fbpx
Ελένη Μαρινάκη: «Μετράω ως το δέκα»

Ελένη Μαρινάκη: «Μετράω ως το δέκα»

Η ποιητική συλλογή Μετράω ως το δέκα, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μελάνι, είναι το όγδοο βιβλίο της ποιήτριας και ζωγράφου Ελένης Μαρινάκη. Η συλλογή συνιστά ένα σώμα 32 αυτόνομων ποιημάτων, τα οποία επικοινωνούν εσωτερικά σε επίπεδο μορφής και περιεχομένου. Η ενδιαφέρουσα δουλειά της Μαρινάκη ισορροπεί δεξιοτεχνικά ανάμεσα σε πραγματικότητα και όνειρο, συνδυάζοντας την αφηγηματικότητα με έναν υπόγειο λυρισμό και τον αφαιρετικό ποιητικό ρεαλισμό με τις υπερρεαλιστικές υπερβάσεις, δίνοντας στις τεμαχισμένες εικόνες και στα σπαράγματα μνήμης του ποιητικού υποκειμένου ένα σημείο φυγής προς το αλλότριο και συνάμα τραγικό.

Οι θεματολογικές και μορφολογικές επιλογές της ποιήτριας στη συλλογή παράγουν εσωτερική συνοχή ανάμεσα στα έργα. Οι τίτλοι των κειμένων («Ο Νίκος», «Η Αργυρώ», «Ελεγεία», «Επιστροφή, «Εξετάσεις» κ.ά.) αποδεικνύουν αυτή την ευρύτητα και το βάθος της ματιάς και γραφής της, εφόσον εκκινούν από το συγκεκριμένο και το καθημερινό, για να φτάσουν μέσω των κινηματογραφικών γωνιών λήψης (κάθετες, πλάγιες, μετωπικές κ.ά.) στο παράδοξο, μυθικό και ονειρικό. Χαρακτηριστική είναι, για παράδειγμα, η χρήση του παράδοξου στο ποίημα «Μαγική εικόνα»: «Στο σπίτι της Μαρίας στα προσφυγικά. […] πλένει πιάτα. […] Στο βάθος η κυρία/ Νίτσα βγάζει απ’ την κοιλιά της τον Αλέκο/ και τον ταΐζει βιαστικά. […] Ανοίγει τη βαλίτσα και μπαί-/νει μέσα. Ελάτε να σας πάω βόλτα».[1]

Ανάλογα και στο ποίημα «Σκηνοθεσία», παρατηρούμε την ιδιαίτερη αυτή μείξη της ρεαλιστικής αποτύπωσης και συνάμα της αναίρεσής της ως μέσο ποιητικής φυγής από μια κοινωνικά ασφυκτική ή επώδυνη πραγματικότητα: «Έφερε χώμα απ’ την αυλή και σκέπασε τα έπι-/πλα. […] Από τον τοίχο ανάβλυσε/ ένας ποταμός. Ξάπλωσε στην όχθη του και/ κοιμήθηκε. Χωρίς όνειρα».[2]

Το περιθώριο, η ασθένεια, η φιλία, η μοναξιά, η μετανάστευση αγγίζουν τη φαντασία της και εμπνέουν τη γραφή της. Γράφει στο «Χωρίς άρθρο» για τον αδικαίωτο αγώνα των γυναικών: «Έφυγε από το σπίτι ένα πρωί και τον κατάπιε/ ο καιρός. […] Μόνη της η Σοφία πάλευε […] Τον έφεραν μια Κυριακή σ’ ένα κασό-/νι […] Μόνη της πάλι έσκαψε τον τάφο. Στην/ πλάκα έβαλε να γράψουν […] με κεφαλαία, ΞΕΝΟΣ».[3]

Έτσι, η Μαρινάκη μεγεθύνει, τεμαχίζει και δίνει μια εξπρεσιονιστική ματιά και ένταση στο κάθε πλάνο της, μετατρέποντας εικαστικά το ταπεινό και καθημερινό σε ποιητική ύλη. Αξίζει να παρατηρήσουμε τον ιδιαίτερο τρόπο εστίασης στην «Επιστροφή»: «Μπαίνεις νύχτα στο μαγαζί με το παλτό και/ χέρια παγωμένα. […] Δεν βγαίνει λέξη απ’ το στόμα σου./ […] μάταιος πόλεμος. Στο πόδι/ κάτω από το γόνατο βαθαίνει η σχισμή. Εκεί/ που σ’ έπιασε η σφαίρα».[4]

