fbpx
«Το σιδερικό» του Γιάννη Βασιλακάκου

«Το σιδερικό» του Γιάννη Βασιλακάκου

Το σιδερικό (Η απασφάλιση της αθωότητας)

Θα ήμουν έξι με επτά ετών. Η μητέρα και η αδερφή μου απουσίαζαν από το σπίτι και η πόρτα της μεγάλης σάλας ήταν μισάνοικτη. Έτσι, χωρίς να γίνω αντιληπτός, κατάφερα να παρακολουθήσω –ως μοναδικός αυτόπτης μάρτυς– την όλη μυστικοπαθή ιεροτελεστία που εξελισσόταν μπροστά στα μάτια μου.

Συγκεκριμένα, έβλεπα τον πατέρα να ανασηκώνει το στρώμα του μεγάλου συζυγικού κρεβατιού και να ανασύρει από τα έγκατα του σομιέ ένα άγνωστο αντικείμενο. Έμοιαζε με μικροσκοπικό νεογέννητο μωρό, σπαργανωμένο με διάφορα κουρελόπανα. Ο πατέρας άρχισε να τα ξετυλίγει αργά, με τακτ και σχεδόν θρησκευτική ευλάβεια. Το άγνωστο μυστηριώδες αντικείμενο ήταν επιμελώς φασκιωμένο σταυρωτά. Το διάστημα δε που χρειάστηκε να εκδυθεί και αποκαλυφθεί πλήρως, μου φάνηκε αιώνας. Όταν κάποτε εδέησε να απαλλάξει το αινιγματικό αντικείμενο από τα προστατευτικά του καλύμματα παραδίδοντάς το με αδαμιαία περιβολή στο αδηφάγο βλέμμα μου, διαπίστωσα εμβρόντητος ότι ήταν ένα αποκρουστικά χοντρομούτσουνο φονικό όπλο – ένα πολυκαιρισμένο πιστόλι!

Η πρώτη μου επαφή με κουμπούρι έγινε μέσω του παππού – γενάρχη της μεγάλης φαμίλιας. Μια μεγάλων διαστάσεων παμπάλαιη φωτογραφία του, κορνιζαρισμένη, δέσποζε στον τοίχο της σάλας. Ωραίος άντρας, γύρω στα τριάντα του. Πόζαρε ευθυτενής, περήφανος, με παραδοσιακή αμφίεση φουστανελά, τσαρούχια και παχύ τσιγκελωτό μουστάκι. Ένα κουμπούρι ζωσμένο αριστερά στη μέση συμπλήρωνε την παραδοσιακή περιβολή. Δεν ξέρω αν η φωτογραφία είχε βγει πριν ή μετά τον γάμο του με τη γιαγιά μου. Πριν μεταναστεύσει στην Αμερική ή μετά τον επαναπατρισμό του – δηλαδή πριν ή μετά το φονικό που διέπραξε. (Γιατί, όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, ο παππούς είχε επιστρέψει εσπευσμένα στην Ελλάδα προκειμένου να ξεκαθαρίσει έναν προσωπικό λογαριασμό: να σκοτώσει τον γείτονα του μποστανιού με το οποίο συνόρευε το δικό του, επειδή του είχε κλέψει ένα καρπούζι! Ήταν καθαρά θέμα τιμής.) Ούτε έμαθα ποτέ αν με εκείνο το κουμπούρι (της φωτογραφίας) διέπραξε το φονικό ή με άλλο. Πάντα ένιωθα περήφανος για τον «λεβέντη» παππού, το όνομα και τα διάφορα «ανδραγαθήματά» του που άκουγα μικρός να μου εξιστορούν συγγενείς και συγχωριανοί. Προφανώς, υπήρξε ζωντανός θρύλος στην περιοχή – κάτι σαν τον Γιαγκούλα, τον Νταβέλη ή τους Αρβανιτάκηδες. Κάπως έτσι έγινε η πρώτη παρθενική γνωριμία μου με τα πυροβόλα όπλα. Πάντως, ως εκείνη τη στιγμή που μου αποκαλύφθηκε με δέος το πιστόλι, δεν θυμόμουν το σπίτι μας να είχε φιλοξενήσει άλλο όπλο, εκτός από νεροπίστολα, αφού ο πατέρας ούτε γεωργός ούτε κυνηγός υπήρξε. Αλλά ούτε και κανένας άλλος στην οικογένεια μιλούσε ποτέ για όπλα.

