fbpx
Χρήστος Μαρκίδης: «Έρεβος ή Το άλλο φως»

Χρήστος Μαρκίδης: «Έρεβος ή Το άλλο φως»

«Τα ζωγραφισμένα στον τοίχο του σπηλαίου του Λασκώ ζώα», γράφει ο Merleau-Ponty στο δοκίμιό του Το μάτι και το πνεύμα, «δεν βρίσκονται εκεί με τον τρόπο που βρίσκεται η ρωγμή ή το εξόγκωμα του ασβεστόλιθου. Ούτε όμως βρίσκονται και κάπου αλλού. [...] Μου είναι δύσκολο να πω πού βρίσκεται ο πίνακας τον οποίο κοιτάζω. Διότι δεν τον κοιτάζω με τον τρόπο που κοιτάζει κανείς ένα πράγμα, δεν τον περιορίζω στον συγκεκριμένο τόπο του· το βλέμμα μου περιπλανιέται στον πίνακα σαν να ήταν αυτός το φωτοστέφανο του Είναι».[1]

Πράγματι, όταν το βλέμμα αποδεχθεί την παρουσία του έργου τέχνης, ως οντότητας εντεύθεν των ορίων που θέτει το περίγραμμά του, εγκαθιδρύει έναν άλλον κόσμο, με τον δικό του χώρο και χρόνο – έναν κόσμο που ωστόσο δεν βρίσκεται αλλού· είναι ένας κόσμος θεμελιωμένος στην αδιάσπαστη σωματική σχέση ματιού-εικόνας, και συγχρόνως ένας κόσμος χωρικής και χρονικής διαφοράς. Το βλέμμα δεν μπορεί να τοποθετήσει τον εαυτό του εκτός του κόσμου στον οποίο υπάρχει εδώ και τώρα, και αυτή η αδυνατότητα είναι ακριβώς η δυνατότητά του να ανταποκρίνεται στην πρόσκληση που του απευθύνει το έργο τέχνης να συνευρεθούν κάπου αλλού.

Όσο αφηρημένα κι αν μοιάζουν τα παραπάνω, αποτελούν μια απτή, πραγματική εμπειρία μπροστά στα σχέδια του Χρήστου Μαρκίδη. Πώς είναι δυνατόν αυτά τα όντα που βλέπουμε να μοιάζουν τόσο φυσικά επειδή ακριβώς είναι αφύσικα, επειδή έρχονται καταφανώς από έναν άλλο κόσμο;

Πού βρίσκονταν, πριν παρουσιαστούν μπροστά μας; Στη φαντασία του καλλιτέχνη – η απλούστερη, η πιο λογική απάντηση. Λογική! Πάει καλά. Λείπουν όμως δύο ακόμα κατηγορήματα, σχετικά με την ηθική και αισθητική υπόστασή τους. Η απλούστερη απάντηση, η λογική δηλαδή, μας εκπαραθυρώνει με απίστευτη βία από τον τόπο και τον χρόνο αυτών των πλασμάτων. Συνεχίζουμε να στεκόμαστε μπροστά τους και να θαυμάζουμε την επιδεξιότητα του δημιουργού τους. Μπορεί να θεωρούμε το ερώτημα, το οποίο βρίσκεται στην αρχή αυτού του κειμένου, ως μια προσπάθεια του συντάκτη να μας παρασύρει σε φιλοσοφήματα ή ακόμα-ακόμα ως μια προσπάθειά του να μας εντυπωσιάσει. Εμείς απλά βλέπουμε και απολαμβάνουμε. «Λέπρα, η μεταφυσική στην τέχνη μέσα», λέει ένας ήρωας του τόσο παραγνωρισμένου πεζογράφου Πέτρου Πικρού. Ο ήρωας αυτός ήταν μοναχός αγιογράφος και τρελάθηκε, όταν αναγνώρισε τη σωματικότητα των αγιογραφιών του. Φυσικό, αφού για χρόνια και χρόνια θεωρούσε τη μεταφυσική κάτι αντίθετο από τη σωματικότητα. Λοιπόν, η «απλούστερη» και πιο «λογική» απάντηση είναι ουσιαστικά απάντηση στο ερώτημα: «Τι μπορούμε να ξέρουμε γι’ αυτά τα πλάσματα;» Στο ερώτημα: «Τι οφείλουμε να πράξουμε με αυτά τα πλάσματα;» και στο ερώτημα: «Τι μπορούμε να ελπίζουμε από αυτά τα πλάσματα;» δεν απαντά. Θα αναρωτηθεί κανείς, γιατί πρέπει να απαντήσουμε στα δύο τελευταία ερωτήματα, επειδή κάποιος φιλόσοφος τα έθεσε ως στόχο της ανθρώπινης ψυχικής υπόστασης, της γνώσης του Όντος, δηλαδή; Πολύ απλά, επειδή μας το ζητούν. Αυτά βρίσκονται στην πηγή της αισθητικής εμπειρίας, που μας προσφέρουν τα πλάσματα του Μαρκίδη. Επειδή –όπως σκέφτηκα την πρώτη φορά που τα είδα ντυμένα τη χρωματική σάρκα τους, έχοντας τον δικό τους χώρο και χρόνο– είναι «αγιογραφίες με όντα μισοπλασμένα ακόμα! Αυτή η επίμονη αρχαιότητα που κρατιέται από τον εαυτό της αντικρίζοντας το μέλλον με την πιο βαθιά γαλήνη. Είναι ένας παράδεισος πάντα σκεπασμένος, από τον οποίο προβάλλουν αυτά τα πρόσωπα. Ο παράδεισος μπορεί να είναι μόνο και πάντα κρυμμένος. Γιατί έχω την αίσθηση ότι φυσάει άνεμος; Τίποτα δεν κινείται αλλά υπάρχει άνεμος!»