Ο προσωπικός τόνος, που δηλώνεται με το πρώτο ενικό ή πληθυντικό, τοποθετεί σταθερά το ποιητικό υποκείμενο στο σύμπαν των κειμένων, δίνοντάς τους αληθοφάνεια και μια αυτοβιογραφική διάσταση. Υπό αυτό το πρίσμα, η προσωπική της ιστορία βρίσκεται σε άρρηκτη σύνδεση με τις ιστορίες των μορφών που τη σημάδεψαν, εφόσον το ποιητικό υποκείμενο δηλώνει παρούσα σε όλα τα ποιήματα και αποτελεί τον φορέα της εστίασης των εκάστοτε φιγούρων που αναδύονται νωπά από τη χωροχρονική ρευστότητα της μνήμης, για να γυρίσουν ξανά στο ημίφως του ονείρου. Γράφει στον «Κίτρινο καιρό»: «[…] Μου μάθαινε ανάγνωση/ […] μου σταύρωνε στο μαξι-/λάρι προσευχές. Ύστερα ήρθε κίτρινος καιρός/ και την εσκίασε. Πάνω στον λόφο ένα μεση-/μέρι την παραδώσαμε στα σύννεφα».[5]

Έτσι, η Μαρινάκη μεγεθύνει, τεμαχίζει και δίνει μια εξπρεσιονιστική ματιά και ένταση στο κάθε πλάνο της, μετατρέποντας εικαστικά το ταπεινό και καθημερινό σε ποιητική ύλη.

Η προσήλωση της ποιήτριας στα θύματα της κοινωνικής συγκυρίας και αναλγησίας, στους αφανείς ήρωες της ζωής που σηκώνουν αβοήθητα τα βάρη τους, όπως και η επίμονη αναφορά σε αγαπημένα πρόσωπα (ο πατέρας, η μητέρα, οι φίλοι της παιδικής ηλικίας κ.ά.) σχεδιάζουν με αδρές γραμμές και ζωηρά χρώματα μια ανθρωπογεωγραφία που δένει σφιχτά το κοινωνικό με το προσωπικό, το συλλογικό με το ατομικό, την εικαστική ματιά με τον ποιητικό ρυθμό. Αναφέρουμε ενδεικτικά το ποίημα «Μ’ ένα ξυπόλυτο παλτό»: «Δεν είναι ούτε δώδεκα χρονώ ο Ίβο και ήρθε/ από τα βόρεια […] σ’ ένα φορτηγό. […] Νύχτα τον ξεφορτώσανε στα σύνορα./ Μ’ ένα ξυπόλυτο παλτό γυρίζει τώρα στις/ πλατείες και ζητιανεύει βλέμματα».[6]

Η ποίησή της αποδίδει φόρο τιμής σε αδικαίωτες φιγούρες των παιδικών και νεανικών χρόνων. Η γραφή της λειτουργεί δηλαδή ταυτόχρονα ως ποιητικό μνημόσυνο και ως προσπάθεια δικαίωσης της πορείας τους, των αισθημάτων τους ή δικαιολόγηση των επιλογών τους: «Η θεία Ελληνίκη αρρώστησε. […] ένας δράκος στο σώμα της και τη/ ρουφά. […] Ανοίγει με θόρυβο ο ουρανός. […] Πρώιμος Οκτώβριος».[7] Κατ’ επέκταση, τα ποιήματα της Μαρινάκη αποτελούν μαρτυρίες, απόπειρες διάσωσης ή ποιητικής απεικόνισης προσώπων και σκιών του παρελθόντος, ενώ ταυτόχρονα οικοδομούν έναν ιδιαίτερο τρόπο αισθητικής απόδοσης μιας έντονης υπαρξιακής αγωνίας, που είναι διάχυτη σε όλα τα κείμενα της συλλογής (όχι σπάνια με αυτοαναφορικές διαστάσεις ως προς τη δύναμη και λειτουργία της ποίησης). Διαβάζουμε: «[…] συρτάρι/ άδειο. Θα βάλω, είπα, εκεί όλα τα ερωτήμα-/τα, τετράγωνα χαρτάκια για να ξεχάσω τις/ επίμονες φωνές. […] Αιμόφυρτη στην άνοιξη» («Αναβολή», σ. 40).

