fbpx
«Ροζ παλ ντάλιες» του Απόστολου Σπυράκη

«Ροζ παλ ντάλιες» του Απόστολου Σπυράκη

Στη μνήμη του Γιάννη Λ.

Όλα τα γραφεία τελετών τον ήξεραν, έδινε λουλούδια παντού, απ’ τα πενήντα που υπήρχαν στην πόλη δούλευε τουλάχιστον με τα μισά, έφτιαχνε στεφάνια για τις κηδείες και γνώριζε τους πάντες, υπήρχε πολύ χρήμα σ’ αυτή τη δουλειά τότε, τόσο που οι νεκροθάφτες είχαν φτάσει να παίζουν μπαρμπούτι μες στα φέρετρα, κάποιος απ’ αυτούς, ένας με τατουάζ στα χέρια, λίγο χαζός, λίγο τρελός, αναλάμβανε ν’ αλλάζει πεθαμένους, δε φοβόταν, δεν καταλάβαινε τίποτα, βασικά του άρεσε το όλο σκηνικό, το διασκέδαζε, κι ένας άλλος τύπος χαρακτηριστικός υπήρχε, ένας γίγαντας που μπορούσε να σηκώσει μονάχος του μια κάσα, άλλος παλαβός, μια φορά τού είχαν δώσει ένα φέρετρο να κουβαλήσει κάπου σ’ ένα χωριό με τη νεκροφόρα κι αυτός το πήρε μαζί του σ’ ένα ντράιβ ιν όπου σύχναζε, οι συγγενείς ζητούσαν το σώμα του πεθαμένου να το κηδέψουν, το γραφείο τον έψαχνε παντού, όλοι είχαν γίνει άνω-κάτω, τελικά ο γίγαντας εμφανίστηκε με το φέρετρο τα ξημερώματα κι όλοι ησύχασαν…

Οι δουλειές πήγαιναν καλά εκείνη την εποχή και το χρήμα έρεε, κάθε βράδυ έβγαινε στα μπουζούκια, εκτός απ’ τις κηδείες έδινε λουλούδια και σε κέντρα νυχτερινά, το στέκι του ήταν το μαγαζί ενός Ελληνοαμερικανού κάπου στη λεωφόρο του Αεροδρομίου, η πιο συχνή παρέα του ήταν ένας εργολάβος κηδειών που του χρωστούσε εκατομμύρια αλλά δεν έδινε σημασία, μόνο σκορπούσε λεφτά κάθε νύχτα στις τραγουδίστριες, γαρίφαλα με τα πανέρια πετούσε άφθονα, γαρίφαλα που έφερνε ο ανθοπώλης απ’ την Κρήτη, εκεί κάτω τα βγάζανε, ήταν πιο φτηνά απ’ τα εισαγόμενα, μια φορά είχε πάει να δει τα θερμοκήπια κάπου έξω απ’ το Ηράκλειο, ένας ξερότοπος όλο πέτρα ήτανε το θερμοκήπιο. «Καλά ρε, εδώ θα φυτρώσουν γαρίφαλα;» ρώτησε τον παραγωγό. «Θα φυτρώσουν...» είχε απαντήσει ο άλλος, «...περίμενε και θα δεις». Και πράγματι, έπειτα από λίγο καιρό που ξαναπήγε, είχαν φυτρώσει – όχι τίποτα σπουδαία, κάτι χρώματα χλωμά, ξέθωρα, αλλά έκαναν τη δουλειά τους, ποιος πρόσεχε λεπτομέρειες μες στη νύχτα και στον χαμό απ’ τα τσιγάρα.

