fbpx
Σοφία Σακελλαρίου: «“Από την τέφρα μου ίχνος να μη φυλαχτεί”: Διαθήκες»

Σοφία Σακελλαρίου: «“Από την τέφρα μου ίχνος να μη φυλαχτεί”: Διαθήκες»

Υπάρχουν πολλές γλώσσες και πολλοί τρόποι να μιλήσει κάποιος για τη ζωή μέσω του θανάτου. Η γλώσσα της φιλοσοφίας κατέχει μια σημαίνουσα θέση στην ανασκαφή του καθολικού βιώματος του θανάτου. Προηγείται όμως αυτής η γλώσσα της ποίησης, κι αυτής η σπαρακτική εμπειρία του πρώτου και ύστερου απλού, ανυπόκριτου ανθρώπου. Ο τελευταίος συνδιαλέγεται με την ποίηση με πολύ αυθεντικότερο τρόπο απ’ ό,τι ο φιλόσοφος, ο ιστορικός, ο ανθρωπολόγος… Γιατί οι «απλοί άνθρωποι» μιλούν για τον θάνατο αδιαμεσολάβητα. Μιλούν με το βίωμα του γυμνού κοσμικού δέους απέναντι στο αξεδιάλυτο μυστήριο. Χωρίς το κόστος μιας ορθολογικής, επεξεργασμένης κατάδυσης. Με μόνο τον απογυμνωμένο μονόλογο προς την καθολική νομοτέλεια. Κι έτσι ο λόγος τους –ο λόγος του αρχέγονου ανθρώπου μαζί μ’ εκείνον του ποιητή–, αξεδιάλυτα συμπλέοντας μέσα στους αιώνες, αρθρώνεται σαν προσευχή και σαν ικεσία μνήμης απέναντι στο αναπόδραστο.

Κάπως έτσι «άκουσα» τη συνταρακτική φωνή της ποιήτριας Σοφίας Σακελλαρίου: «Από την τέφρα μου ίχνος να μη φυλαχτεί»: Διαθήκες (εκδ. Άγρα, 2020). Είναι ο τίτλος της νέας, καλαίσθητης ποιητικής της συλλογής –απόσταγμα της διαθήκης του Τζαβαχαρλάλ Νεχρού, πρώτου πρωθυπουργού της ανεξάρτητης Ινδίας και μαθητή του Γκάντι–, που στεγάζει με την υπαινικτική του νοηματοδότηση όλο το περιεχόμενο της συλλογής. Η διευκρινιστική παράθεση του ωσεί υπότιτλου «Διαθήκες» δυνάμει λειτουργεί και ως ο μονολεκτικός, διευκρινιστικός τίτλος της ποιητικής συλλογής.

Είχα γράψει παλιότερα για την εξαίρετη και πρωτότυπη στη σύλληψή της ποιητική συλλογή της Σοφίας Σακελλαρίου Υπάρχει γράμμα για μένα; (εκδ. Μελάνι, 2018) ότι: «…η ποιήτρια Σοφία Σακελλαρίου “ποιεί” μια πυρηνική εθνογραφική εικόνα της ανθρώπινης επικοινωνίας, στην τριπλή της σύσταση, υποκειμένων και αντικειμένου: ο ταχυδρόμος, το γράμμα, ο παραλήπτης» (βλ. εδώ).

Πάνω σ’ αυτή τη διαλεκτική δούναι και λαβείν μεταξύ αντικειμένων και υποκειμένων κινείται η εμπνευσμένη και συγκλονιστική στις ποιητικές μεταπλάσεις συνθηκών, βιωμάτων, νοοτροπιών και ανθρώπινων προθέσεων, νέα ποιητική συλλογή της Σακελλαρίου. Μέσα από τη «σκαπτή ύλη» της ψυχικής εσχατολογίας του συντάκτη μιας διαθήκης και του αποδέκτη ή των αποδεκτών της, η ποιήτρια πετυχαίνει τη μοναδικότητα μιας ανατροπής: η διαθήκη, μια τυπική δικαιοπραξία που εγκιβωτίζει την ανθρώπινη βούληση του διαθέτη για τη μεταθανάτια διάθεση της περιουσίας του κυρίως, αποδεσμεύεται από τη χρηστική της λειτουργία και απλώνεται στο σκοτεινό πεδίο μιας σχεδόν ψυχαναλυτικής εμβάθυνσης, στην ανθρώπινη ψυχική ενδοχώρα, της οποίας απογυμνώνεται το ορμέμφυτο του ανθρώπου – έκφραση μιας παράφορης, ανελέητης κτητικότητας.

