fbpx
«Αφήγημα για τον θεάρεστο ξυλοκόπο» του Νικολάι Λεσκόφ

«Αφήγημα για τον θεάρεστο ξυλοκόπο» του Νικολάι Λεσκόφ

μετάφραση: Ελένη Κατσιώλη

Μια φορά, τα πολύ παλιά χρόνια στα μέρη της Κύπρου υπήρξε μια τρομερή και παρατεταμένη ξηρασία. Όλα τα φρούτα και τα δημητριακά της πεδιάδας καταστράφηκαν και οι άνθρωποι, βλέποντας την αναπόφευκτη δυστυχία από τον απειλητικό λιμό που πλησίαζε, έπεσαν σε βαριά μελαγχολία. Όλοι προσεύχονταν και παρακαλούσαν για βροχή, αλλά βροχή δεν έπεφτε.

Κεφαλή του τοπικού κλήρου εκείνη την εποχή ήταν ένας επίσκοπος, ένας άνθρωπος, ας υποθέσουμε, πολύ ευγενικός, συμπαθητικός και ειλικρινής. Πήρε τη θλίψη του λαού μέσα στην καρδιά του και προσευχόταν θερμά να στείλει ο Θεός βροχή στη γη, αλλά παρ’ όλ’ αυτά βροχή δεν έπεφτε.

Ο πυρακτωμένος ουρανός είχε μείνει χωρίς σύννεφα και ο ήλιος έκαιγε ανελέητα ό,τι είχε απομείνει στην άτυχη γη.

O κόσμος ήταν τρομοκρατημένος, σχεδόν σε απόγνωση. Πού αλλού να ζητήσει τη σωτηρία; Τι άλλο να ελπίζει και τι να περιμένει, όταν η προσευχή του επισκόπου δεν βοηθούσε; Ποιος άλλος θα μπορούσε να προσευχηθεί καλύτερα από έναν επίσκοπο και ποιανού η προσευχή θα μπορούσε να φτάσει στον Θεό; Άραγε, δεν είναι ο επίσκοπος το πρώτο πρόσωπο ολόκληρου του κλήρου και μήπως εκτός από αυτόν υπάρχει και κάποιος άλλος που θα ήξερε πώς είναι καλύτερα να ικετεύει τον Θεό, για να δώσει στους ανθρώπους αυτό που Του ζητούν;

Τότε ο επίσκοπος άκουσε «μια φωνή από τον ουρανό»: «Πήγαινε μετά τον όρθρο στην πύλη της πόλης και σταμάτησε τον πρώτο άνθρωπο που θα πλησιάσει, και ας προσευχηθεί, και τότε θα βρέξει».

Ο επίσκοπος είπε στους ανθρώπους αυτό που άκουσε «από τον ουρανό» και αποφάσισαν να συγκεντρωθούν όλοι μαζί νωρίς την επόμενη το πρωί στην εκκλησία, και από εκεί να πάνε στην πύλη για να δουν αυτόν που θα έλθει για να κάνει όσα διέταξε η φωνή που ήλθε από τον ουρανό.

Την επόμενη, ο επίσκοπος, αφού λειτούργησε νωρίς το πρωί, πήγε με όλον του τον κλήρο στην πύλη της πόλης. Εννοείται ότι μαζί του πήγαν και όλοι οι άνθρωποι που περίμεναν ένα ευεργετικό θαύμα για την κουρασμένη και διψασμένη γη τους. Και έτσι, όλο αυτό το μεγάλο πλήθος βγήκε από την πύλη της πόλης και έμεινε εκεί περιμένοντας τον εκλεκτό, τον οποίον ο ίδιος ο Θεός θα επιλέξει σαν τον καλύτερο ικέτη.

Οι άνθρωποι άνοιξαν στο κέντρο του δρόμου μια πτυσσόμενη καρέκλα για να καθίσει ο επίσκοπος, ενώ ο κλήρος και οι ενορίτες που στεκόντουσαν γύρω του άρχισαν να κοιτάζουν μακριά: Ποιον θα τους έστελνε ο Κύριος; Όλοι επιθυμούσαν ανυπόμονα να δουν τον άνθρωπο που θα προσευχηθεί για χάρη τους, για να εισακουστεί η προσευχή του και να έλθει η βροχή.

Και έτσι, ούτε λίγο ούτε πολύ, έπειτα από μια εξαντλητική αναμονή κάτι άρχισε να φαίνεται από μακριά στα καμένα χωράφια...