Ο εργολάβος κηδειών όλο έλεγε ότι θα τον ξεπλήρωνε και ποτέ δεν έδινε τίποτα, όμως κάποτε ήρθε η ώρα του, μια κηδεία ενός μικρού κοριτσιού που είχε πεθάνει από μια αρρώστια σπάνια είχαν αναλάβει, οι γονείς ήθελαν τελετή μεγαλοπρεπή για το άτυχο κοριτσάκι τους, είχαν ζητήσει τα στεφάνια να γίνουν όλα με ντάλιες ροζ παλ που ταιριάζουν, μόνο ο ανθοπώλης μας είχε τέτοιο χρώμα ντάλιες, πουθενά αλλού δεν έβρισκες, τις έπαιρνε αεροπορικά από την Ολλανδία. Ο εργολάβος τού παρήγγειλε καμιά κατοσταριά στεφάνια όλα σ’ αυτό το χρώμα, ο άλλος του λέει ΟΚ, είχε πάντα καβάντζα στα ψυγεία του και δυο υπαλλήλους που ήξεραν να πλέκουν γρήγορα τα μπουκέτα, ετοιμάζει το φορτηγό που θα τα κουβαλούσε κάπου στο Πανόραμα, όλα είναι εντάξει, αλλά λίγο πριν απ’ την κηδεία λέει στον οδηγό: «Περίμενε!» κι όλα σταματούν. Ο εργολάβος αδημονεί, οι γονείς δεν μπορούν να καταλάβουν τι συμβαίνει, η κηδεία δε λέει να ξεκινήσει, ψιθυρίζονται διάφορα, ακούγονται φήμες, ο εργολάβος έχει πάρει μπροστάντζα τα λεφτά του και δεν έχει τα στεφάνια με τις ροζ παλ ντάλιες, τηλεφωνεί έξαλλος στον ανθοπώλη: «Πού είναι τα στεφάνια;». «Τα λεφτά που χρωστάς συν τα λεφτά γι’ αυτή την κηδεία, αλλιώς δεν έρχεται τίποτα!» Ο άλλος τρελάθηκε, έφριξε, αυτό ήταν εκβιασμός, πλήρωσε οργισμένος βρίζοντας κι αναθεματίζοντας και τελικά έγιναν όλα όπως έπρεπε, τα στεφάνια ήταν υπέροχα, κανείς δεν κατάλαβε τίποτα, ο ανθοπώλης ήταν ευχαριστημένος...

Με τον εργολάβο είχε κάνει και κάποιες κηδείες Εβραίων, λέγανε γι’ αυτούς ότι χρησιμοποιούσαν το ίδιο φέρετρο για όλη την οικογένεια, δεν το άλλαζαν ποτέ, απλά το είχαν για να μεταφέρουν το σώμα μέχρι το μνήμα, είχαν πάει και στα εβραϊκά νεκροταφεία να δουν πώς κηδεύονται, μπερδέματα του προκαλούσε ένας εφοριακός επειδή είχε μια εκκρεμότητα και φοβόταν, κάθε τρεις και λίγο να σου ο εφοριακός να παίρνει ανθοδέσμες για τη γυναίκα του και όχι μόνο, όπως είχε αποθρασυνθεί κάποτε ζήτησε ένα μπουκέτο τουλίπες από τις πιο σπάνιες και ακριβές, ο ανθοπώλης όμως που είχε εν τω μεταξύ ταχτοποιήσει το χρέος του τον άφησε να πάρει ό,τι αγαπούσε και στο τέλος του κοπάνησε έναν λογαριασμό αστρονομικό, ο εφοριακός δεν μπορούσε να το πιστέψει!

Ήταν καλές εποχές τότε, τα πράγματα κυλούσαν ωραία, κάθε μέρα ήταν στην ώρα του πριν από τους υπαλλήλους στο μαγαζί, του άρεσε η δουλειά πολύ, ένα πρωινό όπως πήγαινε ν’ ανοίξει είδε ένα πρεζόνι πελιδνό με όψη πεθαμένου να χτυπά με δύναμη τα τζάμια, του είχαν γυαλίσει κάτι ορχιδέες φανταχτερές με χρώματα τρελά και συνδυασμούς εξωτικούς που υπήρχαν στη βιτρίνα, προσπαθούσε να σπάσει το τζάμι κοπανώντας το μ’ όλο του το σώμα, η βιτρίνα όμως είχε τριπλή επένδυση και δεν καταλάβαινε τίποτα, το πρεζόνι επέμενε, ο ανθοπώλης πλησίασε και τον ρώτησε: «Τι θέλεις, φίλε;». «Eκείνο το λουλούδι», ξεκλείδωσε την πόρτα, έβγαλε απ’ το γυάλινο βάζο την εξωτική ορχιδέα που λαχταρούσε ο κακομοίρης και του την έδωσε, τα μάτια του ναρκομανή γυάλισαν σα φεγγαρόπετρες.