Καθόλου περίεργο –σκέφτηκα– που τούτο το γκροτέσκο εγχείρημα (που στα μάτια μου έμοιαζε σαν λεπτή χειρουργική επέμβαση) διεξαγόταν σε μια καθ’ όλα συνωμοτική ατμόσφαιρα, εν κρυπτώ και παραβύστω. Προφανώς, ο πατέρας δεν επιθυμούσε να γνωρίζουν τα μικρά βλαστάρια του (εγώ και η αδερφή μου) την παρουσία ενός φονικού όπλου μέσα στο σπίτι. Η μητέρα, ούτως ή άλλως, θα γνώριζε αφού ήταν μανιώδης με την πάστρα, έπλενε τακτικά τα κλινοσκεπάσματα, αναποδογύριζε το στρώμα για να αεριστεί και σίγουρα θα είχε εντοπίσει την κρυψώνα του όπλου.

Αφού ο πατέρας το απογύμνωσε από τα «ζιπουνάκια» του, εναποθέτοντάς το ευλαβώς σαν ιερό λείψανο πάνω στο μεγάλο τραπέζι της σάλας, αφέθηκε να το ατενίζει σιωπηλά για κάμποση ώρα. Δεν ξέρω γιατί το περιεργαζόταν επισταμένως επί μακρόν και τι ακριβώς σκεφτόταν. Ίσως να εκτιμούσε την (ευτυχώς μη σκουριασμένη, αλλά για πόσο καιρό ακόμη;) κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Σαν να επιχειρούσε να αποκρυπτογραφήσει τις μνήμες με τις οποίες ήταν (αντί για σφαίρες) τώρα φορτισμένο και σάλευαν μπροστά στον κάτοχό του. Ίσως να αναπολούσε κάποιο αλλοτινό αγωνιστικό του κλέος, οικτίροντας την τωρινή (έστω και τιμητική;) απόσυρσή του στο περιθώριο. Ενδεχομένως την αγαστή συνύπαρξή τους σε κάποιον πάλαι ποτέ υπέρ πάντων κοινό αγώνα. Μπορεί όμως και να αναλογιζόταν την αδυναμία του να το αποχωριστεί. Ή αν και πότε θα συνέβαινε τούτο το αναπότρεπτο.

Ακολούθησε η καθαυτή διαδικασία της «λεπτής επέμβασης». Αφού πρώτα το αποσυναρμολόγησε, εξίσου προσεκτικά και υπομονετικά άρχισε να καθαρίζει όλα τα εξαρτήματα εξονυχιστικά. Να τα λαδώνει, να τα τρίβει σχεδόν αισθησιακά, γυαλίζοντάς τα με ένα κομμάτι φανέλας για να μη σκουριάσουν. Εν συνεχεία, αφού τα επανασυναρμολόγησε με τον ίδιο υποδειγματικό ζήλο, ξαναφάσκιωσε το όπλο πολλές φορές σταυρωτά. Τέλος, με σχεδόν μητρική στοργή, ξανασήκωσε το στρώμα, επανατοποθετώντας το στην ασφαλή κρυψώνα του. Σαν παλιά ιερή εικόνα που έπρεπε να κρατηθεί μακριά από αδιάκριτα όσο και βέβηλα μάτια και χέρια.

 

Αυτή η τελετουργική διαδικασία του πατέρα –διαπίστωσα– επαναλαμβανόταν δύο με τρεις φορές τον χρόνο. Κράτησε δε για τα επόμενα επτά χρόνια, ώσπου μεταναστεύσαμε οικογενειακώς για την Αυστραλία το φθινόπωρο του 1965. Έως τότε, αν και μικρός, η αινιγματική αυτή υπόθεση του όπλου στο σπίτι με απασχολούσε έντονα. Πολύ περισσότερο που κανείς δεν έκανε λόγο γι’ αυτήν, αλλά ούτε κι εγώ τολμούσα να ρωτήσω οτιδήποτε. Άλλωστε θα ήταν αδιανόητο να αυτοπροδοθώ, αποκαλύπτοντας ότι γνώριζα την ύπαρξη του κρυμμένου μυστικού. Διαισθανόμουν ότι επρόκειτο για ένα αυστηρώς απαγορευμένο ζήτημα-ταμπού.

