fbpx
Κωνσταντίνος Μπούρας: «Η δεκατετραλογία της δημιουργικής συγγνώμης»

Κωνσταντίνος Μπούρας: «Η δεκατετραλογία της δημιουργικής συγγνώμης»

Ο Κωνσταντίνος Μπούρας γράφει τη Δεκατετραλογία της δημιουργικής συγγνώμης με κίνητρα, κυρίως, ψυχολογικά. Στη διάθεσή του έχει ένα πλούσιο υλικό, απότοκο μιας τεράστιας πνευματικής κληρονομιάς, και γράφει όπως ρέει το ορμητικό νερό στο ποτάμι.

Τον όρο «δεκατετραλογία» (δικής του επινόησης) τον εμπνέεται από την αρχαία τετραλογία, που δεν σώθηκε, βεβαίως, καμία, σώθηκε μόνο μια τριλογία του Αισχύλου, η Ορέστεια. Τα θέματα της Δεκατετραλογίας άπτονται κάθε έκφανσης και πτυχής της καθημερινής μας ζωής. Κάθε φαινόμενο, κάθε δυστυχία, κάθε γεγονός, τα πάντα είναι αντλημένα από το παρόν, κι όμως τα πάντα έχουν βαθιές ρίζες σ’ αυτό εδώ το χώμα, σ’ αυτή τη γη και στους μύθους της, που, πάντα σε εγρήγορση, δείχνουν πως καμιά πληγή δεν επουλώθηκε ποτέ, καμιά αρρώστια δεν θεραπεύτηκε. Όλα βράζουν στο βάθος της ψυχής των ανθρώπων και, δοθείσης ευκαιρίας, επανακάμπτουν. Δεν είναι οι τίτλοι που μας προϊδεάζουν· είναι και το αίσθημα και οι συμπεριφορές και τα συνακόλουθα. Είναι το ήθος, το ύφος, οι άνθρωποι.

Τα παραδείγματα είναι πολλά. «Αρχαία τα Λαβδακιδάν», λέει ο Σοφοκλής στο χορικό της Αντιγόνης για να δείξει ότι αυτά που γίνονται σήμερα είναι παλιά και οι παλιές εκείνες αμαρτίες ξεβράζουν βρομιές στον αφρό.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ούτε στιγμή ότι ο Μπούρας είναι άνθρωπος του θεάτρου, ξέρει καλά το μυθικό υπόβαθρο, όχι μόνο το ελληνικό και, επομένως, ό,τι γράφει είναι καλά και από πολλές πλευρές μελετημένο, κι ας μοιάζει εύκολο ή εύπεπτο. Και όχι μόνο τα αρχαιόθεμα, αλλά και τα άλλα έργα όλα από τον αρχαίο σπόρο έχουν βλαστήσει.

Επιλέγω για την περίσταση το έργο Το άγαλμα του Ευριπίδη ζωντάνεψε και συν-ομιλεί… Ο τίτλος, σαν προβολέας, μας δείχνει τον Αριστοφάνη στο βάθος της σκηνής. Γιατί, όπως εκείνος ζωντάνεψε τον Αισχύλο και τον έφερε πάλι στην Αθήνα για να αποκαταστήσει τους γκρεμισμένους θεσμούς, να επαναλειτουργήσει τη θυμέλη και να βρει ξανά ο Διόνυσος τον ναό του, το θέατρο (αυτά συμβαίνουν μέσα στη συμφορά του Πελοποννησιακού Πολέμου, 405 π.Χ.), έτσι και ο Μπούρας ζωντάνεψε τον Ευριπίδη για να διορθώσει τα στραβά της δικής μας εποχής. Κι ο μεν Αριστοφάνης ζωντάνεψε τον Αισχύλο, γιατί ένας άντρας, που είχε πολεμήσει στη Σαλαμίνα και στον Μαραθώνα, ένας εθνικός ποιητής, χρειαζόταν στην Αθήνα, όταν όλα είχαν ξεπέσει, και όχι ο Ευριπίδης, που ασχολείται με τα πάθη των ανθρώπων· είναι πολυτέλεια σε ώρα που καταρρέει η πόλη να ασχοληθούμε με τον έρωτα της Φαίδρας ή τη ζήλια της Μήδειας, έστω και αν κατανοούμε την τραγική τους θέση.