Χρόνο με τον χρόνο έβγαζε λεφτά όλο και πιο πολλά κι αφού του περίσσευαν άρχισε να παίζει όλο και περισσότερο στο καζίνο, ξόδευε πολύ χρήμα εκεί πέρα, είχε αρχίσει με μικρά ποσά αλλά μετά έχασε την μπάλα, κάθε βράδυ εκεί τον έβρισκες χωμένο μέχρι τα μπούνια στη ρουλέτα και στα μηχανήματα. Μια φορά, όπως έβγαινε θολωμένος κοντά στα ξημερώματα έπεσε πάνω σ’ εκείνο το τέρας που όλοι φοβόντουσαν, έναν χοντρό που κυκλοφορούσε πάντα με δυο πιστόλια πάνω του, και τι δε λέγανε γι’ αυτόν, ήταν το πιο μεγάλο μούτρο στην πόλη, είχε ακουστεί κιόλας ότι είχε σκοτώσει μια γυναίκα και την είχε θαμμένη στην αυλή του σπιτιού του, κυκλοφορούσε πάντα με δεκαπέντε μπράβους τριγύρω του, κανείς δεν τον πλησίαζε κι εκείνο ακριβώς το πρωινό έπεσε πάνω του! Ο χοντρός ήρθε κοντά του και του ζήτησε ένα αστρονομικό ποσό δανεικό, σιγά μην του έδινε, δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναδεί πίσω τα φράγκα του, του μίλησε απότομα του χοντρού, τόσο απότομα που κι ο ίδιος φοβήθηκε καθώς ήταν ολομόναχος απέναντι στο τέρας, ύστερα απ’ αυτό για κάποιο λόγο τον έπιασαν τόσα νεύρα, τέτοια τσαντίλα, ώστε γύρισε πίσω όπως ήτανε κι έπαιξε όσα λεφτά είχε πάνω του σα να ήθελε να τα ξεφορτωθεί, σα να ήταν ένα βάρος αφόρητο που ήθελε να διώξει, πόνταρε σ’ όλα τα σημεία που είδε μπροστά του, δεν κέρδισε τίποτα, ούτε τόσο δα, δεν του έφεξε ούτε μια στιγμή, όλα τα λεφτά πήγαν στην γκόμενα, την ντίλερ που έκανε παιχνίδι, μια ξανθιά τύπισσα που χαμογελούσε σα διάβολος...

Είχε συνηθίσει να είναι άπλα, όμως ο καιρός περνούσε, οι εποχές άλλαζαν, κανείς δεν μπορούσε να είναι τόσο απλωμένος όπως κάποτε, συνεργεία κυκλοφορούσαν παντού κόβοντας παροχές ύδατος κι ηλεκτρικού, λογαριασμοί απλήρωτοι στοιβάζονταν κάτω απ’ τις εισόδους των μαγαζιών, ασφάλειες κατέβαιναν, υδρόμετρα σταματούσαν να στροφάρουν, στις υπηρεσίες ουρές για διακανονισμούς, εξοφλήσεις, δόσεις, διακοπές παροχών, σπρωξίματα, γκρίνια, άγχος, πανικός. Δίχως να το νιώσει, άρχισε να παίρνει κι αυτός την κάτω βόλτα, σαν πέθανε η μάνα του δεν ήξερε σε ποιο γραφείο να δώσει την κηδεία, τελικά την έδωσε στο καλύτερο παιδί, που είχε το γραφείο του κάπου κοντά στο Τουρκικό Προξενείο, μονάχα αυτόν πήγαινε. Είδε και τον πατέρα του ύστερα από πολλά χρόνια σ’ εκείνη την κηδεία, είχε να τον δει από τότε που έφυγε απ’ το σπίτι γιατί είχε σιχαθεί τον αυταρχισμό του, εντυπωσιάστηκε βαθιά που ο πατέρας του είχε μαλακώσει και τον είδε πρώτη φορά δακρυσμένο, κι εκείνος που δεν είχε καπνίσει ποτέ τού έγνεψε πολύ μαλακά: «Παιδί μου, δώσ’ μου ένα τσιγάρο, σε παρακαλώ…»

