fbpx
«Το όνομά μου» του Θανάση Δ. Σταμούλη
Φωτογραφία: Αλέξιος Μάινας

«Το όνομά μου» του Θανάση Δ. Σταμούλη

Ο ουρανός είναι τόσο καθαρός, που μπορείς να δεις τον ήλιο να κρέμεται από τα σωθικά του και να καίει. Ένας ψαράς ξεπροβάλλει μέσα από τον ουρανό, νιώθει το κάψιμο στα μάτια του και θέλει να το αποφύγει. Έτσι βάζει το χέρι στο μέτωπο, η παλάμη σχηματίζει ένα σκέπαστρο. Και κάτω από το σκέπαστρο γεννιούνται σκιές που γλιστρούν και πέφτουν στη θάλασσα.

Ο ψαράς ακουμπά το πηδάλιο. Το χέρι του θέλει να στρίψει δεξιά και να απομακρυνθεί, δεν θέλει να αγγίξει τον θάνατο. Η καρδιά του όμως αντιδρά. Πιστεύει πως με το αίμα της μπορεί να δώσει πίσω λίγη ζωή. Έτσι αρχίζει να πάλλεται δυνατά· ο παλμός της φτάνει χαμηλά και κάνει το χέρι να οπισθοχωρήσει. Η παλάμη νιώθει την ήττα να την αγγίζει και σφίγγει, γίνεται δάχτυλα που κρατούν το πηδάλιο σταθερό και ωθούν τη βάρκα να προχωρήσει ίσια μπροστά.

Καθώς πλησιάζει στις σκιές, η καρδιά του ψαρά σφίγγει, επειδή καταλαβαίνει ότι είχε κάνει λάθος. Καταλαβαίνει ότι με το αίμα της δεν μπορεί να σώσει κανέναν· μόλις η βάρκα καταπιεί όση απόσταση της επιτρέπεται να καταπιεί, ο ψαράς σβήνει τη μηχανή. Δεν θέλει να μπλεχτεί ένα κόκαλο στην προπέλα και να το τσακίσει.

Ο ψαράς στέκεται στην άκρη της βάρκας. Το ξύλο γέρνει στο πλάι, φέρνει το νερό μια σπιθαμή κοντύτερα. Σκέφτεται ότι τα χέρια του δεν χρειάζεται να μακρύνουν πολύ για να αγγίξουν τον θάνατο. Αρκούν λίγα εκατοστά. Αυτό δεν τα τρομάζει, ίσως με κάποιον τρόπο να το επιζητούν κιόλας. Λες και τα χέρια του ψαρά να πιστεύουν ότι αγγίζοντας το πρόσωπο του θανάτου, θα καταφέρουν να λυτρωθούν· τα χέρια κάνουν κοφτές κινήσεις, το σώμα συγχρονίζεται μαζί τους, τους προσφέρει τη βοήθειά του. Με αυτόν τον τρόπο η βάρκα γεμίζει γρηγορότερα από ό,τι περίμεναν. Όμως το ξύλο μουσκεύει από μέσα και βαραίνει. Ο ψαράς αντιλαμβάνεται ότι το βάρος του θανάτου σπρώχνει τη βάρκα προς τον πυθμένα της θάλασσας και σταματά. Και σταματά επειδή ξέρει ότι στη θάλασσα αρέσουν τα ναυάγια, αρέσουν οι τραγωδίες. Για αυτό αποφασίζει να σταματήσει, δεν θέλει να δώσει κι άλλη χαρά στη θάλασσα. Ή καλύτερα: θέλει να δώσει μια ευκαιρία στη βάρκα του να ξεκουραστεί· περνά πάνω από τα σώματα και κάθεται στη μύτη του ξύλου. Ανάβει ένα τσιγάρο, ο καπνός τυλίγεται γύρω από τον λαιμό του, μοιάζει με γραβάτα που κρέμεται ανάποδα. Κάποτε, σκέφτεται, αυτή η δουλειά ήταν ευκολότερη, επειδή έριχνες δίχτυα και έπιανες λέπια, και τα λέπια δεν έχουν βάρος. Έτσι, όλα αυτά τα χρόνια η βάρκα επέπλεε δίχως να κουράζεται. Πια αυτό μοιάζει ανέφικτο, γιατί αυτά τα νερά έχουν γεμίσει ανθρώπινα κόκαλα. Και τα ανθρώπινα κόκαλα ζυγίζουν όσο ένα βουνό.

