fbpx
Γιάννης Καρατζόγλου: «Εγγραφές κλεισίματος»

Γιάννης Καρατζόγλου: «Εγγραφές κλεισίματος»

Ας μιλήσουμε για τα υπόγεια. Ως γνωστόν, πάντα εκεί είναι κρυμμένος κάποιος φόβος. Δεν έχει σημασία για τι ακριβώς! Ένας φόβος γενικώς. Για τα παρελθόντα που στοιχειώνουν, για τα αδιέξοδα παρόντα και, βέβαια, για τα μέλλοντα τα ασαφή, που κρατούν έναν φακό μεγεθυντικό που όλα τα αλλοιώνει. Το ίδιο συμβαίνει και με τις λέξεις. Έχουν κι αυτές τα δικά τους υπόγεια κι είναι κρυμμένο εκεί κάτι που τις τρομάζει. Άλλοτε είναι ο φόβος για τη μοναξιά άλλοτε για τη λήθη, πάντα για την απώλεια και την απουσία. Υπάρχει όμως κι ένας άλλος φόβος που συχνάζει εκεί, θαμώνας τακτικός των υπογείων, κάτι σαν τρωκτικό στα αμπάρια ενός πλοίου. Κι είναι αυτό το τρωκτικό που, όταν το πλοίο χάνεται, πρώτο απ’ όλους το καταλαβαίνει. Να σημειωθεί, βέβαια, πως όλοι οι προηγούμενοι φόβοι δεν είναι παρά πετυχημένες λίγο ή πολύ μεταμφιέσεις του ύστατου φόβου-τρωκτικό. Του τρόμου του θανάτου. Αυτόν βέβαια η ψυχή όπως μπορεί τον πολεμάει. Πότε τού κρύβεται, άλλοτε τον χλευάζει κι άλλοτε τον αντιμετωπίζει με λεβεντιά και χιούμορ. Και υπάρχει μια κατηγορία ανθρώπων που στέκονται αντίκρυ του και τον εξιχνιάζουν, σαν μια απόπειρα αναγνώρισης του αντιπάλου.

Ο Γιάννης Καρατζόγλου εδώ και καιρό μάς έχει συνηθίσει σε μια γραφή που μιλά και κοιτάζει κατάματα. Δεν υπαινίσσεται αλλά ούτε και μετέρχεται το κρυπτικό σύστημα των συμβόλων. Τουναντίον, μέσα από μιαν απροκάλυπτη εξομολογητική εξωστρέφεια μας ξεναγεί σε όλα, λες και σε μια στιγμή εμπιστοσύνης μάς δείχνει το κρυμμένο του ημερολόγιο κάνοντάς μας φίλους του επιστήθιους. Έτσι έκανε πάντα. Μόνο που αυτή τη φορά πάει λιγάκι παραπέρα. Μας κατεβάζει σε κάτι υπόγεια σκοτεινά και μας βάζει να παρακολουθούμε μια προετοιμασία. Κάπου πηγαίνει, κάτι αναζητά να πάρει μαζί του, κάτι διαλέγει, κάτι αφήνει, κάτι στριμώχνει μες στη βαλίτσα του να μη λησμονηθεί. Και είναι αυτά τα υπόγεια του μυαλού του, της ψυχής του, της ίδιας της ζωής του που φυλάγουν έναν κόσμο ολόκληρο, πόλεις και δρόμους, ανθρώπους και σχολεία, αφίξεις και προπαντός αναχωρήσεις. Ανοίγουμε το βιβλίο, λοιπόν, και βρισκόμαστε ενώπιον μιας προετοιμασίας. Όπως όταν ανοίγουμε μια ντουλάπα και το πρώτο που αντικρίζουμε είναι φτερά. Μόνο που στην περίπτωσή μας τα φτερά δεν είναι στην ντουλάπα, αλλά σχετίζονται με τα γνωστά ρευματικά ή αλλιώς την αρθρίτιδα. Ή μήπως δεν είναι τόσο αθώα τα αρθριτικά και κάτι άλλο υπαινίσσονται;