Στην αρχή, ήταν αδύνατο να καταλάβεις: ήταν πεζός αυτός ο άνθρωπος ή ήταν καβάλα σε γαϊδουράκι... Η απόσταση ήταν μακρινή και η λάμψη από την κάψα έκανε τα μάτια να τρεμοπαίζουν... Αλλά να που το πλάσμα πλησιάζει και γίνεται καθαρότερο. Τώρα φαίνεται ότι είναι ένας απλός πεζός και, επιπλέον, γέρος, εξαντλημένος, που μόλις σέρνει τα πόδια του, καμπουριασμένος εντελώς κάτω μια μεγάλη και πολύ βαριά ζαλιά ξερόκλαδα...

Μπορεί στ’ αλήθεια να είναι αυτός ο ικέτης, του οποίου η προσευχή θα ανέβει στον Θεό καλύτερα από την προσευχή ενός ολόκληρου κλήρου και μάλιστα του ίδιου του επισκόπου;

Ο επίσκοπος και όλοι οι άνθρωποι κοίταζαν ο ένας τον άλλο και σήκωναν με αμηχανία τους ώμους. Απίστευτο – ο άνδρας που περπατούσε, μόλις και μετά βίας, φορτωμένος με τα ξερόκλαδα να είναι ο καλύτερος από όλους για ν’ απευθυνθεί με την προσευχή του στον Θεό γι’ αυτή τη γενική καταστροφή; Όμως, καθώς κανένας άλλος εκτός από αυτόν τον γέρο δεν εμφανιζόταν, δεν υπήρχε κανένας άλλος για να επιλέξει, και έτσι ο επίσκοπος αποφάσισε να σταματήσει τον ξυλοκόπο και να του ζητήσει να απευθύνει την προσευχή του στον Θεό, αυτή που οι κληρικοί και ο επίσκοπος του έστελναν ανεπιτυχώς.

Ο γέρος, βογκώντας και παραπατώντας, πλησίαζε σιγά σιγά στην πύλη της πόλης όσο του επέτρεπαν η τόση κάψα και η κούραση, και έκπληκτος αναρωτιόταν για ποιο γεγονός και για ποιον σκοπό είχε συγκεντρωθεί στην πύλη ένα τόσο ασυνήθιστο πλήθος και γιατί καθόταν μπροστά του στην καρέκλα ο ίδιος ο Κύπριος επίσκοπος;

Ο γέρος, φυσικά, ταλαιπωρημένος από το βαρύ φορτίο, δεν είχε την παραμικρή ιδέα ότι όλη αυτή η μεγάλη σύναξη των ανθρώπων με τον επίσκοπο είχε γίνει για να υποδεχτούν, ακριβώς, αυτόν τον καμπουριασμένο φτωχό και να ζητήσουν τις προσευχές του για τον τόπο.

Ο γέρος πλησιάζει ακόμα περισσότερο και βλέπει ότι όλοι τον κοιτάζουν και αυτός ο ίδιος ο επίσκοπος σηκώνεται από τη θέση του, όρθιος μπροστά σε αυτόν τον απλό φτωχό εργάτη και τον προσκυνάει.

Ο γέρος αναστατώθηκε, πέταξε στα γρήγορα από την πλάτη του το δεμάτι με τα ξερόκλαδα και είπε: «Συγχώρα με, πατέρα!» και ζήτησε από τον επίσκοπο την ευλογία του.

Αλλά ο επίσκοπος τον προσκύνησε ξανά και του είπε: «Πατέρα, για τ’ όνομα του Θεού, προσευχήσου για μας, να στείλει ο Κύριος το έλεός Του, να βρέξει σήμερα στη γη».

Ο γέρος έμεινε κατάπληκτος με αυτό που άκουσε. Ήταν δυνατόν να ζητάει ο επίσκοπος από αυτόν τον αγράμματο απλό άνθρωπο να προσευχηθεί; Και απάντησε: «Είμαι ανάξιος, πατέρα, να βγουν μπροστά σου λόγια προσευχής από το στόμα μου. Είναι πιο ευπρεπές, πατέρα, να προσευχηθείς εσύ γι’ αυτή τη γενική καταστροφή, να προσευχηθείς εσύ, εγώ δεν τολμάω».

Τότε άρχισαν να λένε στον γέρο ότι ο επίσκοπος είχε ήδη προσευχηθεί, αλλά ο Θεός δεν άκουσε τις ικεσίες του και δεν έριξε βροχή στη γη. «Τώρα», του λένε, «σου έδωσε μια εντολή ο επίσκοπος που δεν μπορείς να την αρνηθείς και θα πρέπει να αρχίσεις αμέσως την προσευχή».

