fbpx
Katarina Bivald: «Οι αναγνώστες του Μπρόκεν Γουίλ προτείνουν»

Katarina Bivald: «Οι αναγνώστες του Μπρόκεν Γουίλ προτείνουν»

Να σε συγκρίνω με μια μέρα θερινή;
Εσύ υπερέχεις σε απαλότητα και χάρη·
λυγίζει αέρας τα τριαντάφυλλα του Μάη
και δεν κρατούν τα καλοκαίρια μας πολύ.

Μα το δικό σου αιώνιο θέρος δε θα σβήσει,
της ομορφιάς την κατοχή δε θα τη χάσεις…

Όσο θα βλέπουν μάτια κι άνθρωποι αναπνέουν
οι στίχοι αυτοί θα ζουν κι εσύ θα ζεις μαζί τους.

Ουίλιαμ Σαίξπηρ, ΣΟΝΕΤΟ ΧVΙΙΙ
Μτφρ. Στυλιανός Αλεξίου (Ηράκλειο Κρήτης, 1921-2013)

Αν μπορούσε, εάν ο Τομ έβρισκε την τόλμη δηλαδή, θα την κοίταζε με λίγο χαμηλωμένα τα σοβαρά, καθαρά μάτια του και θα της τα απηύθυνε. Τα εξαίσια ουράνια λόγια του σονέτου που είχε διαβάσει και είχε αποστηθίσει έφηβος, πλήρης αφανών αισθημάτων, στην πλουσιότατη βιβλιοθήκη της Έιμυ, της αγαπημένης θείας του. Θα ανέσυρε από εκεί, από τα βαθιά και τα σκιερά οπού τους είχε φυλαγμένους, τους στίχους του μέγιστου, παγκόσμιου ποιητή, και θα τους αφιέρωνε στη Σάρα. Λέξη τη λέξη, εικόνα την εικόνα, λάμψη τη λάμψη, και ανάμεσα, στις παύσεις, χτυποκάρδια. Ίσως και να την πλησίαζε λίγο περισσότερο, να νιώσει την απαλή ανάσα της, να εισπνεύσει απολαυστικά το άρωμα του απαλού κορμιού της. Όχι, δεν θα ψιθύριζε τους στίχους με δισταγμό, και οπωσδήποτε όχι με ύφος ένοχο· θα είχε μεν ελαφρώς χαμηλωμένα τα μάτια για να μην τυφλώνεται από τα δικά της, αλλά θα στεκόταν δίπλα της, καταμεσής στο βιβλιοπωλείο, και η φωνή του ούτε που θα έδειχνε την ταραχή που τον όριζε και τον παίδευε τις τελευταίες μέρες αμέσως μετά την είδηση ότι λήγει η βίζα της Σάρας, της Σουηδής μυστικής αγαπημένης του, και εγκαταλείπει και Άιοβα και ωραίες φιλίες και αγάπες πλην θνησιγενείς.

Το ότι άφηνε και αυτόν, τον Τομ, τον φιλότιμο άνδρα και δουλευτή, ελκυστικότατο, λιγομίλητο –αν και ευφυέστατος– ποιο το πρόβλημα; Μήπως επέτρεψαν να εισχωρήσει ανάμεσά τους τίποτε γλυκύτερο και θερμότερο από μια δειλή φιλία; Άλλωστε δεν είχαν και τα χρονικά περιθώρια για να την καλλιεργήσουν, να την αναπτύξουν καταπώς γίνεται σε ανάλογες περιπτώσεις...

Και έτσι οι δυο τους μετρούσαν. Τις μέρες. Τις ώρες. Τα λεπτά. Με μια απόγνωση που δεν μετριέται μα ούτε και βλέπεται.