[…]Όσο γερνάει καλυτερεύει η υγεία μέσα του, εκτός από κάτι πόνους, στις κλειδώσεις της ωμοπλάτης, δεν είναι τίποτα του είπαν οι γιατροί, είναι που φύονται φτερά, λιγάκι ακόμα θα πονάς μέχρι να μεγαλώσουν, αλλά τη μέρα εκείνη θα πετάξεις άνετα με μεγάλες απλωτές. («Τα φτερά της ωμοπλάτης»)

Πριν όμως τελεστεί η ύστατη απογείωση επιχειρεί ένα ιδιότυπο flashback, μια σύντομη αναδρομή, σαν εκδρομή ημερήσια στην όχι τόσο πρόσφατη ζωή του. Επιστρέφει για αρχή σε μία παραλία, στη γνωστή ομιχλώδη παραλία της Θεσσαλονίκης, στα παγκάκια και στην πάχνη της που τυλίγει τους έρωτες όπως κάποτε το έκαναν κι οι αμμουδιές. Επινοεί επιστροφές σε γρασίδια και ονειρεύεται εκεί έναν Απρίλη αναστάσιμο, που να υπαινίσσεται το Πάσχα των σωμάτων. Κι αφού το tour στο παρελθόν φτάνει προς το τέλος του, μου φαίνεται σαν να συνομιλεί με τα Νηπενθή του Καρυωτάκη, όταν εκείνος αναρωτιόταν: Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρα/ να πάμε να πεθάνουμε μια νύχτα/ στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας; […] Για να καταλήξει στο τέλος στο ποίημα «Ύπνος» στα Νηπενθή: Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια/ που όλη τη μέρα έκλαψαν και αποστάσαν. Μιαν ανάλογη με του Καρυωτάκη αλλά και με του Τσέχοφ ανάπαυση εύχεται στο ποίημα «Όνειρα επιστροφής», λέγοντας:

Να βρίσκαμε, στο τέλος, κάτι μεγάλες καστανιές να ξαποστάσουμε/ τα χρόνια φύγαν στα βουνά και στις απάτητες κορφές/ έστω και τώρα, μες στις φτέρες σιωπηλά να συνεχίσουμε/ ό,τι αρχίσαμε δεκάδες χρόνια πριν, και που τελειώνει…

Έχοντας ζήσει ο Καρατζόγλου την άνοιξη του έρωτα, το θέρος των σωμάτων και το φθινόπωρο της ηλικίας που είναι πια στο τέλος του, αναλογίζεται τους παγερούς χειμώνες που του αναλογούν, κάτι αντίστοιχο με όλες τις νύχτες από εδώ και πέρα που τρέμει στη σκέψη τους και η Κική Δημουλά στον «Πληθυντικό αριθμό».

Ο χρόνος στην ποίηση του Καρατζόγλου είναι το στοίχημα και η νοσταλγία, η παράταση και η άνιση μάχη με αυτή τη γραμμική συνέχεια που δεν γνωρίζει χώρο, αλλά συμβαίνει με τάξη δυστυχώς μη αναστρέψιμη. Ο Λειβαδίτης τον βλέπει ως «αργοπορημένη τιμωρία» για κάποιο «πανάρχαιο σφάλμα» («Το Θλιμμένο Γραμματοκιβώτιο»). Ο Αλεξάκης τον αντιμετωπίζει σαρκαστικά: Γιατί κι ο χρόνος γέρων είναι/ και κυφός/ κι όση σοφία θησαύρισες καπνός και σκόνη./ Δε μένει παρά λίγο γκρίζο φως/ κι ο σκοτεινός Ληξίαρχος που ζυγώνει («Ο ληξίαρχος»). Ο Κλείτος Κύρου γράφει γι’ αυτόν: Τη μέρα που ανακαλύφτηκε ο χρόνος οι άνθρωποι/ κούρδισαν τα ρολόγια κι άρχισαν να τον κυνηγούν./ Κι αποτιμήθηκε σε ψήγματα καταστροφής κι απόχτησε αξία/ μυθικών πτηνών και χάθηκε απ’ τον κόσμο η άνεση κι ο δισταγμός/ και κανένας δεν εξουσίαζε το προσκεφάλι του/ και δεν υπήρχε έστω και λίγος χρόνος για χαρά ή για λύπηση./ Μόνο σαν τροχοπεδούσε ο Μέγας Χρονοκράτορας έτρεχες να/ φωλιάσεις στη μασχάλη του να κλείσεις τα μάτια και να μεταμφιεστείς («Χρονοκύκλωμα).

