fbpx
Χρήστος Αντωνίου: «Εν βυθώ…»

Χρήστος Αντωνίου: «Εν βυθώ…»

Βάλ’ το μαχαίρι στο θηκάρι/ δεν σου χρειάζεται τώρα πια
(Νίκος Γκάτσος, Μίκης Θεοδωράκης)

Ο Χρήστος Αντωνίου είναι ποιητής που έχει αγγίξει τον σκληρό πυρήνα της ζωής, όπως αποδεικνύει και η πρόσφατη ποιητική συλλογή του με τον τίτλο Εν βυθώ…, δίνοντας το στίγμα του στον κόσμο· τη θέση από την οποία βλέπει τον κόσμο. Δεν είναι άμοιρο της θεματικής το εξώφυλλο που επιμελήθηκε ο Μιχάλης Αγγελίδης με το «Άστρο του βυθού» ούτε ο «Αστερίας» της Κατερίνας Καράμπελα (σελ. 32).

«Άστρο» και «αστερίας» συνιστούν την εν βυθώ αναλογία του ουρανού. Παράλληλα, όλα της συλλογής μάς προετοιμάζουν και συμβάλλουν στη συνολική εντύπωση ενός βυθού ολοζώντανου από όπου αναδύονται, με τη γαλάζια θλίψη τους, μνήμες, αισθήσεις, γεγονότα, ακυρώσεις, αδυναμίες, για να μας θυμίσουν τι είχαμε κάποτε επιθυμήσει, τολμήσει, διστάσει, αναβάλαμε, χάσαμε. Απολογισμός, αλλιώς, εξομολόγηση, ίσως, κατάθεση ψυχής, σίγουρα.

Ο Χρήστος Αντωνίου με έξι ήδη ποιητικές συλλογές, ένα διδακτορικό πάνω στη Γοργόνα του Σεφέρη (μοναδικό στο είδος του) και ένα βιβλίο σεφερικών δοκιμίων, με πάμπολλα δημοσιεύματα στα περιοδικά Φιλολογική, Diastixo, Φρέαρ, Περί ου κ.ά. επιβεβαιώνει το «έχω μπει για καλά στο ναρκοπέδιο», όπως λέει ο Οδυσσέας Ελύτης (Τρία Ποιήματα με Σημαία Ευκαιρίας, Ad Libitum, 4), και ας είναι σεφερικός μέχρι την τελευταία ίνα τού είναι του και όπως και οι επιλεγμένοι στίχοι από «Το ναυάγιο της Κίχλης» του Σεφέρη και μότο της συλλογής επιβεβαιώνουν:

Ακόμη τώρα κατεβαίνουν λοξά
προς τα χαλίκια του βυθού
οι άσπρες λήκυθοι

Η επικαιρότητα των ανωτέρω στίχων, γραμμένων πριν από εβδομήντα περίπου χρόνια, τεκμηριώνει και την επικαιρότητα της διάχυτης θλίψης του Αντωνίου. Οι αιτίες πολλές, όπως η δυσκολία να βρει τον τρόπο να αποδώσει τους ψυχικούς καημούς και να βοηθήσει τις λέξεις να ξεφύγουν από το θολό ποτάμι που τις πνίγει μέσα του. Ωστόσο,

