fbpx
Δημήτρης Αγγελής: «Πάντα βρέχει στο κεφάλι του σκύλου»

Δημήτρης Αγγελής: «Πάντα βρέχει στο κεφάλι του σκύλου»

«last night I dreamt that somebody loved me»
(The Smiths)

Ένα τραυματικό Άσμα Ασμάτων ή, αλλιώς, ένα Μονόγραμμα, είναι η συλλογή Πάντα βρέχει στο κεφάλι του σκύλου,γιατί είναι θλιβερό, γεμάτο από τον πόνο μιας χαμένης αγάπης. Κι ο ποιητής ένας εξόριστος του παραδείσου, που αναπτύσσει σε μια παραλλαγή λόγων και εικόνων την έκπτωση ή, αλλιώς, το προπατορικό αμάρτημα σε μοντέρνα εκδοχή. Ο Δημήτρης Αγγελής θα βάλει το ποιητικό εγώ να κυκλοφορεί μέσα στα ποιήματα, αλλάζοντας μορφές και ηλικίες, μπαίνοντας στα πράγματα και μπαινοβγαίνοντας στον χρόνο, όντας παιδί και άντρας και ερωτευμένος και εγκαταλελειμμένος και εκλιπαρών και μη εισακουόμενος.

Ένα πιστό σκυλί που έχασε τον αφέντη του· την Αγάπη. Που φυλακίστηκε μέσα του, που τις νύχτες όλα τού μιλούν και δεν τον αφήνουν να κοιμηθεί, για να έρθει η μέρα με τις δικές της ανησυχίες. Στα ποιήματα της συλλογής του θα μεταμφιεστεί πολλές φορές, θα επιχειρήσει να κρυφτεί στην ντουλάπα, κάτω από το κρεβάτι, θα μπει μέσα σε πίνακες, φωτογραφίες, κήπους και περιβόλια, θα μείνει έξω κάτω από τη βροχή, ανέστιος και ατάιστος, στη νύχτα και στη μέρα, μόνος. Κάθε φυσικό ήχο θα τον φιλτράρει για να τον αναγάγει σε καλλιτέχνημα. Έτσι θα φτάσουν σ’ αυτόν όλα τα πρωινά του κόσμου, στα μάτια του οι μηλιές και τα πικρολέμονα, ενώ όλη η τέχνη αφομοιωμένη μέσα του θα βγει στους στίχους, αλλά τίποτα δεν θα τον παρηγορήσει. Η έξοδος από τον παράδεισο είναι ένα διαρκές πένθος.

Ως προς τον πρώτο χαρακτηρισμό, παραλληλισμό –Άσμα Ασμάτων– νομίζω πως μόνο ως προς τον χαμένο παράδεισο ταιριάζει, μοιάζει, θυμίζει, γιατί λείπει η χαρά του ερωτικού ενθουσιασμού που διατρέχει το Άσμα. Υπάρχει ο ύμνος και ο έπαινος που εδώ έχει χαθεί. Περισσότερο θα υποστήριζα πως μοιάζει με το δεύτερο –το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη– και πως ακολουθεί σχεδόν πιστά τον πρώτο στίχο και προμετωπίδα της συλλογής, «Θα πενθώ πάντα –μ’ ακούς;– για σένα,/ μόνος, στον παράδεισο». Έχουμε, λοιπόν, ένα ποίημα-άσμα υμνητικό, ερωτικό και πένθιμο.

Στο εξώφυλλο, που φιλοτέχνησε ο άξιος καλλιτέχνης Κώστας Σιαφάκας, το μακρύ χέρι μιας ομπρέλας μαύρης –μαύρος ουρανός– χωρίζει τον κόσμο στα δυο. Στο ένα μέρος του πίνακα και της ζωής είναι το τώρα, με τον μαύρο σκύλο και τα λυπημένα μάτια του να τον χτυπάει η βροχή και να κοιτάζει άφωνος το άλλο μέρος, δεξιά, τον ήλιο που λάμπει ψηλά. Ένα ξίφος κάτω, χαμηλά, σαν να είναι ζυγαριά, ακουμπά από τη μία μεριά με τη λαβή του σε ένα βότσαλο ή αβγό. Να είναι άραγε το κοσμογονικό αβγό, από το οποίο γεννήθηκε το έρωτας; Από την άλλη μεριά το ξίφος έχει διαπεράσει ένα μήλο που, αν ήταν έγχρωμο, θα ήταν κόκκινο βαθύ και, όπως φαίνεται, βαρύ, μεγαλύτερο και βαρύτερο από το αβγό. Να είναι αυτή η ζυγαριά που ζύγισε τον έρωτα και τον βρήκε λειψό και από την άλλη το τρυπημένο μήλο να είναι η καρδιά του ποιητή; Ακούγεται εδώ ο μακριά ο Συμεών και από κοντά ο Σικελιανός:

Κι εσέ, Μαρία, μες στην καρδιά ρομφαία θα σε διαβεί.