Οι διαθήκες βέβαια έχουν αξιοποιηθεί, όπως και άλλα προσωπικά τεκμήρια, από τη σύγχρονη κοινωνική έρευνα, καθώς η τελευταία αναζητά σήμερα το ανθρώπινο ον σε μια περισσότερο «υποκειμενική» ανίχνευση του βηματισμού του μέσα στην απρόσωπη ιστορία. Κάτω απ’ αυτή τη θεώρηση «εξανθρωπίζεται» η ιστορία και μοιάζει, περισσότερο από κάθε άλλη στιγμή, να ανιχνεύει τα ερωτήματα και τις απαντήσεις τους μέσα σε αλλότριες περιοχές της πνευματικής δημιουργίας. Προορισμός της ποίησης όμως δεν είναι η αυστηρή οριοθέτηση των πραγμάτων, η αιχμαλωσία της σε ποσοτικούς δείκτες και συμβατικές τακτοποιήσεις. Προορισμός της ποίησης είναι να αναζητά την ουσία, το κατακάθι της αλήθειας και να το μετακενώνει σε γλώσσα σιβυλλική, υπαινικτικά πολύσημη, αναπαλλοτρίωτη από σκοπιμότητες και υποτελείς σκέψεις.

Έτσι, οι Διαθήκες της Σοφίας Σακελλαρίου αποδιδράσκουν από τα γραφειοκρατικά αποθετήρια και τις ακαδημαϊκές τους εντελέχειες για να περάσουν στην «αθώα», ανεπίληπτη διήθησή τους μέσω της ποίησης, εκεί όπου η ανθρώπινη φύση ανατέμνεται χωρίς πάθη και ενοχές, με μοναδικό κίνητρο: τη σφυρηλάτηση μιας σχέσης καθολικών αναγνωρίσεων του ανθρώπινου προσώπου στην κορυφαία –έσχατη– περίσταση της ζωής του, σε αντικριστές αναμετρήσεις με κείνους που μένουν πίσω διεκδικητές της τελευταίας υπογραφής ενός διαθέτη. Αφορμές χρειάζεται η ποίηση, η αληθινή ποίηση για ν’ ανοίξει τις πηγές της σοφίας της. Και η Σοφία τις αναγνωρίζει εκεί όπου προπάντων ανασκιρτά η διπλή οπτική, το δίπτυχο επιθανάτιου απολόγου και «κτητικής» συνέχειας της ζωής. Ένα δίπτυχο που φέρει ατόφια στοιχεία της τραγικότητας αλλά και του κωμικού της ανθρώπινης ύπαρξης.

Προορισμός της ποίησης είναι να αναζητά την ουσία, το κατακάθι της αλήθειας και να το μετακενώνει σε γλώσσα σιβυλλική, υπαινικτικά πολύσημη, αναπαλλοτρίωτη από σκοπιμότητες και υποτελείς σκέψεις.

Ανασκάπτει η ποιήτρια –και συνιστά αυτή η ανασκαφή ένα ακόμα τεκμήριο πρωτοτυπίας της ποιητικής της συλλογής– σε κείμενα διαθηκών επώνυμων της ιστορίας, εύπορων φεουδαρχών ή αστών, πολιτικών, εμπόρων, επιχειρηματιών, τραπεζιτών…, σε πνευματικές διαθήκες ανθρώπων του πνεύματος και της επιστήμης και της πολιτικής (από τον Δημοσθένη μέχρι τον Κάφκα και τον Νεχρού…), αλλά και ανώνυμων λαϊκών διαθετών, σε ιδιόγραφες ή δημόσιες διαθήκες, και τις ανασύρει από ποικίλα αρχεία και Ψηφιακές Βιβλιοθήκες (των Πανεπιστημίων Κρήτης, Πάτρας, Θεσσαλίας), από διαδικτυακούς τόπους, περιοδικά και εφημερίδες, από σχετικές εκδόσεις. Επιλέγει στη συνέχεια «μελέτες περίπτωσης», που ηχούν τη διαφορετική τους φωνή, τις τονικότητες και τις δόσεις αγριότητας, υφ-αρπαγής, προσωπογραφίες εκμεταλλευτών και θυμάτων, πονηρίας και αφέλειας – και πάλι δραματικότητας και κωμικότητας.