Όσες γλιτώνουν ανοίγουν τα φτερά τους
σταχτιά περιστέρια
να φέρουν το μήνυμα

Ο βυθός του ποιητή ανασαίνει, βγάζει φυσαλίδες, μικρές πνοές, θηρίο που αντιστέκεται ακόμα. Ο Αντωνίου, παιδί μιας σκληρής για την Ελλάδα εποχής, πάλεψε με τέρατα πολιτικά, κοινωνικά, προσωπικά. Η ζωή του δικαιώθηκε σε πολλά. Τα τριαντάφυλλα άνθισαν στο μπαλκόνι του, τα αγκάθια δεν έλειψαν ποτέ, το «τέρας» όμως το μεταμόρφωσε σε «πεντάμορφη ποίηση». Με το προσωπικό βίωμα ενσωματωμένο στο γενικό καταφέρνει να καθοδηγήσει τον αναγνώστη να καταλάβει το τι και πώς της ψυχής του, γιατί οι αλήθειες μόνο «εν βυθώ» βρίσκονται, όπως και ο Δημόκριτος είπε, από τον οποίο κατάγεται και ο τίτλος της συλλογής. Όπως έγραφε και ο Σεφέρης «τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ’ ακρογιάλια/ η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό» (Ερωτικός Λόγος Δ’). Αυτή τη «σκοτεινάγρα» προσπαθεί να φωτίσει· μυστικά, αγάπες, στίχους κρυμμένους που ψιθυρίζουν μέσα του. Το πρωί ξεκινάει με «μιθριδατισμό». Για να αντέξει την αθλιότητα του περίγυρου λαμβάνει «μικρή δόση θανάτου» ήτοι «μια κουταλιά αδιαφορίας», «λίγη φιλαυτία», «άδηλο κέρδος», «αναξιοπρέπεια», «προστυχιά», «βία», «καταλαλιά»… όλα αυτά αποκτούν πολιτικές διαστάσεις και δεν είναι η μόνη φορά στη συλλογή. Ο «Σύλλας», σύμβολο εξουσίας, «περιφέρεται στην Αθήνα νευρικός», διότι δεν μπορεί, λόγω του μιθριδατισμού, να καταβάλει τη συνείδηση του ποιητή. Σε άλλη χρονική στιγμή, όμως, ο ποιητής δεν θα μπορέσει να αποδράσει όπως σχεδιάζει, έτσι

…μια νύχτα σκοτεινή πάνω στον μαυροπίνακα
μια λευκή γραμμή θα δείχνει τους κύκλους
της αγωνίας μου, τ’ αδιέξοδά μου
και την αποτυχία της απόδρασής μου.

Ο βυθός του ποιητή ανασαίνει, βγάζει φυσαλίδες, μικρές πνοές, θηρίο που αντιστέκεται ακόμα.

Με αυστηρή αυτοκριτική κάνει ό,τι μπορεί για να μας δείξει την αλήθεια του, αυτά που τον πονούν και αυτά που δεν μπορεί να διορθώσει, να φέρει στο φως τον βυθό του. Περιφέρεται στις αίθουσες του μουσείου, κοιτάζει τα εκθέματα, παρατηρεί τους ρυθμούς, εισχωρεί στις πτυχώσεις των αγαλμάτων, στις ραβδώσεις του Παρθενώνα, ερευνά τη Γέννηση του Χριστού στο Δαφνί. Ασκεί κριτική στην κριτική. Δεν παρασύρεται από «τις φωνές του πλήθους στις αίθουσες λογίων και βιβλιοπωλείων», επιβιώνει, «και χωρίς τον πλαστό περίγυρό» του, διαπιστώνει την αναπόφευκτη αλλαγή –άλλος γεννήθηκε, άλλος έγινε– βασανίζεται σήμερα για το κάθε τι που του στερεί το χθες, προσαρμόζεται όμως στις νέες συνθήκες, mutatis mutandis, διότι η προσαρμογή είναι ο μόνος δρόμος της επιβίωσης σε έναν κόσμο που βυθίζεται, αλλά και που εξακολουθεί να στέλνει μηνύματα αιωνιότητας από τα μάρμαρα και τους καμβάδες της μεγάλης Τέχνης. Εκεί βρίσκει και το σταθερό κέντρο, την άγκυρα της ύπαρξής του. Η Ελλάδα που ονειρεύτηκε, η Άνω Ελλάδα δεν είναι μια πατρίδα στην επικράτεια του ουρανού αλλά στον βυθό, βουλιαγμένη, σεφερική βαριά πέτρα και πάνω της δάκρυα, κολλημένα κοχύλια, όνειρα, διαμάντια, αγάπες.

