fbpx
David Mamet: «Σικάγο»

David Mamet: «Σικάγο»

Στο Σικάγο της ποτοαπαγόρευσης εκτυλίσσεται το βιβλίο του μετρ της μυθοπλασίας, γνωστού κυρίως από τη μεγάλη οθόνη, Ντέιβιντ Μάμετ Σικάγο, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο. Σε ένα Σικάγο που το διεκδικούν ο Αλ Καπόνε και άλλοι λιγότερο γνωστοί γκάνγκστερ και οι δολοφονίες είναι στην καθημερινότητα των πολιτών, ενώ δεν υπάρχει ακόμα υπόνοια για Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έτσι ο Α’ αποκαλείται απλώς «ο Μεγάλος Πόλεμος».

Σε ένα Σικάγο όπου η δικαιοσύνη ζυγίζει τα πάντα με χρυσάφι και τη θέση της έχει πάρει η εκδίκηση, ο Μάικ Χοτζ προσπαθεί να είναι ένας καλός ρεπόρτερ δουλεύοντας μαζί με τον φίλο του τον Πάρλοου στο τμήμα τοπικών ειδήσεων. Ο Μάμετ μέσα από το βιβλίο του κάνει μαθήματα ρεπορτάζ. Ένα βιβλίο του οποίου αποφθέγματα και ατάκες θα έπρεπε να διδάσκονται στις σχολές δημοσιογραφίας, ως διαχρονικοί διεθνείς κανόνες. Το πρώτο δε μάθημα των ρεπόρτερ είναι «ποτέ μην υποθέτεις».

Γι’ αυτό και ο Μάικ προσπαθεί να βρει την άκρη σε κάθε ιστορία του. Και πίσω από κάποιες ιστορίες βρίσκεται ένας ή και περισσότεροι δολοφόνοι. Το βιβλίο αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στις συμβάσεις του αστυνομικού μυθιστορήματος, χωρίς όμως να είναι στην ουσία αστυνομικό. Εύκολα μπορεί ο αναγνώστης να δει τις εικόνες που έχει φανταστεί ο σκηνοθέτης συγγραφέας. Πρόκειται για ένα βιβλίο που, όταν το διαβάζεις, σχεδόν προβάλλεται μπροστά σου μια γκανγκστερική ταινία. Μια ταινία με αλλεπάλληλες ατάκες και ειρωνικό χιούμορ. Ο συγγραφέας, Εβραίος ο ίδιος, δεν διστάζει να ειρωνευτεί τις ιδιαιτερότητες διαφόρων λαών, συμπεριλαμβανομένων και των Εβραίων, και φυσικά των Ιρλανδών και των μακαρονάδων.

Ακόμα όμως κι αν βρεις την άκρη, μπορείς άραγε να τη γράψεις; «Νόμιζα ότι οι ειδήσεις έπρεπε να προκαλούν το ενδιαφέρον», αναφέρει ο Μάικ στον υπεύθυνο της έκδοσης, για να λάβει την απάντηση: «Γι’ αυτό οι δικές σου ιστορίες κόβονται. Αν προκαλέσεις το ενδιαφέρον του δημάρχου, θα καταλήξεις απολυμένος, αν προκαλέσεις το ενδιαφέρον του Αλ Καπόνε, θα καταλήξεις νεκρός, αν προκαλέσεις το ενδιαφέρον του συνταγματάρχη Μακ Κόρμι, σημαίνει ότι την πάτησες, ότι το όνομά σου είναι πιο σημαντικό απ’ το δικό του και συνεπώς όχι μόνο θα σε διώξουν, αλλά δεν θα μπορείς να βρεις δουλειά πουθενά». Μια άποψη που σε παρηγορεί εν μέρει για τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα. Δεν γίνονται μόνο στην Ελλάδα αυτά και δεν γίνονται μόνο τώρα. Βέβαια, ότι γίνονταν στο Σικάγο που βασιλιάς ήταν ο Αλ Καπόνε δεν είναι βέβαιο πόσο παρήγορο είναι για τους σημερινούς κυβερνώντες.

Ο Άγγλος πρόξενος ξεκαθαρίζει ποιο είναι το τοπίο της περιοχής: «Οι Ιρλανδοί και ο Καπόνε συναντιούνταν μόνο στη μάχη και αυτό ενόψει των κοινών ενδιαφερόντων τους: του ποτού, των ναρκωτικών και της πορνείας. [...] Διαχωριστική γραμμή ο ποταμός Σικάγο, ωστόσο η πρόοδος και ο πλουτισμός στο έγκλημα, όπως και σε κάθε άλλη δραστηριότητα, προέρχονταν από το θόλωμα των γραμμών ανάμεσα στο δικό μου και το δικό σου. […] Τα διαδοχικά πιστολίδια καθώς και οι επακόλουθες αψιμαχίες φάνταζαν πια όχι ως έκρηξη εγκληματικότητας ή ως πόλεμος συμμοριών αλλά ως αναπόφευκτα, επαναλαμβανόμενα συμβάντα, περίπου όπως τα καιρικά φαινόμενα».

Οι ήρωες έχουν γυρίσει από τον Μεγάλο Πόλεμο, ο πόλεμος όμως μαίνεται καθημερινά στην πόλη τους. Πόλεμος ανάμεσα σε Ιρλανδούς και μακαρονάδες, ανάμεσα σε μαύρους και λευκούς, ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς. Μοναδική σχεδόν παρηγοριά το ποτό. Το ποτό που ρέει άφθονο σε κάθε σελίδα του βιβλίου, σε κάθε παράνομο μπαρ όπου συχνάζουν αστυνομικοί ή ρεπόρτερ, ενώ επισήμως η διακίνησή του είναι εξίσου απαγορευμένη με τα ναρκωτικά.

