fbpx
Έλσα Κορνέτη: «Κανονικοί άνθρωποι με λοφίο και μια παρδαλή ουρά» κριτική της Κλεοπάτρας Λυμπέρη

Έλσα Κορνέτη: «Κανονικοί άνθρωποι με λοφίο και μια παρδαλή ουρά»

«Ο φόβος είναι η ευφάνταστη μοδίστρα του σύμπαντος». (Έλσα Κορνέτη)

Με τον κατακερματισμένο άνθρωπο, αυτόν που έχει απολέσει την ταυτότητά του θαμμένος στους πνευματικούς και ηθικούς σκουπιδότοπους των σύγχρονων κοινωνιών, ανάμεσα σε τερατώδεις κανονικότητες, εκπτώσεις, ματαιώσεις και στυγνές αδιαφορίες, ασχολείται η Έλσα Κορνέτη σε αυτή τη συλλογή. Ο φακός της δεν φωτίζει μόνο την ατομική ανθρώπινη ψυχή και τις ειδικές ποιότητές της, παρακολουθεί το ον-άνθρωπο στη συλλογική του διάσταση μέσα από μια αυστηρή κοινωνική κριτική, προσεγγίζοντας την ίδια την έννοια της ανθρωπινότητας και τον αντίποδά της. Έτσι, εκτός από την ποιητική μιας ανθρωπολογίας, το βιβλίο αυτό αποτελεί ταυτόχρονα και μια κοινωνιολογική ματιά, ένα ηχηρό σχόλιο αναφορικά με τον παρόντα ιστορικό χρόνο του πολιτισμού, όπου το ον-άνθρωπος, δέσμιο του υπολογιστή, της οθόνης και των ηλεκτρονικών διαπροσωπικών σχέσεων, καταργεί σταδιακά ό,τι μέχρι σήμερα ονομάζαμε ζωή.

Έχω την εντύπωση ότι οι αισθητικές επιδράσεις της Κορνέτη στη συγκεκριμένη σύνθεση έρχονται κυρίως από την ποίηση της Σύλβια Πλαθ, σε ό,τι αφορά το ύφος, την εικονοποιητική δύναμη της γλώσσας, την αναπάντεχη συμπλοκή των λέξεων και των εννοιών. Αλλά σε αντίθεση με την Αμερικανίδα ποιήτρια, το σύμπαν της Κορνέτη δεν είναι τόσο περίκλειστο και ιδιωτικό· αφήνεται στη συνολική ανθρώπινη περιπέτεια και, παρά τις εξωτερικές επικριτικές του θέσεις, εμπεριέχει ταυτοχρόνως μια καλοκρυμμένη ρομαντική διάσταση, από την οποία προέρχεται και η ανάγκη της ποιήτριας για έναν πιο αρμονικό κόσμο: η νοσταλγία για το Απόλυτο.

Πάνω σε αυτόν τον καμβά, η Κορνέτη αναπτύσσει τα εκφραστικά της μέσα εστιάζοντας σε μια εσωτερική αίσθηση ματαίωσης της εξιδανίκευσης για όλα τα ανθρώπινα, γεγονός που αφήνει μια πικρή γεύση. Το τέλος του παιδικού παραμυθιού, που οδηγεί στη σκληρή πραγματικότητα του ενήλικου, η ασφυκτική καθημερινότητα η υποταγμένη στην αδηφάγα μηχανή της τεχνολογίας, η διάλυση των αξιών, μέσα από τις οποίες παράγονται άνθρωποι «ανύπαρκτοι», είναι μερικές επισημάνσεις αυτής της ποίησης.

Η Κορνέτη ανήκει σε ένα ρεύμα ποιητών οι οποίοι δεν βλέπουν την ποιητική δραστηριότητα ως μια απλή λυρική κατάσταση που εξαντλείται σε συναισθηματικές εκκρίσεις, αλλά ως μια ευκαιρία σύνδεσης του αισθήματος με τη σκέψη, αποτυπώνοντας ταυτόχρονα και τη σύνδεση ποίησης/φιλοσοφίας – κάτι που παλιότερα ήταν μάλλον απαγορευτικό για ένα ποιητικό βιβλίο.