Ο ψαράς παίρνει μια ανάσα και κοιτά το καθρέφτισμά του στο νερό. Εκεί βλέπει ένα είδωλο γερασμένο, με άσπρα μαλλιά και σάπια δόντια. Και σκέφτεται ότι εκείνος έχει ζήσει τόσο που δεν του έχει μείνει μπόλικη ζωή, αυτοί οι άνθρωποι όχι. Του φαίνεται άδικο· ο ψαράς νιώθει το σάλιο του να στεγνώνει, λες κι είχε η λέξη αδικία τη δυνατότητα να αφαιμάξει το στόμα του· ο ψαράς πετά το τσιγάρο στη θάλασσα. Εκείνο, καθώς πεθαίνει, αφήνει έναν συριγμό. Τα πνευμόνια του ζηλεύουν, θέλουν εκείνον τον συριγμό αποκλειστικά δικό τους. Έτσι ανάβει ακόμη ένα τσιγάρο. Μόνο που αυτή τη φορά ο καπνός δεν ανεβαίνει ψηλά, αλλά πέφτει στην κοιλιά της βάρκας, σαν να θέλει να του δείξει κάτι. Τα μάτια του ψαρά κρέμονται στην άκρη του καπνού. Εκεί κάτι γυαλίζει. Τα πόδια του λυγίζουν, τα χέρια του αγγίζουν μια μεταλλική ταυτότητα. Μετά σφίγγουν, μαζεύουν, τη φέρνουν κοντά στο πρόσωπο. Τα μάτια του ψαρά διογκώνονται, προσπαθούν να την αποκρυπτογραφήσουν. Όμως δεν μπορούν, επειδή δεν ξέρουν να διαβάζουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αυτή η αδυναμία τα κουράζει, τα κάνει να πονούν.

Ο ψαράς αφήνει την ταυτότητα πίσω στη θέση της, πηγαίνει πίσω στη μηχανή και τη βάζει μπροστά. Η βάρκα, όμως, είναι τόσο βαριά που δεν μπορεί να τρέξει, μπορεί μόνο να συρθεί επάνω στο νερό. Έτσι, όση ώρα ο ψαράς κοιτάζει τον ορίζοντα ψάχνοντας να βρει λίγη γη, αρχίζει και κλαίει τόσο γοερά, που για μια στιγμή νομίζει ότι θα πεθάνει.

 

Αργά το απόγευμα, την ώρα που όλοι οι νεκροί έχουν καταμετρηθεί, ο γιατρός αφήνει την ποδιά επάνω στην καρέκλα. Βγαίνει στον δρόμο και προχωρά βιαστικά. Θέλει να απομακρυνθεί. Πιστεύει ότι αν μείνει εκεί, ο θάνατος θα κρεμαστεί επάνω του, θα γίνει ένα σημάδι στο σώμα του και θα αναγκαστεί να τον κουβαλά μαζί του για πάντα. Αυτή η σκέψη, παρότι αντιλαμβάνεται πως είναι παράλογη, τον κερδίζει. Τον κάνει να νιώθει μοναξιά, του υπενθυμίζει την αλήθεια: μακριά από αυτό το νησί, μακριά από τις ψαριές του θανάτου, μια γυναίκα και ένα παιδί τον περιμένουν. Θα μπορούσε λοιπόν να τα παρατήσει όλα και να τρέξει κοντά τους, να τους ζητήσει να τον ανακουφίσουν. Όμως η ιδιότητά του δεν του το επιτρέπει, για αυτόν είναι ένα απροσπέλαστο τείχος· τα χέρια ακούνε τη λέξη ανακούφιση και χώνονται βαθιά μέσα στο παλτό του, βγάζουν από την τσέπη ένα τηλέφωνο. Σχηματίζουν έναν αριθμό, η οθόνη του τηλεφώνου φωτίζεται, το τηλέφωνο χτυπά. Στην άλλη άκρη ακούγεται μια γυναικεία φωνή.