Ξέρουμε από τον Ηράκλειτο πως στη φύση αρέσει να κρύβεται. Αυτό που είναι τα πράγματα, κρύβεται στην παρουσία των πραγμάτων. Και μας χρειάζεται· αλλιώς η παρουσία των πραγμάτων και η παρουσία μας παγώνουν σε μια στιγμή, που καταργεί το είναι.

Η υποψία ανέμου στις ασάλευτες «εικόνες» του Μαρκίδη δημιουργεί την αίσθηση ενός χωροχρόνου. Από πού και πότε ξεκινά αυτός ο άνεμος και πού, με ποια ταχύτητα, κατευθύνεται;

Τώρα βρίσκομαι μπροστά σε σχέδια. Εδώ, ο άνεμος δεν αργοπορεί στις μεταβάσεις του χρώματος, είναι γυμνός. Ένας γυμνός άνεμος δεν ξεχνιέται, σαν παιδί ή συμπαντικός καρναβαλιστής, στο παιχνίδι με τα όντα που συναντά στον δρόμο του. Σέρνει πίσω του –με όλη τη βία της άμεσης δημιουργίας– το γήινο άροτρο του σώματος του καλλιτέχνη (αφού όπως ξέρουμε αυτό το σώμα δανείζει ο ζωγράφος στον κόσμο, για να τον αλλάξει). Κάθε σχέδιο είναι μια γραμμή, που χαράζει τη γη του χαρτιού με κατεύθυνση εμπρός και κάτω βαθιά, εκεί όπου ο σπόρος θα εγκαινιάσει μια κίνηση προς τα επάνω, την κίνηση της βλάστησης. Το μάτι δεν μπορεί να σταθεί, να συλλάβει αυτά τα σχέδια σαν στιγμές παγωμένες στον χώρο. Το μάτι «τρελαίνεται», το συμπαρασύρει ένας άνεμος, που επιστρέφει στον εαυτό του, καθώς το χέρι του ζωγράφου είναι συγκλονιστικά παρόν. Ο άνεμος γίνεται δίνη, μια δίνη ανάστροφη, της οποίας η ακμή βρίσκεται στο κέντρο του οπτικού πεδίου του θεατή. Ο θεατής δεν βομβαρδίζεται από τα σχέδια του Μαρκίδη, δεν είναι ένα παιχνίδι του θεάματος. Ο Μαρκίδης εκχωρεί στον θεατή τη δυνατότητα να «αντιτάξει» στο σχέδιο μια ρευστή δύναμη, μαθαίνοντας τη στροβιλιστική γραμματική των πλασμάτων του.

Αυτή η επίμονη αρχαιότητα που κρατιέται από τον εαυτό της αντικρίζοντας το μέλλον με την πιο βαθιά γαλήνη.

