fbpx
Edgar Allan Poe: «Γυναίκες»

Edgar Allan Poe: «Γυναίκες»

Ο Έντγκαρ Άλαν Πόε (Πόου), παιδί του Ντέιβιντ και της Ελίζαμπεθ, ηθοποιών περιπλανώμενου θιάσου, είδε το φως της ζωής στις 19-1-1809 στη Βοστόνη. Δύο χρόνια μετά πεθαίνουν και οι δύο γονείς, και τα παιδιά αναλαμβάνουν οι παππούδες και οι φίλοι. Τον Έντγκαρ αναλαμβάνει η οικογένεια Άλαν, εξ ου και το μεσαίο όνομά του. Η οικογένεια μετακομίζει στο Λονδίνο το 1815 και επιστρέφει στην Αμερική το 1820.

Η ζωή του λογοτέχνη είναι περιπετειώδης, αντιφατική, περίεργη σύνθεση πραγματικότητας και φαντασίας, αλκοολισμού, ρατσισμού, περιέργειας και αυτοκαταστροφής. Οι Γυναίκες του, αρρωστημένα πλάσματα, αναπηδούν από τη φαντασία του, βγαίνουν μέσα από τάφους, είναι θαμμένες ζωντανές ή πεθαμένες που ζωντανεύουν για να κλέψουν κάτι από τη ζωή των ζωντανών. Το φανταστικό και ο τρόμος του Πόε ετοιμάζουν τον ερχομό του θρίλερ. Φαίνεται πως αυτό που αποκαλούμε άβυσσο ή απλώς χωροχρόνο πριν από τη γέννηση, απασχολεί πάρα πολύ τον Πόε, όπως τον Πασκάλ η έμμονη ιδέα του βαράθρου, καθώς λέει ο μελετητής του Jacques Cabau (στο βιβλίο Η αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πιμ από το Ναντάκετ, μτφρ. Πολύκαρπος Πολυκάρπου, εκδ. Gutenberg, 2016).

Οι γυναίκες του συγκεκριμένου βιβλίου δεν ανήκουν σε έργο που εξέδωσε ο Πόε. Είναι πρόσωπα αντλημένα από διάφορα έργα του ή τις Παράξενες ιστορίες του (Histoires extraordinaires), η Βερενίκη, η Μορέλα, η Ελεονόρα, η Σεχραζάτ, η Λίγεια, λίγο-πολύ γνωστές από άλλα έργα του. Η επίδραση του Πόε είναι φανερή στην περίφημη Ουλαλούμ και όχι μόνο του Γιάννη Σκαρίμπα.

Η Βερενίκη. Το όνομα είναι γνωστό από τη ρωμαϊκή ιστορία, είναι όνομα βασιλισσών και πριγκιπισσών και ενός αστερισμού, η Κόμη της Βερενίκης. Η συγκεκριμένη Βερενίκη έχει όλα τα κάλλη των βασιλισσών, καλή υγεία και διάθεση. Ενώ ο ήρωας αφηγητής είναι φιλάσθενος, αδύναμος, μονομανής, και κλεισμένος στον εαυτό του, μέσα στη βιβλιοθήκη του, μελετά. Η Βερενίκη έχει καάτασπρα δόντια. Η αναφορά σ’ αυτά τα δόντια (σαν τα δόντια του σκύλου στο «Άγραφον» του Σικελιανού) γίνεται εμμονή και όλα τα δόντια γίνονται ιδέες· «toutes ses dents étaient des idées. Des idées» μας λέει. Τελικά την παντρεύεται και μετά εκείνη πεθαίνει. Από τον τάφο της ακούγονται ουρλιαχτά. Ο τάφος της νεκρής είναι βεβηλωμένος και ο ίδιος ο αφηγητής βρίσκεται λασπωμένος, με ένα φτυάρι στο γραφείο του και τα δόντια σκόρπια στο πάτωμα. Με αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώνεται ότι «τα πάθη του ήταν πάντα του μυαλού». Όσο για τη Βερενίκη, ήταν θαμμένη ζωντανή. Εν ολίγοις, οι εμμονές ποτέ δεν πεθαίνουν…

Η Μορέλα είναι μια δεύτερη εμμονή και σύζυγος μορφωμένη και περιποιητική. Διάβαζε παλιά γερμανικά βιβλία, Φίχτε, Πυθαγόριους, Σέλινγκ. Στο τέλος, όμως, του έγινε βαρετή και απομονώθηκε. Εκείνη πεθαίνοντας τον καταριέται να μη γλιτώσει από αυτήν και γεννάει την κόρη τους, η οποία μεγαλώνει γρήγορα και γίνεται ίδια η μητέρα της. Όταν και εκείνη πεθαίνει και πηγαίνει να τη θάψει στην κρύπτη, η κρύπτη είναι άδεια. Η κόρη είναι η αναβίωση της νεκρής μάνας, που είχε καταραστεί ότι δεν θα τον άφηνε ελεύθερο.

Το φανταστικό και ο τρόμος του Πόε ετοιμάζουν τον ερχομό του θρίλερ.