Βέβαια, το σωστό είναι να ενημερωθεί ο αναγνώστης γύρω από το ταξίδι της Σάρας Λίντκβιστ: Έφυγε γεμάτη προσδοκίες από την παλιά, ήσυχη πόλη της Σουηδίας Χάνινγκε, καλεσμένη της ηλικιωμένης φίλης της Έιμυ Χάρρις, με την οποία διατηρούσε επί δύο και πλέον χρόνια αλληλογραφία, για την Άιοβα των Ηνωμένων Πολιτειών και συγκεκριμένα για το Μπρόκεν Γουίλ, πολίχνη γνωστή για την ησυχία, την ασφάλεια των κατοίκων της μα και για τις περήφανες, περίφημες βελανιδιές και τις απέραντες εκτάσεις καλαμποκιού που απλώνονται μέχρι εκεί που βλέπει το μάτι. Υψώνονται σαν τείχη ψηλά, στιβαρά και χρυσά, φθάνοντας μέχρι τα βάθη του ορίζοντα. Πώς αλλιώς; Η Άιοβα βρίσκεται στη Ζώνη του Καλαμποκιού, μοσχοπαίδι των ποταμών Μισσισσιπή, Μιζούρι και Μπιγκ Σιου. Μιλάμε για τις μεσοδυτικές Πολιτείες. Εδώ, εκτός από το θρόισμα που ακούγεται από τις καλαμποκοφυτείες, ο επισκέπτης ακροάζεται και την καρδιά της Αμερικής.

Και βεβαιώθηκα –για μια φορά ακόμη– ότι το καλό, τερπνό ανάγνωσμα ευεργετεί τον αναγνώστη, τον ωθεί δε διαρκώς να αναζητά και να επιλέγει βιβλία που έχουν γραφτεί με υπευθυνότητα και αγάπη.

Η Σάρα, ετών είκοσι οκτώ, κάμποσον καιρό υπάλληλος σε βιβλιοπωλεία, ξεκίνησε –και συνέχισε– την αλληλογραφία με την Έιμυ Χάρρις διότι είχαν κοινά ενδιαφέροντα: τα βιβλία. Βιβλιολάτρεις και βιβλιοφάγοι. Βιβλία – η χαρά της ζωής τους. Η απόλαυση και το τερέτισμα της ψυχής τους. Μέσω της αδιάλειπτης αυτής αλληλογραφίας έμαθαν να γνωρίζονται και θήτευσαν στην αγάπη και στον σεβασμό. Ακόμη, η μία πλούταινε τις γνώσεις της άλλης γύρω από τα βιβλία αν τυχόν κάπου –εξαιρετικά σπάνια– παρουσιάζονταν κενά, όπως λ.χ. όταν η Σάρα ανακάλυψε κάπως αργά –αν και από τα χέρια της είχαν περάσει δεκάδες χιλιάδες βιβλία– το περίφημο αντιρατσιστικό έργο της Χάρπερ Λι Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια ή το Ένα όνειρο, δυο χρώματα της Κάθριν Στόκετ, βιβλία μεγάλης καλλιτεχνίας και ανθρωπιάς.

«Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει πως δέκα χρόνια μέσα σε βιβλιοπωλείο θα αφαιρούσαν κάτι από τη μαγεία των βιβλίων, όμως για τη Σάρα ίσχυε το αντίθετο…» τονίζει η συγγραφέας Καταρίνα Μπίβαλντ (γενν. 1983), η οποία με το πρώτο της μυθιστόρημα κατέκτησε τις καρδιές πλήθους αναγνωστών, ενώ γεύτηκε την απεριόριστη χαρά να το δει να μεταφράζεται σε 27 γλώσσες.

Εάν ρωτιέται ο αναγνώστης πώς και από την παλιά πόλη της Σουηδίας βρέθηκε στη μάλλον ξεπεσμένη κωμόπολη της Άιοβα, θα διαπιστώσει ότι είναι ευεξήγητο: το βιβλιοπωλείο έκλεισε, δουλειά άλλη δεν υπήρχε εκείνον τον καιρό, φύση μοναχική η νέα γυναίκα, ελεύθερη από δεσμούς και υποχρεώσεις, αποφάσισε να δεχτεί την πρόσκληση της φίλης της, Έιμυ, για μια –καταπώς τη λογάριαζαν– φιλική και θερμή φιλοξενία μερικών μηνών στο άνετο σπίτι της Αμερικανίδας βιβλιόφιλης και μόνης κυρίας. Οι γονείς της προέβαλλαν ορισμένες αντιρρήσεις για την επιλογή της, η αδελφή της αμέτοχη. Έφυγε.