Όμως η ποιήτρια θα μιλήσει με το υλικό της δικής της εμπειρίας ζωής. Θα κατασκευάσει τις δικές της διαθήκες και θα τους προσδώσει την ευγένεια γραφής και την καθαρτική διάσταση του ποιητικού της ήθους, της «σύννοιας» της φιλοσοφίας της. Σ’ αυτή τη διαδρομή, συνομιλεί συστοιχώντας τη σκέψη της με σπαράγματα στίχων, που τους αντλεί επιλεκτικά από τις δεξαμενές των μεγάλων εκπροσώπων της ελληνικής, της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Και ταιριάζει θεματικά τους δανεισμένους στίχους και τους προτάσσει ως αφορμησιακό μότο στη δική της έμπνευση (με διαφωτιστικές σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου).

Στις παραπάνω διακειμενικές διασταυρώσεις η ποιήτρια αναζητά τη συνεπικουρία μιας «πεμπτουσίας» – απόσταγμα της αέναης πάλης του ανθρώπου με τον εαυτό του και τον θάνατο, σε στιγμές που φαίνεται τα πράγματα να κλίνουν εις βάρος του. Εκείνες τις στιγμές που προσφέρονται για σκέψη και αποτιμήσεις, όταν αποκαλύπτεται ο βαθύτερος ρυθμός του «άπαντος» και του «τίποτα»· τότε λοιπόν η ποιήτρια επιλέγει να καθηλώσει τον άνθρωπο μπροστά στο αυτοαναγνωριστικό κάτοπτρο, που του έχει σκαλίσει με πολύτιμο υλικό αιώνων βουερής κίνησης ζωής και παγερών σιωπών. Και τον εγ-καλεί:

Με τρυφερό πόνο (Διαθήκη Ηρακλή Δ. Σοφιανού, σελ. 10):

Τσαγκάρης ήταν ο παππούς μου./ Και κληρονόμος του εγώ./ Μου άφησε ό,τι απέμεινε/απ’ το παλιό τσαγκάρικο/[…] /Μου άφησε κι ένα ξυλοφάι./ Ξύνει τις μύτες των καρφιών/ που σαν τρυπούν τις σόλες/ κόβουν τα πόδια/ τα πονούν/ τα σκίζουν/ τα ματώνουν.

Αφορμές χρειάζεται η ποίηση, η αληθινή ποίηση για ν’ ανοίξει τις πηγές της σοφίας της.

Με τη λεπτή ειρωνεία της κοσμικότητας ενός «κοσμοπολίτη θανάτου» – του βαθύπλουτου τραπεζίτη, οικονομολόγου και πολιτικού Ι. Πεσμαζόγλου (C’est fini, σελ. 11-13):

Ο κάτοχος/ της μεγαλυτέρας/ ακινήτου περιουσίας/ εν Αθήναις, ει μη εν Ελλάδι, /αριθμών πλείστα οικόπεδα/ παρά την οδόν Κηφισσίας,/ έναντι του εργοστασίου Πυρρή,/ και παραπλεύρως του κτήματος Ρικάκη,/ διαθέτων ολόκληρον σειράν οικοπέδων/ παρά την λεωφόρον Συγγρού,/ πέντε επαύλεις εις την Κηφισσίαν,/ προοριζομένας διά τα ισάριθμα τέκνα του,/ εν μέγαρον επί της οδού Πανεπιστημίου/ ένθα τα γραφεία της εταιρείας του,/ μεγαλειώδες ξενοδοχείον/ μετά τρούλων,/ ανεγερθέν παρά την θάλασσαν του Φαλήρου…/ οικόπεδα εν Πατησίοις/[…] /Την πρωΐαν του Σαββάτου 24-11-1906/ εξέπνευσεν/ εντός μίας των επαύλεων/ εις ηλικίαν σαράντα εννέα ετών./ Ο μεγαλώνυμος νεκρός/ ετοποθετήθη/ εις δρύινον φέρετρον./ Ο Γάλλος ιατρός του/ ανεκοίνωσεν εις τους οικείους του/ το θλιβερόν νέον λέγων:/ «C’ est fini»/ και ανεχώρησε δια Παρισίους.

Με κυνικό πνεύμα (σελ. 67):

Α, παιδί μου,/ όπου κι αν γράψω τα υπάρχοντά μου/ όπου κι αν δώσω τα μικροπράγματά μου,/ τίποτα, τίποτα δεν θ’ αφήσει ο καιρός./[…] /Να το θυμάσαι πάντα,/ τίποτα δεν αφήνει όρθιο ο καιρός./ Ως άνθος μαραίνεται, και ως όναρ παρέρχεται/και διαλύεται πας άνθρωπος…»/ – Διο, αγαπητή μητέρα,/ εννοήσαντες ημών το βραχύ της ζωής,/ κόψε τα λόγια, έλα να τελειώνουμε./ Βάλε την υπογραφή σου εδώ/ κι άσε τι λέει το παπαδαριό».