Το κόκκινο στα χείλη είναι αίμα. Το μυαλό ερημοκλήσι, το καντήλι μοναξιά, η μονοκονδυλιά απλό χαμομήλι. Όλα οδυνηρά και όλα «πονούν απαρηγόρητα παντού». Πονάει ο «Έρωτας στην Αρβανιτιά». Τα βράχια και οι φραγκοσυκιές, η ρόδινη θάλασσα, το χέρι που τρέμει στο άλλο χέρι, η ανάσα που χοροπηδάει, το επιβλητικό Παλαμήδι κι ο ποιητής διαλυμένος.

Η νύχτα ήταν μαγική κι ανυπεράσπιστη.
Έλειπαν του όχλου οι φωτιές
δεν είχαν ακόμα φανεί στρατιώτες
υποψία για προδοσία μηδαμινή.

Το τοπίο δεν έμοιαζε καθόλου
Γεθσημανή. Δεν είπε ον ο Χριστός
το «εταίρε, εφ’ ω πάρει».
Λόγος λοιπόν, να πάρει η ευχή, να πάρει,
δεν υπήρχε να μου δώσεις
εκείνο το υπέροχο φιλί
για να με παραδώσεις στους Αρχιερείς
της μοναξιάς μου.

Όμως το παραπάνω «Το υπέροχο φιλί» μπορεί να εξελιχθεί σε «Φιλί πληγή»:

Η πληγή απ’ το φιλί
θεραπεύεται
αλλά δεν ιάται
παρά μόνο με φιλί.

Για την ώρα, αηδόνι θλιμμένο τραγουδάει τους στίχους του, «ατίθασο άλογο» τον γκρεμίζει και τσακίζεται, οχιά σέρνεται στον έρωτά του, «ασημένιο ψάρι στο δίχτυ του φεγγαριού» ο ίδιος, ονόματα που πέρασαν και έφυγαν οι γυναίκες που αγάπησε, τριαντάφυλλα ο έρωτας και ταυτόχρονα πυροβολισμός στο «κέντρο του κρανίου της ευαισθησίας»· ένα coup de foudre από εκείνην ή από την τριανταφυλλιά ή μέσα στο όνειρο. Ωστόσο, η ορμή για τον έρωτα και τη ζωή συνεχίζεται. Τα μάτια γίνονται σπουργίτια και τσιμπούν τις ρώγες από την κληματαριά της νεότητας, την οποία συμβολίζουν τα στήθη των κοριτσιών. Όλα λοιπόν υπάρχουν, σαν αυταπάτη, και δεν υπάρχουν.

chrantnioΕυγνώμων ο ποιητής προς τους φίλους και φίλες –Πηνελόπη Παπαϊωάννου, Γεωργία Δαμοπούλου, υποφαινομένη, Παυλίνα Παμπούδη και Γιώργο Βέη– αφιερώνει ποιήματα. Ο Άρης Δικταίος έχει δικό του, για να μας πει πως ο ποιητής ζει μέσα «στις εξάρσεις της ποιητικής του αμεριμνησίας». Ναι, ο ποιητής δεν είναι άνθρωπος του κόσμου τούτου, αλλά άνθρωπος του κόσμου του δικού του, στον οποίο μας κάνει κοινωνούς και μας εξανθρωπίζει.

 

«Εν βυθώ…»
Χρήστος Αντωνίου
Νίκας
σ. 54
ISBN: 978-960-296-298-5
Τιμή: 9,00€
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Θωμάς Κοροβίνης: «Ποιήματα και τραγούδια»

Μια ακροβασία πάνω στο κύμα, σαν μια παραλλαγή στον στίχο του άλλου ποιητή (χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία), αυτό μοιάζει να λέει ο Θωμάς Κοροβίνης σε όλα του τα τραγούδια· αλήθεια, ποιήματα ή τραγούδια;...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.