fbpx
Ρυουνόσουκε Ακουτάγκαβα: «Βίος και πολιτεία ενός ηλίθιου»

Ρυουνόσουκε Ακουτάγκαβα: «Βίος και πολιτεία ενός ηλίθιου»

Έχουμε σχηματίσει την εντύπωση στην Ελλάδα πως μας συνδέουν πολλά με τους Ιάπωνες. Πρόκειται για μια λανθασμένη αντίληψη, που έχει προκύψει περισσότερο ορμώμενη από επιδερμικούς συσχετισμούς μεταξύ των δύο πολιτισμών, που αφορούν την έννοια της παράδοσης, την αντίληψη για τον θάνατο, το ήθος, τις αξίες κ.ά. Η αλήθεια απέχει μακράν και δεν είναι της παρούσης. Επί τούτου, πάντως, βαθύτερους και πιο ακριβείς συσχετισμούς θα πετυχαίναμε, αν κάναμε με τους Κινέζους, έναν εξίσου πανάρχαιο λαό όπως εμείς, παρά με τους Ιάπωνες. Πλην όμως επιμένουμε σε αυτό, γεγονός που αποδεικνύεται και από τις αρκετές μεταφράσεις ιαπωνικής λογοτεχνίας στην ελληνική. Όπως είναι και η περίπτωση του Ρυουνόσουκε Ακουτάγκαβα.

Όταν το όνομά του έχει δοθεί στο σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο της Ιαπωνίας και ταυτόχρονα θεωρείται ο πατέρας της ιαπωνικής διηγηματογραφίας, τότε είναι σίγουρο πως δεν μιλάμε για μια τυχαία περίπτωση. Και οι Ιάπωνες εκτιμούν ιδιαίτερα τη σύντομη λογοτεχνική φόρμα. Ο Ρυουνόσουκε Ακουτάγκαβα (1892-1927), με πάνω από εκατόν πενήντα ιστορίες στη σύντομη ζωή του –μόλις τριάντα πέντε χρόνια– και κάμποσα κριτικά κείμενα, άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στην ιαπωνική λογοτεχνία. Κι ενώ ο Κομπαγιάσι τον είχε απορρίψει επειδή τον έβρισκε πολύ εγκεφαλικό, ο Τανιζάκι, στον γνωστό διάλογό τους για τη σημασία της μυθοπλασίας, είχε εξάρει τις παρατηρήσεις του Ακουτάγκαβα, καίτοι διαφώνησε στο τέλος με τις θέσεις του. Ο Ακουτάγκαβα, σ’ αυτόν τον δημόσιο διάλογο, στην ουσία αποκήρυξε όλα τα παλιά του διηγήματα υποστηρίζοντας μια ευαισθησία και έντονη παρατηρητικότητα ως αναγκαία στοιχεία για τη συγγραφή, ήτοι μια ποιητικότητα που θα έπρεπε να ενέχει το λογοτεχνικό κείμενο. Κι αυτά από έναν άνθρωπο που από τα πρώτα κιόλας γραπτά του υποστήριζε την παγκοσμιότητα της λογοτεχνίας, διαβάζοντας από τα νεανικά του χρόνια δυτικούς συγγραφείς, που τόσο τον επηρέασαν στη γραφή του, με μοναδικό σκοπό να συγκεράσει αυτά τα δυτικά λογοτεχνικά δεδομένα με την ιαπωνική λογοτεχνία. Ίσως σε αυτή τη μεταστροφή του να συνέβαλε και η συνεχώς φθίνουσα ψυχική του υγεία, που τον οδήγησε στην αυτοκτονία τον Ιούλιο του 1927. Αυτή την εξέχουσα προσωπικότητα των ιαπωνικών γραμμάτων οι Εκδόσεις Κοβάλτιο μάς ξαναέφεραν στην ελληνική, με τον τίτλο Βίος και πολιτεία ενός ηλίθιου, σε μια συλλογή από εννιά επιλεγμένα και χαρακτηριστικά διηγήματα του συγγραφέα, σε μετάφραση, επίμετρο και σημειώσεις της Αγγελικής Κορρέ. Έχουν προηγηθεί τρεις συλλογές διηγημάτων του Ακουτάγκαβα στα ελληνικά, υπό τον γενικό τίτλο Ρασομόν, από τις Εκδόσεις Γρηγόρη (1970), Παρατηρητής (1984) και Καστανιώτη (1992), όλα εξαντλημένα.