Η μαύρη ομπρέλα θυμίζει ταιριαστά τους στίχους του Σαρλ Μποντλέρ:

…πέφτει ο ουρανός βαρύς και χαμηλός, σαν να ’ν’ καπάκι
στο πνεύμα επάνω…

…le ciel bas et lourd pèse comme un couvercle
Surlesprit(Spleen, 4)

Η έξοδος από τον παράδεισο είναι ένα διαρκές πένθος.

Κοιτάζοντας τις λεπτομέρειες του τίτλου, τον «σκύλο» και την πίστη του, τη «βροχή» –θλίψη και δάκρυα–, τη φράση «στο κεφάλι», σαν συμφορά που πλάκωσε, σαν κεραυνός από ψηλά, και το «πάντα», που δηλώνει την παγιωμένη πλέον κατάσταση, αισθανόμαστε κι εμείς το βάρος της ψυχής, τον πόνο της βροχής, της μοναξιάς, της παγωνιάς και της απελπισίας. Άλλωστε και από το μότο της συλλογής –last night I dreamt that somebody loved me (χθες τη νύχτα ονειρεύτηκα ότι κάποιος μ’ αγαπούσε)– επιβεβαιώνεται το τετελεσμένο. Μόνο στο όνειρο λοιπόν μπορεί να έρχεται η αγαπημένη ως ανάμνηση.

Δεν μας διαφεύγει ποτέ ότι κάθε ποιητική συλλογή, και περισσότερο αυτή, είναι ένα έργο τέχνης, αρχίζοντας από το χαρτί και τη γραμματοσειρά και σταδιακά μετατοπίζοντας το βλέμμα στις μικρές λεπτομέρειες που συνθέτουν το όλο. Το όλο που εμπεριέχει αρχιτεκτόνημα, μουσική σύνθεση, πινακοθήκη και έργα τέχνης πάσης φύσεως.

Η συλλογή εξελίσσεται σε τέσσερα μέρη, σαν κοντσέρτο ή συμφωνία: «Αν ήμουν η νύχτα σου», «Οι καθ’ ημέραν λύπες», «Στη χώρα του ποτέ», «Τα άλογα του Ταρκόφσκι». Μία φανταστική υπόθεση, μια υποθετική φαντασία, μία καλλιτεχνική φυγή. Τέσσερις ενότητες με φορτίο καλλιτεχνικό καταφανές συνεχώς. Με όνειρα που γονιμοποιούνται τη νύχτα και διαλύονται το πρωί. Ποιήματα, σαν βήματα για τη δημιουργία, η σκέψη πριν τη σύνθεση. Τι θα ’θελα να έχει ο μύθος του. Υλικό αντλημένο από μια ακυρωμένη πραγματικότητα, αλλά και πάλι από όνειρο σκηνοθετημένο. Ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα φωτάκια του έρχεται σαν δείγμα μιας εκβιασμένης επιθυμίας, που επιμένει πεισματικά να ελπίζει σε μια δευτέρα παρουσία, μια εμμονή και αυταπάτη συγχρόνως.

Το πρώτο ποίημα, «Μάρτιος 2020», σηματοδοτεί ποιο είναι το τώρα της δυστυχίας. Και αυτή η δυστυχία είναι η πρώτη, πρωτάκουστη και πρωτοφανέρωτη στα χρόνια μας πανδημία και η συνακόλουθη καραντίνα. Ο εγκλεισμός στο σπίτι, η αφόρητη μοναξιά, το τριγύρισμα από το ένα δωμάτιο στο άλλο. Το μοναχικό εγώ απέναντι στο απόν εσύ. Κοιτάζει τη φωτογραφία και φωνάζει:

Άναψε λίγο μέλλον για μένα!

