fbpx
Αθηνά Βογιατζόγλου: «Ερωτοπαίγνια»

Αθηνά Βογιατζόγλου: «Ερωτοπαίγνια»

Το ερωτοπαίγνιο είναι είδος ερωτικού, παιγνιώδους, ελαφράς διαθέσεως ποιήματος, αναφερομένου εις τον έρωτα του Λατίνου ποιητού Λαιβίου. (Γελλ. 2.24,8. Δ. Δημητράκου, Μέγα Λεξικόν Όλης της Ελληνικής Γλώσσης)

Αρχής γενομένης από την «επίσκεψιν» του τίτλου και φυλλομετρώντας τη συλλογή της Αθηνάς Βογιατζόγλου με τον τίτλο Ερωτοπαίγνια, στέκομαι για λίγο στα αντικειμενικά εξωτερικά χαρακτηριστικά. Η συλλογή είναι μικρή· σχεδόν 60 σελίδες. Όμως το συναίσθημα που θα μετατραπεί σε στίχο είναι πολύ και βαρύ και πικρό. Επιμερισμένο σε εφτά ενότητες, με Είσοδο και Έξοδο, δίνει την αίσθηση ενός τελετουργικού, του οποίου η σοβαρότητα καμία σχέση δεν έχει με ό,τι η έννοια «ερωτοπαίγνιο» περιγράφει.

Οι εφτά ενότητες –σημαδιακός αριθμός– έχουν προσδιοριστικό, κρυφό αυτοβιογραφικό χαρακτήρα: «Αμφίφυλο», «Μοναχικό», Βουκολικό», «Πατρικό», «Ακαδημαϊκό», «Συζυγικό», «Μητρικό». Τα ποιήματα της κάθε ενότητας γράφονται με ορθά ή πλάγια γράμματα, σαν να θέλουνε και αυτά να υποδηλώσουν το ορθό ή πλάγιο παράπονό τους και να επισημάνουν τις εποχές, τις σχέσεις και τις καταστάσεις.

Κοιτάζω ξανά τους αρμούς. Το οικοδόμημα είναι κομψό, λεπτό, μια ιδέα ιωνικού ρυθμού. Οι εφτά ενότητες υπαινίσσονται μάλλον τα εφτά σκαλοπάτια που έχει ανεβεί η ποιήτρια, προσπερνώντας το εκάστοτε τώρα της κάθε κατηγορίας, ή τα σκαλοπάτια που πρέπει να κατεβεί για να ενωθεί με την πρώτη αρχή της. Τακτοποιημένα όλα σε κουτάκια ορθολογιστικά ως προς το σχήμα και την κατάταξη, απέξω, γιατί οι στίχοι αφήνουν υπαινιγμούς για άδηλα άλλα, από μέσα.

Η αφιέρωση «στον πατέρα μου» συνιστά έναν κάποιο μικρό μπούσουλα ανάγνωσης. Υποδηλώνει την παρέμβαση του υποκειμενικού στοιχείου σε κάτι που θα μπορούσε να είναι γενικό. Αλλά και ποια ποίηση δεν είναι υποκειμενική και δεν πηγάζει από τον πόνο (ή μήπως εξ ιδίων κρίνονται και τα αλλότρια;). Ο πατέρας, λοιπόν, είναι ο γενάρχης της. Το σώμα και το αίμα της βιολογικής υπόστασης αυτής της συλλογής, πριν μπει η κοινωνική έξωθεν ταμπέλα: τόπος καταγωγής, καθηγήτρια πανεπιστημίου, σύζυγος και μητέρα.

Το ποίημα με τον τίτλο «Αυτοπροσωπογραφία» λειτουργεί και ως ποίημα –Λόγος– και ως εικόνα. Δηλαδή λόγος που εικονοποιεί το πάθος ή τον πόθο. Δεν δηλώνεται, ή αχνά υποδηλώνεται, το υποκείμενο· είναι τα ποιήματα που ξενυχτούν στης ποιήτριας το μαξιλάρι. Αυτά που θα μπορούσαν να είναι «κράνος» ή «δίχτυ ασφαλείας» για τις πτώσεις και τις συμφορές. Καταφυγή στα δύσκολα, το «καταφύγιο που φθονούμε» καθώς έλεγε ο Κώστας Καρυωτάκης. Και έχουμε την ποίηση για να μη βουλιάξουμε από τα βαρίδια που μας τραβούν βαθιά στο χώμα είτε είναι πρόγονοι είτε είναι πένθη, ευθύνες ή όνειρα που δεν πραγματοποιήθηκαν και όλα αυτά ποιήματα που δεν γράφτηκαν και «αγριεύουν στον άνεμο,/ μια πιο πολύ στο μαξιλάρι». «Κοιμούμαι κι η καρδιά μου ξαγρυπνά» λέει ο Σεφέρης, «Εκοιμήθηκα πάνω στην έγνοια της αυριανής μέρας» λέει ο Ελύτης. Η ποιητική αγρύπνια είναι από τις μεγαλύτερες και τις πιο δύσκολες –ο καθένας και το αγκάθι του– όποιες και αν είναι οι περιστάσεις, όποια και αν είναι τα συμφραζόμενα.