Ερευνώντας αυτά τα εννέα διηγήματα με χρονολογική σειρά και συνδυάζοντάς τα με τη ζωή του συγγραφέα, καίτοι η σύγχρονη θεωρία της λογοτεχνίας θεωρεί λανθασμένη μια τέτοια προσέγγιση, σχηματίζουμε μια πιο σαφή εικόνα για τον άνθρωπο και συγγραφέα Ακουτάγκαβα. Βασανισμένος από αϋπνίες, με συνταγογραφούμενα βαρβιτουρικά στην προσπάθειά του να τις καταπολεμήσει, κυνηγημένος από τη διαγνωσμένη ψυχική ασθένεια της μητέρας του και τον φόβο μήπως έχει πάρει τα γονίδιά της, γεγονός για το οποίο μόνο στα τελευταία του γραπτά τολμά να μιλήσει και να παραδεχτεί ανοικτά, την κυρίαρχη γυναικεία μορφή της θείας του, Φούκι, που επέμενε να μένει και μετά τον γάμο του μαζί με το ζευγάρι στο ίδιο σπίτι και, τέλος, την απαξίωση προς τον εαυτό του, εντυπωσιαζόμαστε από το πόσο ελάχιστα περνάν όλα αυτά μέσα στα κείμενά του. Ψιχία και μόνο μπορούμε να διακρίνουμε, απειροελάχιστα μεν, που όμως αν εντοπιστούν φανερώνουν τον λυσσαλέο αγώνα του συγγραφέα αποστασιοποίησης και φυγής από μια πραγματικότητα που τον πληγώνει αδιαλείπτως.

Ένα ικανό κομμάτι της διηγηματογραφίας του Ακουτάγκαβα αναφέρεται σε μύθους και παραμύθια του παρελθόντος, με το αναγκαίο ρετουσάρισμα της γλώσσας – στη συγκεκριμένη συλλογή, το «Ο δράκος» και «Ο ιστός της αράχνης». «Ο δράκος» είναι ένα παραμύθι του 13ου αι., που ο συγγραφέας τοποθετεί σε ένα σύγχρονό του και υπαρκτό περιβάλλον. Όπως και «Ο ιστός της αράχνης», καταλήγουν ως γκροτέσκο-παραμύθια, ως μία φάρσα, αφού η μαζική παράνοια διά ενός φυσικού φαινομένου επηρεάζει και τον ήρωα, ο οποίος ξεκίνησε ένα αστείο, στο πρώτο, ενώ στο δεύτερο η ντροπή που νιώθει το θείο ον μπορεί να μας οδηγήσει στο ίδιο συμπέρασμα.

Περιλαμβάνονται στη συλλογή και τα δύο χαρακτηριστικά διηγήματα, που ο εξαιρετικός συνδυασμός τους, με τις απαραίτητες αλλαγές, από τον Κουροσάβα μάς έδωσε την εκπληκτική ταινία Ρασομόν, το «Στο σύσκιο με τα μπαμπού» και το ομώνυμο διήγημα. Παραβλέποντας την ταινία και τη διαλεκτική που προκάλεσε και προκαλεί ακόμα και σήμερα, την ουσία της οποίας διακρίνουμε ακριβώς μέσα στα κείμενα και μέσα από τα οποία μπορούμε να δώσουμε ερμηνείες, οδηγούμαστε απευθείας σε αυτά. Στο «Ρασομόν», και μόλις στα είκοσι τρία του χρόνια, ο Ακουτάγκαβα καταπιάνεται με το ζήτημα της ηθικής ευρισκόμενο σε τεθλασμένη γραμμή με τον θάνατο κι αυτά διά της μεταστροφής που προκαλεί ο Λόγος. Η ουσία πολλών φράσεων της ταινίας ερμηνεύονται από το βάθος αυτού του διηγήματος. Ενώ στο «Σύσκιο με τα μπαμπού», στα τριάντα του πια, και σε άθλια ψυχική και σωματική κατάσταση, με μια υγεία σε φθίνουσα τροχιά, πραγματεύεται την έννοια της αλήθειας και της πραγματικότητας διά της δικαιοσύνης, μέσω ενός εγκλήματος. Κι ενώ η λύση που δίνει ο συγγραφέας δείχνει στα μάτια μας πως ο νεκρός δεδικαίωται, αν ανατρέξουμε στη βουδιστική θεώρηση για τους νεκρούς μέσα στο pardo, θα βγάλουμε άλλα συμπεράσματα. Κάτι που ευσχήμως ο Κουροσάβα ανασκεύασε στην ταινία του, εν πολλοίς κλείνοντας το μάτι στη Δύση.

Όταν το όνομά του έχει δοθεί στο σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο της Ιαπωνίας και ταυτόχρονα θεωρείται ο πατέρας της ιαπωνικής διηγηματογραφίας, τότε είναι σίγουρο πως δεν μιλάμε για μια τυχαία περίπτωση.