Χαιρόταν ότι θα συγκατοικήσει για όσο ήταν συμφωνημένο με αυτή την ευγενέστατη, σχεδόν σοφή και συγκροτημένη κυρία –όπως τουλάχιστον έδειχνε στα ενδιαφέροντα γράμματά της–, χαιρόταν που θα έκανε συζητήσεις για τα βιβλία, που για τη μάλλον συνεσταλμένη Σάρα είχαν σταθεί πάντα ένα τείχος προστασίας, χαιρόταν με το ταξίδι· δεν είχε κάνει δα και πολλά…

«Στο Μπρόκεν Γουίλ, λοιπόν…» είπε αδιάφορα ο οδηγός του ταξί, ο οποίος τη μετέφερε από τη διπλανή πόλη, το Χόουπ, όπου είχε αφιχθεί.

Η Σάρα περίμενε την κυρία Χάρρις να την παραλάβει από τον σταθμό, όπως είχαν συνεννοηθεί, αλλά δεν ήλθε· και το τηλέφωνό της δεν απαντούσε στις επανειλημμένες κλήσεις. Έτσι, μπήκε στο ταξί του Χανκ, δυο μέτρα απόσταση από εκεί όπου είχε στηθεί περιμένοντας. Και περιμένοντας…

«Και τι πας να κάνεις εκεί;» τη ρώτησε.

«Διακοπές», απάντησε η Σάρα.

«Θα δείξει», είπε εκείνος δυσοίωνα. Και πρόσθεσε: «Δεν φτουράει στο μάτι για πόλη».

Εκεί επάνω η κοπέλα από τη Σουηδία αναρωτήθηκε αν θα ήταν όπως την είχε φανταστεί βάσει των περιγραφών της φίλης της, Έιμυ. Της είχε γράψει τόσα για την αγορά και τους κατοίκους, για φιλίες και δρόμους γεμάτους ζωή, α, και εκείνη η Μέιν Στριτ ασύγκριτη, ομολογουμένως. Καταστήματα και κίνηση, φώτα και περιπατητές. Ανυπομονούσε. Αλλά…

Αλλά αντί για αυτά, η ερημιά· νύχτωνε και τα φώτα στο κέντρο ήταν σβηστά, αμπαρωμένα τα καταστήματα, οι περισσότερες βιτρίνες άδειες, ούτε ομιλίες, ούτε παρέες, μήτε καν βήματα. «Θες να σε γυρίσω πίσω;» τη ρώτησε ο Χανκ. «Όχι», έγνεψε εκείνη. Είχε δει ένα καφεστιατόριο ανοιχτό· «Όλα θα πάνε καλά» ενθάρρυνε το εαυτό της. Μέσα ένας αδύνατος άντρας μοναχός του και μια υπέρβαρη γυναίκα στο ταμείο. Ούτε άλλη ψυχή.

«Εσύ πρέπει να είσαι η τουρίστρια», την κοίταξε μέσα από τους καπνούς του τσιγάρου της η γυναίκα.

«Είμαι η Σάρα», απάντησε η νεοφερμένη.

«Ωραία μέρα διάλεξες να ’ρθεις εδώ»· κοίταξε παράξενα τη νέα Σουηδή.

«Ξέρετε πού μένει η Έιμυ Χάρρις;»

«Ωραία μέρα διάλεξες», επανέλαβε και συστήθηκε: «Γκρέις». Και την κοίταζε επίμονα, κάτι σκεπτόταν, στο τέλος δεν βάσταξε, έγνεψε τρεις φορές μόνη και έγειρε το μεγάλο της σώμα πάνω στον πάγκο. «Η Έιμυ είναι νεκρή», είπε ενώ η Σάρα σωριαζόταν στο σκαμνί.

Δεν μπορεί. Ήταν φίλη της. Είχε έρθει τόσο μακριά για ένα διάλειμμα, μια αλλαγή στη μονότονη και δίχως εξάρσεις και εκπλήξεις ζωή της – όχι για να συναντήσει τον θάνατο. Σκέφτηκε πόσο φευγαλέα ήταν η ζωή· συγκλονίστηκε.