Έτσι, σε μια καμπή του χρόνου, ώριμη πια, έφτασε η κατάλληλη στιγμή για να πήξει το δάκρυ, εκείνο το πικρό που θα ανθοβολήσει σε ποίημα. Η ποιήτρια, έτοιμη πλέον να εκτεθεί και να εκθέσει τα ποιητικά της δαιμόνια, θα τραβήξει την αυλαία και θα αποκαλύψει ό,τι αόρατο μαίνεται πίσω της. Θα κοιτάζει τις «κλωστές […] που/ Κρέμονται δήθεν ηττημένες». Το επίρρημα «δήθεν» θα ακυρώσει τη μετοχή· «ηττημένες». Όχι, δεν είναι ηττημένες, και ας καθυστέρησε ο «πόθος» να φανεί, αν και πρώτος μπήκε, πριν από την Είσοδο στο μότο της συλλογής: «Εσύ κρατείς τους έρωτες και δος εμέν τον πόθον», καθώς μας λέει το ροδίτικο ερωτοπαίγνιο του 15ου αιώνα. Δυναμικά οι κλωστές θα πιάσουν το ξέφτι της ποιητικής εξομολόγησης από την αρχή, για να ξετυλίξουν και να φέρουν στη σκηνή του δράματος που λέγεται Ζωή τα όσα έτρεξαν στο ποτάμι του χρόνου.

Η Βογιατζόγλου θα καταθέσει τραυματικά την εμπειρία ή ονειροφαντασία του αποτρόπαιου θεάματος: «Το αχνιστό κεφάλι του στον δίσκο», «στων χειλιών την πριονισμένη θλίψη» , «Όταν πέσει μαχαιρωμένος». Ψηφίδες ενός ποιήματος. Ποιο και τι είναι αυτό το φριχτό που προσπαθεί να μας δείξει; Είναι απέξω το θέαμα ή μέσα στη μνήμη, φαντασία, που σαν Σαλώμη η ίδια ή η ιστορία «προβάρει το κεφάλι χορεύοντας»; Αυτό το θέαμα αποκαλύπτει η ανοιγμένη αυλαία. Η ποιήτρια εκεί θα εστιάσει το βλέμμα της. Θα ψηλαφήσει τη βαθιά πληγή στην πλάτη, την προδοτική, και τότε σαν αντίδοτο στη φρίκη θα αφεθεί στην αυταπάτη: «Όσο μπορώ θα ερωτευτώ/ μες στα σεντόνια». Ωστόσο τίποτα δεν δείχνει θεραπευτικό, τίποτα δεν αφαιρεί τα τραύματα της μνήμης. Ο πατέρας με το στρογγυλό πρόσωπο στο φέρετρο και η φυσαρμόνικα που ξυπνάει πεθαμένους ήχους μιας δύσκολης αναχώρησης. Από την άλλη, η ζωή έρχεται απρόσμενα να δώσει ανάσες ανακουφιστικές: «Η πιο όμορφη ρίμα/ ήταν η συνάντησή μας/ ανάμεσα στους πάγκους» του παλαιοβιβλιοπωλείου.

Οσφραίνεται τον ροδόκηπο, αλλά αισθάνεται και τα μυτερά αγκάθια, παραμένει μετέωρη σε έναν κόσμο του οποίου δεν γνωρίζει την πραγματική εικόνα, θλίβεται αλλά δεν απογοητεύεται, τουλάχιστον δεν παραιτείται.

Πόσο τρυφερή αυτή η συνάντηση, όχι μπροστά σε έναν αχνιστό καφέ, σε ένα πάρκο, σε ένα πάρτι, σε ένα μπαρ μπροστά σ’ ένα ποτήρι που θολώνει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και κρατάει το βλέμμα μόνο πάνω στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Όχι σε όλα αυτά που λειτουργούν ως σκηνοθεσία της αυταπάτης, αλλά στο «παλαιοβιβλιοπωλείο»· εκεί που δυο άνθρωποι ξεχωριστοί, με καθαρή την κρίση, με αναμενόμενα ενδιαφέροντα, έξαφνα ωστόσο, μπορούν να κάνουν την τομή στην αδιάφορη πορεία του χρόνου.