Ο χρόνος στην ποίηση του Καρατζόγλου είναι το στοίχημα και η νοσταλγία, η παράταση και η άνιση μάχη με αυτή τη γραμμική συνέχεια που δεν γνωρίζει χώρο, αλλά συμβαίνει με τάξη δυστυχώς μη αναστρέψιμη.

Ο Καρατζόγλου, ενώ ξεκινά να τον ορίζει ως χρήμα, κλίμα, σήμα, κύμα, σχήμα, μνήμα, ποίημα, καταλήγει να τον βλέπει σαν ένα κατάλευκο μνημείο στη μέση της Μεγάλης Πλατείας που κάποιοι με τσεκούρια, πριόνια και άλλα εργαλεία φονικά αποσπούν μικρά και μεγάλα τεμάχια απ’ το σώμα του και φεύγουνε κρατώντας ο καθένας το δικό του, μικρό ή μεγαλύτερο κομμάτι μάρμαρο. Αλλού τον ταυτίζει με εκείνον τον αιφνίδιο απρόσκλητο επισκέπτη που παρατηρεί αμέριμνο ζωγράφο να φιλοτεχνεί με πάθος πίνακα με θέμα την παγκόσμια οικονομική κρίση. Ένας σιωπηλός επισκέπτης που αδιαφορεί για τα σχέδια του ζωγράφου, τις θεάρεστες προθέσεις του, τον καλλιτεχνικό του οίστρο και του αφήνει φεύγοντας απλώς μια μαύρη μπέρτα κι ένα σημείωμα που έγραφε «δεν προλαβαίνεις να ικανοποιήσεις τις ψευδαισθήσεις σου, τέλος χρόνου» («Ο απρόσκλητος»). Μοιάζει εδώ να επιβεβαιώνει με τρόπο κινηματογραφικό τη θέση του Ελύτη για τον θάνατο, όπως τη διατύπωσε στο «Εν λευκώ»: Θάνατος είναι αυτό: να μένουν τα πράγματα που ονειρεύεσαι στη μέση.

Κι αφού μας δείχνει σε δύο επίπεδα τη σκέψη του αμέριμνου θνητού καθώς κι εκείνη του θανάτου, αποφασίζει να δράσει αποτελεσματικά και να αντισταθεί σε τούτο το παιχνίδι που ως τώρα παίζεται ερήμην μας και εντέλει με έναν παίκτη. Αποφασίζει να κερδίσει χρόνο, μήπως και αναβληθεί για λίγο καιρό το προδιαγεγραμμένο. Αυτό εκ πρώτης όψεως μοιάζει να είναι εύκολο καθώς, λόγω επαγγέλματος, έχει μια χρόνια εξοικείωση με τους λογαριασμούς. Επιδίδεται λοιπόν και πάλι στο άθλημα των προσθαφαιρέσεων και της διαίρεσης, μήπως και χρονοδιαφύγει από τον μέγα Έφορο του Ουρανού.

Μετράει από δω μετράει από κει, τα νούμερα δεν του βγαίνουν. Κάτι πρέπει να κάνει επειγόντως. Αν έσβηνε μερικές γιορτές, ας πούμε Θεοφάνεια, Δεύτερη μέρα του Πάσχα, της Παναγίας, Καθαρή Δευτέρα, Αγίου Πνεύματος; Μπα, δεν κερδίζει πολλά. Αν έσβηνε κάτι μήνες αδιάφορους, Φεβρουάριο, Μάρτιο, Νοέμβριο; Λίγο καλύτερα τώρα… Αν, πάλι, παρέκαμπτε κάτι άχρωμους παραθερισμούς, τις εθνικές επετείους, τα καλοκαιρινά φεστιβάλ, κάτι βαρετές συνάξεις με παλιούς συμμαθητές; […] («Χρονοδιαφυγή»)