Τα κείμενά της, με την αφαιρετική τους αφηγηματικότητα και την ελλειπτικότητα της σύνταξης, συνιστούν ένα σύνολο μικρών ιστοριών που δεν υπακούουν στις φόρμες και τεχνικές της παραδοσιακής στιχουργίας, αλλά δημιουργούν με την ελευθερόστιχη μορφή τους και την ιδιαίτερη οπτική τους ένα άθροισμα ποιητικών εικόνων που συναιρούν επιδέξια χρονικές στιγμές, πρόσωπα και προσωπεία, ιστορικές συνθήκες, κοινωνικά διλήμματα και προσωπικά βιώματα. Τα πορτρέτα αυτά ξεπηδούν από τα κείμενα ηθελημένα ημιτελή και ρευστά ως φαντάσματα της μνήμης και γεννήματα ή αποθηκευμένα αρχέτυπα και φόβοι του ασυνειδήτου. Διαβάζουμε: «[…] Την κοροϊδεύουν τα παιδιά και της πετάνε/ πέτρες. […] την κοιτώ πίσω απ’ τις γρίλιες. Φοβά-/μαι τα χαώδη μάτια […] την πήγαν με το ζόρι στο νοσοκο-/μείο. […] έρχεται κα-/μιά φορά στον ύπνο και μου ζητά κρύο νερό».[8]

Τα πρόσωπά της ζωντανά και ενδιαφέροντα στη θραυσματική τους απεικόνιση συστήνονται στον αναγνώστη ως ατόφιες ψηφίδες μιας προσωπικής ιστορίας. Την ίδια στιγμή δημιουργούν, όμως, μια ισχυρή ανταπόκριση με το κοινωνικό παρόν, καθώς συνιστούν αναγνωρίσιμες φιγούρες της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και ήρωες ή αντιήρωες των μύθων μιας συλλογικής αυτοαφήγησης. Με τη σπαρακτική τους λάμψη, τη χρωματική τους διαύγεια, την επαναληπτικότητα της φανέρωσής τους, τη συναισθηματική πληρότητα της παρουσίας τους δημιουργούν ένα αίσθημα οικειότητας στον αναγνώστη.

 Κατά συνέπεια, τα πρόσωπα της Μαρινάκη, προσιτά όσο και απόκοσμα, ζωντανά όσο και στοιχειά του υποσυνειδήτου, συνιστούν γεννήματα μιας συλλογικής κοινωνικής μοίρας.

Η φθορά των προσώπων της Μαρινάκη, το φως και το σκοτάδι τους, ο ψυχικός και σωματικός πόνος τους, η σιωπή ή η φωνή τους σταθερά εκκωφαντική στην ποίησή της, λόγω ακριβώς της αδυναμίας τους να ακουστούν και να γίνουν αποδεκτές στην πραγματική ζωή, προσδίδει στις μορφές της υπόσταση, βάθος και ανθρωπιά που ενοχοποιεί εντέλει την παρουσία όλων αυτών που τα αδίκησαν ή τα περιφρόνησαν στον πραγματικό τους χρόνο και εποχή. Ενδεικτικό το ποίημα «Κρυφό», που αναφέρεται σε μια νεαρή αυτόχειρα περιγράφοντας έμμεσα την τραγικότητα της ανθρώπινης μοίρας: «Δεν έμαθα ποτέ το όνομά της. […] Κορίτσι/ ακόμα στα δεκαεφτά, πού βρήκε το κουρά-/γιο, πού το σκοινί. Κανείς δεν τη μνημόνευ-/σε. […]. Σκιά θολή που αιωρείται ακόμα/ πάνω από τα σκίνα».[9]

Κατά συνέπεια, τα πρόσωπα της Μαρινάκη, προσιτά όσο και απόκοσμα, ζωντανά όσο και στοιχειά του υποσυνειδήτου, συνιστούν γεννήματα μιας συλλογικής κοινωνικής μοίρας. Επιλέγει ως θέμα της τους καθημερινούς άθλους των ανθρώπων, τους κομπάρσους και τα θύματα, και δημιουργεί μια δική της κοινωνιογραφία εσωτερικής ανταπόκρισης. Η ποιήτρια διαμορφώνει μια σειρά ανθρώπινων πορτρέτων που αφύπνισαν την ποιητική της συνείδηση και φαντασία, μοιάζοντας να συλλαβίζει τους σταθμούς της προσωπικής της διαδρομής και αποδίδοντας ποιητικούς επικήδειους σε ξεχασμένες μορφές, που ζητούν επίμονα μέσα στο όνειρο και την ποίησή της την αναγνώριση της συμβολής τους ως μορφή δικαίωσης της δικής τους ύπαρξης. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά: «Το σπίτι της Τζούλιας ταινία του Φελίνι. […] Μου δείχνει τα καινούργια της παιδιά […] Αφήνω στα σκα-/λιά την τσάντα μου και τρέχω να προλάβω το/ λεωφορείο. Μπροστά μου μια πλατεία έρημη./ Δεν έχω τρόπο να ειδοποιήσω τον πατέρα. Κι/ η Τζούλια δέκα χρόνια πεθαμένη» («Το σπίτι της Τζούλιας», σ. 10).

