fbpx
Γιώργος Βέης: «Βράχια»

Γιώργος Βέης: «Βράχια»

«Ευτυχώς η γη μας δεν είναι σκληρή, οι πρασινάδες της δεν σε πλαντάζουν, τα χαρακτηριστικά της είναι βράχια, βουνά και πελάγη. Κι έχει ένα φως…» (Γιώργος Σεφέρης, «Πάντα πλήρη θεών»)

Μέσα σ’ αυτό το υμνημένο από όλους τους ποιητές μας φως, τις πρασινάδες, τα βουνά και τα πελάγη, τα βράχια έχουν μια ιδιαίτερα σημαίνουσα θέση. Είναι ένα όριο μεταξύ στεριάς και θάλασσας. Είναι και αρχή και τέλος, και ζωή και θάνατος. Και βάση γερή να στηριχτείς.

Βράχια, λοιπόν, καταθέτει ως δέκατη τέταρτη ποιητική συλλογή ο Γιώργος Βέης, πρόσφατο κρίκο στη μακρά αλυσίδα που ξεκίνησε το 1974 και θα ολοκληρωθεί κανείς δεν ξέρει πότε. Πιστός στο χρέος στη θεά Ποίηση, δεν παραλείπει ένα καινούριο κερί να της ανάψει, ένα καινούριο λουλούδι να της προσφέρει. Κοσμεί με λουλούδια και έμβια όντα την αχανή εσθήτα που δεν γνωρίζει φθορά. Σμιλεύει στίχους στα ανθεκτικά, κυριολεκτικά και μεταφορικά, Βράχια της πατρίδας μας και της ζωής του, που δεν γνωρίζουν χρόνο και γηρατειά. Έχει πάντα στον νου τον πρώτο διδάξαντα Όμηρο, αλλά και κάθε άξιο συνεχιστή της αρχαίας αυτής ιστορίας, με τον οποίο δεν έκοψε ποτέ τον διάλογο και, όπως ο Δάντης με τον Βιργίλιο, βρίσκεται πάντα σε απευθείας συνομιλία μαζί τους:

Εσύ είσαι κι ο ποιητής κι ο δάσκαλός μου, εσύ είσαι και ο μόνος οδηγός που επήρα στην όμορφη γραφή που ετίμησέ με.
(Κόλαση, μτφρ. Ν. Καζαντζάκη, ωδή Α’, στ. 85-86)

Με αυτά τα λίγα αντικλείδια για την εισαγωγή σε μια τέχνη που όσο περνούν τα χρόνια γίνεται πιο γυμνή, μια γυμνοπαιδία, μπαίνουμε στην αυλή της ποιητικής συλλογής. Ο Βέης μάς δίνει δείγματα του προσωπικού ποιητικού του κώδικα, αλλά πάντα μας διαφεύγει κάτι και ας είναι μπροστά στα μάτια μας. Για να θυμηθούμε την κινεζική λαϊκή ρήση,που εκείνος μας μετέφερε στη Δύση: «Το πιο σκοτεινό σημείο είναι πάντα αυτό που βρίσκεται κάτω από τη λάμπα» ή, με άλλα λόγια, το πιο σκοτεινό μέρος είναι η καρδιά του ήλιου, έτσι λένε οι σοφοί, έτσι και ο ποιητής μάς δείχνει, αλλά εμείς δεν ξέρουμε ποιο από τα αντικλείδια και προς τα πού να το στρέψουμε για να φωτίσουμε το μήνυμα.

Στο «Προαύλισμα» λοιπόν έχουμε τη φύση έτοιμη να εκραγεί· συγκεκριμένη πάντα ώρα, κρατάει την ανάσα της, για να πάρει φόρα και να ξεσπάσει πάνω στα «ατιμώρητα/ όλα αυθάδεια κι υπερηφάνεια φούσκα», διότι «εκεί χτυπάει δυνατά η καρδιά/ η οργή του αδικημένου». Γιατί η έκρηξη γίνεται όταν ο υβριστής υπερβεί το όριο, όταν «φουσκώσει της πίκρας το προζύμι», όπως έλεγε ο Σεφέρης. Ο ποιητής, παρατηρητής, ξέρει ότι η φύση έχει τον τρόπο της για να ειδοποιεί. Παρατηρούμε μέσα στις λέξεις του αυτό που τρέχει ολοταχώς και ρέει με ορμή σαρωτικά.

Είναι η οργή/ορμή της βιασμένης φύσης από τους τρελούς ανθρώπους και της τρίλιας το «πάθημα». Όλες σχεδόν οι λέξεις σοφά επιλεγμένες τρέχουν πάνω στο κυλιόμενο «ρ». Στη δεύτερη μάλιστα στροφή είναι δεκατρείς φορές αυτό το «ρ» που ρολάρει με τη συνυποδηλωτική επιμονή της επανάληψής του: έρχεται […] το πρωί, ο κορυδαλλός / να συντρίψει τα έργα τρελών ανθρώπων/ λέει η τρίλια τρελή […] όλα ατιμώρητα… υπερηφάνεια εκεί… καρδιά η οργή του αδικημένου.