Ο χρόνος και η μνήμη στην ποίηση του Καρατζόγλου συμπλέκονται δημιουργώντας ένα αμάλγαμα ιδιαίτερης ποιότητας. Η μετακίνηση στην οποία τον εξαναγκάζει το πισωγύρισμα σε διαφορετικά ορόσημα της ζωής του, προκειμένου να καταγραφεί ο απόηχος και το αποτύπωμά τους στην ψυχή του, δημιουργεί μια ψευδαισθητική και πλανεμένη βίωση του χρόνου, καθώς όλη αυτή η ευκινησία μέσω της γραφής στο παρελθόν με το άλλοθι της καταγραφής του έχει, θα έλεγα, μιαν ύποπτη εντός της ιδιοτέλεια. Βιώνεται εις διπλούν κάθε φορά το χτες όχι όμως μόνο με τις πικρές του διαψεύσεις, αλλά και με ακέραιη την επαναφορά των όλβιων στιγμών. Ακόμα και αν οι στιγμές αυτές συνοδεύονται από το παράπονο της απώλειάς τους, εντούτοις μόνο από τη θέση της αναπόλησης είχαν μιαν ελπίδα να καταγραφούν στην ποίησή του, όπως και άλλωστε συμβαίνει σε όλους μας. Κι αυτό, διότι προσφιλή συνήθως θέματά της είναι οι σκοτεινές και όχι τόσο οι ηλιόλουστες στιγμές του βίου.

Επειδή όμως υπάρχει και λειτουργεί έστω και αναδρομικά μια κάποια δικαιοσύνη απέναντι στο παρελθόν που στάθηκε φίλια και παρηγορητικά για την ύπαρξή μας, του αποδίδεται ένας ελάχιστος φόρος τιμής όταν στις τελευταίες μας συλλογές προστρέχουμε σ’ αυτό με το όχημα της νοσταλγίας. Πάντοτε ωστόσο ο χρόνος είναι ένας και αυτός είναι ο ενεστώτας, καθώς σύμφωνα με τον Τίτο Πατρίκιο στο ποίημα «Ο πειρασμός της νοσταλγίας»: στην ποίηση κυριαρχεί ο παρών χρόνος του ποιητή, ακόμα κι αν ανάγεται στον παρελθόντα χρόνο.

Το ιδιαίτερα αξιοσημείωτο επίσης στην ποίηση του Καρατζόγλου είναι μια τάση υπέρβασης του εκφραστικού «καθωσπρεπισμού», είναι η τόλμη και ο αυτοσαρκασμός, η άρνησή του δηλαδή να καταφύγει σε κάθε μορφής ωραιοποίηση προστατεύοντας την εικόνα του πίσω από περίτεχνες υπεκφυγές των αλλοιώσεων. Λέει τα πράγματα με το όνομά τους, με μιαν εντιμότητα που στοχεύει στη συνάντηση με τις μύχιες σκέψεις όλων μας μόνο που, ντύνοντάς τες με τον προσεκτικό βηματισμό του ρυθμικού λόγου, μετατρέπει την τρομερή αφήγηση του επερχόμενου τέλους σε ένα σαρκαστικό και ευχάριστο –τρόπον τινά– παραμύθι. Στο παραμύθι αυτό καταγράφονται όλοι οι ευφάνταστοι τρόποι που η ύπαρξη επινοεί για να αποδράσει από τον εγκλεισμό στη φθαρτότητά της:

Δεν δύναται πια τίποτε./ Για τούτο νοσταλγεί μικρές ατασθαλίες/ μικρές χειροβομβίδες μέσα στην αθέατη γαλήνη του/ όπως ο υπερτασικός λαχταράει λίγο αλάτι/ ο διαβητικός ονειρεύεται ζαχαρωτά/ ο υπέρβαρος αποζητά το απαγορευμένο γεύμα.// Δεν θυμάται πια τίποτα./ Γυρίζει αργά-αργά σελίδες άλμπουμ φωτογραφιών/ έγχρωμες στιγμές αποτυπωμένες πριν εκατοντάδες χρόνια/ ξέφρενα καρναβάλια, ξεφαντώματα σε πανηγύρια, τραγούδια και χορούς,/ φίλοι πέρασαν στο επέκεινα εδώ και χιλιετίες/ σε ποια αρτηρία αναρωτιέται γίνανε όλα αυτά…