Η Ελεονόρα, τρίτη στη σειρά. Ο αφηγητής μάς αυτοπαρουσιάζεται σαν τρελός, υπέρτατα ευφυής, του οποίου ορισμένες ιδέες πηγάζουν από μια αρρώστια. Ονειροπολεί μέρα-νύχτα για να αποκαλύψει το μεγάλο μυστικό, να διεισδύσει στο άρρητο φως και να αφηγηθεί με τη λογική τα πρώτα χρόνια της ζωής του, και με το παράλογο το γεμάτο ίσκιους και αμφιβολίες παρόν του. Και τότε εισβάλλει η ωραία εξαδέλφη του, Ελεονόρα, και ένας παραδεισένιος τόπος –η Κοιλάδα της Πολύχρωμης Χλόης– χωρίς όνομα και χωρίς γεωγραφικό στίγμα, όπου ζει με την Ελεονόρα και τη μητέρα της. Χαρακτηριστική είναι εδώ η ευρηματικότητα των περιγραφών του επίγειου παραδείσου, τα λουλούδια και τα αστέρια, τα νερά και όλα τα ωραία τα οποία μαράθηκαν μόλις η Ελεονόρα πέθανε και τη θέση της πήρε η Ερμενγάνδη, η οποία θα αποκαλυφθεί (στον παράδεισο) ότι μάλλον ήταν μια άλλη μορφή της Ελεονόρας.

Η Σεχραζάτ. Μία παλιά παροιμία λέει πως «η αλήθεια είναι πιο εκπληκτική από το παραμύθι» και έτσι αποδεικνύεται από το άγνωστο βιβλίο, το Πεσμουανεινέτσι. Το γνωστό παραμύθι Χίλιες και μία νύχτες μιλάει για τον βασιλιά που είχε ορκιστεί στα γένια του και στον Προφήτη κάθε μέρα να παντρεύεται και το πρωί να παραδίδει στον δήμιο τη σύζυγο. Και κάποτε η Σεχραζάτ, θέλοντας να βάλει τέλος σ’ αυτή την ποινή και έχοντας «πολιτικό μυαλό σαν τον Μακιαβέλι», λέει ο αφηγητής, με διάφορες ιστορίες που έβγαζε από τα «εφτά καλάθια της φλυαρίας» καθυστέρησε για χίλιες και μία νύχτες την εκτέλεσή της. Αλλά ο βάρβαρος βασιλιάς διέταξε να τη στραγγαλίσουν, τη «χίλιες και δεύτερη νύχτα», χωρίς να προλάβει να του πει τίποτα από την προσωπική της ιστορία.

Η Λίγεια. Από το μότο του Άγγλου φιλόσοφου Joseph Glanvill επιλέγουμε: τη δύναμη της θέλησης, ο Θεός είναι μία μεγάλη θέληση και ο θάνατος είναι οριστικός μόνο γι’ αυτόν που έχει ασθενή θέληση. Η Λίγεια είναι η πεθαμένη σύζυγος. Ψηλή και αέρινη, περπατούσε ανάλαφρα σαν σκιά, είχε σιγανή γλυκιά φωνή, δεν έμοιαζε με ό,τι η κλασική αρχαιότητα θεωρούσε όμορφο. Ο αφηγητής μιλάει με εξαντλητικές λεπτομέρειες για το ωχρό πλατύ πρόσωπο, το φιλντισένιο δέρμα, τα κατάμαυρα, λεία, σγουρά, «υακίνθεια», κατά τον Όμηρο, μαλλιά. Μύτη, ρουθούνια, πάνω και κάτω χείλος, σαγόνι –τέτοιο που ο Απόλλωνας είχε σε όνειρο αποκαλύψει στον Κλεομένη–, μάτια πιο μεγάλα και πιο ωραία από όλα τα ωραία, σαν θηλυκού ζαρκαδιού, κόρες μαύρες, βλεφαρίδες καμπυλωτές, φρύδια και τεράστια μόρφωση. Παρ’ όλα αυτά, ο θάνατος την πήρε. Η δεύτερη σύζυγος, η Ροβένα, ξανθιά και γαλανομάτα, θα καταλήξει πεθαμένη να αναστενάζει μέσα από τη μορφή της Λίγειας.

Δηλαδή; Θάνατος δεν υπάρχει οριστικός; Οι άνθρωποι πεθαίνουν μόνον όταν εμείς τους ξεχάσουμε; Κάθε δεύτερη σύζυγος είναι επανάληψη της πρώτης; Ακόμα και E A Poeοι όμορφες και οι μορφωμένες πεθαίνουν κι αυτές είτε κανονικά είτε μες στην καρδιά μας; Όσο και αν είναι παραδεισένιο ένα τοπίο, ένας κήπος, μεγαλοπρεπές ένα παλάτι, δεν απαλλάσσεται από τον θάνατο; Όποιον όρκο και να δώσεις, τον πατάς; Αν δεν υπήρχε ο θάνατος, δεν θα υπήρχε και στοχασμός; Οι εμμονές μας είναι οι πηγές της έμπνευσής μας;

Ό,τι και να θέλει να πει, με τον τρόπο που το λέει, στήνει ένα τέλειο ντεκόρ τρόμου που καιροφυλακτεί πίσω από κουρτίνες, μέσα σε σαρκοφάγους, παραδείσιους κήπους και μεγαλοπρεπή παλάτια. Μήπως η πινακοθήκη των ωραίων γυναικών ήτανε τελικά μέγα βάσανο; Έντγκαρ Άλαν Πόε οίδεν.

 

Γυναίκες
Edgar Allan Poe
Μετάφραση: Στεύη Γ. Τσούτση
Νίκας
σ. 96
ISBN: 978-960-296-285-5
Τιμή: 10,00€
001 patakis eshop

Η Ανθούλα Δανιήλ είναι δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας, μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών και μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Άλλα κείμενα:

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.