη στιγμή σε κάποια κατσαρόλα. Γελούσαμε και φανταζόμασταν πώς θα ήταν αυτή η κουζίνα άμα της έβαζες ταυτόχρονα να φτιάχνει παστουρμαδόπιτα και φασολάδα με λουκάνικο, και πόσο θα άντεχε ένας άνθρωπος τις μυρωδιές μέχρι να λιποθυμήσει.

Πέρασαν τα χρόνια τα φοιτητικά κι ακολούθησα κι εγώ το δρόμο το χαραγμένο από μια ανατροφή γαλλικών, μπαλέτου, πιάνου και σαβουάρ βιβρ. Ξενιτεύτηκα σε περιοχές όχι και τόσο εξωτικές, σε χώρες με ξένους κοντά στη δική μας κουλτούρα, βόρεια Ευρώπη και τα λοιπά. Έζησα εκεί στο πετσί μου μια διαφορετικότητα που ποτέ δεν τη φανταζόμουν στην πόλη που με μεγάλωσε. Ξένους που είχαν απαρνηθεί τη θρησκεία και τις ρίζες τους, έπιναν αλκοόλ παρ’ ότι το απαγόρευε η θρησκεία τους, παντρεύονταν αλλόθρησκες, έφτιαχναν τη ζωή τους σε μια χώρα που θεωρούσε τη μαντίλα σχεδόν απαγορευμένη «παρέκκλιση» από την επικρατούσα κουλτούρα, και παρ’ όλα αυτά απέφευγαν να φάνε χοιρινό γιατί πίστευαν ότι κάτι κακό θα τους συμβεί. Ταξίδεψα σε χώρες όπου η διαφορετικότητα ήταν το κλειδί για να ανοίξεις πόρτες, όπου το να μην είσαι λευκός ετεροφυλόφιλος άνδρας σού έδινε έξτρα «μόρια», όπως τα έλεγαν στην κρατοκρατούμενη πατρίδα μου, για να εξασφαλίσεις μια δουλειά και μια αξιοπρεπή διαβίωση. Στο ενδιάμεσο, επικοινωνούσα τακτικά με τη Χριστίνα. Κατάφερε, έχοντας ξεκοκαλίσει τη ζωή της πρωτεύουσας, να αποφοιτήσει. Παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα και αρνιόταν πεισματικά να ενταχθεί στον «παραγωγικό πληθυσμό», όπως τον όριζαν οι ιδιωτικές εταιρείες.

Μια μέρα, μου ανακοίνωσε πως αποφάσισε να συγκατοικήσει με τον αγαπημένο της. Δε μου είπε περισσότερες λεπτομέρειες, μόνο μου έδωσε μια διεύθυνση στην Κυψέλη για να την επισκεφτώ όποτε ξαναέρθω στην Ελλάδα. Ήταν αρχές του χειμώνα, θυμάμαι, και κατέβηκα από το ταξί για να περπατήσω δυο τετράγωνα, αφού ήμουν η δεύτερη κούρσα – μια ελληνική πατέντα που την είχα σχεδόν ξεχάσει. Προσπερνώντας μικρομάγαζα το καθένα με τον δικό του χαρακτήρα, η ματιά μου στάθηκε σε ένα από τα άφθονα υπόγεια διαμερίσματα που πάντοτε αναρωτιόμουν τι ακριβώς είχαν στο νου τους αυτοί που τα ενέτασσαν στα σχέδια αντί να φτιάξουν πάρκινγκ – μια ανάγκη που στα μάτια τους φάνταζε σχέδιο επιστημονικής φαντασίας. Μέσα από το παράθυρο χωρίς κουρτίνες διέκρινα ξεκάθαρα ένα μικροσκοπικό διαμέρισμα όπου ένα ζευγάρι ξένων, αφρικανικής προέλευσης, καθόταν σ’ έναν καναπέ με άλλους δυο και παρακολουθούσαν κάποιο πρόγραμμα σε μια εξίσου μικροσκοπική τηλεόραση. Η καρδιά μου σφίχτηκε στην ιδέα ότι ένα τέτοιο διαμέρισμα το μοιράζονταν τέσσερις άνθρωποι. Σκέφτηκα το σπίτι που μοιραζόμουν εγώ με το σύντροφό μου και με πλημμύρισαν οι τύψεις.