Κάτι ράγισε μέσα του έπειτα απ’ αυτό, δεν είχε όρεξη για τίποτα, δε μιλούσε για τα παλιά, όποτε τον ρωτούσε κάποιος απαντούσε: «Πω, ρε φίλε, γίνεσαι κουραστικός!», ήταν δύσκολος και με το φαΐ, μπορούσε να γυρίσει δέκα φορές το πιάτο που του έφτιαχναν μέχρι να του το φέρουν όπως ακριβώς το ήθελε. Τώρα πια είχε κλείσει το μαγαζί κι έβγαινε πάλι με τον άλλον που αναλάμβανε κηδείες κάποτε, ταίριαζαν πολύ κι έτσι ξέχασαν ό,τι είχε γίνει, συζητούσαν για τα παλιά και για τα γραφεία τελετών που είχαν κατακλύσει πια την πόλη, ώστε κανείς δεν έβγαζε τίποτε. Κάποιο καλοκαίρι είχαν πάει μαζί διακοπές κάπου στους πρόποδες του Όλυμπου, δε χώνευαν τη Χαλκιδική με τα μποτιλιαρίσματά της τα ατελείωτα και την ατέλειωτη βαβούρα, ο τόπος έκαιγε, οι παραλίες της Κατερίνης έβραζαν, ανέβηκαν στο βουνό, στα Πριόνια ψηλά να πάρουν μια ανάσα, μια γούρνα υπήρχε εκεί, ο ανθοπώλης είχε τόσο ζεσταθεί που είπε μέσα του: «Θα πέσω σ’ αυτή τη γούρνα να δροσιστώ επιτέλους», όταν όμως έπεσε μες στο νερό ήταν τόσο παγωμένο, που μούδιασε ολόκληρος, του κόπηκε η αναπνοή, έτρεμε μισή ώρα μέχρι να συνέρθει, ο εργολάβος τού έκανε εντριβές…

Πήγαιναν και στο καζίνο στα Σκόπια κι έπαιζαν κάτι μικροποσά, τα παλιά μεγαλεία είχαν περάσει για πάντα. Μια μέρα, όπως επέστρεφαν, ομίχλη πυκνή είχαν συναντήσει στην κοιλάδα του Αξιού, δεν μπορούσες να δεις ούτε στο ένα μέτρο, σα να είχε ξαφνικά σκοτεινιάσει, είχαν αναμμένους τους προβολείς, τα φώτα ομίχλης, ό,τι υπήρχε, και πάλι όμως δεν μπορούσαν να δουν καθαρά κι εκεί μες στο πουθενά μια γυναίκα μ’ ένα σακίδιο στην πλάτη βγήκε μπροστά τους, είχε καβαλήσει το διαχωριστικό τσιμεντένιο τοιχάκι ανάμεσα στις δυο λωρίδες της εθνικής οδού σέρνοντας ένα μικρό παιδί, ποιος ξέρει από πού στο δαίμονα έρχονταν και τι θέλανε εκεί στην ερημιά, τα αμάξια που έρχονταν κορνάριζαν, άναβαν φώτα, έκαναν ελιγμούς τρελούς, αυτοί φρενάρισαν την τελευταία στιγμή, δεν μπορούσαν να το πιστέψουν, είχαν γίνει μούσκεμα από την τρομάρα, σταμάτησαν λίγο στην άκρη να συνέλθουν. «Τι διάβολο ήταν αυτό!» φώναξε ο ανθοπώλης, άναψε τσιγάρο και βγήκε λίγο έξω να πάρει αέρα. Ο άλλος έμεινε στο αμάξι. «Τι καταραμένη ομίχλη!» είπε ο λουλουδάς, καθώς ρουφούσε τον καπνό να ηρεμήσει, ένα χωράφι φαινόταν λίγο πιο πέρα να αχνίζει σα να είχαν ανάψει κάποιον λέβητα από κάτω του, «Τι κωλο-ομίχλη!» φώναξε και στρέφοντας πίσω είδε σε κλάσματα δευτερολέπτου μια νταλίκα θεόρατη να παίρνει παραμάζωμα το αμάξι του φίλου του, οι λαμαρίνες στρίγκλιζαν και ούρλιαζαν κλαψιάρικα όπως γδέρνονταν στην άσφαλτο, ο ήχος ήταν ανυπόφορος, το μυαλό του είχε σταματήσει, όλα είχαν γίνει τόσο γρήγορα που ήταν αδύνατο να τα επεξεργαστεί. «Θα χρειαστούν καμιά τριανταριά στεφάνια», ήταν το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί.


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.