Πώς είσαι, τον ρωτά.

Ο γιατρός παίρνει μια βαθιά ανάσα. Ο αέρας, καθώς κατεβαίνει στον οισοφάγο, τρίζει. Ακούγεται σαν πνευμονική σκουριά.

Δεν ξέρω, απαντά.

Στην τηλεόραση είπαν για το ναυάγιο, λέει η γυναίκα.

Ο γιατρός ακούει τη λέξη ναυάγιο και ασθμαίνει. Καταλαβαίνει ότι ο θάνατος είναι στο κατόπι του. Δεν μπορεί να του ξεφύγει επειδή τον έχει κοιτάξει κατάματα. Και σκέφτεται ότι από στιγμή σε στιγμή θα τον ακουμπήσει· νιώθει το στόμα του ξερό, καταπίνει. Το σάλιο του είναι πηχτό, κάθεται στον λαιμό του και τον πνίγει, επειδή ο λαιμός του μοιάζει να μη θέλει να αποδεχτεί την παρουσία του θανάτου. Για αυτό βήχει δυνατά, θέλει να τον δει στην πραγματική του μορφή: επάνω στην παλάμη του στέκεται ένα καφέ φλέμα. Τινάζει το χέρι του. Το φλέμα πέφτει στο έδαφος, το αφήνει πίσω. Όχι όμως τους νεκρούς. Εκείνοι είναι ακόμη στον λαιμό.

Πώς είναι το παιδί, ρωτά.

Ο λαιμός του πονά και το μέτωπό του φλέγεται. Όμως δεν το αφήνει να φανεί. Δεν θέλει να καταλάβει η γυναίκα ότι αρρώστησε, ότι ο τόσος θάνατος που είχε αντικρίσει, του έχει προκαλέσει πυρετό.

Καλά είναι. Διαβάζει, απαντά η γυναίκα.

Ωραία, λέει και κλείνει το τηλέφωνο και συνεχίζει να προχωρά.

Μερικά μέτρα παρακάτω, στρίβει αριστερά. Εκεί ο δρόμος στενεύει, γίνεται ένα μικρό σοκάκι. Ο γιατρός προχωρά, στα δεξιά του υπάρχει ένα ταβερνείο. Το αριστερό του χέρι σπρώχνει την πόρτα. Η μύτη του γεμίζει με κάπνα, θάλασσα και κρασί. Σηκώνει το κεφάλι και κοιτάζει γύρω του. Βλέπει ένα άδειο τραπέζι, κάθεται. Μια ηλικιωμένη γυναίκα με λαδωμένη ποδιά στέκεται πάνω από το κεφάλι του.

Τι να σου βάλω γιατρέ, τον ρωτάει.

Κρασί.

Η γυναίκα κατανεύει και φεύγει. Επιστρέφοντας, ακουμπά το κρασί και ένα ποτήρι στο τραπέζι και φεύγει ξανά. Ο γιατρός θέλει να της ζητήσει να μείνει κοντά του, δεν θέλει να περάσει αυτό το βράδυ μόνος. Φοβάται ότι άμα μείνει μόνος, ο πυρετός θα κάνει τους νεκρούς να τρέξουν κοντά του και να του ζητήσουν τον λόγο που δεν μπόρεσε να τους σώσει. Λες και αυτός είναι ο τρόπος που έχουν οι νεκροί να τον εκδικηθούν για την ανικανότητά του. Δεν το κάνει όμως. Σκέφτεται πως όταν ένας επιστήμονας δείξει αδυναμία, χάνει το κύρος του. Έτσι γεμίζει το ποτήρι του μέχρι πάνω και πίνει· για τον γιατρό, κάθε νεκρός που μένει πίσω μοιάζει να ακυρώνει την ιδιότητά του.