Σαν να ακούμε τον Άγγελο Σικελιανό, να εκλιπαρεί: «Δώσε/ δώσ’ και σε μένα, Κύριε..» λίγη ελπίδα.

Ο Αγγελής μιλάει με καλλιτεχνικούς όρους και τίτλους, όπως: «Όλα τα πρωινά του κόσμου που σηκώνομαι απ’ τον θάνατο», όπου αφενός παραπέμπει στο έργο Όλα τα πρωινά του κόσμου του Αλέν Κορνό και στη μουσική του Γιορντί Σαβάλ με τον αντίστοιχο τίτλο, αλλά και στον ύπνο που λειτουργεί σαν δίδυμος του θάνατου αδελφός.

Τον περασμένο χειμώνα ήμουν ευτυχισμένος: όταν η φύση κοιμόταν σαν νεκρή, η ψυχή μου έμοιαζε γαλήνια – μα τώρα; ρωτάει ο Ούγος Φώσκολοςστο Τζιάκοπο Όρτις. Τώρα που ξύπνησε, τι; Ωστόσο, ο ποιητής δεν σταματά να γράφει και να μιλάει, να συνδιαλέγεται με τις φωτογραφίες, να κοιμάται στο μαξιλάρι με τα μαλλιά της αγάπης του σαν να είναι εκεί, και ας μην είναι εκεί:

Όλη τη νύχτα τα μαλλιά σου πάνω στο μαξιλάρι/ δεν μ’ άφηναν να κοιμηθώ

και όλο το ποίημα γεμίζει από υπερρεαλιστική φαντασμαγορία. Τα αισθητήρια κατακλύζονται, εκπλήττονται, εντυπωσιάζονται: «Ένας μόνιμος βόμβος ηχούσε απ’ το φτερούγισμα/ χιλιάδων κολιμπρί», «ο πορτοκαλής σκύλος», το «κυπαρίσσι παραδίπλα αναβόσβηνε», «ακούγονταν οι πλεκτομηχανές», κάποιος άλλος «κυνηγούσε το φεγγαρόφωτο/ για ν’ ανάψει ένα κερί».

Ημερολόγιο απουσίας μέσα στην καραντίνα του 2020, αλλά όχι μόνο της καραντίνας· μιας ολόκληρης ζωής και της μελλοντικής, της γεμάτης από τον μνησιπήμονα πόνο, που έλεγε ο Αισχύλος και επαναλάμβανε ο Σεφέρης, που στάζει μέρα νύχτα στην ψυχή. Ένας διαρκής σπαραγμός ο λόγος του, μία ελεγεία για τη χαμένη εποχή και τον χαμένο παράδεισο.

Το ψυχικό μαρτύριο δεν εξαντλείται στα φαινόμενα και τεκταινόμενα της μέρας, αλλά εισχωρεί στα όνειρα της νύχτας και η νύχτα αδειάζει στη μέρα σε ένα συνεχές πάνω κάτω, μέσα έξω, σαν κλεψύδρα, σαν τα κουβαδάκια του μαγκανοπήγαδου που πάνε κι έρχονται χωρίς σταματημό. «Όταν είναι νύχτα να ονειρεύεσαι, αλλά όταν ξημερώσει ν’ ανοίγεις το παράθυρο διάπλατα… Όλα τα πράγματα του κόσμου έχουν δικαίωμα στο φως», λέει ο Οδυσσέας Ελύτης (Ανοιχτά Χαρτιά, 327), δίνοντας το χέρι στον νεότερο ποιητή, για να του θυμίζει πως κάθε καιρός έχει τα δικά του πάθη και τις δικές του πληγές.

Στα «Τρία απελπισμένα ποιήματα», η φαντασμαγορία της φύσης μεταφράζεται σε γυναίκα και αγάπη, σε οράματα και ο σκύλος πλατσουρίζει χαρούμενος στα νερά/ κι ύστερα τινάζει το βρεγμένο του τρίχωμα/ πάνω μας. Κι έτσι, σταγόνες από τον πόνο του φτάνουνε ως εμάς.