Η Κορνέτη ανατέμνει προσεχτικά την ανθρώπινη ψυχή και αποδεικνύεται καλός γνώστης της ψυχολογίας, παρακολουθώντας από απόσταση τα πράγματα, σαν παρατηρητής που διαθέτει ιδιαίτερη ευαισθησία και διεισδυτικότητα. Έτσι χτίζει την εικόνα του απομονωμένου σύγχρονου ανθρώπου, όχι με τον τρόπο που το έκαναν οι προηγούμενοι ποιητές του Μοντερνισμού (οι οποίοι μίλησαν για τη ματαιότητα, την απώλεια και το non sense της ανθρώπινης ύπαρξης), αλλά περιγράφοντας έναν παραμορφωμένο ψυχικό κόσμο, που ξαπλώνει πάνω στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή. Στην εποχή της μηδενικής γενναιότητας οι κανονικοί άνθρωποι/ Στροβιλίζονται στην παρδαλή δίνη του παγκόσμιου σκουπιδοφάγου/ Οχυρώνονται στο χαμηλοτάβανο σπίτι όπου η οθόνη ολοένα ψηλώνει/ Με γαλάζιο θάρρος αγγίζονται ηλεκτρονικά/ Με ασφαλή πληκτρολόγηση συνουσιάζονται πάνω σε γυάλινο κρεβάτι αφής («Τα ποιήματα της αφής»).

Πρόκειται για τον σύγχρονο κόσμο που, απογυμνωμένος από τις ιδέες και τα οράματα, γεννά τα σύγχρονα τέρατα (πνευματικά και συναισθηματικά υβρίδια), βουλιάζοντας όλο και περισσότερο σε μια κατάσταση θανάτου. Πρόκειται για μια «άλλη» ζωή, που δεν μπορεί πια να κινηθεί από τα βαθιά, από την ουσία της. Πρόκειται για τον έρωτα που υποδύεται τον έρωτα, τη λογοτεχνία που υποδύεται τη λογοτεχνία. Πρόκειται για την ποίηση που έχασε το κέντρο της, όλα όσα μπορούσε να αντλήσει από τη συλλογική γλώσσα, τον καιρό που ήταν ακόμα ζωντανή η πνευματική συνεκτικότητα. Όταν θα φτάσει πλέον στην κορυφή του σκουπιδόλοφου/ Θ' ατενίσει έναν κόσμο ανόητο και ρηχό./ Τότε ίσως αναρωτηθεί για τη θρυμματισμένη του όραση/ Για τα χρόνια της λάμψης όταν έκανε παρέα με χρυσούς γύπες/ (Συμπάσχοντας με την ανθρωπότητα)... Ο κόσμος ολοένα χαμηλώνει/ πέφτει στα γόνατα/ υποκλίνεται/ σε ανθρώπους φελλούς (Προϊόντα νέας τεχνολογίας)... Στο σύγχρονο παραμύθι/ η Χιονάτη γίνεται στάχτη («Μοιραία εξέλιξη»).

Άλλοτε η ποιήτρια θα μιλήσει για ψυχικές ποιότητες που συνδέονται με την πρωταρχική έννοια του ανθρώπου, για καταστάσεις που τον ακολουθούν σε όλες τις εποχές. Στη σκιά κάθε επίδοξου πετεινού/ Ζει ένας αλαζόνας ποιητής/ Που χάνει τα μάτια του. Αν και ο ψυχαναλυτικός προσανατολισμός της Κορνέτη στο παρόν βιβλίο είναι πολύ ισχυρός, μαζί του συμβαδίζει το στέρεο βήμα ενός σκεπτόμενου ανθρώπου, ο οποίος αντλεί από το φιλοσοφικό υπέδαφος. Οι δυο αυτές δυνάμεις ενωμένες επεξεργάζονται, διά μέσου της ποίησης, ζητήματα όπως το έλλειμμα της επικοινωνίας, ο εγωκεντρισμός, η υπεροψία, η κοινωνική υποκρισία, η έκπτωση της ηθικής και των αξιών. Η ίδια η ηθική, σαν πρωταρχική φιλοσοφική κατηγορία της αρχαιοελληνικής σκέψης, κάνει αισθητή την παρουσία της εδώ, χωρίς να κραυγάζει, αλλά λειτουργώντας υποδόρια, μέσα από υπαινιγμούς, καθώς προσεγγίζεται η προβληματική σχέση του σύγχρονου ανθρώπου με τις παραδεδεγμένες αξίες του παλιού κόσμου.