Και δεν είναι μόνο ο κορυδαλλός και η τρίλια, αλλά και η σουσουράδα, τα τριζόνια, ο σκίουρος, το κρασοπούλι, ο κάστορας, ο συκοφάγος, η κίσσα, ο γλάρος, οι κάμπιες, η νερόκοτα, οι ψαραετοί, οι τσίχλες, το κοράκι, τα πουλιά γενικά, καθένα στο πόστο του, υπαινισσόμενο τη σοφία της φύσης, έστω κι αν δεν έχει συνείδηση της αποστολής του. Και όπως η Δώρα Μέντη έχει συνθέσει το Γλωσσάριο των ανθέων, όπου η συγκεκριμένη ποιητική προοπτική του Βέη αξιοποιείται πλήρως, έτσι ίσως θα έπρεπε να δει κανείς και το γλωσσάρι των πουλιών.

Στο ποίημα «Η Επίσκεψη», το ρυάκι έδωσε τη φωνή του στο κρασοπούλι και αυτό με τη σειρά του στον Μοντεβέρντι. Η κλίμακα είναι μεγάλη, η απόσταση ανυπολόγιστη. Χρειάστηκαν αιώνες για να τακτοποιηθούν τα πράγματα στον αχανή χωροχρόνο, να μεταμορφωθούν αλλά και να παραμορφωθούν. Όμως, η επίσκεψη, δηλαδή η μελέτη, των ονομάτων δείχνει ότι στοχάζεται βαθιά πάνω στη φύση και στην παρουσία κάθε όντος μέσα σ’ αυτή. Βλέπει και ακούει, γίνεται ο ίδιος η φύση που αισθάνεται. Χωρίς μεγάλους κραδασμούς απορροφά την ομορφιά στο «τσάκισμα του λαιμού» ή του φτερού την «απαραίτητη περισπωμένη», στην κρυμμένη ευφυΐα του όποιου σκιρτήματος του μικρού πουλιού. Παρατηρεί τα παραδοσιακά κοσμήματα, ακούει τον ήχο από τα «Ασημένια βραχιόλια», «παιδιά της μνήμης ηχηρά» σαν τα βραχιόλια της γερακίνας… Το ποίημα όλο σαν μια ανάπλαση του τραγικού δημοτικού τραγουδιού.

Το φιλοσοφικό-στοχαστικό υπόβαθρο της τέχνης του, κρυμμένο στα απλά φυσικά πράγματα, αποτελεί τα βράχια που πάνω τους στήνεται το ποιητικό εποικοδόμημα, υποδεικνύοντας σ’ ένα έμπειρο μάτι τι και πού να κοιτάξει. Η παρατήρηση ενδελεχής. Σε πρόσφατη κριτική της η Διώνη Δημητριάδου ανέδειξε, μεταξύ άλλων, την καθαρά αναστοχαστική υφή της παρούσας συλλογής.

Ο Βέης μάς δίνει δείγματα του προσωπικού ποιητικού του κώδικα, αλλά πάντα μας διαφεύγει κάτι και ας είναι μπροστά στα μάτια μας.

Δυσδιάκριτος, αλλά υπαρκτός είναι ο Χρόνος σε διάφορες μορφές, διαδηλώνοντας την αιωνιότητά του, την ορμητικότητά του –«την ορμή του ποταμού»–, την ασχήμια –«το ξεφτισμένο σκιάχτρο»– και την ομορφιά του. Να τα αντέξει όλα κι έπειτα να αναληφθεί, όμως όχι με τα φτερά του αγγέλου αλλά με ένα «καλαθάκι αερόστατο» «πάνω από τα χαλάσματα του κόσμου», «κήρυκας χωρίς καν λέξεις» («Ξεκαθάρισμα λογαριασμών») ή πάλι «βαστάει γερά του Χάρου το σκοινί», «να κατεβεί κι αυτός στο/ μη με λησμόνει» («Προοπτική»).

Στο ποίημα «Η Μαρμαρυγή», «στο μαξιλάρι του δίπλα/ ολόσωμη/ η Αφροδίτη των τελευταίων σπασμών». Όπως η προγενέστερη του Ελύτη («Ο Κήπος βλέπει 2»): «Η Κυρία των Αγγέλων/ με χρυσό αλεξίπτωτο/ κατέβαινε ως το μαξιλάρι σου/ Υιέ μου πλάγιαζε κοντά σου». «Καλαθάκι αερόστατο» ο ένας, «χρυσό αλεξίπτωτο» ο άλλος. Η «Αφροδίτη» ο ένας, «Η Κυρία των Αγγέλων» ο άλλος, «μαξιλάρι» και ο ένας και ο άλλος, δείχνουν μια σχέση, την οποία πρόσφατα επισήμανε η Έφη Κατσουρού σε εκτενή μελέτη της. Ο Βέης, τηρώντας τις νόμιμες αποστάσεις, τιμά τους προγόνους.