«Η κηδεία θα έχει προχωρήσει τώρα. Απλά τα πράγματα. Ίσως πρέπει να προχωρήσεις προς τα εκεί. Εγώ δεν μπλέκω με τα προβλήματα αυτής της πόλης και σίγουρα εσύ είσαι ένα από αυτά…». Έσβησε το τσιγάρο της. «Τζορτζ, θα πετάξεις τη Σάρα μέχρι το σπίτι της Έιμυ;» απευθύνθηκε στον μοναχικό άνδρα. Καταπώς φαίνεται, η Έιμυ δεν είχε αποκαλύψει την αρρώστια της στη Σάρα.

Τελικώς, όχι μόνο δεν ήταν ένα από τα προβλήματα της πόλης η Σάρα, παρά ευλογία Θεού. Το τυχερό των κατοίκων που έμοιαζαν κοιμισμένοι σχεδόν από τη ραστώνη. Για να μη λογαριάσουμε ότι εδώ, σ’ ετούτη την ξεχασμένη μικρή πόλη, η Σάρα Λίντκβιστ γέμισε αισθήματα, ιδέες, εμπνεύσεις, έκανε δεσμούς φιλίας, ακόμη ακόμη ερωτεύθηκε κιόλας. Πρώτη φορά! Να πούμε και τελευταία; Το μέλλον είναι αθέατο, είναι εγκατεστημένο σε χώρες σκοτεινές και απόμακρες. Πάντως η εικοσιοκτάχρονη Σάρα ένιωσε την έξαψη στα μάγουλά της, το θάμπος στα μάτια της, τη συστολή μπροστά στον νέο άνδρα που της φύλαγε η τύχη. Ή μήπως όχι η τύχη παρά η σεβάσμια και εκλεπτυσμένη φίλη της, η Έιμυ Χάρρις; Η οποία είχε έναν αμύθητης αξίας θησαυρό: Βιβλία. Βιβλία πολλά, βιβλία σπάνια, παλαιά βιβλία, νέα, εκδόσεις πρώτες, εκδόσεις εξαντλημένες από χρόνια ήδη, πανόδετα, δερματόδετα, χαρτόδετα, άλλα σε εκδόσεις καλλιτεχνικές, περίτεχνα δουλεμένες, μα και σύγχρονες εκδόσεις, εμπορικές ή εκτός εμπορίου, βιβλία να χάνεις τον νου σου αν είσαι βιβλιογνώστης· αν είσαι βιβλιόφιλος ή βιβλιολάτρης, να ακινητείς από χαρά και έκπληξη και έπειτα να εισπνέεις εκείνο το άρωμα που μόνον τα βιβλία αναδίδουν.

Το μέλλον είναι αθέατο, είναι εγκατεστημένο σε χώρες σκοτεινές και απόμακρες.

H Σουηδή νέα ευτύχησε να ανακαλύψει τη θαυμαστή βιβλιοθήκη της μακαρίτισσας –πλέον– Έιμυ, την τρίτη ημέρα από την άφιξή της. Ο ιερέας, το εκκλησιαστικό συμβούλιο, οι γείτονες, οι φίλες, όλη η μικρή πόλη, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι επίκειται ο ερχομός της, άνοιξαν καρδιές, άνοιξαν αγκαλιές, γέμισαν τα ντουλάπια και τους πάγκους της κουζίνας φαγητά, την καλωσόρισαν και την εγκατέστησαν στο μεγάλο, ωραίο και παλαιικό σπίτι της θανούσας. Στην πρόταση της κοπέλας να μεταφερθεί σε ξενώνα, επαναστάτησαν – χώρια που δεν υπήρχε ούτε ενοικιαζόμενο δωμάτιο στο Μπρόκεν Γουίλ. Έτσι, και χωρίς να καταλάβει πώς, η Σάρα άρχισε να αισθάνεται «σαν στο σπίτι της!».

