fbpx
«Όφελος και ζημιά από το ραδιόφωνο» του Ευγένιου Ανατόλιεβιτς Ποπόφ

«Όφελος και ζημιά από το ραδιόφωνο» του Ευγένιου Ανατόλιεβιτς Ποπόφ

μετάφραση: Ελένη Κατσιώλη

Μια μέρα, ο παππούς Πρόνια έφτασε με το κάρο και τη φοράδα του νωρίς το πρωί στην πόλη Κ., το καλοκαίρι, με την ομιχλώδη άπνοια των δρόμων και τα σφαλισμένα παντζούρια που είχαν στον μηχανισμό τους γερούς μεντεσέδες: για τον κίνδυνο των ληστών, αυτών των κακών ανθρωπαρίων.

Οι μεντεσέδες παγώνουν τον χειμώνα και στο εσωτερικό τους υπάρχουν νιφάδες χιονιού. Όταν όμως έχεις μια αναμμένη σόμπα που μπουμπουνίζει σαν αντιδραστήρας, δεν είναι και τόσο φοβερό που έξω, πίσω από τα παντζούρια, υπάρχει η μπλε παγωμένη νύχτα, ίση σε βαθμούς με τη βότκα – επειδή αυτός και μόνο ο μεντεσές, ο κατεψυγμένος, ο δυσάρεστος σε συνδέει με τον έξω κόσμο.

Λοιπόν, ο παππούς Πρόνια έδεσε το άλογο στον φράχτη και στάθηκε παράμερα, γνωρίζοντας ότι τόσο νωρίς κανένας δεν θα μάλωνε έναν γέρο για κακή συμπεριφορά.

Και ξαφνικά ακούει έναν τρομερό θόρυβο, σαν να ορμούσαν κοράκια στη χωματερή πίσω από το εργοστάσιο του κρέατος. Εκεί, στα ρυάκια του κίτρινου αίματος και των σάπιων εντοσθίων όπου ζουν λευκά σκουλήκια –το καλύτερο δόλωμα για την πέστροφα–, έχουν την κατοικία τους οι μοναχοί των πουλιών, που ζουν προφανώς αόρατοι.

Ο παππούς, όταν άκουσε τον θόρυβο, κατάλαβε ότι ήταν το ραδιόφωνο για το οποίο μιλούσαν συνέχεια επί μισό χρόνο στο χωριό. Ώστε υπήρχε ένα τέτοιο «ράδιο» στην πόλη και όλα ακούγονταν από αυτό.

Ο παππούς Πρόνια κούμπωσε το παντελόνι και έβαλε την παλάμη στο αυτί σαν χωνί για ν’ ακούσει καλύτερα. Αλλά δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ανάμεσα στον θόρυβο ούτε μία λέξη και σκαρφάλωσε σβέλτα στον φράχτη, για να καταλάβει αυτά που ακούγονταν από το ραδιόφωνο.

Ήδη έτριζαν τα παραθυρόφυλλα, οι πόρτες άρχισαν να χτυπούν, ο κόσμος έβγαινε για να οικοδομήσει τον σοσιαλισμό, γιατί ήταν η εποχή των πρώτων πενταετών πλάνων και η βιομηχανία άπλωνε τις φλογερές φτερούγες της σε όλη τη Ρωσία.

Ο παππούς φορούσε ψηλές μπότες με σούρα, καλυμμένες από τη βράκα του, μια παραδοσιακή πουκαμίσα με λεπτή δερμάτινη ζώνη και από πάνω ένα μακρύ βελούδινο σακάκι και, το κυριότερο, είχε μια χρυσή αλυσίδα στην κοιλιά, και σ’ αυτήν ένα ανθεκτικό ρολόι-κρεμμύδι, απερίγραπτης ομορφιάς.

Άκουγε ο παππούς το ραδιόφωνο με το στόμα ανοιχτό, ενώ ο ήλιος γινόταν όλο και πιο ζεστός, αλλά δεν σκούπιζε τον ιδρώτα, που μούσκευε το μουστάκι του και τα γένια και του πλημμύριζε τα μάτια. Ο παππούς άκουγε όλα όσα έλεγε το μαύρο μεγάφωνο, αλλά τι έλεγε, αυτό ο παππούς δεν το καταλάβαινε.

Η πλατεία γέμισε κόσμο, ο κόσμος έτρεχε και έσπρωχνε το αδύνατο άλογο, που νιώθοντας ένοχα άρπαζε στα μεγάλα χείλια του τα καχεκτικά χόρτα που πρόβαλλαν εδώ κι εκεί στο βοτσαλωτό του πεζοδρομίου.

Και ανάμεσα στον κόσμο υπήρχε ένας απατεώνας με μεγάλη τσαλακωμένη τραγιάσκα, ξυπόλυτος, με φανελάκι, από το οποίο πετάγονταν τα αιχμηρά του κόκαλα. Ανασηκώθηκε από κάτω στη μέση του παππού και του κουτούπωσε το ρολόι με την αλυσίδα. Ύστερα, κρύφτηκε στο πλήθος, έστριψε το σοκάκι και, παρόλο που κανείς δεν τον κυνηγούσε, μάζεψε τις δυνάμεις του, αφήνοντας με τα γυμνά του πόδια χνάρια στη σκόνη, και σταμάτησε για να πάρει ανάσα στο εστιατόριο «Τρύπα», όπου ζήτησε μία μπίρα με βότκα, έφαγε ένα παστό ψάρι και, συγκινημένος, άρχισε να τραγουδάει: «Κάτω από τα βουνά βγαίνουνε οι κλέφτες».[1]

Είχε ήδη συγκεντρωθεί μεγάλο πλήθος. Όλοι θαύμαζαν τον παππού, τη γριά φοράδα που ήταν στον φράχτη και άκουγε συνέχεια εκείνη τη φωνή της Μόσχας, εκείνη τη μαγεία. Στη συνέχεια συνήλθε, άρχισε να ψάχνει για το ρολόι και βλέπει ότι είναι πολύ αργά, δεν είναι στη θέση του.