Ο Μπούρας, λοιπόν, επιλέγει τον Ευριπίδη. Για να βοηθήσει τον θεατή/αναγνώστη προσφέρει υλικό, το οποίο, εκτός έργου, θα μπορούσε να είναι δοκίμιο θεατρολογίας. Συγκεκριμένα: τι είναι το «διαδραστικό θεατρικό έργο» (παίζεται με συμμετοχή του κοινού), το σκηνικό είναι ένα «κάρρο». Αναφορά στο αρχαίο Άρμα θέσπιδος, εννοείται, δηλαδή στο περιοδεύον θέατρο, του οποίου εμπνευστής ήταν ο αρχαίος ποιητής Θέσπις, ο οποίος με ένα αμάξι –ένα κάρο– περιόδευε και έπαιζε τα έργα του και στα νεότερα χρόνια, ο Κωστής Μπαστιάς, θέσπισε, εις ανάμνησιν εκείνου του αρχαίου, το περιοδεύον Άρμα Θέσπιδος του Βασιλικού Θεάτρου, για τη διάδοση του καλού θεάτρου σε όλη την Ελλάδα. Με ένα κάρο οι περιπλανώμενοι θίασοι περιόδευαν, και ο Μολιέρος και ο Σαίξπηρ, όπως μας έδειξε στην πολύ ωραία ταινία του ο Στόπαρντ, Ο Ρόζενκρατζ κι ο Γκίλντεστερν είναι νεκροί· μια λεπτομέρεια από τον Άμλετ.

Το θέμα δεν είναι πώς πέφτεις, αλλά πώς ξανασηκώνεσαι!

Η παράσταση μοιάζει με πρόβα, work-in-progress, το έργο βασίζεται σε αυτοσχεδιασμό, το κείμενο λειτουργεί σαν καμβάς, όπως συμβαίνει στην commedia dell’arte και σε πολλά άλλα είδη λαϊκού θεάτρου. Μας εξηγεί τι είναι η παρενδυσία και σε ποια αρχαία έργα τη συναντάμε: στη σκηνή της μεταμφίεσης του Πενθέα από τις Βάκχες του Ευριπίδη και στη σκηνή της μεταμφίεσης του Μνησίλοχου από τον Αγάθωνα με προτροπή και συμμετοχή του Ευριπίδη από τις Θεσμοφοριάζουσες του Αριστοφάνη. Στην οθόνη του βάθους της σκηνής προβάλλεται video art με αποσπάσματα από αρχαίες παραστάσεις, «για να διασκεδάζουν την πλοκή, την πολλή σοβαροφάνεια του διαλόγου απαλύνοντάς την» και, τέλος, μας πληροφορεί ότι το διαδραστικό θέατρο είναι το παρόν και το μέλλον της σκηνικής πρακτικής.

Ο συγγραφέας, σ’ αυτό το πολυεπίπεδο κείμενο, μας εξήγησε και μας διαφώτισε πάνω σε πολλά που αγνοεί ο κοινός θεατής και μας εισήγαγε, με αφορμή το δικό του έργο, στο αρχαίο δράμα. Ο απρόσεκτος θεατής μπορεί να παρασυρθεί από την επιφάνεια και να σταθεί στα συνήθη της κοινωνικής παθολογίας φαινόμενα, πράξεις και λόγια (βωμολοχία, μικροπρέπεια, ασυδοσία, αναλγησία), όπως και στον Αριστοφάνη. Ο προσεκτικός όμως θα δει ότι ετοιμαζόταν από παλιά η ώρα να «φουσκώσει της πίκρας το προζύμι και το κακό να σηκώσει κεφάλι», όπως έλεγε ο Σεφέρης («Σαλαμίνα της Κύπρος»).

Στο έργο αυτό, λοιπόν, όπου ζωντάνεψε το άγαλμα του Ευριπίδη, διακρίνουμε μια ευφυή αναλογία, η οποία υποδηλώνεται με τα ονόματα. Ο Αριστοφάνης κακολογούσε στα έργα του τον Ευριπίδη: κακότροπος, γκρινιάρης, αντιπαθητικός, μονόχνοτος, μισογύνης –λένε– γιος μιας λαχανοπώλιδος –μάλλον ψέματα είναι– και άλλα πολλά που δεν είναι όλα αλήθεια, λένε. Ο Ευριπίδης όμως, που σ’ αυτόν στηρίχτηκε σχεδόν όλο το νεότερο ευρωπαϊκό, και όχι μόνο, θέατρο, είναι ο άνθρωπος που θα μιλούσε και στον σημερινό άνθρωπο, έτσι κι αλλιώς θεοί και ήρωες δεν υπάρχουν πια. Και δεν θα αναστηθεί ο ίδιος, αλλά το άγαλμά του – η λάμψη του και η σκέψη του. Κι εδώ ας θυμηθούμε τον Γιώργο Σεφέρη, που έλεγε: «πρέπει να μιλήσω με τους πεθαμένους, να μ’ αρμηνέψουν…». Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι όλοι οι μεγάλοι ποιητές, αλλά και οι μικρότεροι, ανοίγουν διάλογο με τους προγόνους.