Έξω έχει νυχτώσει τόσο, που το ταβερνείο έχει σχεδόν αδειάσει. Μόνο ο γιατρός είναι στη θέση του, επειδή ο πυρετός δεν του επιτρέπει να κινηθεί. Για αυτό έχει γείρει το σώμα του μπροστά και το κεφάλι του κρύβεται μέσα στα χέρια του. Πιστεύει πως αν κρυφτεί εκεί, ο πυρετός θα ξεγελαστεί και θα φύγει μακριά και εκείνος θα καταφέρει να επιστρέψει στο κατάλυμά του. Όμως ο πυρετός τον ξετρυπώνει ξανά και ξανά. Και ο γιατρός, κάθε ώρα που περνά, νιώθει να χάνει την πίστη του.

Ένας άντρας τον πλησιάζει.

Να καθίσω, ρωτά.

Ο λαιμός του γιατρού ακούει τη φωνή. Γέρνει προς τα πίσω, τα μάτια του σκαρφαλώνουν ψηλά στο μέτωπό του και κοιτούν τον άντρα. Τον αναγνωρίζουν, είναι ο ψαράς που έφερε τους νεκρούς στο λιμάνι το πρωί, είναι ο ψαράς που έδειξε τη θέση των υπόλοιπων νεκρών στη θάλασσα. Νιώθει ότι ο θάνατος αποκτά πρόσωπο, παίρνει ανθρώπινη όψη. Θέλει να αρνηθεί, αλλά δεν τα καταφέρνει. Πιστεύει πως ό,τι κι αν πει, ο θάνατος θα μείνει εκεί. Έτσι του γνέφει θετικά.

Ο ψαράς τραβά την καρέκλα, κάθεται απέναντί του. Τα μάτια του γυαλίζουν, η καθημερινή τριβή με τη θάλασσα τα έχει κάνει γυαλιστερά, σαν σώμα ψαριού. Έπειτα, βλέπει τον ψαρά να βγάζει ένα τσιγάρο και να το ανάβει: ο καπνός τυλίγει το πρόσωπό του, ο γιατρός μπορεί ακόμη και βλέπει τη γυαλάδα στα μάτια του. Νιώθει το δέρμα του να αναριγά. Δεν ξέρει όμως αν για αυτό φταίει ο πυρετός ή η ζωντάνια εκείνων των ματιών. Τον τρόπο που είχαν να διατηρούν τη ζωή ανέπαφη μέσα τους· ο γιατρός γέρνει πίσω. Το σώμα του ακουμπά στην πλάτη της καρέκλας, βρίσκει για λίγο την αυτοκυριαρχία του, γίνεται ξανά επιστήμονας, κάποιος που μπορεί να δώσει απαντήσεις.

Μπορώ να σας βοηθήσω σε κάτι, ρωτά.

Ο ψαράς τραβά μια ρουφηξιά, το κεφάλι του κουνιέται καταφατικά. Τα χείλη του ανοίγουν, επάνω τους κάθεται η φωνή του. Είναι τραχιά, σαν καραβόσκοινο.

Ξέρετε τα ονόματα των νεκρών;

Η ερώτηση τον ξαφνιάζει. Κάνει τα μάτια του να ανοίξουν διάπλατα. Όμως δεν δείχνουν αδυναμία. Μοιάζουν με μάτια που αναζητούν εξηγήσεις.

Γιατί, ρωτάει.

Τα βλέφαρα του ψαρά υγραίνονται, γίνονται σχοινιά βουτηγμένα στο νερό.

Επειδή ο μόνος τρόπος να νικήσεις τον θάνατο, είναι να τον φορτώσεις με ονόματα. Τότε υποχωρεί η θλίψη και η ζωή συνεχίζεται, απαντά.

Ο γιατρός παγώνει, νιώθει ανήμπορος. Λες και τόσα χρόνια σπουδών, να μην του έμαθαν τίποτα. Αυτό το αίσθημα τον κάνει να θυμώσει.