Το σχέδιο μάς δίνεται ιδρύοντας μια συνθήκη, που μας επιβάλλει την ηθική και αισθητική συνθήκη του. Είναι σαν να λέει: «Αν δε νιώθετε πως κάτι μπορείτε να πράξετε και να ελπίσετε μέσα στον ορίζοντα του ίδιου του βλέμματός σας, δεν υπάρχω. Σας χρεώνω την ύπαρξή μου και την ανυπαρξία μου! Οι μισοπλασμένες μορφές μου απαιτούν ολοκλήρωση. Δεν είναι δική μου δουλειά αυτό. Τι νόημα θα είχε να σας κολακεύσω, παρουσιάζοντας μορφές ολοκληρωμένες, αναπαυμένες στην εκμηδένισή τους. Διότι μια ολοκληρωμένη μορφή δεν δείχνει παρά μόνο τη δεινότητα του καλλιτέχνη. Τι μπορείτε να ελπίζετε από έναν τέτοιο αντικατοπτρισμό; Αναλάβετε την ευθύνη σας απέναντι στο έργο τέχνης! Ελπίστε πως θα ολοκληρώσετε την ίδια σας τη μορφή, ολοκληρώνοντας τη μόνη αλήθεια του βλέμματός σας: τη ρευστότητα του Όντος».

Οι μισοπλασμένες μορφές του Χρήστου Μαρκίδη, λοιπόν, μας καλούν να αναλάβουμε την ευθύνη μας απέναντι στο έργο τέχνης, να ελπίσουμε πως θα ολοκληρώσουμε την ίδια μας τη μορφή, ολοκληρώνοντας τη μόνη αλήθεια του βλέμματός μας: τη ρευστότητα του Όντος. Και το κάνουν με κείνον τον «τρομώδη» τρόπο, με τον οποίο το αρχαίο προσωπείο του Διονύσου –πάντα κατά μέτωπο– ρίχνει το ορθάνοιχτο, καθηλωτικό βλέμμα του στον μύστη, σημαίνοντας: «Εγώ είμαι εσύ ολόκληρος» ή μάλλον: «Είμαι το συμπλήρωμά σου, ένα σημείο, δίχως το οποίο δεν μπορείς να ελπίζεις παρά μιαν άκαρπη και άνυδρη παραμονή στον περίκλειστο τόπο του θηλαστικού».

Στην περίπτωση του Χρήστου Μαρκίδη, ήδη το απείκασμα, το είδωλο της οντολογικής ρευστότητας δείχνει προς τη γραφή, τη γραφή, που «μέσα στην παράσταση και στην φαντασία προκαλεί την εμφάνιση μιας άμεσης παρουσίας της σκέψης στην ομιλία».[2] Κοντολογίς, αν ο Μαρκίδης δεν είχε γράψει ποίηση, είναι απολύτως βέβαιο πως θα έγραφε κάποτε. Το απαιτεί η συνθήκη της ενότητας των αισθήσεων: η όραση διαβάζει, η ακοή βλέπει, η αφή ακούει, η όσφρηση θυμάται. Διότι το ποίημα της «προ-λογοτεχνικής»[3] εποχής δίνεται στο υποκείμενο με τον τρόπο της φάτεως – όχι με τον τρόπο του λόγου· δεν λέγει, δεν κρύβει, αλλά σημαίνει﮲· που πάει να πει πως εξακοντίζει τα στοιχεία του, χωρίς προκαθορισμένους υποδοχείς: όποιο τμήμα της σωματικότητας του υποκειμένου προλάβει ν’ αδράξει το ρευστό πάθους, που εκπέμπεται, εκείνο αναλαμβάνει την οργάνωση της μορφής. Θα μπορούσα να το κάνω ίσως πιο κατανοητό, παραλλάσσοντας τα λόγια του Merleau-Ponty, τα οποία βρίσκονται στη θύρα του παρόντος κειμένου: Το ποίημα δεν βρίσκεται ποτέ εδώ με τον τρόπο που βρίσκεται η τυπογραφική του όψη. Ούτε όμως βρίσκεται και κάπου αλλού. Μου είναι δύσκολο να πω πού βρίσκεται το ποίημα το οποίο διαβάζω. Διότι δεν το διαβάζω με τον τρόπο που διαβάζει κανείς ένα κείμενο, δεν το περιορίζω στον συγκεκριμένο τόπο του· οι αισθήσεις μου περιπλανιούνται στο ποίημα σαν να ήταν αυτός το φωτοστέφανο του Είναι.