Το άγαλμα του Ευριπίδη, λοιπόν, ζωντάνεψε για να μιλήσει για τι άλλο; Για την κοινωνία, το θέατρο. Ο Μπούρας, που ξέρει από θέατρο, βγάζει στην επιφάνεια θεσμούς, μεταφραστές, αγραμματοσύνη, μεγαλομανία, άμετρη φιλοδοξία, μεσάζοντες. Δείχνει τα παιχνίδια που παίζονται, τις κομπίνες που στήνονται, τα ταλέντα πώς βγαίνουνε, οι μεταφράσεις πώς γίνονται από ανθρώπους που δεν έχουν τα βασικά τεκμήρια για τη δουλειά, τη μούσα πώς την προσεταιρίζεσαι. Δεν φείδεται λέξεων και φράσεων της αγοράς, αφού μόνο έτσι, δραστικά, κατενώπιον, μπορεί να αποδώσει τη σήψη και να στραπατσάρει τους φαύλους. Αναθέτει στο θέατρο τον ρόλο του κοινωνικού καθρέφτη. Βγάζει τις μάσκες από τα πρόσωπα και τα στήνει γυμνά μπροστά μας να κατασπαράσσονται με λέξεις βίαιες και διαθέσεις αιμοβόρες. Θέατρο είναι η ζωή μας και μεις υποκριτές.

Από τεχνική άποψη, η ιδέα να επικαλεστεί την πείνα του Καραγκιόζη και το θέατρο σκιών, να εγκιβωτίσει στο έργο του, να αναπαραστήσει, να αναλύσει και να ερμηνεύσει την παράσταση των Βακχών και όχι μόνο των Βακχών, να φέρει τον αναστημένο Ευριπίδη ως Διόνυσο στη σκηνή, να τιμωρήσει τους υβριστές, είναι ευφυής. Ο παρενδεδυμένος Πενθέας γίνεται το λιονταράκι που ξεδοντιάστηκε. Με το video wall και τα αποσπάσματα του αρχαίου θεάτρου μάς καθιστά θεατές της θεατρικής ιεροπραξίας του παρελθόντος, ενώ παρακολουθούμε μια άλλη παράσταση του παρόντος. Είμαστε συγχρόνως –επειδή το έργο είναι διαδραστικό– θεατές, συμπρωταγωνιστές και συμπάσχοντες. Κι έτσι, με τον προβολέα να τριγυρίζει στα εντόσθια του κήτους, του τέρατος, του θεάτρου, μας αποδεικνύει αυτό που υποστήριζαν οι υπερρεαλιστές: τέχνη και πραγματικότητα είναι συγκοινωνούντα δοχεία.

Φυσικά, πέρα από το έργο το ίδιο, ο Μπούρας δεν χάνει την ευκαιρία να διευθετήσει τους διαλόγους του έτσι ώστε να μας προσφέρει πληροφορίες από τα Μαθηματικά, τη Φυσική, να μας μιλήσει για τη μαύρη τρύπα που την ονομάζει «ρούφουνα» του σπειροειδούς Γαλαξία, για την Όπερα που γεννήθηκε από τις αρχαίες μονωδίες.

Πάντα πολύ σπουδαία και μη αμελητέα παράμετρος είναι η γλώσσα. Τον Ευριπίδη τον «έφαγαν τα σκυλιά» στην Αυλή του Αρχέλαου στη Μακεδονία. Τι πληροφοριακό υλικό, σχετιζόμενο με λατρείες Αιγυπτίων θεών, βρίσκεται πίσω από αυτή τη φράση;

Φυσικά, δεν θα αφήσει απέξω τους δυστυχείς πρόσφυγες και μετανάστες, απόκληρους, παράνομα κρυμμένους, που επιβίωσαν αλλά έχασαν τα παιδιά τους στο τραγικό ναυάγιο, στο ταξίδι της φρίκης από τη μακρινή χώρα τους στη δική μας. Σαν από μηχανής θεός ο Μπούρας δεν θα αφήσει το κακό να επιπλεύσει και θα απονείμει δικαιοσύνη. Άλλωστε, ο συγγραφέας είναι ο θεός και δημιουργός του έργου.