«Ποιος βούτηξε το ρολόι;» ωρύεται.

Ο κόσμος όμως μόνο γελάει.

Ο κόσμος όμως μόνο γελάει.

«Ου, πουτάνες της πόλης, κακό σπυρί στην ψυχή σας, να σκάσει το συκώτι της μάνας σας!» ούρλιαζε ο παππούς καθώς ριχνόταν στους μαυρισμένους νεαρούς, στα κορίτσια με τα κόκκινα μαντίλια και στις απλές κυράδες, που είχαν βρομίσει με τσόφλια κουκουναριού ολόκληρη την πλατεία.

Βλέπει ότι εδώ δεν μπορεί να γίνει δουλειά: δεν υπάρχουν κλέφτες ανάμεσα στους ανθρώπους. Έγινε μαύρος, όλο θλίψη. Ανέβηκε στο κάρο και πήρε τον αντίστροφο δρόμο για το χωριό. Χτυπάει το άλογο και παίρνει όρκο στη μάνα του.

Από τότε, το ραδιόφωνο για εκείνον είναι σαν ένα μαχαίρι που τον κολόβωσε. Εξαιτίας του, ταλαιπώρησε τόσο πολύ τον θείο μου Ιβάν που έφυγε από το σπίτι, πέρασε σε τεχνική σχολή, αποφοίτησε και έγινε μηχανικός ραδιοφωνίας, αρκετά γνωστός μεταξύ των ειδικών.

Να λοιπόν τι δεν είναι σαφές, ποιο ήταν μεγαλύτερο στην ιστορία του παππού: το όφελος ή η βλάβη. Γιατί, εδώ που τα λέμε, τον Πρόνια τον αποκουλακοποίησαν.[2]

 

[Από τη συλλογή Στην πόλη Κ.]

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Λαϊκό τραγούδι.
[2] Του στέρησαν τα υπάρχοντά του, θεωρώντας τον πλούσιο αγρότη.

Ο γεωλόγος Ευγένιος Ανατόλιεβιτς Ποπόφ γεννήθηκε το 1946 στο Κρασναγιάρσκ της Σιβηρίας. Το 1962 αποκλείστηκε από την Κομσομόλ επειδή έγραψε σε εφημερίδα σαμιζντάτ. Ήρωές του είναι παράσιτα της κοινωνίας, μέθυσοι, πόρνες, υπάλληλοι, διανοούμενοι, γραφομανείς και κομμουνιστές. Η πρώτη σημαντική δημοσίευσή του έγινε στο περιοδικό Νόβι Μιρ/Νέος Κόσμος το 1976 και με την εισαγωγή του Βασίλη Σουκσίν έγινε γνωστός σε όλη τη Σοβιετική Ένωση. Το 1978 έγινε δεκτός στην Ένωση Λογοτεχνών, αλλά πολύ σύντομα τον απέβαλαν επειδή μαζί με τους Βασίλι Αξιόνοφ, Αντρέι Μπίτοφ και Φαζίλ Ισκαντέρ δημιούργησαν το –εκτός λογοκρισίας– αλμανάκ Μετροπόλ, που εκδόθηκε στη Δύση και έγινε αιτία για το μεγαλύτερο λογοτεχνικό σκάνδαλο «της εποχής του Μπρέζνιεφ». Το 1980 βρισκόταν υπό τη δικαστική δίωξη της Κα-Γκε-Μπε, επειδή συμμετείχε στην ανθολογία της σύγχρονης λογοτεχνίας Κατάλογος, που εκδόθηκε στις ΗΠΑ. Το 1988 αποκαταστάθηκε στην Ένωση Λογοτεχνών. Οι ιστορίες του Ποπόφ έχουν ποικιλία ρεαλιστικών χαρακτήρων και ως μεταμοντέρνος συγγραφέας σπάει τα στερεότυπα, αναμειγνύει διαφορετικά είδη γραφής, εισάγει στοιχεία λεκτικών παιχνιδιών, αποσπάσματα όχι μόνο από κείμενα αλλά και από συνθήματα και μύθους.


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Το μέντιουμ» του Γιώργου Μυλωνά

Τις περισσότερες ώρες τα Σαββατοκύριακα, που έμενα στους δικούς μου, τις περνούσα στο μπαλκόνι. Το έβρεχα με το λάστιχο για να καθαρίσει από το καυσαέριο που είχε μαζευτεί μέσα στην εβδομάδα και...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Τα δύσκολα, θαλασσινά ταξίδια» του Βασίλη Κόκκοτα

Εκείνα τα χρόνια, για να κάνεις ένα μακρινό ταξίδι στη θάλασσα, έπρεπε να προετοιμαστείς σωστά και για αρκετό καιρό: να συγκεντρώσεις όλες τις απαραίτητες προμήθειες, να δημιουργήσεις τις κατάλληλες επαφές, να πάρεις...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.