Πρόκειται για ένα βιβλίο που, όταν το διαβάζεις, σχεδόν προβάλλεται μπροστά σου μια γκανγκστερική ταινία. Μια ταινία με αλλεπάλληλες ατάκες και ειρωνικό χιούμορ.

Η εκδίκηση πανταχού παρούσα και με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Οι λευκοί θα βασανίσουν τον μαύρο που κυκλοφόρησε με λευκή, οι φίλοι του μαύρου θα βιάσουν τη λευκή κοπέλα του λευκού βασανιστή και ο κύκλος του αίματος συνεχίζεται. Ο καθένας πρέπει να βρει ποιον θα πρέπει να σκοτώσει. Έστω κι αν όταν φτάσει η στιγμή και δει έναν άνθρωπο απέναντί του, ίσως δεν έχει πια την ίδια διάθεση.

Υπάρχουν κανόνες για το ποιος μπορεί να κυκλοφορεί με ποια. Η κάθε μία πρέπει να παντρευτεί κάποιον από την κοινότητα. «Οι νόμοι της κοινότητας ορίζουν πόσο θα τη δέρνει ο άντρας της, πόσο συχνά θα της το κάνει, πότε θα ζητάει λεφτά από τον πεθερό...» Αν όμως παντρευτεί άλλον; Δεν θα ξέρει ούτε πού μένουν οι γονείς του. Δεν θα μπορεί να πάρει εκδίκηση.

«Ο Τζάκι Ουάις, έγραψε ο Μάικ Χοτζ, είχε πεθάνει από ραγισμένη καρδιά. Το ράγισμα είχε προέλθει από αρκετά φυσίγγια από σαρανταπεντάρι όπλο». Το χιούμορ του συγγραφέα μεταπηδάει στην πένα του ήρωα ρεπόρτερ του. Παρότι ο Μάικ δεν το γνωρίζει, αυτός είναι ο πρώτος θάνατος από μια σειρά άλλων που θα επηρεάσουν τον ίδιο προσωπικά, βυθίζοντάς τον στο πένθος και το αλκοόλ. Και δεν μπορείς να αναζητήσεις πουθενά συμπόνια αφού «Όσοι ψάχνουν για συμπόνια μπορούν να τη βρουν στο λεξικό, κάπου ανάμεσα στα σκατά και τη σύφιλη».

Ο Μάικ έχει ένα σωρό ιστορίες από τον πόλεμο και συχνά αναφέρεται σε ένα μυθιστόρημα που θα έγραφε. Οι ενδιαφέρουσες ιστορίες του Μάικ προέρχονται από τη θητεία του ως πιλότος. «Εκεί η ικανότητα να προβλέπεις την κίνηση του εχθρού σήμαινε ζωή ή θάνατο. Κάποιοι έμαθαν να το κάνουν, άλλοι όχι. Η δεύτερη ομάδα πέθανε από εχθρικά πυρά, η πρώτη γενικά κατέληξε να πεθάνει από μηχανική βλάβη». Παρότι μιλάει όμως για αυτό το μυθιστόρημα, δεν φαίνεται πρόθυμος να το γράψει. «Αν κάποιος μπορεί να έχει την πολυτέλεια του συγγραφικού μπλοκαρίσματος αλλά κατά τα άλλα δεν έχει και πολλά να πει, τότε καλύτερα να μη γράφει. Αυτό δεν είναι συγγραφικό μπλοκάρισμα, αλλά απλή ευγένεια».

Ο συγγραφέας δεν χαρίζεται ούτε στους ρεπόρτερ ούτε στους ομότεχνούς του, και φυσικά ούτε στον τρόπο που μεταδίδονται οι ειδήσεις. «Οι εκδότες και οι διαφημιστές έδιναν τον τόνο: ανταλλαγή εσόδων διαφήμισης με ανάλαφρα κομμάτια που περνούσαν για ειδήσεις. Οι ρεπόρτερ αισθάνονταν ότι είχαν το ελεύθερο να μετατρέπουν οποιοδήποτε δημοσίευμα σε διευκολύνσεις, σεξ ή και μετρητά. […] Η καθημερινή δουλειά των ρεπόρτερ ήταν να είναι θρασείς και αναίσθητοι, για να μπορούν να κλέψουν το πορτρέτο του σφαγμένου μωρού από το κομοδίνο της μητέρας του, να προκαλέσουν τον φονιά της συζύγου του...»

Ο Μάμετ δεν σταματάει να ειρωνεύεται κάθε κοινωνική σύμβαση κάθε φορέα εξουσίας. «Τις απεργίες τις εγκρίνω, καθώς συνδυάζουν το έγκλημα με μια αναποτελεσματική έκκληση προς τις “αρχές”». Λίγο πιο κάτω παρακολουθούμε τα μαθήματα που παίρνει ένας αστυνομικός ώστε να μη βρεθεί ποτέ μπλεγμένος. Αυτό περιλαμβάνει να έχει πάντα μαζί του ένα εφεδρικό όπλο για να το φυτεύει στον κακομοίρη που μπορεί να φάει κατά λάθος, ώστε να αποδείξει ότι βρισκόταν σε άμυνα.

photo David MametΊσως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ένα βιβλίο για την εκδίκηση. Για το πόσο συχνά την επικαλούμαστε και τι θυσίες μπορεί να υποστούμε για να εκδικηθούμε, αφήνοντάς μας το ερώτημα για το αν τελικά κάτι τέτοιο θα μπορούσε να λύσει τα προβλήματά μας.

 

Σικάγο
David Mamet
μετάφραση: Νίκος Α. Μάντης
Μεταίχμιο
360 σελ.
ISBN 978-618-03-1316-1
Τιμή €16,60
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.