Παράλληλα με τους ανθρώπους και τις συμπεριφορές, θα κάνει παρατηρήσεις γλωσσικές, σαν τον Κωνσταντίνο Καβάφη: οι δούλες με τα ελληνικά τα βαρβαρίζοντα ή τρισβάρβαρα τα ελληνικά των οι άθλιοι. Οι άθλιοι, οι εξαθλιωμένοι που μας θυμίζουν άλλους πολλούς ήρωες από το παγκόσμιο αλλά και το ελληνικό θέατρο (Ουγκό, Ιονέσκο, Μουρσελά, Μπέκετ, Φεϊντό). Όλο το μεγάλο θέατρο είναι παρόν σε μια ή δύο φράσεις του Μπούρα. Εκείνοι, λοιπόν, οι δυστυχείς, που ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας, που δεν ανήκουν σε κανένα κοινωνικό επίπεδο, που δεν ανήκουν πουθενά, μοιάζουν σαν από άλλον πλανήτη, με γλώσσα που προδίδει όχι πνευματικό επίπεδο αλλά προέλευση. Οι μετανάστες και οι πρόσφυγες, οι ευάλωτοι, αυτοί που έχουν προσφύγει στην πολιτισμένη μας χριστιανική Ευρώπη που έχει θεσπίσει την ισότητα όλων των ανθρώπων, ανεξαρτήτως χρώματος, φυλής, θρησκείας, προέλευσης, αλλά κλείνει την πόρτα σ’ αυτούς που έχουν βιώσει τη συμφορά από τον πόλεμο, την πληγή από τη χαμένη πατρίδα και το σπίτι, τον αγιάτρευτο πόνο από τα χαμένα τους παιδιά. Γεννά θλίψη η κατάντια του πολιτισμένου μας κόσμου, που ευαγγελίστηκε τα δικαιώματα του ανθρώπου που τώρα καταπατά. Που τους κατάντησε πραμάτεια στα χέρια των εμπόρων –«όμως τη σκέψη του πρόσφυγα… του αιχμάλωτου […] σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια, δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς»– λέει ο Σεφέρης από τη δική του εποχή και τη δική του προσωπική εμπειρία. Ο άμαχος πληθυσμός είναι πραμάτεια και ο μάχιμος, σε ώρα πολέμου, ένας απλός αριθμός, δυστυχώς.

Βγάζει τις μάσκες από τα πρόσωπα και τα στήνει γυμνά μπροστά μας να κατασπαράσσονται με λέξεις βίαιες και διαθέσεις αιμοβόρες.

Και αφού το θέατρο βασίζεται στον διάλογο, ο Μπούρας αξιοποιεί τη γλώσσα, πρώτο και κύριο φορέα εξωτερίκευσης του ψυχικού και πνευματικού κόσμου, για να μας μιλήσει με τη σκληρή γλώσσα της καθημερινής επικοινωνίας. Όμως, όπου βρει την κατάλληλη ραγάδα, θα κάνει την απαραίτητη γλωσσική παρατήρηση, φανερώνοντας τι αγνοεί ο νεόπλουτος και παράλληλα τι αισθάνεται ο νεόπτωχος, όπως αποκαλούσε τους εκπεσόντες οικονομικά ο Γιώργος Θεοτοκάς. Νεόπτωχοι είναι οι κατατρεγμένοι που έρχονται στη χώρα μας κουρέλια από τη δική τους κουρελιασμένη χώρα, με τρύπιο σωσίβιο κι έναν σάκο στην πλάτη.
Ακόμα, ας μη μας διαφεύγει ότι η γλώσσα με δείκτη χαμηλής πληροφορητικότητας, σε πρώτο επίπεδο, εκθέτει τους βέβηλους, τους σολοικίζοντες, τους βαρβαρίζοντες, τους αριστοφανίζοντες. Όπως ο Καβάφης, ο Μπούρας απογυμνώνει τον κάθε Ηγεμόνα από όποια Λιβύη κι αν έρχεται και εντάσσει φυσιολογικά στους διαλόγους του και ένα μάθημα γραμματικής και γλωσσικής συμπεριφοράς, διορθώνει τα λάθη, γιατί από το πώς μιλάς προδίδεις το ποιος είσαι.