Στο ποίημα «Αν ήμουν η νύχτα σου», σε έναν δραματικό χείμαρρο επαναλαμβανόμενων υποθετικών προτάσεων –αν ήμουν– καταλήγει να εξομοιωθεί με τον ξεβρασμένο μετανάστη, επαναφέροντας στο προσκήνιο το κοινωνικό τραύμα των καιρών μας, τη μετανάστευση, που την είχαμε δει και σε παλαιότερη συλλογή, σε προσωπικό επίπεδο:

ένα υπέρλαμπρο ναυάγιο είμαι μες στην ομίχλη/ ο μετανάστης που ξεβράστηκε στο ξημέρωμα σε μιαν/ άγνωστη χώρα

Ένας μετανάστης διωγμένος από τη χώρα της παλιάς του ευτυχίας.

Ένας διαρκής σπαραγμός ο λόγος του, μία ελεγεία για τη χαμένη εποχή και τον χαμένο παράδεισο.

Το ποίημα «Χθες», ο χαμένος παράδεισος του χθες, έχει μελετηθεί σε άλλο κείμενο και έχει πλέον αποκτήσει την αυτονομία του… ωστόσο, και στη συλλογή μέσα δείχνει την οργανική του θέση, συνέχεια και σύνδεση:

ευτυχώς χθες δεν πέθανα, χθες/ αγαπούσα.

Στις «Καθ’ ημέραν λύπες», οχτώ ποιήματα. Ο «Αντιμπουκόφσκι» ποιητής γίνεται ο υπηρέτης της αγάπης, αλλά εκείνη παραμένει ασυγκίνητη σαν την Ολυμπία του Μανέ, ενώ «Αγάπη είναι αυτός ο σκύλος που δραπέτευσε απ’ τον παράδεισο/ και παραμένει ατάιστος». Κι έτσι «η αγάπη είναι ένας σκύλος από την κόλαση».

Το ποίημα «Αδάμ και Εύα» εκκινεί από την ευωχία και τον πληθωρισμό ενός πίνακα του Μποτέρο, κάποια στιγμή όμως και οι δύο δραπέτευσαν από τον παράδεισο.

Στο «Πού κρύβουμε τα πράγματα», ο καθένας και η κρυψώνα του κι ο ποιητής κρύβει τον «μονόκερό του», αλλά τελικά κι εκείνος έχει φύγει και δεν έχει αφήσει ίχνος πίσω του, ούτε τη χρυσόσκονη που νόμιζε πως είχε… αυτή κι αν είναι απελπισία· η απομυθοποίηση του ονειρικού πολύτιμου που νόμιζε πως είχε και ήταν δικό του, καταδικό του και καλά φυλαγμένο. Αυτά τα κρυμμένα, που έλαμπαν σαν χρυσάφι στην αρχή κι απομυθοποιούνται τώρα, που έχασαν την αθώα και τρυφερή τους διάσταση, πονούν πολύ τη νύχτα και η βαριά ανάσα τους δεν τον αφήνει να κοιμηθεί:

λίγη υπομονή ακόμα, τους λέω, και θα ξημερώσει
λίγη υπομονή και θα βγούμε

«Ο Καρυωτάκης στα Κιούρκα» μέσα σε μια ειδυλλιακή σκηνή, ανάμεσα σε αγρότες, πολύ πριν από την αυτοχειρία. Τώρα ο δικός μας ποιητής νιώθει σαν εκείνον. Ζούσε και αυτός ανάμεσα σε μηλιές και πικρολέμονα. Ο Καρυωτάκης έχει πεθάνει, ο Αγγελής είναι σαν πεθαμένος.

Ο άνθρωπος των πολλών χωρισμών, των πολλών προσευχών, αυτός που αγαπήθηκε αλλά και έζησε μόνος, που καταπατήθηκε και πόνεσε.

Ο «Αντιπαλαμάς» είναι ποίημα ωραίο σαν επίγραμμα:

Είμαι μία τίγρη στη ρίζα σκιερής φοινικιάς
που χωνεύει ήσυχα τον Παλαμά της

το ποίημα έχει άλλους δύο στίχους σε παρένθεση:

(Ένα κοριτσάκι, η Νόρα, με κοιτάζει και λέει:
«δεν είναι πλασμένος για την αγάπη)

Σαν από την παρένθεση να βγαίνει η Νόρα του Μπόρχες, που μας ενημερώνει πως αυτός ο τίγρης «είναι πλασμένος για την αγάπη».