Το κάθε της έργο γίνεται μια κατάθεση μαρτυριών με αλληγορικές προεκτάσεις, αποτυπώνοντας το τέλος της αγνότητας και το πέρασμα στην ενηλικίωση. Διαδικασία συνήθως τελεστική, επιτακτική, απότομη και βίαιη, όπου στα ποιήματα της Μαρινάκη σκιαγραφείται ως επώδυνη δοκιμασία: «Έρχεται η βουβή ψι-/θύριζαν. Κάποτε τη συνάντησα κι εγώ και/ τελείωσε το καλοκαίρι».[10]

Η αφήγηση αφανών ηρώων και εξιλαστήριων θυμάτων των κοινωνικών συμπληγάδων και της εγωκεντρικής απάθειας των πολλών συνυφαίνει λέξη λέξη ένα πορτρέτο του ποιητικού υποκειμένου που συμμετέχει σε όλα τα κείμενα: εύθραυστο όσο και ανθεκτικό, εσωστρεφές όσο και κοινωνικό, σε βαθιά όμως σύνδεση με τον χώρο και τον Άλλο. Ένα πρόσωπο που συναρμολογείται λίγο λίγο, έργο το έργο, λήψη τη λήψη και βρίσκεται σε μια διαυγή σύγχυση ανάμεσα σε πραγματικότητα και όνειρο, ζωντανό και ταυτόχρονα φορτισμένο από μια καλλιτεχνική ευαισθησία που την κρατά συνδεδεμένη με την κοινωνιογραφία της μνήμης. Η ποιήτρια συρράβει ένα ταξίδι μεταβάσεων δοσμένο ανάποδα, από το σήμερα στο χθες, δηλώνοντας ότι είμαστε όσα και όσους συναντήσαμε, απωθήσαμε, περιφρονήσαμε ή αγαπήσαμε στην πορεία μας. Τονίζει πόσο το παρελθόν επιβιώνει με τη μορφή ονείρου στο σήμερα, ως θαμπή σκιά στο συνειδησιακό μας παρόν και ως σπάραγμα πραγματικότητας.

Σε τελική ανάλυση, η Μαρινάκη κατασκευάζει ένα ποιητικό λεύκωμα, μια φωτογράφιση στιγμών και εποχών που λησμονήσαμε και νοσταλγήσαμε. Τα ποιήματά της ολιγόστιχα, φορτισμένα με εντάσεις που έχουν αντίλαλο μεγάλου βάθους, φτάνουν πλήρη χρωμάτων στον αναγνώστη μέσα στη λιτότητά τους. Ζωγραφίζουν τις συμπληγάδες, τις σκιές και τις εκλάμψεις της ζωής του ποιητικού υποκειμένου, περιγράφοντας τους πρωταγωνιστές της και αποκαλώντας τους χωρίς εξωραϊσμούς και περιττές γλαφυρότητες με τα καθημερινά τους ονόματα. Χωρίς αμφιβολία, η γραφή της ορίζει ότι αρχή και τέλος της διαδρομής μας είναι ο άνθρωπος: «Έλα το βράδυ να/ με βρεις. […] στη ρωγμή του/ τοίχου κοιμάμαι. Σ’ ένα ολόλευκο σκοτάδι».[11]

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] «Μαγική εικόνα», σ.13.
[2] «Σκηνοθεσία», σ.38.
[3] «Χωρίς άρθρο», σ.24.
[4] «Επιστροφή», σ.27.
[5] «Κίτρινος καιρός», σ.17.
[6] «Μ’ ένα ξυπόλυτο παλτό», σ.34.
[7] «Μνημόσυνο», σ.30.
[8] «Ελεγεία», σ.16.
emarinaki[9] «Κρυφό», σ.11.
[10] «Μνήμη», σ.14. Βλ. επίσης: «Μετακομίσαμε […] στο υπόγειο. […] Μετράω ως το δέκα και ξυπνώ. […] η Φανή […] μου μαθαίνει/ να πετώ. […] πέφτω στα σκαλιά. Με βρίσκει η μητέρα το/ απόγευμα. Με κάταγμα διά παντός». («Μετράω ως το δέκα», σ.12)
[11] «Αφύλακτο», σ.29.

 

Μετράω ως το δέκα
Ελένη Μαρινάκη
Μελάνι
48 σελ.
ISBN 978-960-591-138-6
Τιμή €8,00
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Θωμάς Κοροβίνης: «Ποιήματα και τραγούδια»

Μια ακροβασία πάνω στο κύμα, σαν μια παραλλαγή στον στίχο του άλλου ποιητή (χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία), αυτό μοιάζει να λέει ο Θωμάς Κοροβίνης σε όλα του τα τραγούδια· αλήθεια, ποιήματα ή τραγούδια;...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.