Τι σας κάνει να πιστεύετε ότι είστε κάτοχος μιας τόσο μεγάλης αλήθειας, ρωτά σχεδόν οργισμένα.

Το παρελθόν και το παρόν μου, λέει ο ψαράς την ώρα που καπνίζει. Κάποτε, λέει μετά, είχα έναν γιο. Κάποτε αυτός ο γιος πήρε τη βάρκα μου και βγήκε στα ανοιχτά. Όμως ήταν άπειρος, δεν ήξερε πώς να κουλαντρίσει τη θάλασσα. Έτσι η θάλασσα, μόλις κατάλαβε ότι είχε απέναντί της έναν εύκολο αντίπαλο, σκαρφάλωσε επάνω στη βάρκα και τον πήρε μαζί της, λέει και σβήνει το τσιγάρο. Έπειτα, σηκώνει το χέρι του, η παλάμη του μαζεύει τις αναμνήσεις. Δεν τις πετά όμως, τις αφήνει να στεγνώσουν, να γίνουν ένας ακόμα λεκές επάνω στο δέρμα. Δεν τον βρήκαμε ποτέ, λέει. Σκέφτομαι ότι κάποιος μπορεί να βρήκε το σώμα του, αλλά να μην μπόρεσε ποτέ να βρει το όνομά του και να τον έθαψε κάπου γυμνό και μόνο. Σκέφτομαι ότι για αυτό ο θάνατος με γυροφέρνει διαρκώς, αλλά δεν με αγγίζει, λέει. Για αυτό ζητώ πάντα ένα όνομα να τον ξορκίσω. Για αυτό από τότε που η θάλασσα άρχισε να γεμίζει με ανθρώπους, βλέπω διαρκώς το ίδιο όνειρο. Να σου πω για αυτό;

Ο γιατρός γνέφει θετικά. Το πρόσωπο του ψαρά μαλακώνει, το ίδιο και οι λέξεις του.

Στο όνειρό μου, λέει ο ψαράς, το σκοτάδι βρίσκεται παντού, προσπαθεί να αποκρύψει την αλήθεια. Όμως ο ουρανός διαφωνεί. Για εκείνον το σκοτάδι είναι παχύρρευστο, αλλά όχι αδιαπέραστο. Έτσι καρφώνει στο σώμα του ένα ολόκληρο φεγγάρι και δίνει λίγο φως. Το φως φτάνει μέχρι χαμηλά, επάνω σε μια υγρή γη. Επάνω στην υγρή γη σέρνονται νεκροί. Όμως, ανάμεσα στους νεκρούς υπάρχει και κάποιος ζωντανός. Κάποιος που προσπαθεί να θρηνήσει αλλά δεν μπορεί. Το να θρηνείς την ώρα που τα στόματα όλα έχουν σιωπήσει, δείχνει δειλία, σκέφτεται.

Ο άντρας είναι στη μέση της θάλασσας. Μοιάζει αδύναμος, σχεδόν παραδομένος. Δεν θέλει όμως να παραδοθεί. Σκέφτεται ότι το να παραδίνεσαι είναι σαν να αλλάζεις σάρκα. Να γίνεσαι κάτι που δεν ζει, ενώ ζει. Για αυτό κοιτάζει γύρω του, θέλει να επιβεβαιώσει ότι αυτή η θάλασσα έχει γίνει το εργαλείο του θανάτου.

Τα μάτια του παρατηρούν μια γυναίκα. Η γυναίκα έχει καβαλήσει το νερό, το πρόσωπό της κοιτά ψηλά, αναζητά τον Θεό. Όμως ο Θεός δεν είναι εκεί, απουσιάζει, μοιάζει να φοβάται την αλμύρα του νερού· η γυναίκα έχει πάρει το σχήμα των νεκρών, είναι κάποια που έχει παραδοθεί στο κύμα. Το κύμα αρπάζει τα ρούχα της γυναίκας και τα ανοίγει. Έτσι η νεκρή γυναίκα καταλαμβάνει περισσότερο χώρο, επειδή ο θάνατος έχει την τάση να απλώνεται.