Ο επαρκής αναγνώστης, λοιπόν, που θα ξεπεράσει την επιφάνεια της επικοινωνίας, πίσω από κάθε απλή καθημερινή ιστορία του βιβλίου θα ανακαλύψει τις αρχαίες πληγές των Ατρειδών, των Λαβδακιδών και των δρακοντογεννημένων, και έτσι από τα χαμηλά του μικρόκοσμου, του λόγου του αθυρόστομου και ρεαλιστικού, θα αναδείξει το κρυμμένο υψηλόν της τραγωδίας. Εν ολίγοις το έργο, το κάθε έργο του βιβλίου, είναι κραυγή για όσα η ιστορία και οι κοινωνικοπολιτικές αλλαγές επιφέρουν και επηρεάζουν τις ανθρώπινες συμπεριφορές, αλλάζουν νοοτροπίες, επιβάλλουν νέες, ασύμβατες με ηθικές αρχές, επειδή μία είναι η κυρίαρχη αρχή· η επιβίωση.

Και θα κλείσω με ένα απόσπασμα από το Πρόσφυγες είμαστε όλοι, με μητέρα και κόρη θαλασσοπνιγμένες.

Φατίμα: Τι να κάνουν κι αυτοί οι άνθρωποι, παιδί μου; Μας βλέπουνε σαν απειλή, σαν μίασμα, χολέρα και πανούκλα φαντάζουμε στους αγράμματους, στους φοβισμένους. Δεν βλέπουν πως θα μπορούσαν να είναι κι αυτοί στη δική μας μοίρα και να βολοδέρνουμε τώρα στο πέλαγος σαν τους Αχαιούς που θαλασσοπνίγηκαν γυρνώντας από την Τροία, αφού είχαν ρημάξει τους ναούς των θεών και είχαν συλήσει τάφους και ιερά…
Ελένη: Όμως εμείς τι φταίμε; Τι κακό διαπράξαμε, μαμά; Ποία η Ύβρις μας, όπως έλεγαν στην αρχαία τραγωδία;
Φατίμα: Κανείς δεν τα ξέρει αυτά τα πράγματα, αγάπη μου. Είναι του Θεού. Και μόνο που τα σκέφτεσαι, βλαστημάς.

Παρατηρούμε τα ονόματα: Φατίμα η μάνα, Ελένη η κόρη, δύο ονόματα που συνδέουν διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα, αλλά εμπειρίες παρόμοιες, που για τους Έλληνες είναι παρελθόν και τις ξέχασαν, αλλά για τους σύγχρονους πρόσφυγες και μετανάστες είναι παρόν.

cmpourΠαρ’ όλα αυτά, ο Μπούρας δεν μας αφήνει στο σκοτάδι ενός φρικιαστικού κόσμου. Ο από μηχανής θεός Μπούρας, είπαμε, έρχεται να δώσει λύση και μήνυμα ελπίδας, αφού όλα αυτά τα γράφει για να δουλέψει μέσα του «το θέμα της αφέσεως, της συγγνώμης αλλά και της ευγνωμοσύνης για τις κακουχίες της ζωής που μας έσπρωξαν να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Το θέμα δεν είναι πώς πέφτεις, αλλά πώς ξανασηκώνεσαι!». Απλώνει το χέρι σε διώκτες, συκοφάντες, βιαστές… Με άλλα λόγια, με χριστιανική αγάπη.

 

Η δεκατετραλογία της δημιουργικής συγγνώμης
Κωνσταντίνος Μπούρας
Εκδόσεις Όταν
376 σελ.
ISBN 978-618-84269-5-5
Τιμή €15,00
001 patakis eshop

Η Ανθούλα Δανιήλ είναι δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας, μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών και μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Άλλα κείμενα:

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΤΕΧΝΕΣ
Παναγιώτης Πανταζής: «Νίκου Καζαντζάκη “Καπετάν Μιχάλης”»

Ο Καπετάν Μιχάλης, το εμβληματικό μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη και ένα από τα πιο δημοφιλή έργα του, μετατρέπεται σε graphic novel και το αποτέλεσμα είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό. Ο πολύπειρος κομίστας...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΤΕΧΝΕΣ
Σταύρος Αθανασιάδης – The KRAH: «Στη χώρα που δεν είχε κύκλους»

Ένα κόμικ σε τέσσερις γλώσσες (ελληνικά, αγγλικά, φαρσί, αραβικά) και σε έντυπη, ψηφιακή και ακουστική έκδοση είναι αν μη τι άλλο ένα πολύ ενδιαφέρον και πρωτότυπο εγχείρημα. Μιλάμε για το βιβλίο Στη χώρα...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΤΕΧΝΕΣ
Τάσος Ζαφειριάδης – Θανάσης Πέτρου: «Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα»

Το Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα είναι ένα graphic novel για τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-1941, με το πολύ πρωτότυπο του εγχειρήματος να είναι ότι βασίζεται σε μια ηχογραφημένη αφήγηση σε κασέτα των 60 λεπτών....

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.