fbpx
«Για σένα που δεν ήμουν εκεί» της Ειρήνης Γιαβάση

«Για σένα που δεν ήμουν εκεί» της Ειρήνης Γιαβάση

Είχε πάει πια τέσσερις, το καθιερωμένο κυριακάτικο μεσημεριανό είχε φαγωθεί και οι βαθιές ανάσες ακούγονταν από τα σώματα, τα ριγμένα στους καναπέδες. Ήταν μία ώρα κοινής ησυχίας εκείνη: εγώ, η αδερφή μου –η δεύτερη στη σειρά–, η μάνα μας πιο πίσω, στον μεγάλο καναπέ, που τη χωρούσε, να ξεκουράζει τα «μια ζωή πονεμένα» πόδια της. Τα γεμάτα στομάχια μας χαλάρωναν. Το κινητό χτύπησε και, για να μην ξυπνήσει η μάνα, πετάχτηκα να το πιάσω διασχίζοντας γρήγορα το χολ, με τον ψηλό καθρέφτη αριστερά. Η ταραχή με σταμάτησε· το τηλέφωνο χτύπησε ακόμη δύο φορές και σώπασε ξέψυχα, όσο εγώ προσπαθούσα να ηρεμήσω το καρδιοχτύπι από αυτό που η φαντασία και η ταχύτητα εμφάνισαν στον καθρέφτη. «Εγώ είμαι, εγώ». Τα μάτια μου βυθίστηκαν στον γυάλινο αντικατοπτρισμό και, μηχανικά, ξεκίνησα μία ιεροτελεστία γνώριμη: γύρισα τα μπροστινά μαλλιά, να γίνουν αφέλειες, πρότεινα το πάνω χείλος. Σε μία συγκεκριμένη γωνία, εντοπισμένη καιρό, τα μάτια έδειχναν πράσινα. Τέλος, κότσαρα το πλατύτερό μου χαμόγελο. Εκείνο το κρίσιμο δευτερόλεπτο της μετουσίωσης, όταν η σάρκα σηκώνεται και αποκαλύπτει τα δόντια πίσω από τους κυνόδοντες, το ονειροπόλημα χάνεται· κάθε φορά. Τα παρατάω, τα μαλλιά σκάνε σαν άχαρος σανός μπροστά στο πρόσωπο. «Ποτέ δεν έμοιαζε το χαμόγελό μας».

Η μεταμόρφωση είναι ό,τι κοντινότερο σ’ εκείνη. Η σκέψη μου –μέρα με τη μέρα, τα τελευταία τέσσερα χρόνια– ανασύρει διακαώς ομοιότητες. Οι λεπτοί καρποί, τα πεταχτά μας γόνατα, οι αστράγαλοι, καφέ πιτσιλωτές ελιές· μέσα απ’ το σώμα μου ανασταίνω τη μικρή μου αδερφή. Συχνά της δανείζω αυτό το σκάφανδρο. Της επιτρέπω να μπει μέσα μου, να ζήσει πράγματα που δεν πρόλαβε – είκοσι τρία καντήλια έφεγγαν στα μάτια της, όταν μας άφησε· η μανιοκατάθλιψη της φόρεσε ένα μαύρο πανί και την κυκλοφορούσε· χήρα που έμαθε πρόωρα το μεγάλο μυστικό: το ανούσιο της ύπαρξής μας. Με αυτό το ομοίωμα χαμόγελου που παρατάω, κοιτώ αριστερά-δεξιά μην και είδε κανείς το θλιβερό ονειροπόλημα, μην και ξύπνησα μνήμες, όπως έκανε η παρουσία μου τα δύο πρώτα χρόνια – η ομοιότητά μας απαράμιλλη, οι συμμαθητές της άσπριζαν βλέποντάς με από μακριά και ο πατέρας, αν του μιλούσα και ήταν γυρισμένος πλάτη, ξεσπούσε σε λυγμούς.

Επέστρεψα στον καναπέ, άπλωσα τα πόδια.

«Ποιος ήταν;» η αδερφή μου – η δεύτερη.

Σήκωσα τους ώμους. Ξέρει τι έκανα πιο πριν. Αλλά δεν λέει τίποτα.

«Αν…»

«Το πρωί δεν τα λέγαμε;»

«Είναι κάτι καινούργιο. Το σκεφτόμουν πριν. Αν την είχαμε επισκεφτεί εκείνον τον χειμώνα, λες… να γινόταν… κάτι διαφορετικό;»

Δεν απάντησα.

«Αν σήκωνε συχνότερα τα τηλέφωνα, σίγουρα θα ήταν διαφορετικά».

«Εκείνο το πρωί, κάνανε έργα στη γραμμή. Η σύνδεση κόπηκε για ώρα. Ίσως να προλάβαινα να της πω…»

«Τι;»

Τέσσερα χρόνια τώρα, συνθέτουμε ένα καλοστημένο σκάκι πιθανοτήτων. Είναι ένα παιχνίδι βαρύ, τιμωρητικό. Καθόμαστε ώρες ολόκληρες προσπαθώντας να διαγράψουμε σφάλματα, που υπονοούν έστω και λίγο την απουσία μας από τη ζωή της, για να κυλήσει η μέρα λιγότερο επώδυνα, να ξεκουραστούμε, έστω δύο ώρες, από το βάρος της ευθύνης. Μετά τις πρώτες υποθέσεις και σειροθετήσεις γεγονότων, ακολουθούν βαρύγδουπες δηλώσεις για το βιολογικό υπόβαθρο της οικογένειας.

«Ο θείος Τάκης».

«Βάλε και τη γιαγιά, από τη μεριά του πατέρα».

«Και τον ξάδερφο, τον Γιάννη, τον ψηλό. Διάγραψέ τον».