Συνήθως, όταν ένας ζωγράφος ασχολείται με την ποίηση, περιμένουμε να δούμε –και βλέπουμε– ποιήματα που παρουσιάζουν μιαν εικόνα –στην καλύτερη των περιπτώσεων οργανωμένη με τους νόμους της οπτικής αναπαράστασης– χρησιμοποιώντας τη γλώσσα ως εργαλείο μεταφοράς πληροφοριών. Περιγράφουν έναν ενδεχόμενο πίνακα, δηλαδή. Θα ήταν υπερβολή να θεωρήσει κανείς προβληματικό κάθε ποίημα που χρησιμοποιεί τη γλώσσα με αυτόν τον τρόπο, αλλά σίγουρα δεν θα ήταν υπερβολική η απαίτηση του αναγνώστη ποίησης να βιώσει «τὴν δι᾽ ἐλέου καὶ φόβου» περάτωση «τῶν τοιούτων παθημάτων». Κι αυτό γίνεται μόνο με έναν τρόπο: ξεχνάς πως το ποίημα φτιάχνεται με λέξεις –όπως φημολογείται πως ισχυρίστηκε κάποτε ο Mallarmé– και δεξιώνεσαι τη γλώσσα όχι ως εργαλείο επικοινωνίας, αλλά ως οντολογική κατάσταση, ως τρόπο να είσαι, να πράττεις, να δημιουργείς. Γιατί η ποίηση δεν φτιάχνεται με λέξεις, αλλά με γλώσσα. Υπάρχει μια διαφορά εδώ. Ασφαλώς η γλώσσα αποτελείται από λέξεις, που συνδέονται μεταξύ τους με θεωρητικά άπειρους τρόπους, περιορισμένους από τη γραμματική, για φυσικούς, αλλά και πολιτικούς –ή τουλάχιστον θεσμικούς– λόγους. Κάθε λέξη, εντός των θεσμισμένων διαδικασιών επικοινωνίας, σημαίνει αυτό που ορίζει το λεξικό. Δείχνει κάτι άλλο από τον εαυτό της. Δεν έχει άλλη αξία από την παραπομπή σε αυτό το κάτι άλλο. Αντίθετα, στη γλώσσα ως οντολογική κατάσταση, η λέξη δείχνει κάτι άλλο και δείχνει και τον εαυτό της. Είναι υπέροχο το παράδειγμα του Paul Valéry, σύμφωνα με το οποίο η λέξη ως εργαλείο επικοινωνίας είναι σαν ένα νόμισμα, του οποίου η αξία καθορίζεται από την αγοραστική του δύναμη, ενώ η λέξη στην ποίηση είναι σαν ένα νόμισμα του οποίου η αξία είναι η αγοραστική του δύναμη, αλλά και η αξία του πολύτιμου μετάλλου από το οποίο είναι φτιαγμένο.

Το ποίημα δεν βρίσκεται ποτέ εδώ με τον τρόπο που βρίσκεται η τυπογραφική του όψη.

Στην περίπτωση του Χρήστου Μαρκίδη, θα μπορούσαμε να το θέσουμε κάπως αλλιώς. Καθώς η γλώσσα είναι η οντολογική του κατάσταση, οι λέξεις στην ποίησή του αποτελούν τη βασική χρωστική ουσία του. Ένα παράδειγμα θα δείξει σαφέστερα αυτή την τακτική, η οποία δεν είναι άγνωστη στην ποίηση, αλλά από το τέλος της δεκαετίας του 1960 παραπαίει ανάσα στο δίπολο συναίσθημα-κυριολεξία. Το ποίημά του «Ξύπνησα με βροχή» από το πρόσφατο βιβλίο του Έρεβος ή Το άλλο φως, βαίνει ως έτσι:

Ξύπνησα με βροχή

Κρατούσα, λέει, στα χέρια μου
ένα μεγάλο αίνιγμα φαιό ακίνητο
ωσάν τον ουρανό που αντίκρισα
ανοίγοντας με βιάση τα παραθυρόφυλλα.
Δύο εικοσιτετράωρα ο θεός
καταδέχτηκε να συνωμοτήσει στο νόημα
εκείνο των σαράντα ημερών, το μέγα.

Μα τα φαινόμενα ως είθισται απατούν
μέχρι το ποίημα να τραφεί
ήλιος ανέτειλε χλωμός, δεν συμφωνεί η φύσις.

Η βούληση από το συμβάν έτη φωτός απέχει.