Όσο περισσότερο κοιτάζει τη γυναίκα τόσο περισσότερο φοβάται. Φοβάται πως άμα την αγγίξει, ο θάνατός της θα μεταπηδήσει σε αυτόν. Έτσι τα χέρια του άντρα σπρώχνουν το νερό μακριά. Όμως, όσο και να προσπαθούν, το νερό τα ακολουθεί. Σκαρφαλώνει επάνω τους, γίνεται μικρές αλμυρές μπάλες. Και μόλις κάψουν το δέρμα και τα χέρια εξασθενήσουν από τον πόνο, οι μπάλες φτάνουν στα μάτια. Εκεί η γυναίκα δεν έχει ολόκληρο σώμα, το μισό το έχει φάει η θάλασσα. Εκεί η γυναίκα έχει μόνο ένα ήρεμο πρόσωπο. Αυτό κάνει τον άντρα να φοβηθεί ακόμη περισσότερο, επειδή αυτή τη φορά δεν τον φοβίζει ο θάνατος, αλλά ο ίδιος του ο εαυτός. Αντιλαμβάνεται ότι πια δεν έχει κανένα όνειρο να θυσιάσει, ότι όσα όνειρα και αν είχε κάποτε, τα ξόδεψε για να φτάσει μέχρι εδώ. Αντιλαμβάνεται ότι όταν τα όνειρα φαγωθούν, γίνονται επιθυμίες. Όμως οι επιθυμίες δεν τρώγονται, δεν μπορούν να χορτάσουν το όνειρο της ζωής. Πόσο άδικο είναι αυτό, αναρωτιέται.