Η φιλοσοφική κλίση της Κορνέτη, η οποία μας κοινοποιήθηκε πιο άμεσα με το προηγούμενο βιβλίο της, Ημερολόγιο φιλοσοφικής ήττας, κατά την αίσθησή μου είναι αυτή που έχει την υψηλή εποπτεία του βιβλίου της, υπονοώντας μια στέρεη βάση στις συνολικές συλλήψεις της. Η Κορνέτη ανήκει σε ένα ρεύμα ποιητών οι οποίοι δεν βλέπουν την ποιητική δραστηριότητα ως μια απλή λυρική κατάσταση που εξαντλείται σε συναισθηματικές εκκρίσεις, αλλά ως μια ευκαιρία σύνδεσης του αισθήματος με τη σκέψη, αποτυπώνοντας ταυτόχρονα και τη σύνδεση ποίησης/φιλοσοφίας – κάτι που παλιότερα ήταν μάλλον απαγορευτικό για ένα ποιητικό βιβλίο. Πότε άραγε/ ο άνθρωπος μπορεί να βάλει/ σε τάξη τον εαυτό του;/ Σε μια εαυτού ανακατασκευή/ Ή σε μια εαυτού κατεδάφιση; (Απορίες)... H αυτογνωσία είναι/ μια περιπέτεια αναγνωριστική/ όταν επιτέλους συνειδητοποιείς/ την ελαττωματική σου/ κατασκευή («Τα μεταχειρισμένα ρούχα του καθρέφτη»).

Γράφει ο Στάινερ: «Ίσως η αδελφική διαμάχη ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία, και ειδικότερα ανάμεσα στην οντολογία και την ποιητική, έφτασε στο τέλος της». Μου έρχεται στον νου ο Αμερικανός John Asbery, ο δικός μας Νίκος Καρούζος, η Καναδή Ann Carson, οι οποίοι μεταπήδησαν σε μια διαφορετική αντίληψη της ποιητικής έκφρασης, εντάσσοντας τη σκέψη με φυσικότητα στο έργο τους χωρίς αυτό να γίνεται σε βάρος της ποιητικής τους. Είναι φανερό πως ό,τι άρχισε κάποτε με την εξαίρεση των ποιητών από την ιδανική πολιτεία του Πλάτωνα, μάλλον τελείωσε τον 20ό αιώνα, με τον ισχυρισμό του Χάιντεγκερ ότι «ο αυθεντικός στοχαστής και ο αληθινός ποιητής κατ' ανάγκη εμπλέκονται στην ίδια πράξη και μαρτυρία της ύπαρξης» (ο Χάιντεγκερ έγραψε για την ενότητα denken και dichten, τις δυο παράλληλες λειτουργίες της πνευματικής αντιληπτικότητας και της ποιητικής δημιουργικότητας). Για την ίδια ακριβώς σύζευξη, συμπληρώνει ο Στάινερ: «Η φιλοσοφία και η λογοτεχνία είναι θεωρητικά οικοδομήματα της συναλλαγής μεταξύ λέξης και κόσμου».

Η Κορνέτη καλλιεργεί αυτή τη συναλλαγή, χρησιμοποιώντας μια έκρυθμη ποιητική εικονοποιία, αναπάντεχες συνδέσεις εικόνων που ενσωματώνουν και απογειώνουν συνδέσεις λέξεων (αυτό είναι από τα ατού του έργου της), αλλά κυρίως στηρίζεται στην πνευματική της συγκρότηση, μέσα από την οποία μπορεί να εισχωρεί πιο βαθιά στα πράγματα. Στο παρόν βιβλίο –κατά την αίσθησή μου πάντα– δεν δίνει κάποια ιδιαίτερη έμφαση στη γλώσσα, την ενδιαφέρει κυρίως το Νόημα, ως το μόνο αυθεντικό όργανο ποιητικής και ως κλειδί επικοινωνίας που ανασυνθέτει κόσμους για να τους διαμοιράσει. Έτσι υπερασπιζόμενη το Νόημα, σθεναρά και με ειλικρίνεια, γίνεται στυλοβάτης της γλώσσας, σε μια εποχή όπου η τάση κατάργησης της σημασίας του Νοήματος ευθύνεται για τη σταδιακή αποδόμηση του πολιτισμού – τουλάχιστον έτσι όπως τον γνωρίζαμε μέχρι τώρα.