Μια συστηματική ερμηνεία αυτού του εξαίρετου –υποδειγματικού ως σύνθεση– ποιήματος, θα παραβίαζε ίσως τα όρια της αντοχής του αναγνώστη, καθώς θ’ απαιτούσε μερικές χιλιάδες λέξεις και φυσικά δεν θα γίνει εδώ – παρά την αδηφάγα όρεξη του υπογράφοντος. Θα περιοριστώ να δείξω όσα ανέφερα προηγουμένως ως ιδιάζουσα σχέση του Μαρκίδη με τη γλώσσα.

Το ποίημα καθένας καταλαβαίνει πως αφορά στην αποτυχία δημιουργίας ενός ποιήματος. Ωστόσο, αυτή η αποτυχία έχει ήδη δημιουργήσει ένα ποίημα, αυτό που διαβάζουμε – κι ετούτο το γεγονός συνιστά μια τελετουργία, όχι μια «ενημέρωση», μια «πληροφόρηση». Πρόκειται για τη μύηση του αναγνώστη σε ένα βιωματικό μοντέλο. Αυτό κατορθώνεται με τη διάχυση των σημασιακών και γραμματικών περιοχών των λέξεων. Στον δεύτερο στίχο, ο ποιητής κρατά «ένα μεγάλο αίνιγμα φαιό ακίνητο…». Εδώ οι τέσσερις λέξεις θα μπορούσαν να είναι επίθετα ή ουσιαστικά, με διάφορους συνδυασμούς. Ας θυμηθούμε την έκφραση «βαθύ γαρύφαλλο ακρωτήρι» του Οδ. Ελύτη, όπου το ουσιαστικό «γαρύφαλλο» εν τέλει λειτουργεί ως επίθετο. Στη συνέχεια του ποιήματος, παρουσιάζονται λέξεις, οι οποίες «χρωματίζουν» το λόγο με απρόσμενη ανατροπή της αναπαριστατικότητας. Οι λέξεις «ωσάν» και «μέγα» δεν ανήκουν στην «ομαλή» επικοινωνιακή διάσταση της γλώσσας. Βρίσκονται εκεί αντιπροσωπεύοντας την αξία τους, χωρίς να περιστέλλουν το νόημά τους. Τέλος, η φράση «δεν συμφωνεί η φύσις» αφήνει να διαχυθεί σε όλο το ποίημα εκείνο το χρώμα, που παρασκεύασε ο Κ. Καρυωτάκης στο ποίημά του «Κιθάρες».

Εν κατακλείδι, ο ποιητής Χρήστος Μαρκίδης δεν είναι ένας ζωγράφος, που απορεί πώς να «δουλέψει» με τις λέξεις, αλλά ένας ποιητής με πλήρη αίσθηση της γλώσσας. Η ποίησή του –ευτυχώς– δεν ανήκει σε καμία από τις δύο τάσεις του β’ μισού του 20ού αιώνα. Ούτε στη γλωσσοκεντρική ούτε στη βιωματική.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Maurice Merleau-Ponty: Η αμφιβολία του Σεζάν – Το μάτι και το πνεύμα. Μτφρ.: Αλέκα Μουρίκη. Αθήνα, Νεφέλη, 1991.
[2] Jacques Derrida: Περί γραμματολογίας. Μτφρ.: Κωστής Παπαγιώργης. Αθήνα, Γνώση, 1990.
[3] Ας ονομάσουμε έτσι τις τελευταίες δεκαετίες, πριν την εμφάνιση της άποψης σύμφωνα με την οποία η ποίηση είναι ένα παιχνίδι με τις λέξεις, μια ρητορική άσκηση, απλά «λογοτεχνία» και τίποτα πιο «μεταφυσικό».

 

Έρεβος ή Το άλλο φως
Χρήστος Μαρκίδης
Εκδόσεις του Φοίνικα
40 σελ.
ISBN 978-960-6849-82-4
Τιμή €7,00
001 patakis eshop

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Αναστασία Γκίτση: «Ό,τι λύπει συναρμολογείται»

Ελάχιστες φορές έχω διαβάσει ένα ποιητικό βιβλίο, μια σύνθεση όπως αυτήν της Αναστασίας Γκίτση, με σφιγμένα δόντια. Από την πρώτη σελίδα η ηθελημένη ορθογραφία δίνει την συγκολλητική ουσία της...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Γιώργος Σταυριανός: «Παιδί του ανέμου»

Το Παιδί του ανέμου  έρχεται να φωτίσει τη στιχουργική ιδιότητα του Γιώργου Σταυριανού, ενός από τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες· κι επίσης, σημαντικού λογοτέχνη και πανεπιστημιακού δασκάλου. Το βιβλίο...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.