Στον κήπο πραγματοποιήθηκε η συνάντησή της με τον Τομ, τον γιο του αδελφού της Έιμυ. «Είμαι ο Τομ», της είπε. «Κι εγώ είμαι η Σάρα», απάντησε αμήχανα. Τα μάτια του είχαν το χρώμα της θάλασσας τον μήνα Νοέμβρη. Και το βλέμμα του είχε την ίδια παγωνιά. Στον κήπο αργότερα θα έπιναν καφέ και θα κοιτάζονταν δειλά. Εκεί και σχεδιάστηκε, και με τη συγκατάθεση φίλων και συγγενών, το άνοιγμα ενός βιβλιοπωλείου, καθώς η μικρή πόλη δεν διέθετε ποτέ, παρά μόνο μια κινητή βιβλιοθήκη που η δασκάλα κυρία Άννι περιέφερε κάθε Σάββατο στις γειτονιές, ενώ παρέμεναν αχρησιμοποίητα, και παραπονεμένα μαντεύω, τα αμέτρητα βιβλία στο ορφανεμένο σπίτι. Μια παλιά, εγκαταλειμμένη αποθήκη στη Μέιν Στριτ μεταμορφώθηκε στο ωραιότερο βιβλιοπωλείο ολόκληρης της ενδοχώρας, εξ ου και όλοι οι κάτοικοι του Μπρόκεν Γουίλ το επισκέπτονταν ομαδικώς, μα και παρέες άγνωστες από μακρινές περιοχές.

Με τόσον κόσμο να την περιβάλλει, με τόση έκδηλη και αληθινή φιλία, τόσα αυθόρμητα χαμόγελα και αγγίγματα αγάπης, με τη χαρά της ανάγνωσης που έβλεπε στο γέλιο τους, στα μάτια τους, η Σάρα θαρρούσε πως βρισκόταν σε τόπο μαγικό και όχι στη μαραζωμένη, λόγω οικονομικής κρίσης, μεσοδυτική πόλη.

Άλλωστε, το εκπληκτικό και ελπιδοφόρο σε αυτό το βιβλίο, η γλύκα που εγκαθίσταται μονίμως στα μάτια και στην ψυχή του αναγνώστη, είναι η ευγένεια και η καλοσύνη των κατοίκων, οι οποίοι, σημειωτέον, αποδίδονται από τη συγγραφέα Καταρίνα Μπίβαλντ με καλοπροαίρετο και έξυπνο χιούμορ, αυτή η αγαθότητα, η συμμετοχή και οι δεσμοί που τους φρόντισαν και ποτέ δεν τους παραμέλησαν, το ανόθευτο και απλό της συμπεριφοράς τους. «Άλλοι άνθρωποι…» συλλογιζόταν Σάρα. Σε αντίθεση με τους γονείς της, που όταν της τηλεφώνησαν, μόνο για να την κατηγορήσουν πήραν, ότι πήγε και χώθηκε στην επαρχία και μήπως βρεθεί μια μέρα τεμαχισμένη, και τότε θα χρειαστεί το Εφ Μπι Άι…

Πλέον είχε όλη αυτή την ακριβή αγάπη γύρω της και όλα αυτά τα βιβλία που πουλούσε –έναντι συμβολικού ποσού– για να παραγγείλει και άλλα με τα ελάχιστα κέρδη· και είχε τα μάτια της συνεχώς στην πόρτα στυλωμένα μη τυχόν και την επισκεφθεί ο Τομ, ο πολυαγαπημένος, μέχρι τότε απαγορευμένος και στα όνειρά της ακόμη.

Μεσημέριαζε, όταν κάποτε η μοναχική νέα Σουηδή νόμιζε πως θα πετάξει· ήδη αισθανόταν πως στις ωμοπλάτες της φύτρωναν φτερά…

photo Katarina BivaldΤο μυθιστόρημα Οι αναγνώστες του Μπρόκεν Γουίλ προτείνουν, ένας ύμνος στα βιβλία και στους αναγνώστες, ήταν η όαση των ημερών μου αυτών. Ενστάλαξε γλύκα στην ψυχή μου, ξεκούρασε τα μάτια μου από λογής λογής εικόνες που μόνο ελκυστικές δεν θα χαρακτήριζα. Και βεβαιώθηκα –για μια φορά ακόμη– ότι το καλό, τερπνό ανάγνωσμα ευεργετεί τον αναγνώστη, τον ωθεί δε διαρκώς να αναζητά και να επιλέγει βιβλία που έχουν γραφτεί με υπευθυνότητα και αγάπη.

 

Οι αναγνώστες του Μπρόκεν Γουίλ προτείνουν
Καταρίνα Μπίβαλντ
μετάφραση: Μυρτώ Καλοφωλιά
Εκδόσεις Πατάκη
508 σελ.
ISBN 978-960-16-6941-0
Τιμή €18,80
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.