fbpx
Ιωάννης Σεβαστιανός Ρώσσης: «Η χώρα που δεν τιμωρεί»

Ιωάννης Σεβαστιανός Ρώσσης: «Η χώρα που δεν τιμωρεί»

Η ζωή ανάπαυση δε βρίσκει με το στίχο.

Δεν είναι πολλοί οι ποιητές στον σύγχρονο κόσμο που συναισθάνονται τι εσήμαινε ο καίριος στίχος του Τ.Σ. Έλιοτ «Δεν είναι η ποίηση το ζήτημα» («Four Quarters», East Coker, II), πως δηλαδή και η ποίηση, όπως κάθε τέχνη, έχει σημασία στο μέτρο που μας επανασυνδέει με τον κεντρικό πυρήνα μιας Κοινότητας με ενιαία φυσική και μεταφυσική ζωή. Ο Ι.Σ. Ρώσσης δεν είναι νέος ποιητής. Ολιγογράφος ων –Η χώρα που δεν τιμωρεί είναι η πέμπτη συλλογή σε είκοσι πέντε χρόνια, αν δεν κάνω λάθος– και μακριά από την αγορά, είχε και έχει ως έγνοια να σμιλεύσει έναν ακέραιο ποιητικό εαυτό για να φτάσει στην ωριμότητα που δεν είναι η συνισταμένη μιας ακόμη ιδιωτικής ιστορίας, αλλά η πνευματική ολοκλήρωση εντός μιας ζοφερής πραγματικότητας.

Ο Ι.Σ. Ρώσσης δεν επαναπαύεται σε δοκιμασμένα ή εξαντλημένα ποιητικά σχήματα· πειραματίζεται συνεχώς με τα εκφραστικά μέσα, προσπαθώντας να κρυσταλλώσει σε στέρεες μορφές τη σχέση του με τον κόσμο που συνίσταται –στην όρασή του– από τη φύση, τον χρόνο και την αιδώ. Αποδεικνύεται τώρα, με αυτή τη συλλογή, ότι ο διαρκής ποιητικός του αναβρασμός, με διαστήματα τύποις κενά, καμία παραίτηση δεν υποκρύπτει. Το αντίθετο. Η ποίησή του ενεργοποιεί διαρκώς, με μια αιφνίδια κίνηση, σαν κούκος ρολογιού όταν έρθει η ώρα, εικόνες που θα έπρεπε να γεννάνε κάποιο ερύθημα ντροπής. «Στο δασάκι υπάρχει ένα ρολόι που σας κάνει να κοκκινίζετε»: να ένας τίτλος που είναι από μόνος του ένα πλήρες ποίημα για την ατιμώρητη εισέτι διαφθορά της παρθενικής μας φύσης.

Με έξοχη εικονοποιία και αλληγορική δύναμη, ο Ρώσσης διασώζει τον ποιητή ως ελευθερωτή και διαγγελέα του φυσικού θαύματος. Μια διαπεραστική και υπόκωφη θλίψη, συγκρατημένη στην ένταση και στην εκδίπλωση μα δραστικότατη, διαβρώνει τα πάντα με πλούσια χρήση συμβόλων και βιωματική ειλικρίνεια. Η υποβολή των δυσοίωνων εξωτερικών καταστάσεων κατορθώνεται με λόγο άμεσο, ευθέως αναφορικό και απερίφραστα προσωπικό. Δεν πρόκειται απλώς για την αποκαλυπτική εμπειρία ενός απονεκρωμένου κόσμου και τον κατακερματισμό του ανθρώπινου προσώπου, για την ασφυξία της μηχανοποίησης ή την καταρράκωση κάθε ηθικής και πολιτισμικής αξίας στη «χώρα», αλλά για γνήσια υπαρξιακή αγωνία υψηλότερη κάθε κοινωνικής καταγγελίας. Δεν είναι μια ποίηση διαμαρτυρίας και ούτε έχει σχέση με τη διαβόητη γενιά της αμφισβήτησης, της οποίας η μεμψίμοιρη δυσαρέσκεια ήταν συχνά εισιτήριο ανόδου. Ο Ρώσσης έχει την παιδεία και το σθένος να εκφράζει τον συλλογικό μας φόβο και βαθύτερα οντολογικά ερωτήματα, από τα οποία πολλοί «προοδευτικοί» ποιητές «σταθμευμένοι» διά παντός στο 1970 τηρούν αποστάσεις ασφαλείας. Να πώς μιλά για το θαύμα και το τραύμα της ζωής, της απώλειας, της επιστροφής:

«Ω θαύμα άνθος του άλλοτε εισάκουσέ με/ απαντοχή δεν έχω να σου δώσω μήτε δύναμη/ ξέρω/ γίνε το αγριολούλουδο που δε ζητά/ βγες απ’ τις σελίδες των βιβλίων/ ζέστανέ με/ φάε τη σάρκα πιες το αίμα μου/ ζήσε». («Άνθος του άλλοτε»)

«Σα γυμνωθούνε τα οστά μην τα παραπετάξεις. Μόνε στο σπίτι πάρε τα σε μιαν ακρούλα άστα/ Να τα ξυπνάς κάθε πρωί να τα κοιμίζεις βράδυ. Και κάθε που ’ρχονται Γιορτές/ Χριστούγεννα χιονάτα/ (με το δεντράκι συντροφιά το τζάμι βουρκωμένο) πλάι στη γλύκα της φωτιάς να τους μιλάς/ για κάποιο κάποτε ξερό που άνθισε κλωνάρι». («Τα Χριστούγεννα του νεκρού»)

Σε μια δίνη που οδηγεί τον κόσμο στη φωτιά και την καταστροφή, η ποίηση βρίσκει και πάλι το νόημά της με μια σειρά πράξεων απεκδύσεως.

Η συγκινησιακή έκφραση, οι μυστικοί χυμοί μιας λυρικής έξαρσης χωρίς τετριμμένες εξομολογητικές υπερβολές και η μετρημένη χρήση του διανοητικού στοιχείου, ώστε να αναπνέουν οι θύλακες της συναισθηματικής έκφρασης, δεν περιχαρακώνουν την ποίηση αυτή στο σύμπαν της πτώσης, αλλά θέτουν ακατάπαυστα το νοηματικό κενό χωρίς καμιά διολίσθηση στην ηθικολογία ή τον εγκεφαλισμό. Όλα τα κινεί ένα πάθος εξιλέωσης. Η αποδοχή της ασθένειας ως μοίρας του σύγχρονου ανθρώπου δεν οδηγεί στη συγκατάβαση ως προς τα αίτιά της, αίτια που γνωρίζει καλά ο ποιητής καθώς επωμίζεται τις συνέπειες και τις οποίες θέτει επιμόνως, αν και ξέρει πως εν τέλει «μένουμε στάσιμοι στην αφόρητη πάλη, με λέξεις και νοήματα» (για να θυμηθούμε τον Έλιοτ), αφού η αξία της γαλήνης που τόσο περιφρονούσαμε είναι πλέον πολύ ακριβή.

Η ποίηση του Ι.Σ. Ρώσση, διάφανη και υπαρκτικής σημασίας, πάει πολύ πιο πέρα από εκείνη την αισθητική ικανοποίηση που καταλήγει αυτοκαταστροφική. Η γλώσσα της οργής δεν είναι κάτι πρότερο ή κάτι ξένο προς την τραυματική γλώσσα. Ανήκοντας σε μια γενιά καθημαγμένη εσωτερικά και εξωτερικά, σε μια γενιά που πασχίζει να διασώσει το νόημα της ζωής –και της ζωής της–, αφού είναι αδύναμη πια καθώς γερνά, να επιτελέσει τη φυσική, ανθρώπινη αποστολή της, ο Ρώσσης αναλαμβάνει να υπερασπιστεί ό,τι εξηράνθη χωρίς να φταίει:

«Ας είσαι ευλογημένη/ για τα ερείπια που αγκαλιάζεις,/ τις αυλές,/ τα σπίτια που/ ερήμωσαν και κείτονται λιθάρια·/ νομή/ της σαύρας και του κόρακα·/ και των ανθών./ (Τι ύαινα η ομορφιά! Τι μεγαλέμπορος/ η Ποίηση!) Άσε τους θεούς. Αγνόησε/ τα μάγια τους./ Κανένα φονικό δε σε βαραίνει, Βασίλισσα/ της Θήβας./ Φονιάς του γιου σου/ ο Θεός – όχι εσύ./ Κι αν πείνασε/ κάποτε ο Ιησούς και με καρπούς/ δεν έγειρες να τον φιλέψεις,/ ξέρω/ πως πόνεσες βαθιά/ γιατί/ την ίδια την Αγάπη καταράστηκεν Εκείνος./ Ζήσε λοιπόν./ Ανάσανε./ Νεράκι τώρα τα χαλάσματα – το κάλλος/ της ψυχής σου αντιφεγγίζουν». («Η Συκιά»)

Ναι, «η ζωή δε βρίσκει ανάπαυση με το στίχο» («Veneziano»). Τι μένει; Η αγάπη που κατασπαράσσεται, αλλά δοξάζεται στον πόνο. Η πτώση των πριγκίπων με τα χρήσιμα μόνο για πτώση πια φτερά τους. Σε μια δίνη που οδηγεί τον κόσμο στη φωτιά και την καταστροφή, η ποίηση βρίσκει και πάλι το νόημά της με μια σειρά πράξεων απεκδύσεως. Η υλική ύπαρξη απογυμνώνεται ώστε να λάμψει το πνευματικό αίτημα της κάθαρσης, της θεραπείας από την αρρώστια μιας χώρας που δεν τιμωρεί και δεν εξιλεώνεται. Δεν μένει παρά το άρρητο κάλλος:

«Κύριε,/ γι’ αυτό το στέρφο λιθάρι προσεύχομαι/ που ξάγρυπνο μέσα στους κήπους τριγυρνά/ και παίρνει τα φύλλα της ελιάς/ και τα φοράει/ κι ονειρεύεται το σκίρτημα/ να νιώσει του καρπού με τις μηλιές/ και τ’ αγριοκέρασα./ Κι ακόμη/ για κείνους μιλώ τους ταπεινούς – το δώρο σου/ (ό,τι μονάκριβο λατρεύουνε) προστάτευε· μην τους σκοτώσει». («Επίκλησις»)

Η πορεία προς την καταξίωση πολλές φορές είναι μακρόχρονη, επίπονη. Μα έτσι γίνεται λαμπρότερη και διαρκέστερη. Ο Ιωάννης Σεβαστιανός Ρώσσης είναι ένας σημαντικός ποιητής του καιρού μας.

 

Η χώρα που δεν τιμωρεί
Ιωάννης Σεβαστιανός Ρώσσης
Κουκούτσι
σ. 69
ISBN: 978-618-5202-29-3
Τιμή: 10,00€
001 patakis eshop

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Αναστασία Γκίτση: «Ό,τι λύπει συναρμολογείται»

Ελάχιστες φορές έχω διαβάσει ένα ποιητικό βιβλίο, μια σύνθεση όπως αυτήν της Αναστασίας Γκίτση, με σφιγμένα δόντια. Από την πρώτη σελίδα η ηθελημένη ορθογραφία δίνει την συγκολλητική ουσία της...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Γιώργος Σταυριανός: «Παιδί του ανέμου»

Το Παιδί του ανέμου  έρχεται να φωτίσει τη στιχουργική ιδιότητα του Γιώργου Σταυριανού, ενός από τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες· κι επίσης, σημαντικού λογοτέχνη και πανεπιστημιακού δασκάλου. Το βιβλίο...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.