Ωστόσο, κάποια στιγμή πριν από τον εκπατρισμό μας –τύχη αγαθή– συνέβη, εντελώς συμπτωματικά, να πάρει το αυτί μου μια στιχομυθία του πατέρα με κάποια οικεία πρόσωπα. Έτσι, πληροφορήθηκα ότι το όπλο-φετίχ ήταν ένα απομεινάρι από την αλήστου μνήμης θητεία του στα Σώματα Ασφαλείας κατά την ταραγμένη περίοδο 1944-1949. Ακόμη κι αν δεν αναφέρθηκε στα διαμειφθέντα, ήμουν σίγουρος ότι ο πατέρας ουδέποτε το χρησιμοποίησε για να αφαιρέσει ανθρώπινη ζωή. Αλλά το ερώτημα προέκυπτε αμείλικτα: Τότε γιατί το φύλαγε μυστικά, σαν ιερό κειμήλιο, και μάλιστα εν καιρώ ειρήνης; Γιατί το περιποιόταν με τόση τρυφερότητα σαν να ήταν ζωντανή, ευπαθής ύπαρξη που έχρηζε στοργικής φροντίδας;

Χρόνια μετά, απόφοιτος πανεπιστημίου, επισκεπτόμουν το σπίτι ενός φίλου στη Μελβούρνη. Παρόντες και οι γονείς μου. Όταν η κουβέντα των πατεράδων μας επικεντρώθηκε στην περιπέτεια του Εμφυλίου, άκουσα τον κύριο Άρη (αγωνιστή του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στη Ρούμελη) να προβαίνει στην εξής εκμυστήρευση: «Τι τα θες... Άγριες εποχές τότε. Για να καταλάβεις, εγώ, σε κάνα δυο-τρεις περιπτώσεις που μου επιτέθηκαν εν ώρα μάχης, τους έριξα εν ψυχρώ και τους ξάπλωσα. Ζήτημα αυτοάμυνας. Ή τους τρως ή σε τρώνε. Δεν έχεις πολλές επιλογές…». Τα έλεγε χωρίς καμία τύψη ή μεταμέλεια. Σχεδόν κομπάζοντας. Το όλο σκηνικό ήρθε να συμπληρώσει η αντίδραση του πατέρα, ο οποίος σε χαμηλούς, ήπιους τόνους, δήλωσε εν είδει εξομολόγησης: «Ευτυχώς εγώ στάθηκα τυχερός. Δεν χρειάστηκε να σκοτώσω άνθρωπο...».

Τότε, δυο περίπου δεκαετίες αφότου εκπατριστήκαμε, ξαναθυμήθηκα εκείνο το όπλο-φετίχ που είχε στοιχειώσει το σπίτι μας στο χωριό. Και για πρώτη φορά ένιωσα μια τεράστια ανακούφιση, μια λυτρωτική εξιλέωση. Σαν να είχα διαπράξει ο ίδιος (εγώ που ήμουν αγέννητος ακόμη) όλα τα αποτρόπαια εγκλήματα εκείνου του αδελφοκτόνου πολέμου, λαβαίνοντας τελεσίδικη άφεση αμαρτιών. Διότι η τότε αλησμόνητη οικογενειακή μας επίσκεψη επιβεβαίωνε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι εκείνο το όπλο-φετίχ δεν το είχε στρέψει ποτέ ο πατέρας πάνω σε άνθρωπο. Μετά τον πόλεμο, προφανώς το φύλαγε ως απλό ενθύμιο. Κάτι σαν συλλεκτικό αντικείμενο (collector’s item) ιστορικής σημασίας και συναισθηματικής αξίας. Βαρυφορτωμένο μνήμες ατέλειωτες. Ωστόσο, τα αναπάντητα ερωτήματα παρέμεναν: Τι να απέγινε τελικά εκείνο το όπλο-φετίχ του πατέρα;

Χρειάστηκε να περάσουν άλλα τριάντα πέντε χρόνια πριν η μισοξεχασμένη αυτή ιστορία ξανάρθει στην επιφάνεια και διαλευκανθεί πλήρως. Ο πατέρας μάς είχε εν τω μεταξύ αφήσει χρόνους σε προχωρημένη ηλικία, έπειτα από μια σοβαρή πλην σύντομη περιπέτεια υγείας. Εν αντιθέσει, ο κύριος Άρης έζησε σαν φυτό πριν ξεψυχίσει σε ηλικία ενενήντα δύο ετών.

Το 2013, ένα βράδυ, είχα επισκεφθεί τον πολύ ηλικιωμένο θείο μου (αδερφό του πατέρα) στην Αθήνα. Καθώς μου μιλούσε για την οικονομική κρίση, γκρινιάζοντας για τις περικοπές των συντάξεων, εντελώς ξαφνικά –ως κεραυνός εν αιθρία, σαν να θυμήθηκε κάτι το εξαιρετικά σημαντικό– γυρίζει και μου λέει κάπως αμήχανα:

«Ξέρεις, εκείνο το πιστόλι που είχε ο μακαρίτης ο πατέρας σου το ’χε αφήσει σε μένα να το φυλάω – όταν φύγατε για Αυστραλία. Μπορεί να το θυμάσαι κι εσύ...» πρόσθεσε.

