fbpx
«Milkman» του Παναγιώτη Διαμάντη

«Milkman» του Παναγιώτη Διαμάντη

Δεν βλέπω σήψη στις ρίζες ούτε τίποτα ανθράκωση στα φύλλα και τέτοια. Προχτές βρήκα ένα ζωύφιο και το πήγα στον θείο τον Παύλο, μη σκιάζεσαι μου λέει, δεν το βλέπω ούτε για ζεύζερα ούτε γι’ αφίδα, απλό μαμούνι είναι. Σαν να μου λύθηκε ο κόμπος στο στομάχι. Μη σκιάζεσαι, μου λέει ο θείος ο Παύλος, έτοιμες είναι να βλαστήσουνε, θα πετάξουνε κάστανα ωραία.

Τώρα δα τ’ απόγευμα έγινε αυτό. Τι θα ’λεγε ο μπαμπάς να ’βλεπε τώρα τις καστανιές που θα πετάξουν καρπό; Καταλαβαίνω βέβαια που αμφέβαλλε, παρατημένες ήτανε τα τελευταία χρόνια, όχι πως κατηγορούμε τον θείο τον Παύλο, μεγάλωσε και σκέβρωσε κι εκείνος, πόσο να τις φρόντιζε πια; Είχε και το καφενείο. Εβδομηντάρισε κι αυτός, πόσο να τις πρόσεχε;

Αλλά ήταν καλό το χώμα, και πήρ’ απάνω του αμέσως. Καλά πάμε νομίζω, ραντίσματα δεν κάνω γω, ρίχνω μονάχα λίγη κοπριά γύρω γύρω, προτιμώ να σκάβω, αυτό με αγχώνει πιο πολύ, τα ζιζάνια, αλλά νομίζω πάμε καλά, ο μπαμπάς θα χαιρότανε, να μην το ματιάσω.

 

Άλλη μια βδομάδα πέρασε, όλα εντάξει είναι. Θα ήθελα πολύ να τα έβλεπε ο μπαμπάς, δεν είχε κακία μέσα του, θα το ’λεγε ότι είχα δίκιο εντέλει. Ποτίζω στο φουλ τώρα, να δούμε πόσο μεγάλα θα βγουν. Αλλά καλύτερα να μην το γρουσουζεύω. Πάλι σκάβω αυτή τη βδομάδα να είναι καλό το χούμο, που λένε, αν και ο θείος είπε δεν χρειάζεται τόσο πολύ.

Αλλά εγώ το κάνω για καλό και για κακό.

Του το ’πα του μπαμπά ότι θα τα καταφέρναμε εδώ. Μα ήταν ηλίου φαεινότερο ότι το τυπογραφείο στην Αθήνα δεν πήγαινε άλλο – απορώ γιατί δεν ήθελε να το δει. Μάζευε χρέη μονάχα από το 2012 κι ύστερα. Δεν ήθελε εκείνος να έρθουμε, επέμενε να μείνουμε στην Αθήνα, μη φανταστείς όμως με τίποτα φωνές, με τον μπαμπά ποτέ δεν μαλώναμε. Στ’ αυτοκίνητο δεν είπε τίποτα σ’ όλο τον δρόμο ως εδώ. Ούτε καν όταν μπήκαμε στις πυκνές φυλλωσιές, κι είδαμε τη μεγάλη βελανιδιά – σημάδι ότι φτάναμε. Μιλιά δεν έβγαλε. Έτσι όπως ανθίζουν οι καστανιές όμορφα, αν ζούσε θ’ άλλαζε γνώμη νομίζω.

Πάει κοντά μισός χρόνος που ήρθαμε εδώ. Ο μπαμπάς πέθανε πριν ένα μήνα. Εγώ του έκλεισα τα μάτια. Είκοσι εφτά μέρες δηλαδή, ναι. Ότι ξημέρωνε, κοιμόμασταν ακόμα, κι ακούστηκε ένα γκαπ από κάπου πέρα, σαν κάποιος να φόρτωσε ένα κιβώτιο ή ένα κούτσουρο απάνω στ’ αγροτικό. Όχι τίποτα φοβερό. Αλλά ο μπαμπάς πετάχτηκε και κουλουριάστηκε αναμεταξύ κρεβατιού και τοίχου, στη γωνιά να, εκεί δα, σκεπάστηκε όλος με την κουβέρτα κι έλεγε «ο γαλατάς, ο γαλατάς». Πήρα τηλέφωνο άμεσα τον γιατρό στην Κόνιτσα, και μου ’πε φέρ’ τον αμέσως στο Χατζηκώστα στα Γιάννενα. Μας διώξανε την άλλη μέρα. Ανήκεστος βλάβη, μας λένε, να φύγει ήσυχος, σπίτι του.