Ενότητα «Στη χώρα του ποτέ». Η Never Never Land, το γνωστό ανύπαρκτο νησί όπου ξεπέφτουν τα εγκαταλελειμμένα παιδιά, όπως τα επαναστατημένα στο Γούντστοκ, «Θυμάμαι το Γούντστοκ», ξηλώνοντας τον χρόνο, βουστροφηδόν θα ξαναβρούμε τη χαμένη νιότη και ευτυχία μας. Τότε που υπήρχε η εκδρομή, τα δάση που δεν είχαν καεί, τα ελάφια που ζούσαν εκεί, οι πάγοι που δεν είχαν λιώσει της Ανταρκτικής,

κι ο χρόνος έτρεχε απαλά ξανά προς την αρχή του/
–ανάποδα, για να μην ξεχαστούμε –ανάποδα, για να μη φοβηθούμε

Στη «Λουμπλιάνιτσα» έχουμε και πάλι μια εικαστική εκδοχή, είναι το πρόγευμα στη εξοχή του Μανέ, που όμως ένα κοράκι «τσιμπολογάει από τα πιάτα μας». Σαν να εισχώρησε στον χώρο ο αρχιαρτοποιός του Πετεφρή μ’ εκείνα τα πουλιά που έτρωγαν από το καλάθι στο κεφάλι του τα ψωμιά του. Ή μήπως πρόκειται για το κοράκι «never more» του Πόε; Σε λίγο, το θέμα αλλάζει: η

Παναγία που προσφέρει στον Χριστό ένα μήλο. «Έτσι κι αλλιώς δεν θα μείνω εδώ για πολύ», της απαντά –ακόμα κι εκείνος θα έχει σε λίγο τις δικές του δώδεκα πληγές» (Εκείνη δακρύζει. Το ίδιο κι εγώ).

Τελευταία ενότητα «Τα άλογα του Ταρκόφσκι», τίτλοι ταινιών και ο τίτλος του βιβλίου. Συλλέγω ψηφίδες, μία από κάθε ποίημα:

Ρίχνω στο πηγάδι τον σιδερένιο σου κουβά για ν’ ανεβάσω το αστέρι που μου χάρισες.
ένας ακόμη πετεινός βεβαιώνει πως ήμουν πάντοτε/ μια/ χειρονομία άρνησης/ για κάθε σου/ ελπίδα.
Ξύπνησα σήμερα και νόμιζα πως ήμουνα σπίτι σου. Επειδή σε τίποτα δεν ελπίζω πια.
συμβαίνει πάλι να κυνηγώ με το δίχτυ τον άνεμο.
Δεν φταις εσύ. Φταίει αυτή η μονότονη μουσική… τα αποξηραμένα λουλούδια στο βάζο. Και το τηλέφωνο που δεν χτυπάει.
Ακόμα κι αν έρθεις τώρα κάτω απ’ τον ίσκιο του φάρου και μου πεις όχι ξανά, ακόμα και τότε εγώ, ως το τέλος του κόσμου για σένα/ θα καίγομαι.

dim aggelis22Σε πρόσφατη συνέντευξή του (Το Βήμα, 13 Μαρτίου ’22), ο ποιητής είπε ότι «κάθε ποίημα συνιστά διαμονή έκτακτης ανάγκης για ανθρώπους που αντιμετωπίζουν μια κρίση» και, παρακάτω, «το μόνιμο ζήτημα στην ποίηση, όπως και στη ζωή, είναι ο άλλος, όχι το εγωιστικό κτητικό μου συναίσθημα. Είμαστε η γενιά της ερωτικής μελαγχολίας».

Πιστός σκύλος η μνήμη, όπου και να της αγγίξεις πονεί, λέει ο Σεφέρης. Εν τω μεταξύ,

πάντα βρέχει πάνω στο κεφάλι μου.

 

Πάντα βρέχει στο κεφάλι του σκύλου
Δημήτρης Αγγελής
Πόλις
σ. 48
ISBN: 978-960-435-788-8
Τιμή: 12,00€
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Θωμάς Κοροβίνης: «Ποιήματα και τραγούδια»

Μια ακροβασία πάνω στο κύμα, σαν μια παραλλαγή στον στίχο του άλλου ποιητή (χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία), αυτό μοιάζει να λέει ο Θωμάς Κοροβίνης σε όλα του τα τραγούδια· αλήθεια, ποιήματα ή τραγούδια;...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.