Ήταν σαν να με χτύπησε ηλεκτροφόρο καλώδιο. Αλήθεια, πώς ήξερε ότι εγώ είχα επίγνωση περί αυτού; Καθώς παρέμενα αποσβολωμένος και άλαλος απ’ αυτή την αποκάλυψη, λες και είχα υποστεί αποπληξία, εκείνος συνέχισε:

«Ήταν ένα παλιό όπλο της Κατοχής. Τριανταδυάρι πλακέ, ιταλικό. Ένα σιδερικό παμπάλαιο, τύπου Μπερέτα, με γεμιστήρα εξάσφαιρο. Ξέρεις, εγώ δεν πολυσκαμπάζω από δαύτα, αλλά θα πρέπει να ’ταν το Μ935», συμπλήρωσε.

Αναστατωμένος, καιγόμουν να τον ρωτήσω αν είχε λάβει κι αυτός μέρος στις επιχειρήσεις του συμμοριτοπολέμου 1946-49, αλλά δεν τόλμησα. Και ο τελευταίος επιζών αδερφός του πατέρα μου ολοκλήρωσε λέγοντας:

«Όλα αυτά τα χρόνια το κράτησα όσο μπόρεσα. Το έκρυβα πότε δω και πότε κει. Ήμουν διαρκώς ανήσυχος. Δεν ξέρω γιατί, αλλά δεν αισθανόμουν καθόλου καλά με δαύτο. Ήταν σαν να στοίχειωνε το σπίτι. Δεν ήξερα τι να το κάνω. Πριν λίγο καιρό, μια μέρα, το πήρα και πήγα και το πέταξα σ’ ένα ρέμα. Το ξεφορτώθηκα και ξαλάφρωσα. Καταραμένα πράματα τα όπλα. Δεν είμαστε μεις για τέτοια...».

Σημ. συγγραφέα: Αν και ο αφηγητής θεωρεί ότι το μυστήριο της παραπάνω ιστορίας έχει διαλευκανθεί πλέον ικανοποιητικά, παραμένουν ακόμη κάποιες εύλογες απορίες: Εάν, παραδείγματος χάρη, οι γονείς του έκαναν έρωτα συνειδητά πάνω στο άβολο στρώμα του συζυγικού κρεβατιού, το οποίο στα σπλάχνα του έκρυβε ένα κακομούτσουνο κουμπούρι· αν ναι, πώς τα κατάφερναν· και αν υπήρχε πιθανότητα ο ίδιος να είχε συλληφθεί κάτω από αυτές τις αλλόκοτες όσο και αναφροδισιακές συνθήκες. Απορίες, βέβαια, που δεν ευελπιστεί πως θα λάβει ποτέ κάποιες απαντήσεις.

 

[Το παραπάνω διήγημα του Γιάννη Βασιλακάκου είναι προδημοσίευση από τη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο Το κακό σπυρί της Καρυάτιδας, που θα κυκλοφορήσει προσεχώς.]

Ο Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής) και συγγραφέας 22 βιβλίων (πεζογραφία, θέατρο, δοκίμια). Ως αρθρογράφος και κριτικός έχει συνεργαστεί με τα εγκυρότερα έντυπα σε Ελλάδα, Αυστραλία και Αμερική. Βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες και διδάσκονται σε λύκεια και πανεπιστήμια. Έχει τιμηθεί με διεθνή λογοτεχνικά βραβεία και από κρατικούς φορείς.


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Το μέντιουμ» του Γιώργου Μυλωνά

Τις περισσότερες ώρες τα Σαββατοκύριακα, που έμενα στους δικούς μου, τις περνούσα στο μπαλκόνι. Το έβρεχα με το λάστιχο για να καθαρίσει από το καυσαέριο που είχε μαζευτεί μέσα στην εβδομάδα και...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Τα δύσκολα, θαλασσινά ταξίδια» του Βασίλη Κόκκοτα

Εκείνα τα χρόνια, για να κάνεις ένα μακρινό ταξίδι στη θάλασσα, έπρεπε να προετοιμαστείς σωστά και για αρκετό καιρό: να συγκεντρώσεις όλες τις απαραίτητες προμήθειες, να δημιουργήσεις τις κατάλληλες επαφές, να πάρεις...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.