Κακήν κακώς κατέβαινα στις καστανιές, εκείνες τις μέρες που τον είχαμε άρρωστο. Άρον άρον πότιζα –τα βασικά, μη φανταστείς–, ευτυχώς να λες που ήδη τα ’χα ξεχορταριάσει καλά, γιατί εγώ στη γης φαρμάκια δεν ρίχνω όσο κι αν βιάζομαι, και στον γυρισμό περνούσα απ’ το σταυροδρόμι απ’ το μπακάλικο να του πάρω σοκολάτα τη μια μέρα, μπακλαβαδάκι την άλλη.

Τον κοίταγε ο θείος ο Παύλος όσο έλειπα, μετά τον έδιωχνα να πάει ν’ ανοίξει πάλι το καφενείο και καθόμασταν με τον μπαμπά στη βεράντα και του ’δινα το γλυκό. Ήταν διαυγής πολλές φορές και μιλάγαμε ωραία. Μετά τον πήγαινα να ξαπλώσει και του χάιδευα το κεφάλι ν’ αποκοιμηθεί.

 

Είδα τους πρώτους καρπούς! Σημειώνω τη μέρα: 12 Σεπτέμβρη. Κάτι άσπρα χνουδωτά πραματάκια τόσα δα. Είχε δίκιο ο θείος ο Παύλος, είχε δίκιο. Ποτίζω γερά τώρα, για να γίνουν μεγάλοι. Τον νου σου στις πιρπιρούγκες τώρα, μου ’πε ο θείος Παύλος τώρα το βράδυ στο καφενείο. Άμα τις δεις, κάτι πεταλουδίτσες είναι, πες μου να σου πω τι θα κάνεις. Θα ’χω τον νου μου, αναμφίβολα θα ’χω τον νου μου.

Εντάξει, του λέω του θείου του Παύλου. Εκείνος ήταν στο κουζινάκι και τηγάνιζε κορν-μπιφ με αυγά στο γκάζι και φλυαρούσε ότι θα άνοιγε στρατιωτικό φυλάκιο απάνω στο Πληκάτι επικουρικά για τον αστυνομικό σταθμό Πυρσόγιαννης. Παλεύαμε να φέρουμε βόλτα τι νιώθαμε, μωρέ γαμώτο. Εγώ χάζευα έξω απ’ το παράθυρο, κι έπεσε το μάτι μου στην προτομή πέρα στην άκρη του προαυλίου της πλατείας, με το σιδερένιο της κοστούμι, μισοφωτισμένη απ’ την κολόνα της ΔΕΗ. Μήπως μπορείς να μου πεις, θείε Παύλο, του λέω τότε, τι εννοούσε ο μπαμπάς με τον γαλατά; Αν μπορείς.

Ο θείος ο Παύλος δεν κουνήθηκε, εκεί που μαγείρευε, και δεν είπε τίποτα. Καθίσαμε κάποια ώρα έτσι – δεν έπρεπε να ρωτήσω, σκεφτόμουν. Έξυσα μια πληγή ή, ακόμα χειρότερα, ρώτησα να μάθω κάτι που δεν πρέπει να μάθω. Ήμουν κουτός που ρώτησα και το μετάνιωσα μεμιάς. Τελικά ο θείος ο Παύλος γύρισε κι ήρθε με το πιάτο στο χέρι, τ’ ακούμπησε στο τραπέζι με το πιρουνάκι ανάποδα στο χείλος του πιάτου και με χάιδεψε πίσω από το κεφάλι. Φάε, μου λέει, να πας να ξεκουραστείς που ’σαι απ’ το ξημέρωμα στο πόδι, κι αύριο με την ησυχία μας τα κουβεντιάζουμε.