Κι αλλού, στο ποίημα «Πάρτι του 1970»:

Σκαλίζοντας παλιά τεφτέρια ανακαλύπτω ένα βράδυ κρυμμένο σε ημερολόγιο/ εποχής ιδιόχειρο σημείωμα σχεδόν σαράντα χρόνια πριν, ποιους θα καλέσουμε/ στο πάρτι. Γράμματα της Έλλης στρογγυλά, δικές μου δυσανάγνωστες/ σημειώσεις στο πλάι: να αγοράσουμε ουίσκι, κιμά, μπριζόλες και διάφορα τυριά.

Θυμάται και καταγράφει κάτι παραμονές Χριστουγέννων να κατεβαίνει την Ίωνος Δραγούμη για να διαλέξει το ωραιότερο παιχνίδι, που λόγω ισχνών οικονομικών δεν του το παίρνανε ποτέ, θυμάται το ρεβεγιόν στη Λέσχη των Τραπεζικών και τη γιαγιά με τους λαχανοσαρμάδες, τον θείο απ’ την Αμερική που έστελνε δέματα με δώρα και το λαχείο των συντακτών που όμως δεν κέρδισε ποτέ του ο πατέρας. Θυμάται τους τηλεφωνικούς θαλάμους του ΟΤΕ, όπου πήγαινε γεμάτος ενοχές ν’ ακούσει τη φωνή της. Τα καλοκαίρια στο Λουτράκι, τον Καραγκιόζη του Καρεκλά, τα ασπροντυμένα γκαρσόνια που του σέρβιραν μετά στο ρεστοράν, την ομίχλη της Θεσσαλονίκης, τα παιδικά του χρόνια και τους μπαγιάτηδες. Καταγράφει ονόματα ανθρώπων και περιοχών, πόλεων και προαστίων, ζαχαροπλαστείων και ποιητών με τα μικρά τους σαν τον Αλέξη που έφυγε υπαινισσόμενος σαφώς τον Ασλάνογλου.

Κι αρχίζει το οδοιπορικό μαζί του. Πλατεία Δικαστηρίων και Μητσαίων, Καραβάν-Σαράι και Αλκαζάρ, Χαλκέων, Βενιζέλου και Αντιγονιδών, σκαλομαρίες στο τραμ και παραλία της Θεσσαλονίκης. Θαρρείς και ονομάζει τα πράγματα προκειμένου να τα σώσει, κάτι σαν πρώιμη απογραφή ή σαν τη λίστα –όχι όμως για το πάρτι που άλλοτε μαζί με την Έλλη ετοίμαζε– αλλά για το επικείμενο ταξίδι.

Το ιδιαίτερα αξιοσημείωτο επίσης στην ποίηση του Καρατζόγλου είναι μια τάση υπέρβασης του εκφραστικού «καθωσπρεπισμού», είναι η τόλμη και ο αυτοσαρκασμός, η άρνησή του δηλαδή να καταφύγει σε κάθε μορφής ωραιοποίηση προστατεύοντας την εικόνα του πίσω από περίτεχνες υπεκφυγές των αλλοιώσεων.

Έφτασα πια σε τέλεια σημεία, να φτιάχνω καταλόγους με το τι θα πάρω μαζί/ μου στο ταξίδι. Κυρίως ήχους, άσματα πονετικά για έρωτες και σφαγές, εικόνες/ από τα μέρη που είδα και τις είχα απωθημένες εδώ κάτω, χρώματα κι αρώματα/ από εγκαταλειμμένα καπνομάγαζα, συμπιεσμένα αρχεία στιγμών αισθηματικών/ με πρόσωπα που ίσως εκεί πέρα συναντήσω, αποθηκευμένα στοιχεία με/ γειτονιές και δρομίσκους, ήχους και ψίθυρους…// Να δω αν όλα αυτά θα χωρέσουν μαζί με μένα στη μήτρα σου Θεσσαλονίκη. («Μήτρα Θεσσαλονίκης»)

Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η γλώσσα που επιλέγει ο Καρατζόγλου, μια γλώσσα εκ πρώτης όψεως απλή και με περίσσιο αυτοσαρκασμό και ειρωνεία, δεν είναι παρά η ύστατη προσπάθειά του να μην τον βάλει κάτω ο συναισθηματισμός και εκτεθεί ανεπανόρθωτα ο ίδιος. Μια ασυναίσθητη άμυνα της ψυχής να αντισταθεί στον λυρισμό και να ελέγξει τη βραδυφλεγή βόμβα της νοσταλγίας.