Και μια άλλη, ακόμα, σχέση, και όχι η μόνη: μοιάζει «Η ώρα τροχόσπιτο κολλημένο στη λάσπη», στα «Μαθήματα Ανθρωπολογίας», ενώ στο «Γράμμα του Μαθιού Πασχάλη» ο Σεφέρης είχε παρατηρήσει ότι «Αργούν οι μέρες· οι μέρες οι δικές μου τριγυρίζουν μέσα/ στα ρολόγια και ρυμουλκούν το λεπτοδείκτη». Είναι η διάθεση που επιβάλλει τον δικό της ρυθμό στην κοσμική ροή.

Ο Βέης έχει πει πως όταν γράφει του παραστέκουν σαν άγγελοι φύλακες, βοηθοί και σκέπη του οι Άγιοι Πάντες Ποιητές και όλοι οι σοφοί που διάβασε. Στη χώρα ετούτη που του έλαχε να γεννηθεί με την ποιητική κληρονομιά πλούσια, δεν θα ήταν δυνατόν να μη γίνει ό,τι έγινε. Και δεν είναι μόνο ο φόρος τιμής στους προγόνους, αλλά και στα είδη. Κάποτε ήταν το σονέτο σε πρώτη θέση, τώρα ένα, τιμής ένεκεν, στο είδος, «Οι παρηχήσεις τώρα» και η επικαιρότητά τους:

Έφτασαν ως εδώ ικέτες, του Χάρου μελίσσι
οι βάρκες τρύπιες, παντού βλέπουν αγγέλους και θύτες
δίχως δόντια, τρέμει το μυαλό, σαν από μεθύσι

Δεν μας διαφεύγει επίσης η τρυφερότητα με την οποία ο ποιητής επιστρέφει στη μητρογονική Σαντορίνη, με την ανάσα της αισθητή: «Ακούστηκε ηφαίστειο/ το νόμιζαν σβηστό/ […] ένα φτερό τώρα πετάει γύρω του/ το έχουν πει ψυχή». Μια ιδέα από τον αετό του Δία που σχίζει τον αέρα πάνω από τους Δελφούς, ιδέα που έρχεται σύροντας μαζί της και την άρση της αλλά και τη θέση της. Και το τρίπτυχο ποίημα «Ηραίον Σάμου» είναι το κληροδότημα της πατρογονικής γης στην παγκόσμια κληρονομιά και τα «Κουμέικα Σάμου» «σαν ηχώ του σθένους» το χωριό του ποιητή Δ.Π. Παπαδίτσα. Και, φυσικά, το «Καρλόβασι Σάμου» για το οποίο η εξαιρετική ποιήτρια Ελένη Ηλιοπούλου-Ζαχαροπούλου έχει συνθέσει ένα πολύ ευαίσθητο δοκίμιο.

Ο τίτλος Βράχια γαιώδης, ελληνικός. Η Ελλάδα με τα βράχια, τα βουνά και τα πελάγη της, στην άκρη ενός κόσμου και στην αρχή ενός άλλου. Και τα βράχια ορόσημο ανάμεσα στεριάς και θάλασσας. «Εκεί που αρχίζει τελειώνει κιόλας», το «εφήμερο καθώς το λένε». Αλλά και πιο κάτω θα το ξαναβρούμε «Με το ένα πόδι στον τάφο». Το εφήμερο, όχι τα βράχια. Τα βράχια που σε όλους τους ποιητές μας έχουν σημαντική παρουσία, είναι τα οστά ενός τόπου gveisπου αντέχουν στον χρόνο και στην περιπέτεια, που βλέπουν τα γεγονότα να περνούν και καθόλου δεν αγωνιούν. Που δεν νοιάζονται αν τα κύματα χτυπούν πάνω τους. Αντέχουν. Που πάνω τους γράφεται η ιστορία. Η αιωνιότητα δεν κινδυνεύει.

Κάποτε, οι συλλογές του Βέη άρχιζαν με ρήση από τον Ηράκλειτο και τελείωναν με στίχους του Κάλβου. Τα Βράχια αρχίζουν με Πλάτωνα και τελειώνουν με Παλαμά. Με έναν χαιρετισμό στον πρόγονο, αρχαίο και νεότερο, ο ποιητής ανοίγεται στον κόσμο όλο.

 

Βράχια
Γιώργος Βέης
Ύψιλον
80 σελ.
ISBN 978-960-17-0322-0
Τιμή €10,00
001 patakis eshop

Η Ανθούλα Δανιήλ είναι δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας, μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών και μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Άλλα κείμενα:

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Αναστασία Γκίτση: «Ό,τι λύπει συναρμολογείται»

Ελάχιστες φορές έχω διαβάσει ένα ποιητικό βιβλίο, μια σύνθεση όπως αυτήν της Αναστασίας Γκίτση, με σφιγμένα δόντια. Από την πρώτη σελίδα η ηθελημένη ορθογραφία δίνει την συγκολλητική ουσία της...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Γιώργος Σταυριανός: «Παιδί του ανέμου»

Το Παιδί του ανέμου  έρχεται να φωτίσει τη στιχουργική ιδιότητα του Γιώργου Σταυριανού, ενός από τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες· κι επίσης, σημαντικού λογοτέχνη και πανεπιστημιακού δασκάλου. Το βιβλίο...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.