Να πάει καλά η πρώτη σοδειά, αυτό σκεφτόμουν μετά. Ανάθεμα, και τώρα που γράφω το σκέφτομαι, δεν λέω. Το άδειο κρεβάτι του μπαμπά. Να πάει καλά, και το χειμώνα θα τα κλαδέψω εγώ τα δέντρα λίγο λίγο, όπως είπε ο θείος, θα τα καθαρίσω απ’ ό,τι βλαστό έχει ξεπεταχτεί, θα τα στρώσω και φώσφορο να γίνουν ακόμα δυνατότερα.

 

Όλα εντάξει σήμερα, δεν έχω κάτι να γράψω για τα δέντρα. Μακάρι να τα ’βλεπε ο μπαμπάς. Να ’χω τον νου μου, το σημειώνω εδώ, πέρα από φώσφορο να ρίξω κι άζωτο και κάλιο τον χειμώνα, να στεριώσουν καλά – τέλος, ας τα αφήσω για τώρα αυτά, γιατί θέλω να γράψω όσα μου είπε ο θείος ο Παύλος για τον γαλατά.

Ο μπαμπάς έφυγε από δω το 1958, που ήταν 17 χρονών παιδί, αν τα παιδιά τέλος πάντων τότε ήταν παιδιά. Έκανε το στρατιωτικό του και μετά έπιασε δουλειά σε τυπογραφείο στην Αθήνα. Το 1980 κάνανε εμένα, μοναχοπαίδι, και το ’83 κατάφερε κι άνοιξε το δικό του μαγαζί. Ό,τι βιβλίο τύπωνε το διάβαζε, εκεί έμαθα ανάγνωση κι εγώ, χάζευα και τους χάρτες που τύπωνε – ούτε καν αυτοί δεν είχαν το μικρό μας χωριό, το θυμήθηκα τώρα αυτό επειδή μου ’χε κάνει εντύπωση. Ο θείος, απ’ την άλλη, έμεινε εδώ και δούλευε το καφενείο που του ’χε αφήσει ο πατέρας του, και μαζί τις καστανιές του μπαμπά μου, μέχρι να σκεβρώσει που λέγαμε. Πριν πέντε χρόνια χάσαμε τη μαμά. Μετά το ’58 ο μπαμπάς γύρισε πάλι εδώ φέτος, στα εβδομήντα τέσσερά του, με ψαρά μαλλιά αλλά το ίδιο λεπτοκαμωμένος και αμίλητος.

Ήξερα ότι ο «γαλατάς» ήταν το πρωινό κατασκοπευτικό αεροπλάνο του Εθνικού Στρατού, που δεν είχε βόμβες αλλά, μιας που περνούσε κατασκοπευτικά, με την ευκαιρία γάζωνε και με το μυδράλιο όπως πέρναγε. Μην πάει χαμένο και το μαζούτ. Όμως, ο θείος ο Παύλος μού εξήγησε στην πραγματικότητα τι συνέβαινε. Για καιρό μετά το ’49, το πρωί ξυπνώντας η γιαγιά μου έβρισκε τον μπαμπά κάτω από το τραπέζι, μικρό παιδί ακόμα, και δεν έβγαινε. Δεν έβγαινε ακόμα κι αν του πήγαινες φέτα με ζάχαρη. Όλοι νομίζανε ότι του παιδιού τού είχε μείνει ψυχικό τραύμα από το αεροπλάνο του Στρατού που άκουγε κάθε πρωί.

«Μέχρι που μια μέρα κατάλαβα τι γινότανε», μου είπε ο θείος ο Παύλος. Θα προσπαθήσω να θυμηθώ ακριβώς πώς μου τα είπε. «Σε μια δόση οι γονιοί μου έφυγαν να κάτσουν για κάμποσα βράδια στο χειμαδιό, και μ’ είχαν στείλει εμένανε να κοιμηθώ στο σπίτι σας με τη γιαγιά και τον μπαμπά σου, μικρά παιδιά εγώ και κείνος τώρα ε, τέλη του 1949. Είχα ανήσυχο ύπνο, δεν είχες και ποτέ ανέμελο ύπνο τότες, είχα και την έγνοια, πώς να πω, άλλο σπίτι, άλλο κρεβάτι, κι αλαφροκοιμόμουν. Τότε, την ώρα της χαραυγής, νύχτα σχεδόν ακόμα, άκουσα κάποιον που περνούσε απ’ έξω. Ανασηκώθηκα, άνοιξα πολύ λίγο τη δαντέλα στο κάσωμα στο παράθυρο κι είδα να περνάει με δυο μπουκάλια γάλα παραμάσχαλα ο πρόεδρος του χωριού, ο Επαμεινώνδας ο Ζάγρος. Μετά είδα τον μπαμπά σου ξύπνιο κουλουριασμένο εκεί. Κάθε μέρα γινότανε αυτό. Όταν άκουγα μες στον ύπνο μου τις σόλες των παπουτσιών του να ζουλάνε τα χαλίκια του χωματόδρομου απ’ έξω που περπάταγε, στην πρωινή ησυχία του σπιτιού, όταν όλοι κοιμότανε, ξύπναγα. Κι ο μπαμπάς σου πάντα εκεί, κουλουριασμένος στη γωνία, κάθε μέρα.

