fbpx
Roberto Vecchioni: «Ο βιβλιοπώλης του Σελινούντα»

Roberto Vecchioni: «Ο βιβλιοπώλης του Σελινούντα»

Τι είναι οι λέξεις πέρα από τα απαραίτητα στοιχεία ενός συμφωνημένου κώδικα, ικανού να δομήσει την επικοινωνία των έλλογων όντων; Ποια η δυναμική τους πέρα από τη χρηστική καθημερινή τους λειτουργία; Στα ερωτήματα αυτά δεν απαντά κάποιο δοκίμιο, αλλά μια ιστορία που ο συγγραφέας της, Roberto Vecchioni, δεν θέλει να την εννοήσουμε σαν μια φιλοσοφική αλληγορία αλλά σαν μια ιστορία καθαυτή, όπως γράφει στον πρόλογό του, που από μόνος του συνιστά μια ξεχωριστή διήγηση. Έχει δίκιο. Η ιστορία του βιβλιοπώλη του Σελινούντα είναι αληθινή, όσο αληθινά είναι τα παραμύθια που κρύβονται μέσα στο καθημερινό βάσανο της ζωής, σ’ αυτό που μένει ανείπωτο, στις λέξεις που αδυνατούν να το χωρέσουν.

Σ’ ένα χωριό της Σικελίας χωρίς όνομα, αφού όλα έχουν απολέσει τις λέξεις που έδιναν υπόσταση στην ύπαρξή τους, οι κάτοικοι επικοινωνούν με σύμβολα ανάμεικτα με χειρονομίες – τον πιο απλό ή απλοϊκό τρόπο που εξυπηρετεί τις στοιχειώδεις ανάγκες της συμβίωσης. Ένας περίκλειστος τόπος, εκεί που κάποτε υπήρχε ο Σελινούντας, χαμένος πλέον στην ομίχλη της ιστορίας. Και μια που ο κώδικας είναι τόσο απλός, σχεδόν ανύπαρκτος, έχουν μεταλλαχθεί και οι σχέσεις των ανθρώπων έτσι που ούτε να είναι περίπλοκες αλλά ούτε και να έχουν τη χρεία των (περιττών πλέον) λέξεων. Οι λιγοστές τους λέξεις δεν γεννούν καινούργιες, ούτε αποκτούν τις λεπτές εκείνες αποχρώσεις που καθιστούν την επικοινωνία ουσιαστική. Σ’ αυτή την ομοιόμορφη μάζα ξεχωρίζει ο Νικολίνο.

Εγώ είμαι σώος και δεν κινδυνεύω. Εγώ γνωρίζω τις λέξεις και τις αποχρώσεις τους και βρίσκομαι σε αναμονή. Εντωμεταξύ διηγούμαι.

Την ιστορία θα την ακούσουμε από το στόμα του, γιατί όποιος μπορεί να διακρίνει τις φωτοσκιάσεις των λέξεων, μπορεί και να ερωτευθεί, να νιώσει την ανάγκη να μοιραστεί μνήμες και αισθήματα, άρα και να αφηγηθεί. Θέλει να δείξει στην αγαπημένη του Πρίμουλα ότι:

[…] υπάρχουν ιδέες, λησμονημένες στο πέρασμα του χρόνου, που καταφέρνουν κι επιζούν· πως υπάρχουν ιστορίες αλληλένδετες που φτάνουν ως εμάς, που είμαστε μονάχα η τελευταία τους σελίδα· πως υπάρχει το «πριν» και το «κατά τη διάρκεια», και πως εντέλει στην ανθρώπινη ψυχή θέση διεκδικούν ένας σωρός άλλα πράγματα, πέρα απ’ τη βουβή μιζέρια που βιώνει σήμερα ο Σελινούντας.