Με υποδόριο χιούμορ και δραματική ειρωνεία (σελ. 54):

Και κάποιος κληρονόμος κάποτε,/ μες στα σεντούκια των προγόνων του,/ βρήκε μια τούφα τρίχες,/ ένα τσουλούφι γκριζωπό/ καρφιτσωμένο σε μικρή οβάλ/ μαύρη αυστηρή κορνίζα./ Η ετικέτα έγραφε:/ «Του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν»./ Τι να το έκανε το απροσδόκητο κειμήλιο/ ο δόλιος κληρονόμος./ Το έδωσε στον Οίκο Σόθμπυς, στην Αγγλία,/ να δημοπρατηθεί./ Οι τρίχες πιάνουνε στην αγορά./ Συχνά αποφέρουνε και κέρδη./ Και όντως πουληθήκανε. Ακριβά. Κι αυτές./ Κι ο αγοραστής, ο πάμπλουτος συλλέκτης/ σήκωσε, λένε, ένα πάκο με λεφτά ψηλά/ και φώναξε με αλλόκοτη μανία: «Ιδού λοιπόν και η Δεκάτη Συμφωνία».

Δεν γελούν τα ποιήματα της Σοφίας Σακελλαρίου. Μόνον μειδιούν με δραματική ειρωνεία, όπως τα αρχαϊκά αγάλματα μέσα στη θεληματική ακινησία τους· κι άλλοτε σαρκάζουν ανελέητα για την αφροσύνη και το αμετανόητο. Γιατί όλοι τους –θύματα και δράστες, διαθέτες και κληρονόμοι– είναι «όμηροι μιας άλλης διάρκειας» – κατά τον ποιητή, που γνωρίζει καλύτερα, καθώς ψυχανεμίζεται τη θνητότητα μέσα στους αιώνες «ζωής της», πως «μετρημένο τόπο έχουν οι άνθρωποι». Με τη συναισθηματική διαπερατότητα της γλώσσας εποχών και τεκμηρίων, τωρινών και παρελθοντικών, με την αυτοτέλεια παρατακτικών λεκτικών «παρελάσεων» (ένα ακατάβλητο word shower), τις εναλλαγές sofia sakelariouεπισημότητας και προφορικότητας στον λόγο, ανάλογα με τα ποιητικά υποκείμενα που πρωταγωνιστούν στις αντιηρωικές βιογραφίες των διαθηκών της, υφαίνει στοχαστικά και σε έρρυθμη παράταξη την πλούσια πινακοθήκη της: όχι πια με διαθήκες αλλά με υποθήκες – αυτές που αφήνουν οι ποιητές ως κληρονομιά στις ατέρμονες γενιές των τυχερών, που θα σταθούν ευήκοοι στο διάβα της ζωής τους. Κι αυτές οι υποθήκες είναι τόσο απλές και αληθινές –σαν τη «Διαθήκη της Σοφίας Δ. Δημητρίου»– που δεν έχει παρά μια πέτρα ν’ αφήσει στο παιδί της, κι αυτό στα δικά του παιδιά: γιατί η αντοχή ο μόνος τρόπος επιβίωσης. Να, λοιπόν, πώς η εξαίρετη ποιήτρια Σοφία Σακελλαρίου μετατρέπει τη σκοτεινιά των ανάπαιστων του θανάτου σε οπλισμένη αισιοδοξία επινίκιων της ζωής! Και μαγικά μας ξεναγεί στους ήχους της…

 

«Από την τέφρα μου ίχνος να μη φυλαχτεί»: Διαθήκες
Σοφία Σακελλαρίου
Άγρα
σ. 112
ISBN: 978-960-505-445-8
Τιμή: 11,00€
001 patakis eshop

 


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Θωμάς Κοροβίνης: «Ποιήματα και τραγούδια»

Μια ακροβασία πάνω στο κύμα, σαν μια παραλλαγή στον στίχο του άλλου ποιητή (χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία), αυτό μοιάζει να λέει ο Θωμάς Κοροβίνης σε όλα του τα τραγούδια· αλήθεια, ποιήματα ή τραγούδια;...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.