Κι ενώ στα είκοσι τέσσερά του γράφει τη «Μύτη», άλλο ένα γκροτέσκο διήγημα που καταλήγει τέτοιο μέσα από την πραγμάτευση του θέματος, διακρίνουμε σε αυτό όλο το απαύγασμα των δεδομένων που προσέλαβε από την ανάγνωση της δυτικής λογοτεχνίας, πλην όμως με όλα εκείνα τα ερωτηματικά που έχουν γεννηθεί στο μυαλό του συγγραφέα σχετικά με την ορθότητα των διαβασμάτων του. Πώς δηλαδή η διαφορετικότητα, μέσα στο πλαίσιο μιας κλειστής κοινωνίας ενός ναού όπως εδώ, διεγείρει μια ατομικότητα σε λανθάνουσα μορφή, αφού η επαναφορά στην κανονικότητα προκαλεί εκείνο το τόσο έντονο «αίσθημα ανακούφισης». Στα είκοσι έξι του μας παραδίδει το «Οι περιπέτειες μιας καταπιπτούσης κεφαλής», που πάλι διά του θανάτου προκαλείται η αμφιβολία της εμπιστοσύνης στον ανθρώπο εν ζωή και κατ’ επέκταση «στον εαυτό μας», καίτοι η καταπίπτουσα κεφαλή βιώνει μία συνθήκη θανάτου, τη στιγμή που πεθαίνει, καθαρά δυτικού τύπου. Στα pardo αυτά απουσιάζουν αφού η ψυχή αναμένει την αναγέννησή της, χώρια τα υπόλοιπα στάδια που πρέπει να περάσει για να φτάσει σε αυτή την κατάσταση.

Ως ζενίθ της δημιουργικότητάς του θεωρούμε το διήγημα «Πόδια αλόγου», γραμμένο στα τριάντα τρία του χρόνια, με πολλά προβλήματα πέραν της υγείας του να τον περιβάλλουν κι έναν νευρικό κλονισμό που τον έφερε στα όρια της κατάρρευσης. Η ωριμότητα της γραφής, το χιουμοριστικό στοιχείο σε εύκολη διάκριση από το γκροτέσκο, μια πρώιμη «κωμωδία παρεξηγήσεων», στοιχεία που φανερώνουν τη δυναμική του λογοτέχνη απέναντι στην τέχνη του και σε αντιδιαστολή με τον άνθρωπο που συνεχώς φθίνει. Ίσως η τελευταία μεγαλειώδης λάμψη του λογοτέχνη Ακουτάγκαβα. Αφού σε αυτά που ακολουθούν, τα «Πρακτικά εντροπίας» και το δημοσιευμένο μετά θάνατον «Βίος και πολιτεία ενός ηλίθιου», περισσότερο διακρίνουμε τη σύγχυση στην οποία είχε περιέλθει και μια πνευματική κόπωση προερχόμενη από θεωρητικά και ιδεολογικά αδιέξοδα, που βρέθηκε και κλήθηκε να αντιμετωπίσει χωρίς επιτυχία.

AKUTAGAWAΣτα τριάντα τέσσερά του γράφει τα «Πρακτικά εντροπίας». Κάνει την πρώτη ανοικτή αναφορά στην ψυχική ασθένεια της μητέρας του και κατακρίνεται γι’ αυτό. Βρίσκεται σε ακόμα χειρότερη ψυχική και σωματική κατάσταση. Τα δεδομένα που συστήνουν το κείμενο είναι φανερά παρμένα από τα ημερολόγιά του. Όπως και στον «Βίο και πολιτεία ενός ηλίθιου». Εξού και η καθαρότητα της γραφής του. Διόλου τυχαίο πως αυτά τα δύο κείμενα θεωρούνται τα καλύτερά του στη Δύση – ίσως εξαιτίας αυτής την άμεσης κατάθεσης ψυχής, της απογύμνωσής του. Πλην όμως ο Ακουτάγκαβα δεν κατάφερε να κατακτήσει τη γνώση από την οποία πιθανώς και να έβρισκε διέξοδο διαφυγής. Ολοκληρώνοντας τη συστηματική μελέτη της Βίβλου εκείνη την εποχή, ως γνήσιος Ασιάτης, «δεν μπορεί να συλλάβει την έννοια του θαύματος», ήτοι τη βαθύτερη ουσία της πίστης. Γεγονός εμφανές και στα προηγούμενα κείμενά του. Και κάπου εδώ χάνει και το παιχνίδι της ζωής. Στον «Βίο και πολιτεία ενός ηλίθιου», υπ’ αυτό το πρίσμα, εγγράφεται η αγωνία μιας ζωής, αναζήτησης νοήματος εαυτού, κάτι που τόσο η πρώιμη παιδική του ηλικία, όσο και η υπόλοιπη ενήλικη ζωή του, του το στέρησαν. Και, φευ, τα διαβάσματα και η μελέτη δυτικών αναγνωσμάτων δεν ήταν αρκετά για να τον διασώσουν.

 

Βίος και πολιτεία ενός ηλίθιου
Ρυουνόσουκε Ακουτάγκαβα
μετάφραση: Αγγελική Κορρέ
Κοβάλτιο
192 σελ.
ISBN 978-618-82781-4-1
Τιμή €13,78
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.