fbpx
Anna Burns: «Ο Γαλατάς»

Anna Burns: «Ο Γαλατάς»

Παλιά παροιμία σοφή υποστηρίζει ότι η ασάφεια μιας απειλής την κάνει φοβερότερη. Και αυτό επαληθεύεται στο βιβλίο της Anna Burns, όπου τα πάντα είναι ασαφή, θολά και αδιευκρίνιστα. Θολή η χώρα και η πόλη, θολά τα πρόσωπα, γνωστά μόνο τα γεγονότα και οι φήμες, οι οποίες καθιστούν την ηρωίδα του βιβλίου ύποπτη, και μάλιστα για ενέργειες και συμπεριφορές που δεν ευσταθούν. Έτσι, αυτό που είναι προαπαιτούμενο σε μια αφήγηση –ποιος μιλάει, για ποιον, πού, πότε και γιατί– δεν ισχύει εδώ, οπότε τα κυκλοφορούμενα μισόλογα στήνουν έναν επικίνδυνο κλοιό γύρω από την ηρωίδα.

Από την αρχή, από την πρώτη φράση, μπαίνει στο βιβλίο η ύποπτη ασάφεια: «Η μέρα που ο Τάδε ΜακΤάδε μου ’χωσε το πιστόλι στο στήθος και με είπε παλιοκόριτσο και φοβέρισε ότι θα μου την ανάψει, ήταν η ίδια μέρα που σκοτώθηκε ο Γαλατάς». Ποιος είναι και τι είναι ο Γαλατάς; Θα το μάθουμε καθ’ οδόν προς το τέλος, αλλά η αφήγηση έχει αρχίσει από το τέλος.

Η διευθύντρια της σειράς ALDINA, Ζωή Μπέλλα-Αρμάου, διατυπώνει το εξής σημαντικό καθοδηγητικό σχόλιο: «Στο Milkman της Anna Burns υπάρχουν δυο γαλατάδες: ο ένας είναι πραγματικός γαλατάς, τύπος ήσυχος, ευγενής, που τρέχει να βοηθήσει όποιον έχει ανάγκη και δεν θέλει καμία σχέση με τους επαναστάτες/παραστρατιωτικούς της περιοχής... Ο άλλος έχει το ψευδώνυμο “γαλατάς”, είναι αρχηγός του επαναστατικού κινήματος και παρακολουθεί στενά, “φλερτάροντας”, λένε οι κακές γλώσσες, τη νεαρή ηρωίδα.

»Ο τίτλος δεν έχει σχολιαστεί από τη συγγραφέα ή τους κριτικούς … Πιστεύω ότι η Μπερνς έχει κρύψει στον τίτλο το βασικό θέμα του έργου: το γάλα είναι η πρώτη βασική μας τροφή, θέλουμε δε θέλουμε θα το πιούμε. Ο ευγενής πραγματικός γαλατάς, λοιπόν, είναι η παράδοση με την οποία μεγαλώνουμε, η κοινωνία που μας περιβάλλει προστατευτικά, αλλά και τόσο καταπιεστικά. Ο ψευδώνυμος γαλατάς προσκομίζει νέες πολιτικές, επαναστατικές αλήθειες, που μάχονται τις συντηρητικές, κομφορμιστικές ιδέες ασκώντας όμως μια σχεδόν ερωτική αλλά και “τρομοκρατική” βία στο άτομο. Ο κάθε “γαλατάς” με την “αλήθεια” του, ο καθένας ως σωτήρας της νεαρής ηρωίδας, η οποία όμως αντιστέκεται και στους δυο θέλοντας να παραμείνει ελεύθερη, να ζήσει με τον δικό της απλό τρόπο και να διαμορφώσει την άποψή της για τον κόσμο – γι’ αυτό και διαβάζει ακόμα και περπατώντας, πράγμα που η τοπική κοινωνία τής το προσάπτει ως ακατανόητη ιδιορρυθμία... Από τα βιβλία που νομίζω άξιζε το Booker».

Έτσι, αυτό που είναι προαπαιτούμενο σε μια αφήγηση –ποιος μιλάει, για ποιον, πού, πότε και γιατί– δεν ισχύει εδώ, οπότε τα κυκλοφορούμενα μισόλογα στήνουν έναν επικίνδυνο κλοιό γύρω από την ηρωίδα.

Έτσι, μέσα σε μια ασάφεια ονομάτων –«πρώτη αδελφή», «δεύτερη αδελφή», «ίσως-φίλος», «ίσως-φίλη», «ο μεγαλύτερος φίλος», η «μεσαία αδελφή», «η κοπέλα που περπατά» (η αφηγήτρια)– όλα τα πρόσωπα στην ακτίνα δράσης της ηρωίδας είναι κωδικοποιημένα. Το σίγουρο είναι ότι τα γεγονότα συμβαίνουν στη Βόρεια Ιρλανδία, τη δεκαετία του ’70, σε μια πόλη που είναι και δεν είναι το Μπέλφαστ, χωρίς αναφορές στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας ή στην κατοχική δύναμη της Βρετανίας. Το βιβλίο, λοιπόν, παρουσιάζεται από τη σκοπιά της δεκαοχτάχρονης καταπιεζόμενης κοπέλας που ασφυκτιά, έχοντας από τη μια πλευρά την ενδοοικογενειακή συνεχή επιτήρηση και, από την άλλη, το κράτος, τις συμμαχίες, τους παραστρατιωτικούς και τον θανάσιμο κίνδυνο, τη «σωστή θρησκεία» και την «εσφαλμένη θρησκεία», τους «απογοητευμένους» και τους «υπερασπιστές» του κράτους, τη «μία πλευρά του δρόμου» και την «άλλη πλευρά του δρόμου», τη «χώρα πέρα από τα σύνορα» και τη «χώρα πάνω από το νερό».