Ο άντρας συνεχίζει να κολυμπά. Ελπίζει ότι σε λίγο θα δει στον ορίζοντα ένα φουγάρο να καπνίζει. Και πως θα φωνάξει τόσο δυνατά, που το φουγάρο θα τον ακούσει και θα τρέξει κοντά του και θα απλώσει τα χέρια του και θα τον σώσει. Όμως το φουγάρο δεν φαίνεται πουθενά. Έτσι η επιθυμία του κολλά επάνω στην καρδιά του. Βρέχεται, γίνεται λάσπη που κουράζει τον μυ· αργά αλλά σταθερά η κούραση τον κατακτά από άκρη σε άκρη. Όμως, η θέληση να ζήσει χώνεται στο στόμα του και τον εξαναγκάζει να πάρει μια βαθιά εισπνοή. Ο αέρας φτάνει στα απώτερα σημεία του κεφαλιού του, τον ζαλίζει. Και μέσα σε εκείνη τη ζάλη, ο άντρας θυμάται τον τόπο της καταγωγής του. Τον τρόπο που σκάλιζε τη γη με τη φτώχεια του για να κερδίσει ένα κομμάτι ψωμί. Και θυμάται πως ο θάνατος του πήρε εκείνη την μπουκιά από το στόμα και τον ώθησε να κρύβεται μέσα σε κτίρια που περίμεναν να κατεδαφιστούν. Και μετά θυμάται πως όταν πια ο θάνατος ρίζωσε για τα καλά στη γη, είδε έναν άντρα, μια γυναίκα και ένα παιδί να φεύγουν μακριά. Και εκείνον να τρέχει ξοπίσω τους και να ρωτά: Πού πάτε, Πέρα από τη θάλασσα, απάντησε ο άντρας, Τι υπάρχει εκεί, Η σωτηρία, απάντησε το παιδί. Και μετά έτρεξε στους γονείς του και είπε: Πάμε να φύγουμε, Να πάμε πού, Πέρα από τη θάλασσα, στη ζωή, Μόνο οι δειλοί αφήνουν πίσω μια πατρίδα για μια χούφτα νερό, Πώς μπορεί ένας νεκρός να κρατήσει στις παλάμες του μια πατρίδα, Με τη θέληση, είπε ο πατέρας του και του έδωσε ένα όπλο. Και ο άντρας, που τότε ήταν αγόρι, το πήρε και χώθηκε στον πόλεμο. Και θυμάται ότι μέσα στον πόλεμο μεγάλωσε απότομα, επειδή έμαθε ότι για να ζήσει έπρεπε να σκοτώσει, ότι έπρεπε να υποκύψει στις ορέξεις του θανάτου. Και μετά θυμάται ότι μόλις κατάλαβε την αλήθεια, πέταξε το όπλο του και έτρεξε όσο μακρύτερα μπορούσε, έτρεξε προς τη μεριά της θάλασσας, σαν να πίστευε ότι εκεί ο θάνατος δεν θα τον έφτανε, ότι θα άγγιζε τις γυμνές βουνοκορφές και θα γινόταν χώμα και σκόνη. Πίστευε ότι έτσι δεν θα ήταν αναγκασμένος να φάει και το τελευταίο του όνειρο: Να δει κάποτε τον τόπο του ξανά. Αλλά αυτή τη φορά μέσα στην ησυχία της ζωής, όπως τον είχε γνωρίσει· μόλις η ζαλάδα εξασθενεί, ο άντρας αρχίζει να κλαίει και να γελά μαζί, νιώθει ότι όλα αυτά τα χρόνια πάλεψε για μια νίκη που δεν ερχόταν ποτέ, επειδή δεν είχε αντιληφθεί πως όταν υποκύπτεις στις ορέξεις του θανάτου δεν κερδίζεις ποτέ. Ο θάνατος, σκέφτεται, είναι ένα αχόρταγο στομάχι· ο άντρας αρχίζει και αναπνέει αργά. Η ανάσα του είναι εξασθενημένη, δεν φτάνει ολόκληρη στα πνευμόνια. Έτσι το σώμα του λεπταίνει διαρκώς, λες και η θάλασσα να έχει βρει τρόπο να το διαβρώσει. Το βλέμμα του, όμως, δεν έχει διαβρωθεί ακόμα. Είναι μέσα στις κόγχες, συμπαγές. Για αυτό ανοίγει τα βλέφαρα διάπλατα, το συμπαγές βλέμμα του αγγίζει κάτι στο βάθος, πιστεύει ότι η επιθυμία του να ζήσει απέκτησε σώμα. Φωνάζει δυνατά, η φωνή της θάλασσας είναι δυνατότερη από τη δική του και την πνίγει. Έτσι τα χέρια του άντρα κωπηλατούν, πιστεύουν στη δύναμή τους. Πιστεύουν ότι μπορούν να πιάσουν τη σωτηρία. Όμως σύντομα καταλαβαίνει ότι σπατάλησε τις τελευταίες του δυνάμεις μάταια, ότι η κούραση τον είχε ξεγελάσει: δεν υπήρξε σωτηρία ποτέ. Μόνο το σώμα της γυναίκας που τόση ώρα προσπαθούσε να αποφύγει.

Ο άντρας ξαπλώνει ανάσκελα, πλάι της. Κλείνει τα μάτια, το να κοιτάζει τον θάνατο στα μάτια είναι ανώφελο. Κάτω από τα βλέφαρα σχηματίζεται μια στεριά. Επάνω στη στεριά υπάρχει ένας ανοιγμένος λάκκος. Ο άντρας ρίχνει τη γυναίκα στον λάκκο, το σώμα της βγάζει έναν γδούπο. Έπειτα με τα δάχτυλα καλύπτει τη γυναίκα, τοποθετεί επάνω στον λόφο μια πλάκα. Η πλάκα έχει χαραγμένο ένα όνομα: Φάτιμα· δεν ήθελε να θάψει τη γυναίκα γυμνή.