»Έμεινα με την απορία τόσα χρόνια, τι γινότανε. Δεν μου ’λεγε ο μπαμπάς σου. Τελικά, τα ’μαθα κι εγώ τώρα, πριν κάνα τρίμηνο μου τα ’πε. Μια μέρα πάμε και καθόμαστε στις όχθες του Κλέφτη, και μου τα ’πε. Ο πρόεδρος ο Ζάγρος, τον έχουμε κάνει και προτομή στην πλατεία πανάθεμά τον, τον απειλούσε τον μπαμπά σου τα βράδια στις σκιές όπου τον πετύχαινε πως όταν θα ξεπαστρεύανε τη μάνα του, τη γιαγιά σου, όπως σκοτώσανε και τον παππού σου, θα τον έστελνε εκείνον στο Ορφανοτροφείο στο Πωγώνι. Και για το καλό του να μη βγάλει τσιμουδιά. Φαίνεται ο μπαμπάς σου τον είδε ένα πρωί τον Ζάγρο, κι έκτοτε κάθε πρωί ενόμιζε ότι ερχόταν να τον πάρει, καθώς αυτός φαίνεται πως κάπου πήγαινε το γάλα ίδια ώρα κάθε ξημέρωμα.

»Εντέλει, όπως πια την ξέρουμε την ιστορία, το βράδυ που η γιαγιά σου αναγκάστηκε να φύγει στο βουνό κι άφησε τον μπαμπά σου στους δικούς μου, τελικά ο Ζάγρος τα κατάφερε. Έπεισε τους γονιούς μου ότι ο μπαμπάς σου, εννιά-δέκα χρονώ τότε, θα διαβιούσε μια χαρά στην Πωγωνιανή στο Ορφανοτροφείο και θα μάθαινε καλά και τα γράμματα. Έτσι τα ξέραμε πως έγιναν τα πράματα τότε.

»Όμως δεν γίναν έτσι. Σε λίγες μέρες μέσα, απ’ την Πωγωνιανή το παιδί, με εντολή του προέδρου του Ζάγρου, βέβαια, το στείλανε κάπου σε οικοτροφείο σε μια μικρή λίμνη νοτιότερα. Εκεί το νερό δεν πλανιόταν και τα ψάρια μέσα δεν σάλευαν. Κι εμείς, όταν γύρισε στο χωριό το ’57, τον είδαμε άλλον άνθρωπο, σαν να είχε πιει το αμίλητο νερό. Και μετά έφυγε. Κι εμείς, θέλαμε όλοι να ξεχάσουμε».

 

Τα σαράντα του μπαμπά σήμερα, κι είδα τον πρώτο καρπό! Είναι μια σύμπτωση που μ’ έκανε να νιώσω λίγο καλύτερα. Έσκασε μονάχος του απ’ τον ήλιο ο αχινός, κι είδα μέσα το κάστανο, καφέ, στρουμπουλό, ωραίο. Ήθελα να το μοιράζαμε στα τρία να το φάμε – το κόψαμε στα δύο με τον θείο τον Παύλο. Λουκούμι. Μμμ, μπράβο, είπε κι εκείνος. Ύστερα καθάρισα άλλα δύο-τρία, και πήγα και τα έριξα στο χώμα, στον τάφο του μπαμπά, για καλό βέβαια.