Η ποίηση της Βογιατζόγλου σέβεται την αρχαία σχέση της με τη ζωγραφική. Και έτσι, χωρίς την άδεια της μιας ή της άλλης, φέρνει με λόγια τη μία, με εικόνα την άλλη, στον στίχο της για να τραγουδήσει τα πάθη της ψυχής, μεταποιημένα, μεταπλασμένα, καμουφλαρισμένα: «Σελήνη στρογγυλή, πληγωμένη/ από μια εύστροφη αδιαφορία./ Το πίσω μέρος της γδαρμένο από τα νύχια/ ξαναμμένων χεριών. Το μπροστινό κατάλληλο/ για λαμπαντέρ». Για να φωτίζει και να κρύβει τη σκοτεινή πλευρά, τις παλαιές πληγές «της παιδικής φρίκης», την «αφορμή των ψευδαισθήσεων που γεννάνε/ τα μεγάλα έργα».

Όσο και αν ο αναγνώστης προσπαθεί, ίχνη μόνο θα βρει. Γιατί η ποιήτρια δεν παραδίδει εύκολα τα κλειδιά της καρδιάς της. Στρώνει το «χαλάκι» με την «ταπεινή τρυφερότητα», αλλά σκαλίζει και το λαγούμι που την έφερε στη ζωή. Οσφραίνεται τον ροδόκηπο, αλλά αισθάνεται και τα μυτερά αγκάθια, παραμένει μετέωρη σε έναν κόσμο του οποίου δεν γνωρίζει την πραγματική εικόνα, θλίβεται αλλά δεν απογοητεύεται, τουλάχιστον δεν παραιτείται.

Επανέρχομαι σ’ εκείνον τον στίχο του Κώστα Καρυωτάκη που όποτε τον χρησιμοποιώ, προβληματίζομαι αν ισχύει: «κι η ποίησις είναι το καταφύγιο που φθονούμε». Ισχύει ότι τη φθονούμε; Ισχύει ότι είναι καταφύγιο; Ένα είναι το σίγουρο, ότι παρέχει τα φάρμακα που «κάμνουνε –για λίγο– να μην νοιώθεται η πληγή», όπως λέει ο Καβάφης. Η πληγή της ψυχής, είτε είναι οδυνηρές παιδικές μνήμες είτε εφηβικές ανησυχίες, περιπέτειες υγείας, γέννησης, έρωτα και θανάτου, παραμένει ανοιχτή σταλάζοντας.

Τα ερωτοπαίγνια, λοιπόν, δεν είναι παιγνιώδους και ελαφράς διαθέσεως, όπως λέει το λεξικό, αλλά τραυματικές εμπειρίες που καταστάλαξαν σε στίχο και ο στίχος με τη σειρά του φιλοξένησε τον μεταποιημένο πόνο και τη χαρά, όλα εκείνα της ζωής που την κάνουν αντιφατική, γλυκιά και πικρή, αληθινή εν τέλει.

Ως προς τη μορφή, και επειδή η Αθηνά Βογιατζόγλου γεννήθηκε ποιήτρια, αλλά υπηρετεί τον ρόλο της και επισήμως, de jure, θα λέγαμε πως αξιοποίησε όλα της επιστήμης της τα εργαλεία, ζέστανε πολλά χρόνια τον σπόρο τον πικρό avogtglστον κόρφο της, που τώρα βλάστησε και άνθισε τα ερωτοπαίγνιά της. Έτσι, οι συναισθηματικές της αναδιπλώσεις αποκάλυψαν τις ποικίλες ποιητικές φόρμες, με τις οποίες έντυσε τους στίχους της, δεν παραμέρισε τους παραδοσιακούς ρυθμούς, δεν αδιαφόρησε για τους μοντέρνους. Η σοφά αποστηθισμένη μέσα της ποιητική παράδοση οδήγησε τα βήματά της και, το σημαντικότερο: Τα ερωτοπαίγνια της Βογιατζόγλου δεν παίζουν, ερωτεύονται όμως βαθιά ακόμα και τις πληγές της.

 

Ερωτοπαίγνια
Αθηνά Βογιατζόγλου
Κέδρος
64 σελ.
ISBN 978-960-04-5035-4
Τιμή €9,50
001 patakis eshop

Η Ανθούλα Δανιήλ είναι δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας, μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών και μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Άλλα κείμενα:

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Αναστασία Γκίτση: «Ό,τι λύπει συναρμολογείται»

Ελάχιστες φορές έχω διαβάσει ένα ποιητικό βιβλίο, μια σύνθεση όπως αυτήν της Αναστασίας Γκίτση, με σφιγμένα δόντια. Από την πρώτη σελίδα η ηθελημένη ορθογραφία δίνει την συγκολλητική ουσία της...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Γιώργος Σταυριανός: «Παιδί του ανέμου»

Το Παιδί του ανέμου  έρχεται να φωτίσει τη στιχουργική ιδιότητα του Γιώργου Σταυριανού, ενός από τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες· κι επίσης, σημαντικού λογοτέχνη και πανεπιστημιακού δασκάλου. Το βιβλίο...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.