Ο γέρος ξυλοκόπος εξακολουθούσε να διστάζει και, για να ξεπεράσει τη συστολή του, τον «ανάγκασαν» να γονατίσει πάνω στο δεμάτι και να προσευχηθεί.

Ο γέρος δεν το συζήτησε άλλο, πώς άλλωστε θα μπορούσε, και άρχισε να προσεύχεται, ενώ εκείνη τη στιγμή ο ουρανός δρόσισε και άρχισε η ευλογημένη η βροχή...

Και όλοι τους δεν ήξεραν πώς να χαρούν αρκετά από αυτή την ευλογία και δεν ήξεραν πώς να ευχαριστήσουν και να δοξάσουν τον Θεό γι’ αυτόν τον αρεστό σε εκείνον ικέτη, τον οποίο η «φωνή από τον ουρανό» είχε υποδείξει ως τον καλύτερο ικέτη.

Και μόλις η πολυαναμενόμενη βροχή πότισε άφθονα και γέμισε με το νερό τη διψασμένη γη και όλα τα χωράφια και οι κήποι αναζωογονήθηκαν, χάρηκαν και οι καρδιές των ανθρώπων και άρχισαν να έχουν δροσερές κουβέντες με τους δικούς τους. Τότε ήρθε η ώρα να μιλήσει και ο επίσκοπος με τον ξυλοκόπο, επειδή ήθελε να ανακαλύψει: τι ζωή κάνει αυτός ο άνθρωπος, από τον οποίο ο Θεός είναι τόσο ευχαριστημένος, τόσο ικανοποιημένος;

Ο επίσκοπος τότε τον ρώτησε ευθέως γι’ αυτό, αλλά ο γέρος δεν είχε να του πει κάτι αξιοθαύμαστο για τον εαυτό του, και φάνηκε στον επίσκοπο σαν κάτι να του έκρυβε.

«Δείξε μου την αγάπη σου, πατέρα», άρχισε να τον ικετεύει ο επίσκοπος. «Δεν το κάνω από περιέργεια, αλλά σε παρακαλώ προς όφελος των πολλών: ανοίξου μας, με ποιον τρόπο έχεις ευχαριστήσει τον Θεό, ώστε να ακούει περισσότερο από όλους τη δικιά σου προσευχή και να δίνει το αιτούμενο με την προσευχή σου».

Και ο γέρος απαντάει: «Μα το Θεό δεν το ξέρω, πατέρα».

«Λοιπόν, τότε να μας πεις πώς ζεις και θα ζηλέψουμε όλοι μας για να γίνουμε σαν κι εσένα, έτσι ώστε και οι δικές μας προσευχές να πηγαίνουν κατευθείαν στον Θεό. Μην κρύψεις τίποτε, να μας τα πεις όλα αμέσως!»

Τότε ο γέρος είπε στον επίσκοπο: «Πίστεψέ με, κύριε, θα σας τα έλεγα όλα με ευχαρίστηση, αλλά γι’ αυτό το θέμα πραγματικά δεν έχω τίποτε να σας πω. Είμαι ο πιο συνηθισμένος αμαρτωλός και περνάω τη ζωή μου με καθημερινή ρουτίνα και έγνοιες. Μου έπεσε τέτοιο μερίδιο στη ζωή που ούτε να σκεφτώ δεν προλαβαίνω για ευσεβείς πράξεις, επειδή ποτέ στη ζωή μου μέχρι τα γεράματα δεν είχα περισσέματα και τώρα είμαι αδύναμος και ασθενικός, δεν έχω ούτε ανάπαυση ούτε ηρεμία».

«Και πώς περνάει η ζωή σου;»

«Να λοιπόν πώς περνάει: ξυπνάω νωρίς το πρωί, φεύγω από την πόλη και πηγαίνω με το τσεκούρι στο δάσος. Εκεί θα κόψω ένα καλό πεσμένο ξερό δέντρο, που επιτρέπεται στον καθένα να το μαζέψει, και το κουβαλάω ζαλιά στην πόλη, όπως είδατε όλοι σήμερα όταν με συναντήσατε στην πύλη της».

«Και λοιπόν, παρακάτω;»

«Πουλάω στην πόλη τα ξερόκλαδα για καύσιμα και με τα λεφτά που κερδίζω από τα ξύλα, αγοράζω ψωμί και τρώω».

«Και δεν έχεις καμιά άλλη απασχόληση;»

«Δεν έχω, πατέρα».