Στο διαμέρισμα του τέταρτου ορόφου της Χριστίνας η εικόνα άλλαξε. Την πόρτα μού άνοιξε ένας γοητευτικότατος Λατίνος με κατατομή αθλητή, αρρενωπότητα χολιγουντιανού ηθοποιού και χάρη μπαλαρίνας. Σύντομα έμαθα ότι ήταν χορευτής σάλσα και είχε εγκατασταθεί πρόσφατα στην Ελλάδα γιατί του φαινόταν «πολιτισμένος κόσμος», όπως δήλωνε. Η Χριστίνα είχε βρει τον έρωτα της ζωής της στα μπράτσα του και ήταν πρόθυμη να τον υποστηρίξει με κάθε τρόπο μέχρι να στρώσει τη ζωή του όπως του άξιζε. Εκεί που κάθονταν όπως κάθε ζευγάρι στον καναπέ, σηκωνόταν, έβαζε ένα CD στο στερεοφωνικό, και την άρπαζε να χορέψουν στο μικρό σαλόνι τους. Γύριζε σπίτι μετά τα μαθήματα και έβρισκε την μπανιέρα γεμάτη με ζεστό νερό, κεριά ολόγυρα, και τον καλό της να την περιμένει με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι. Κανένας αποκατεστημένος πολυτεχνίτης με αυτοκίνητο και οικογένεια να τον υποστηρίζει παντοιοτρόπως δε θα έκανε τα μάτια της να λαμπυρίζουν έτσι. Μου το έλεγε, όχι με αυτά τα λόγια ακριβώς βέβαια, κι εγώ την πίστευα. Μια μοιρασμένη μπουκιά μακαρόνια ήταν πιο χορταστική για αυτήν από το γεύμα τριών πιάτων που θα απολάμβανα εγώ στο ακριβό εστιατόριο όπου θα με έβγαζε ο κάθε καλοαναθρεμμένος ροδαλός γαλανομάτης.

Πέρασαν τα χρόνια, επέστρεψα κι εγώ στην πόλη μου για να ξεκινήσω πάλι από κει που άφησα τα πράγματα προτού φύγω για να βρω τον δικό μου πολιτισμένο κόσμο. Ένα βράδυ κίνησα για την κλασική πια διαδρομή για την Κυψέλη, να δω τη φίλη μου, το σύντροφό της και το παιδί τους με τα μαύρα τσακίρικα μάτια, τη μελαψή επιδερμίδα και την άριστη διγλωσσία στο τσεπάκι – κάτι που άλλοι αποκτήσαμε ύστερα από πολλούς κόπους στα θρανία και αγχωτικές εξετάσεις προφορικού λόγου που πάντα σκόνταφτε σε άφθονα κομπιάσματα. (Ακόμα και το «σ’ αγαπώ» που πρόφερα για χρόνια δεν το ’νιωθα δικό μου, άραγε αυτό να έφταιγε που είχα βρεθεί και πάλι πίσω, σε ένα περιβάλλον πιο βαθιά οικείο;)

Σταμάτησα και χάζεψα σε ένα μαγαζάκι λίγο-απ’-όλα, με τηλεκάρτες που μου θύμιζαν μακροσκελείς, αλλά χαμηλού κόστους, κλήσεις στους δικούς μου, με εδώδιμα προϊόντα που μάντευες περίπου σε τι μοιάζουν, αφού οι ετικέτες τους ήταν σε αλφάβητο που θύμιζε ζωγραφική, με ανθρώπους που στέκονταν και χάζευαν απ’ έξω, έχοντας φτιάξει μια καινούργια πλατεία του χωριού – αν και με πιο χαμηλές θερμοκρασίες από τη δική τους, την αυθεντική. Αγόρασα μια συσκευασία με έντονα χρώματα με τη σκέψη πως κάποιος από τους ταξιδεμένους φίλους μου θα μπορούσε να μου δώσει μια ιδέα για το πώς να καταναλώσω το περιεχόμενο, αντιστάθηκα στον πειρασμό να δοκιμάσω έναν καπνό που ούτε καν σε προειδοποιούσε για τις συνέπειες του καπνίσματος και πήρα τον γνωστό δρόμο για το τριάρι που σε υποδεχόταν με μια σημαία παρόμοια με τη δική μας στο χολ.

Προχωρώντας με το βλέμμα χαμηλά για να μη στραβοπατήσω στα ιταλικά τακούνια μου, το βλέμμα μου στάθηκε ξανά σε ένα υπόγειο διαμέρισμα που με είχε συγκινήσει παλιότερα. Τη θέα προς το εσωτερικό έκρυβε σε μεγάλο μέρος ένα ζευγάρι κουρτίνες, καλοσιδερωμένες και φρεσκοπλυμένες. Από αυτές που κάθε σπίτι έχει δυο ζευγάρια, για να αλλάζει με τις εποχές. Ανάμεσά τους ξεχώριζε μια εικόνα. Ένα μωρό, ντυμένο στ’ άσπρα που τόνιζαν το σκούρο δέρμα του, κοιμόταν με τα χέρια του ψηλά, όπως όλα τα μωρά αυτού του κόσμου. Στο φως της τηλεόρασης που τρεμόπαιζε, με φόντο μια πορτοκαλιά φλοκάτη, ένα ζευγάρι παντόφλες ζέσταινε δυο πόδια που ξεκουράζονταν στον καναπέ. Το υπόγειο διαμέρισμα μύριζε οικογενειακή θαλπωρή. Και ξάφνου η πόλη μου μου φάνταζε πιο οικεία και φιλόξενη από ποτέ.

[Αθήνα 2008]

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.