Αποφασισμένη να παραμείνει έξω από όλα αυτά, θα είναι μόνη, με μόνη καταφυγή το διάβασμα. Θα έλεγα, μάλιστα, πως η Τζέην Έυρ και ο Ιβανόης δεν είναι τυχαίες αναγνωστικές επιλογές. Στην εκρηκτική, κατά κυριολεξία, κατάσταση, η ηρωίδα θέτει το διπλό ερώτημα: «Λέτε ότι είναι εντάξει όταν γύρω μας γίνονται εκρήξεις με το Semtex, αλλά δεν είναι εντάξει για μένα να διαβάζω Τζέην Έυρ δημόσια;»· «το ότι είμαι μειοψηφία με αυτή μου τη συνήθεια να διαβάζω περπατώντας δεν σημαίνει ότι είμαι και λάθος». Κι όμως, αυτή η διαφορετικότητα είναι που την καθιστά ύποπτη και υποχρεώνει τη μητέρα να τη νουθετήσει με τα παλιά παραδοσιακά όπλα. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι αξίζει μεγάλης προσοχής η «μητέρα» (σελ. 197-201), που παρατηρεί ότι τα χαρακτηριστικά που κάνουν τους άντρες «κατάλληλους για το κίνημα» είναι τα ίδια που τους κάνουν «ακατάλληλους για οτιδήποτε άλλο στον κόσμο» (βλ. και Μεσιέ Κομαρόφσκι: «επαναστάτης· από αυτούς που κάνουν τις γυναίκες δυστυχισμένες», Μπόρις Πάστερνακ, Δόκτωρ Ζιβάγκο).

Και πάμε στον «Γαλατά», ένα κακό, παραστρατιωτικό καταπιεστή, που, βεβαίως, δεν μοιράζει γάλα (και γιατί τον λένε «γαλατά»;), αλλά τρομοκρατεί τον κόσμο. Η απροειδοποίητη εμφάνισή του, με τα κακοποιά στοιχεία που τον συνοδεύουν, είναι ανατριχιαστική σε όλο το μυθιστόρημα και η ερωτική προκλητική του στάση απέναντι στην αδιάφορη κοπέλα γίνεται απεχθής, πολλώ μάλλον και εφόσον οι ανυπόστατες φήμες που εκείνος διαδίδει, τρομάζουν και κλονίζουν την εμπιστοσύνη της οικογένειας στο κορίτσι. Η ηρωίδα όμως αρνείται να μπει στη λογική του αυτοπεριορισμού εξαιτίας του, τρέχει στο πάρκο, αρκετές φορές παρέα με το αγόρι της, αδιαφορώντας και για τις φήμες και για τους πραγματικούς κινδύνους. Η θανάτωση όλων των σκύλων και η συσσώρευση των πτωμάτων σε μια «τεράστια γλοιώδη μάζα» –το έκαναν στρατιώτες για να διασκεδάσουν, είπαν– και στη συνέχεια, ο αποκεφαλισμός των γάτων, για αντίποινα, είναι η μία όψη του τρόμου.

photo A BurnsΤο βιβλίο φαίνεται πως μελετά τη συστηματική πίεση που υφίσταται ένας άνθρωπος, ο οποίος θέλει να μείνει έξω από εθνικισμούς, εκδίκηση και συμμετοχή σε τούτο ή σε εκείνο, αλλά είναι τόση που, τελικά, επιφέρει ψυχολογική βλάβη. Έτσι, όταν ο «Γαλατάς» τής προτείνει να μπει στο αυτοκίνητό του για μια βόλτα, εκείνη αρνείται, αλλά αισθάνεται τον κλοιό που σφίγγει με τη συνεχή παρακολούθηση του «Γαλατά» και με τις νουθεσίες της κοινότητας να σταματήσει να διαβάζει στον δρόμο, να σταματήσει να είναι ξεχωριστή, γιατί αυτό από μόνο του την καθιστά στόχο για εχθρούς, πληροφοριοδότες και σύμμαχους. Η δημοκρατία των πολλών επιβάλλει χαλαρά ό,τι η δικτατορία των λίγων καταναγκαστικά· την ομοιομορφία στη συμπεριφορά. Όμως εκείνη αντιδρά – και όταν η ενόχληση κορυφωθεί, ο από μηχανής θεός (δεν αναφέρονται τυχαία τα αρχαία ελληνικά στο βιβλίο) επεμβαίνει δυναμικά, δίνοντας αισιόδοξο μήνυμα για τη ζωή και τον έρωτα. Έτσι, ο ένας «Γαλατάς» είναι αυτός που είναι, ο «δικός μας», ο άλλος είναι αυτός που μας κάνει να αναρωτιόμαστε: «Τι σόι γαλατάς είναι τότε αυτός;».

Το βιβλίο μάς προσφέρεται στα ωραία ελληνικά της Μαρίας Αγγελίδου.

 

Ο Γαλατάς
Anna Burns
μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου
Gutenberg – Γιώργος & Κώστας Δαρδανός
553 σελ.
ISBN 978-960-01-2009-7
Τιμή €18,80
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.