Απ’ το οικογενειακό δέντρο διαγράφονται παππούδες, γιαγιάδες και ξαδέρφια, που κουβαλούσαν πάνω τους τη μισερή ασθένεια. Τους πεθαίνουμε όλους τους φταίχτες, όσους με τα κολλητικά τους γονίδια συνέβαλαν εμμέσως στον θάνατο της αδερφής μας, σαν εκείνη να είναι ένα έμβρυο έτοιμο να γεννηθεί, με τη ζωή να κοιλοπονά και να ρωτά πότε μπορεί να τη φέρει· και εμείς, απολυμαντικός μηχανισμός, υπεύθυνες για την απομάκρυνση των μικροβίων, κάποια στιγμή θα της δώσουμε το οκέι.

«Είχε στείλει μήνυμα ένα Σαββατοκύριακο. Ήθελε να μιλήσουμε. Το είχε ανάγκη».

Το παιχνίδι, όταν αθέλητα οδηγεί στις δικές μας αυλές, σωπαίνουμε, κρύβουμε κουβέντες, λάθη, που μυστικά ορκιστήκαμε να μη μοιραστούμε· άλλωστε, πια, είχαμε μόνο η μία την άλλη. Το αυτομαστίγωμά μας είναι ό,τι κοντινότερο στην αδερφή μας –τα πράγματά της, τις φωτογραφίες, τις χιλιοείδαμε– αυτό που μας λείπει είναι μία εξέλιξη στον χρόνο. Το παρόν μάς τέλειωσε, προχωρούμε στο παρελθόν. Άλλες φορές προσκολλούμαστε σε λεπτομέρειες· αν δεν είχε στρίψει σε μία οδό, αν δε σταματούσε το τραγούδι, αν δεν είχε τις συναισθηματικές κρίσεις του πατέρα, αν έπαιρνε το δίπλωμα, αν δούλευε σερβιτόρα, όλες εκφάνσεις μίας ζωής άσχετα συνδεδεμένες μεταξύ τους, μα στο μυαλό καλά δεμένες, μεστωμένες· ένας κόμπος, όμοιος με αυτόν που οδηγεί στην καρδιά τα τελευταία τέσσερα χρόνια και θυμίζει την ευθύνη· πώς μας ξέφυγε η μοναξιά ενός ανθρώπου που κυλούσε μέσα του και μέσα μας το ίδιο αίμα;

Την ψάχναμε καιρό την αδερφή μας. Στα τηλέφωνα, που ποτέ δεν απαντούσε, στα σκάιπ και στα μέσεντζερ που έκανε να εμφανιστεί κάτι αιώνες, μας φαινόταν. Πάντα τη μαλώναμε ομαδικώς, σαν πολύβουο μελίσσι. Η μαμά στην κορυφή, ο αρχηγός μας, ο μπαμπάς δεύτερος, καταϊδρωμένος από τα άγχη του, η αδερφή μου και τέλος εγώ, λακωνική, αμείλικτη. Και όλοι μαζί με μία φωνή που ηχούσε πότε φωναχτά, με αγανάκτηση, πότε σα διόρθωση κόκκινη σε γραπτό τετραδίου, πότε με το ανέμελο ξεφύσημα που νόμιζες πως δεν άκουγε η άλλη γραμμή, η απούσα στα όλα της, η αδιόρθωτη, η «αλλουνού παπά ευαγγέλιο», τραγουδούσαμε σαν τη γερασμένη χορωδία Τρικάλων τα λάθη της, ένα, δύο, τρία και ξανά απ’ την αρχή ένα, δύο, τρία. «Μάζευε τα λεφτά σου, μάζευέ τα, άσε τα ποτά και τα τσιγάρα», «τι θα πει είδες ερωτικά αυτό το κορίτσι;», «είναι αναισθησία να μην μπορείς να ξυπνήσεις να δώσεις μάθημα», «η παρέα με τελειωμένους σε χαλάει, ψυχούλα μου», «τι στόχους έχεις επιτέλους, θα μείνεις για πάντα στην Ιταλία έτσι όπως πας, ποιος μαλάκας θα πληρώνει;» «πήρες γάτα – αυτό σε μάρανε, ρε», «κανόνισε να μοιάσεις στον πατέρα σου». Ρολά χαρτιών σημειωμένα με αποδείξεις καλά μαζεμένες. Μαθηματικές εξισώσεις που έδειχναν ένα πλάσμα που χρειαζόταν καλούπωμα. Μέχρι που κόπηκαν σε χίλια κομμάτια ακατανόητα, αλλοπρόσαλλα, υστερικά, όλα με το όνομά της πάνω· σκορπίσαν στον αέρα και μας κάνανε να τρέχουμε να τα βρούμε, να τα διαβάσουμε με τον σωστό τρόπο, να δούμε τη σωστή ορθογραφία και να ξαναγράψουμε απ’ την αρχή. Την ιστορία της αδερφής μας.

«Τι διαβάζεις;»

«Αυτό; Ποιήματα».

«Και η Φωτεινή θα γινόταν μεγάλη ποιήτρια. Το πιστεύω».

«Ναι. Ας βαστούσε λίγο ακόμη. Θα της το έλεγα».

«Ναι. Αν της το λέγαμε, λες…;»

 

Η Ειρήνη Γιαβάση είναι εκπαιδευτικός πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αγαπά τη λογοτεχνία. Έχει διακριθεί στον 34ο διαγωνισμό νουβέλας της Π.Ε.Λ. και το παιδικό παραμύθι της Η Νεφέλη, ο κύριος Μ. και τα Ρομποφρίξ 181 είναι υπό έκδοση από τις Εκδόσεις Πατάκη.


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.