Αυτή η ένταξη της ποιήτριας στην υπηρεσία του Νοήματος τη βοηθά να απαλλάσσει το έργο της από περιττά λικνίσματα και φιοριτούρες, που σαφώς θα έκαναν τη δουλειά της λιγότερο ουσιαστική. Παρατηρώ, όμως, ότι εκεί που δημιουργεί περισσότερη θερμότητα και πιο ολοκληρωμένες όψεις της γλώσσας είναι όταν αφήνεται στο συναίσθημά της χωρίς να το επιτηρεί. Ειδικά στα ποιήματα «Η βουλιμική οικογένεια» και «Ιn suspenso», νομίζω η ποίησή της απογειώνεται ακριβώς λόγω της συναισθηματικής πρωτοκαθεδρίας, η οποία επιτρέπει στο νόημα να αναδύεται πιο συντονισμένο και υποταγμένο στους εσωτερικούς ψυχικούς ρυθμούς. Είναι φανερό ότι εδώ υπάρχει ισχυρό προσωπικό βίωμα, μια ανάφλεξη που υποβοηθά την κίνηση του λόγου, δίνοντας πιο πλούσια και αυθεντικά στοιχεία συγκίνησης και εσωτερικότητας. Όπως η μύγα μυρίζει το φως/ ο φόβος μυρίζει το σκοτάδι/ και το αιχμάλωτο μαύρο μαργαριτάρι/ Ο φόβος ζει μέσα σε ένα υπερηχητικό αυτί/ Μεγαλώνει συντονίζεται/ με το βόμβο της σφηκοφωλιάς/ μπαίνει στο μυαλό μιας κουκουνάρας/ για να την πολλαπλασιάσει («In suspenso»). Είναι κάποιες μέρες που/ η αγάπη μοιάζει/ με κόκκινη ξεραμένη σάλτσα/ Είναι κάποιες μέρες που/ η αγάπη έχει γεύση/ ξινής ντοματόσουπας/ Μια μέρα η αγάπη/ Κόλλησε/ ανάμεσα σε δύο/ άπλυτα κουτάλια («Η βουλιμική οικογένεια»).

Ίσως η κεντρική ανησυχία του παρόντος βιβλίου, σχετικά με την αδυναμία του σύγχρονου ανθρώπου και τις ψυχικές του ρωγμές, αποτυπώνεται στο ποίημα «Συμπάσχοντας με την ανθρωπότητα», στο σύντομο κομμάτι όπου ο αγαθός τρελός της γειτονιάς μονολογεί περπατώντας μέσα στην (συμβολική) παγωνιά (της ύπαρξης;): «Υπάρχει έλλειψη, υπάρχει έλλειψη». Στο πρόσωπο αυτού του τρελού, η ποιήτρια, μάλλον χωρίς να το συνειδητοποιεί, αισθάνομαι ότι απιθώνει τον εαυτό της και τη βαθύτερη ανάγκη της να ζήσει σε έναν άρτιο κόσμο, εσωτερικό και εξωτερικό, ο οποίος θα επιδιορθώσει και τη δική της ατομική πληγή στη σύνδεση με τους άλλους.

Ένα ποίημα δεν τελειώνει ποτέ, μόνον εγκαταλείπεται, γράφει ο Πολ Βαλερί. Η Κορνέτη εγκαταλείπεται στους αναγνώστες της, για να συνεχίσει να μιλά μέσα μας και μετά την ανάγνωση του βιβλίου της, αφήνοντάς μας τα ίχνη μιας αδιόρατης λύπης, τη σιγανή φωνή ενός μικρού παιδιού που ο κόσμος το έχει πολύ πληγώσει. Αυτή ακριβώς η υφέρπουσα παιδική συντριβή, που υπαινικτικά δρα μέσω των λέξεων, συνθέτει, αισθάνομαι, και το πιο κρυφό σημείο του παρόντος έργου, από όπου οι λέξεις, οι έννοιες, οι εικόνες, οι φαντασιακοί σχεδιασμοί (αντιστοιχίες της ψυχικής ζωής της Κορνέτη) συνεργάζονται, για να αντιστρέψουν το τραύμα σε ώριμο αίσθημα, σε ευφυή γνώση, σε δυναμική αντίληψης, παρατήρησης και εμβάθυνσης, τουτέστιν σε «φιλοσοφική νίκη», δίνοντας έτσι το στίγμα μιας ποίησης που υπόσχεται να μας χαρίσει πολλά.

Κανονικοί άνθρωποι με λοφίο και μια παρδαλή ουρά
Έλσα Κορνέτη
Γαβριηλίδης
88 σελ.
Τιμή € 8,52
001 patakis eshop

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Αναστασία Γκίτση: «Ό,τι λύπει συναρμολογείται»

Ελάχιστες φορές έχω διαβάσει ένα ποιητικό βιβλίο, μια σύνθεση όπως αυτήν της Αναστασίας Γκίτση, με σφιγμένα δόντια. Από την πρώτη σελίδα η ηθελημένη ορθογραφία δίνει την συγκολλητική ουσία της...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Γιώργος Σταυριανός: «Παιδί του ανέμου»

Το Παιδί του ανέμου  έρχεται να φωτίσει τη στιχουργική ιδιότητα του Γιώργου Σταυριανού, ενός από τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες· κι επίσης, σημαντικού λογοτέχνη και πανεπιστημιακού δασκάλου. Το βιβλίο...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.