Κι ενώ νιώθει πως σιγά σιγά κι αυτός μεταναστεύει, ακολουθώντας τη μοίρα της οικογένειάς του που ήδη μετά την Καταστροφή –όπως λέει– είχε σκορπίσει, διαβάζει το γκράφιτι και συμφωνεί πως «Είμαστε όλοι μετανάστες». Μάλιστα, και ο ίδιος ως μετανάστης οικονομικός που κατεβαίνει στην Αθήνα για δουλειές μάς αποκαλύπτει πού καταλήγει η μυστική σχέση του με έξι γουρουνάκια κουμπαράδες που αγόραζε κάθε φορά στις στάσεις που έκανε στα Τέμπη. Έριχνε κατά καιρούς λίγα λεφτά για κάποιες δύσκολες στιγμές, μα όταν έφτασε η στιγμή να τους ανοίξει, διαπίστωσε ότι με αυτά μπορούσε να αγοράσει τελικά μια Δημουλά, έναν Μέσκο, μία Μαρία Κουγιουμτζή και με τα υπόλοιπα μισό βιβλίο της Καρυστιάνη («Οικονομικός μετανάστης»).

Μιλώντας σαν απόμαχος που ακόμα και η ζωή τον έχει συνταξιοδοτήσει, μας ξεναγεί με θάρρος στην καθημερινότητά του συστήνοντάς μας μια ανιαρή ζωή που, όπως λέει, τραβάει την κατηφόρα. Μόνο που η κατηφόρα αυτή συμπαρασύρει και τον ποιητή που η έμπνευση τον έχει πια εγκαταλείψει αφήνοντάς του ωστόσο μια δίοδο νυχτερινή, ώστε λαθραία να του μεταφέρει στίχους, που το πρωί τούς έχει κιόλας λησμονήσει.

Και τότε άρχισε να με βασανίζει η απορία, γιατί να μην μπορεί να κάνω print ή έστω save κατευθείαν μέσα απ’ το όνειρο, να σώσω ό,τι μπορεί να απομείνει… («Print κατευθείαν απ’ το όνειρο»)

Μπορεί ο Καρατζόγλου να διατείνεται πως το βιβλίο αυτό είναι η σύνταξη του τελικού Ισολογισμού, πως επανεξετάζει Αποσβέσεις, ότι υπολογίζει τα Αποτελέσματα Χρήσεως και το Υπόλοιπο Ταμείου, για να τα εντάξει όλα αυτά στις Εγγραφές Κλεισίματος, χωρίς να προσδοκάται άνοιγμα Νέας Χρήσης. Για μένα, ωστόσο, η συλλογή αυτή είναι βιβλίο-βαλίτσα με τα απαραίτητα τιμαλφή της νοσταλγίας, που δεν είναι παρά θολές φωτογραφίες που λειτουργούν σαν συσκευή εισπνοών γι’ αυτόν που πάσχει από το χρόνιο άσθμα της επιστροφής.

Κι αφού γυρνά σε δρόμους παλιούς, όμοια με αυτούς του Αναγνωστάκη, κι αφού ετοιμάζεται να πάει κάπου μακριά από τον πολιούχο της Θεσσαλονίκης, όπου εκεί χοροστατεί ο τελικός κριτής ανάμεσα σε βουβά απολυτίκια («Μακριά απ’ τον Πολιούχο»), επιχειρεί κάτι ανάλογο με αυτό που είχε προτείνει άλλοτε στο Άκυρο θαύμα ο Βαρβέρης. Έγραφε τότε ο Γιάννης της Αθήνας στο ποίημά του «Χαρτοκοπτική»:

Βρες μου ένα χάρτη αυτής της πόλης μόνο.// Έχω ήδη γράψει σε μικρά μικρά χαρτάκια/ ονόματα καταστημάτων, θεάτρων κι άλλων/ παρόντων πάντα εδώ, στους ίδιους δρόμους/ αν λίγο κλείσουμε τα μάτια που κοιτάζουν./ Έλα να καρφιτσώσουμε στο χάρτη ταμπελίτσες/ μια και για μας αυτά δεν άλλαξαν εδώ και χρόνια/ έλα να καρφιτσώσουμε ό,τι λείπει/ με λύπη, με καρφίτσα και με λύπη.// Έτσι σιγά σιγά έλα πια να ζούμε/ καρφιτσωμένοι σ’ ένα χάρτη μες στο σπίτι/ με μόνη πόλη αυτή μας τη μακέτα. (Άκυρο θαύμα, 1996)

Γράφει ο Γιάννης της Θεσσαλονίκης στο ποίημά του «Στην κεκαυμένη ζώνη»:

[…] Όταν σιγά-σιγά θα σβήσει ο έρωτάς μας/ και το νέο θα γίνει αντιληπτό στους ουράνιους θεούς/ θα ’ρθει ένας άγγελος να μαζέψει όλα τα μέρη που αγαπήσαμε,/ τα μέρη που μας έκρυψαν, τα μέρη που φωλιάσαμε,/ τις αγιογραφίες του Κόντογλου στον Αη-Νικόλα στα Πατήσια,/ τη Δραπετσώνα, Κοκκινιά, Επίδαυρο, Καμίνια,/ το στέκι του Κόλια, ταβέρνες της Φιλαδέλφειας, πλατείας Παπαδιαμάντη,/ εκείνο το ατέλειωτο πήγαινε-έλα στο κορδόνι της Αχαρνών,/ τα καλαμάκια των Αλβανών, τους Πολωνούς της γειτονιάς μας,/ τον κουρέα κυρ-Παναγιώτη, τον Σαρίφ τον επιπλά, τη Βέρα απ’ το Ελμπασάν,// και θα μοιράσει τα μέρη μας αυτά σε νέους οικονομικούς μετανάστες.

Όσο κι αν προσωπικά θεωρώ κάπως βεβιασμένη την προετοιμασία του αυτή και την καταγραφή της, εντούτοις τη δέχομαι και την απολαμβάνω σαν σκηνές από τα προσεχώς στο έργο της επόμενης σεζόν γνωρίζοντας καλά τον αυτοσαρκασμό του. Κι αν κάποιοι αναρωτηθούν προς τι όλη αυτή η απογραφή, οι τίτλοι τέλους και οι αποχαιρετισμοί, σε τι αποσκοπεί μέσα απ’ τους στίχους η αναδρομή, θα απαντήσω με τα λόγια του Ανέστη Ευαγγέλου όταν, το 1960, στη συλλογή του Περιγραφή εξώσεως έγραφε:

karatzoglouΤούτη την τελευταία ώρα που νιώθω κιόλας/ να τρίζουν τα θεμέλιά μου, που ακούω/ οι μυστικοί μου αρμοί να παίζουν, απειλώντας με/ κάθε στιγμή να πέσω και να σωριαστώ-/ τούτη την ύστατη ώρα/ πρόλαβε, ποίηση/ λέξεις/ αίμα από το αίμα μου/ από τη σάρκα μου σάρκα/ πρόλαβε, ποίηση/ πριν έρθει η νύχτα/ να διασώσω κάτι από το πρόσωπό μου. («Πρόλαβε, ποίηση»)

Το πρόσωπο αυτό διασώζει ο Καρατζόγλου εδώ, με θάρρος και με σαρκασμό, γνωρίζοντας πολύ καλά τη ματαιότητα των εγκοσμίων.

 

Εγγραφές κλεισίματος
Γιάννης Καρατζόγλου
Ρώμη
44 σελ.
ISBN 978-618-5321-08-6
Τιμή €10,00
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Γιώργος Σταυριανός: «Παιδί του ανέμου»

Το Παιδί του ανέμου  έρχεται να φωτίσει τη στιχουργική ιδιότητα του Γιώργου Σταυριανού, ενός από τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες· κι επίσης, σημαντικού λογοτέχνη και πανεπιστημιακού δασκάλου. Το βιβλίο...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.