Μετά το τρισάγιο, το απόγευμα, δεν έκανε πολύ κρύο και κάτσαμε με τον θείο τον Παύλο στα τραπεζάκια έξω. Είπα να τον ρωτήσω κάτι, το μετάνιωσα, αλλά τελικά ρώτησα: και πού έμενε αυτός ο Ζάγρος; Μου έδειξε μακριά, ένα ερείπιο. Τις πέτρες, μου λέει, τις έβγαλε ο γιος του και τις πούλησε, γιατί λαξευτή πέτρα πια δεν βρίσκεις και κάνει μια περιουσία. Και να σκεφτείς, εκεί ήταν το σπίτι που γεννήθηκε και πέθανε ο πατέρας του, ε; Λένε, μάλιστα, πως κάποια γυναίκα που την εκούρεψε καταμεσής της πλατείας κάποτες, εκείνα τα χρόνια, τον καταράστηκε να μην του κλείσει τα μάτια ούτε ο ίδιος του ο γιος.

Με τη σκέψη αυτή μπορεί να κοιμηθώ λίγο καλύτερα απόψε.

Ήμουν υπερβολικά πιωμένος χτες το βράδυ που βγήκα απ’ το καφενείο του θείου του Παύλου, κι έτσι γράφω σήμερα. Δεν ξέρω πώς να περιγράψω αυτό που συνέβη. Χτες το πρωί κατέβηκα, όπως πάντα, με το ξημέρωμα στα δέντρα. Ο τόπος όλος είναι γεμάτος κάστανα στο καβούκι τους. Ήμουν πιο αγχωμένος από ποτέ να τα μαζεύω, μη μου σαπίσουν. Μάζευα αρκετές ώρες χωρίς να το καταλάβω, ο ήλιος σχεδόν μεσουράνησε και τότε στη λιάσα του χωραφιού, μπροστά στον δρόμο, εμφανίστηκε και σταμάτησε ένα υπηρεσιακό όχημα του Δήμου Κόνιτσας. Από μέσα βγήκαν δύο δημόσιοι λειτουργοί. Δεχθήκαμε ένα τηλεφώνημα, μου είπαν. Το πρόσωπο του ενός γυάλιζε ιδρωμένο και ήταν κόντρα ξυρισμένο και με τόσο τακτικό γιακά, που έμοιαζε με χαλύβδινο στην όψη.

Οι δημόσιοι λειτουργοί μ’ ενημέρωσαν ότι το παρόν οικόπεδο, παρότι κατέχω τους παλιούς τίτλους ιδιοκτησίας του Βασιλείου της Ελλάδος, εξελίχθηκε στα χρόνια που μεσολάβησαν σε λόγγο, δηλαδή σε δάσος, και σύμφωνα με τους νέους δασικούς χάρτες της περιοχής Κονίτσης και τον νόμο περί προστασίας δασικών εκτάσεων, η παρούσα έκταση έχει περιέλθει εις το κράτος.

Στο καφενείο, χτες το βράδυ, έμεινε μαζί μου ως αργά ο θείος. Μην ανησυχείς, γιε μου, μου ’λεγε, σου χαρίζω εγώ το δικό μου χωράφι, που ’χει και τα χαρτιά του και τα όλα του. Δεν είναι αυτό το θέμα, του είπα.

Βγήκα έξω απ’ το καφενείο πολύ μετά τα μεσάνυχτα. Ήταν σκοτάδι και τα μάτια μου είχαν συνηθίσει στο φως, κι οι κολόνες ήταν λίγες και δεν φώτιζαν πολύ. Μύριζα όλος τσιγάρο και ρετσίνα και τηγανίλα. Τριγύρω κάποια παράθυρα είχαν φως και κάποιοι κλείστηκαν μέσα από νωρίς. Είχα δει πολλά βράδια τα πλατάνια, έτσι μαδημένα κλαριά δίχως φύλλα μπροστά στον προβολέα, όμως για πρώτη φορά εκείνο το βράδυ σκέφτηκα ότι μοιάζανε μ’ ακτινογραφίες της Ιστορίας.

 

O Παναγιώτης Διαμάντης γεννήθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 1977 στην Αθήνα. Το φθινόπωρο του 1997 ξεκίνησε τη δημοσιογραφία, στην οποία έναν χρόνο αργότερα αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά έναντι των σπουδών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Το «Milkman» είναι το πρώτο διήγημα που δημοσιεύει.


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.