Τότε παλιά, τότε που υπήρχε ακόμη το όνομα του Σελινούντα και οι λέξεις δεν είχαν πετάξει μακριά, ένας παράξενος βιβλιοπώλης κατέφθασε στον μικρό τόπο και θέλησε να κάνει τους κατοίκους του κοινωνούς των βιβλίων του. Όχι, δεν τα πουλούσε! Τους τα διάβαζε μόνο. Κι όμως, δεν βρήκε κανέναν πρόθυμο ακροατή, εκτός από τον μικρό Νικολίνο, που κρυφά το έσκαγε από το σπίτι του το βράδυ και κρυμμένος σε μια γωνιά πίσω από τις στοίβες τα βιβλία άκουγε τη μοναχική ανάγνωση και μαγευόταν από τον Προυστ, τον Ρεμπό, τον Μπόρχες, τον Πεσόα, τον Σοφοκλή κι άλλους κι άλλους. Εκεί κάθε βράδυ, στην κρυψώνα του. Όχι, δεν τα καταλάβαινε όλα αυτά που άκουγε. Ένιωθε όμως τη σημασία τους, τον άγγιζε ο εκφωνούμενος λόγος, τόσο διαφορετικός από τις καθημερινές κουβέντες. Ακολουθούσε τη φωνή του βιβλιοπώλη αδύναμος να αντιδράσει, δέσμιος του «μαγικού αυλού».

Μα τι φωνή ήταν αυτή; Προκαλούσε ανατριχίλα, όμοιά της δεν είχα ξανακούσει. Έμοιαζε με νανούρισμα, με λιτανεία, προσευχή […] βυθισμένος στον ρόλο του, έμοιαζε άλλος άνθρωπος. Αυτή πλέον δεν ήταν ανάγνωση, αλλά μια εξομολόγηση, ένα είδος μονολόγου.

Μπορεί όμως να διασωθεί ο διαφορετικός μέσα στην ομοιόμορφη μάζα όσων αδυνατούν να δουν τη ζωή τους σε εξέλιξη, αδιαφορούν για τη γνώση, την καλλιέργεια του πνεύματος; Είναι θέμα χρόνου η καταστροφή και ο αφανισμός του. Το βιβλιοπωλείο θα γίνει παρανάλωμα της φωτιάς, ο βιβλιοπώλης θα χαθεί μέσα στον χάρτινο κόσμο του, και τα βιβλία σαν ξωτικά ενός μύθου θα υπερυψωθούν πάνω από τον στεγνό τόπο και θα αναχωρήσουν με τον μαγικό τρόπο που η λογική αδυνατεί να ερμηνεύσει. Μόνο που παρασύρουν μαζί τους και τις λέξεις αφήνοντας τα αισθήματα ανέκφραστα, την επικοινωνία λειψή, τους ανθρώπους κενούς και τον Σελινούντα χωρίς όνομα και χωρίς ψυχή. Ο μικρός Νικολίνο θα διασώσει μέσα του όσα άκουσε από τον βιβλιοπώλη, θα είναι ο μόνος που θα μπορέσει κάποτε να αφηγηθεί, να δημιουργήσει την ιστορία, να σώσει τη δική του νοημοσύνη, τη φαντασία του, μαζί με τα πράγματα όπως ήταν κάποτε.

Ίσως όμως πάνω απ’ όλα η αξία της ιστορίας του να είναι ότι μας συστήνει ένα βιβλίο αναγνωστικό διαμάντι, απολαυστικό στην αφηγηματική του δεινότητα και τόσο μα τόσο ξεχωριστό στην ιδέα που αποτέλεσε τον πυρήνα της γραφής του.

Ο Vecchioni δίνει στην ιστορία του την αληθινή υπόσταση των λέξεων. Δεν είναι απλές συμβάσεις επικοινωνίας, κι ας είναι αυτή η αφετηρία τους. Ενσωματώνονται στα αντικείμενα, όχι απλώς για να τα δηλώσουν αλλά για να τους δώσουν την ανάσα τους, την ψυχή τους.