Ο άντρας συνεχίζει να κάθεται επάνω στο νερό με κλειστά μάτια. Έτσι δεν μπορεί να δει τα σύννεφα να σκεπάζουν τον ουρανό, ούτε να δει το φεγγάρι να κρύβεται πίσω τους. Ούτε το σκοτάδι που πια γίνεται αδιαπέραστο, σαν πετρέλαιο. Όμως μπορεί να νιώσει τη βροχή να πέφτει στο πρόσωπό του, τη θάλασσα να φουσκώνει από κάτω του, τον θάνατο να τον πηγαίνει από το ένα μέρος στο άλλο σαν να μην έχει βάρος, σαν να έχει ξεκολλήσει τα κόκαλα από τη σάρκα του. Έτσι μένει εκεί ασάλευτος, δεν θέλει να μάθει τι σχήμα θα πάρει ο θάνατός του· τα χείλη του άντρα κινούνται. Σχηματίζουν μικρές φράσεις που κολλούν στα χείλη και τα ματώνουν. Άραγε, αναρωτιέται, θα μας βρουν ποτέ; Άραγε θα με αναγνωρίσουν οι γονείς μου; Άραγε, άμα με κρατήσουν στα χέρια τους, θα πουν, Αυτός είναι ο γιος μας. Ένας αγρότης που κάποτε φίλιωσε με τον πόλεμο; Θα πουν σε όλους ότι καταδικάστηκα προτού αποκαλύψω την κτηνωδία του θανάτου; Θα πουν ότι, παρότι ο χρόνος είναι ατελείωτος, στον γιο μας, δόθηκε ελάχιστος χρόνος για να αναπλάσει τη ζωή του· μόλις ο ψαράς τελειώσει την αφήγησή του, κοιτάζει τον γιατρό. Τα μάτια γυαλίζουν, σαν δέρμα ψαριού που λάμπει από τον ήλιο.

Λοιπόν γιατρέ, λένε τα μάτια, έχεις να μου δώσεις κάποιο όνομα για να νικήσω τον θάνατο;

Ο γιατρός τον κοιτάζει. Πλέον δεν νιώθει οργή, θυμό, απογοήτευση, αλλά συντροφικότητα, επειδή ο ψαράς τού έχει δείξει πώς να απαλλαγεί από τον πυρετό του. Λες και ο ψαράς βρίσκεται εκεί για να του δώσει μια δίοδο διαφυγής.

Ο γιατρός φέρνει τη γλώσσα του στην άκρη των χειλιών του. Η γλώσσα του είναι στεγνή, έτσι η φωνή του κολλά επάνω στη σάρκα και αργοπεθαίνει. Πια δεν νιώθει επιστήμονας, αλλά ηττημένος. Όμως δεν θέλει να το βάλει κάτω. Δεν θέλει να γίνει ένα ακόμα ανώνυμο θύμα σε αυτόν τον πόλεμο· ο γιατρός πιέζει τα πλευρά του, ο αέρας κάνει τις φωνητικές του χορδές να κινηθούν.

Χουσεΐν, ψελλίζει.

Ο ψαράς χαμογελά, στα δόντια του ο γιατρός βλέπει την απογοήτευσή του: είναι μαύρη σαν σβησμένα τσιγάρα. Ο ψαράς απλώνει το χέρι, μέσα στην παλάμη του το χέρι του γιατρού κολυμπά.

Δεν πειράζει, του λέει, δεν πειράζει. Είσαι επιστήμονας. Δεν ξέρεις να λες ψέματα, λέει και σηκώνεται.

Ο γιατρός τον κοιτάζει καθώς απομακρύνεται, την ώρα που ανοίγει την πόρτα, την ώρα που χάνεται μέσα στη νύχτα. Νιώθει το μέτωπό του να καίγεται, τον πυρετό να τον κατακτά.
Χουσεΐν, ψελλίζει ξανά.

 

Ο Θανάσης Δ. Σταμούλης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978. Σπούδασε ηχοληψία. Το πρώτο του μυθιστόρημα, Η σκιά στο δέντρο, εκδόθηκε το 2016 από τις Εκδόσεις Ποταμός, από τις οποίες, το 2017, εκδόθηκε και η νουβέλα του Ab ovo.


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.