«Και πού είναι το σπίτι σου;»

«Δεν έχω κανένα σπίτι και ποτέ δεν είχα. Και όταν κουράζομαι και πρέπει να ξαποστάσω ή να διανυκτερεύσω, χώνομαι κάτω από το πάτωμα της εκκλησίας, κουλουριάζομαι και κοιμάμαι».

Πριν από πολύ καιρό, καθώς και εκείνη την εποχή, οι εκκλησίες ήταν μικρές, ξύλινες και τις έχτιζαν υπερυψωμένες πάνω σε «κολόνες» ή, πιο απλά, σε στύλους και κάτω από αυτές τις μικρές εκκλησίες μπορούσαν να κουλουριαστούν και να προστατευτούν από το κρύο και τη βροχή. Τέτοιες εκκλησίες υπήρχαν και στη Ρωσία, και ακόμη και αυτή τη στιγμή υπάρχουν κάπου σε φτωχές περιοχές του βορρά. Κάτω από το πάτωμα ξεκουράζονται πρόβατα, μοσχάρια και φτωχοί.

«Λοιπόν, όταν κάνει κρύο ή έρχεται κακός καιρός και δεν μπορείς να μαζέψεις ξύλα», τον ρώτησε ο επίσκοπος, «τι κάνεις;».

«Τότε εγώ, μια μέρα ή και δυο, μένω κάτω από το πάτωμα της εκκλησίας».

«Και τι τρως τότε;»

«Γιατί, δούλεψες για να φας;[1] Και τότε πεινάω μέχρι που να μου δώσει πάλι ο Κύριος καλό καιρό, και όταν ο καιρός καλυτερέψει, ευχαριστώ τον Κύριο, σηκώνομαι και πηγαίνω πάλι για ξερόκλαδα. Αυτή είναι η ζωή μου».

Όσον αφορά αυτή την απλή διήγηση, η Έξοδος λέει: το όφελος που είχε ο επίσκοπος και ο κλήρος του δεν ήταν λίγο. Έτσι, αυτός και όλοι οι άλλοι δόξασαν τον Θεό για την πράξη του γέροντα και του είπανε: αληθώς έχεις εκπληρώσει τη Γραφή που αναφέρει ότι: «Κατοίκησα ως ξένος σε ξένη γη».[2]

Ο επίσκοπος πήρε αυτόν τον συλλέκτη των ξερόκλαδων στο σπίτι του, «τον τάισε και του χάρισε ηρεμία μέχρι να παρουσιαστεί στον Θεό».[3]

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Αποστόλου Παύλου, 2η επιστολή «Προς Θεσσαλονικείς» 3, 10: «ότι αν κάποιος δε θέλει να εργάζεται, μήτε να τρώει».
[2] Έξοδος 2.22.
[3] Λευιτικόν 19.33: «Αν κάποιος ξένος έρθει να μείνει μαζί σας στη χώρα σας, μην τον εκμεταλλευτείτε. Να του φέρεστε όπως σ’ έναν συμπατριώτη σας· να τον αγαπάτε σαν τον εαυτό σας, γιατί κι εσείς ξένοι ήσασταν στην Αίγυπτο. Εγώ, ο Κύριος, είμαι ο Θεός σας».

Ο Νικολάι Σεμιόνοβιτς Λεσκόφ (1831-1895) γράφει για τα έργα του, που δημοσιεύονταν όλο και σπανιότερα επειδή είχαν οξύ σατιρικό πνεύμα: «Τα τελευταία μου έργα για τη ρωσική κοινωνία είναι πολύ σκληρά. […] στο κοινό δεν αρέσουν επειδή έχουν καυστικότητα και ευθύτητα. Εμένα, όμως, δεν με ενδιαφέρει αν του αρέσουν. Ας τα πετάξει... Ξέρω τι αρέσει, αλλά πλέον δεν με ενδιαφέρει αν αρέσω. Θέλω να καυτηριάσω το κοινό και να το βασανίσω». Ο Λεσκόφ κατηγορήθηκε για συντηρητισμό και αποκλείστηκε από τα φιλελεύθερα έντυπα της εποχής, παράλληλα προκαλούσε δυσαρέσκεια και στους συντηρητικούς κύκλους επειδή ασκούσε κριτική στους δημόσιους υπαλλήλους και στον κλήρο. Ένα από τα σημαντικά έργα του είναι Η λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ, από την οποία εμπνεύστηκε την ομώνυμη όπερα ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς το 1930. Το παραπάνω διήγημα δημοσιεύτηκε το 1890.


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.