[…] σαν οι λέξεις να μη βρίσκονταν εκεί για να δηλώσουν κάτι άλλο, πέρα ακριβώς από τον ίδιο τους τον εαυτό· ήταν προσωπικότητες, όχι διερμηνείς, και μάλιστα τόσο βαθιές, τόσο ζωντανές, ώστε οι ίδιες τελικά να γίνονται τα πράγματα που περιγράφουν.

Οι λέξεις δίνουν υπόσταση στις έννοιες, στα αισθήματα, στις σκέψεις, ώστε να γίνουν όλα αυτά σχεδόν ορατά και απτά στις αισθήσεις. Αλλά, πιο πολύ ακόμη, γεννούν τη συνέχειά τους, πολλαπλασιάζονται και δημιουργούν το πλήθος των νοημάτων ξεπερνώντας κατά πολύ τον αρχικό τους επικοινωνιακό ρόλο και αγγίζοντας τη μαγεία της δημιουργίας με τη μορφή του Λόγου, της Τέχνης, προσδίδοντας στο νοήμον ον που τις χρησιμοποιεί τη δυνατότητα να αγγίξει το άπειρο – μια που η δημιουργία δεν έχει πέρας. Και είναι τότε που οι λέξεις καταλήγουν πιο σημαντικές ακόμη και από τη θαμπή και απογοητευτική πλέον πραγματικότητα – θέμα που πραγματεύεται και ο Thomas Mann στην πρώιμη διήγησή του Enttäuschung (Η απογοήτευση), 1898.

Από το σημείο αυτό και πέρα, ακόμη περισσότεροι δρόμοι ερμηνείας της έξοχης αυτής ιστορίας ανοίγονται. Οι χαμένες λέξεις, η απολεσθείσα επικοινωνία, η κενότητα ενός κόσμου χωρίς γνώση και ανάγνωση, χωρίς αφήγηση και φαντασία, χωρίς αίσθηση της συνέχειας, χωρίς παρελθόν και στην ουσία χωρίς παρόν και μέλλον, όλα αυτά ως σημαίνοντα με σύγχρονα σημαινόμενα αναδύονται από την ιστορία του βιβλιοπώλη.

photo R VecchioniΟ (και) τραγουδοποιός Vecchioni δεν μπορεί παρά να αγαπά τις λέξεις με την πολλαπλή τους ιδιότητα, με το θαυμαστό τους φορτίο, και με τη διήγησή του αυτή τους αποδίδει τη χαμένη αλήθεια τους. Με την ιστορία του βιβλιοπώλη (που θα τον φανταστούμε περίπου σαν τη χαρακτηριστική φιγούρα του «βιβλιοφάγου», έργο του Carl Spitzweg, 1850, που δεσπόζει στο εξώφυλλο) αναδεικνύει όχι μόνο την αξία των λέξεων, της γνώσης και των βιβλίων, αλλά υπενθυμίζει τη διακριτή παρουσία των διαφορετικών, τόσο πολύτιμων μέσα στην αδαή και αδιαμόρφωτη μάζα των πολλών. Ίσως όμως πάνω απ’ όλα η αξία της ιστορίας του να είναι ότι μας συστήνει ένα βιβλίο αναγνωστικό διαμάντι, απολαυστικό στην αφηγηματική του δεινότητα και τόσο μα τόσο ξεχωριστό στην ιδέα που αποτέλεσε τον πυρήνα της γραφής του. Η μετάφραση σε όμορφα ελληνικά από τον Δημήτρη Παπαδημητρίου, η έκδοση προσεγμένη με σημασία στη λεπτομέρεια από την Κριτική.

 

Ο βιβλιοπώλης του Σελινούντα
Roberto Vecchioni
μετάφραση: Δημήτρης Παπαδημητρίου
Κριτική
128 σελ.
ISBN 978-960-586-245-9
Τιμή €10,00
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.