fbpx
Σπύρος Κιοσσές: «Το κάτω κάτω της γραφής»

Σπύρος Κιοσσές: «Το κάτω κάτω της γραφής»

Ένας ποιητής παιχνιδιάτορας. Παίζει με τις λέξεις σχεδόν εμμονικά. Τις αποδομεί και έπειτα τις αναδομεί. Αφαιρεί ή προσθέτει φθόγγους και οδηγεί με άνεση τους συνειρμούς εκεί ακριβώς που θέλει: στο κάτω κάτω της γραφής. Μια γραφή «κυβιστική» κατά βάση, που κάποτε ξεφεύγει σε διάθεση εξπρεσιονιστική («Φωτογραφίες») ή ποπ («Εφηβεία»). Όπως και να ’χει, ο Σπύρος Κιοσσές ξέρει να παίζει αιφνιδιαστικά και να επιφυλάσσει για τον αναγνώστη περιπέτειες ή αναγνωστικά πυροτεχνήματα στο τέλος του κάθε ποιήματος. Μια γραφή αρχιτεκτονικού unicum: λιτή και απέριττη, σχεδόν ασκητική στην πρώτη πρόσληψη, εμβριθής και οξυδερκής, με πρωτότυπο φιλοσοφικό διάκοσμο κατά την είσοδο στα ενδότερα, στέκεται ανάλαφρα στιβαρή στη διττή της προσφορά: προς μυημένους και μη αναγνώστες.

Ήδη από το εξώφυλλο ο αναγνώστης προϊδεάζεται για το παιχνίδι που του επιφυλάσσεται. Καλαίσθητη εμφάνιση στην επιλογή των χρωμάτων αλλά και στο φόντο, που δίνει εντύπωση υδατογραφήματος και μια αίσθηση πλωτή. Των γραμμάτων στην πρώιμη, αυθεντική μορφή τους, σα να ριγούν ή να καθρεφτίζονται σε υδάτινη επιφάνεια. Σχήματα, δομές που προετοιμάζουν για το παιχνίδι που θα ακολουθήσει. Η τράπουλα των γραμμάτων θα ανακατευτεί και θα δώσει συνδυασμούς μη αναμενόμενους. Το ενδιαφέρον προκαλείται πριν καν αρχίσει η ανάγνωση. Δίγαμμα, κόπα, σαμπί. Από πολύ παλιά. Όπως και ο έρωτας, που είναι ο βασικός άξονας της θεματικής των ποιημάτων. Αν το βιβλίο-αντικείμενο ήταν οικοδόμημα, τα φερόμενα στοιχεία, εξώφυλλο, τίτλος, φόντο προδίδουν την καλαισθησία του. Στο αυτάκι, τις «αγυιές του γείσου», παρατίθεται φωτογραφία και βιογραφικό, κάτι που δε συνηθίζεται στις ποιητικές συλλογές, πλην όμως αποκαλύπτει την τιμιότητα με την οποία ο Σ. Κιοσσές προσεγγίζει τον αναγνώστη του. Όσο τίμια του αποκαλύπτει και τα της ποιητικής του. Στο υποσέλιδο παρατίθενται –κάτι που επίσης δε συνηθίζεται– παραπομπές σχετικά με τις αφορμές που έδωσαν πνοή στη γραφή ή τις συνομιλίες με άλλα κείμενα και συγγραφείς. Ο ποιητής έχει ανοιχτά χαρτιά. Δίνει μίτους. Και το κυριότερο: αγγίζει και τον άπειρο στην ποίηση αναγνώστη. Δεν παίζει κρυφτό, δε δοκιμάζει την αναγνωστική δεινότητα του αποδέκτη στην ανίχνευση επιρροών. Ο Σ. Κιοσσές μοιάζει να θέλει τον αναγνώστη του ελεύθερο να επιλέξει. Και να αποζημιωθεί είτε μείνει στο «πάνω» είτε θελήσει να σκάψει στο «κάτω» της γραφής.

Ποίηση στην ουσία της εγκεφαλική και πολύπλευρη, συμβατή σε πολλαπλές αναγνώσεις όσο και εύληπτη. Μια γραφή που δεν υμνεί μόνο τον φυσικό έρωτα αλλά και έναν ακόμη έρωτα, του ποιητή ως επίμονου εραστή της γλώσσας, από τις απαρχές της έως τις λατρευτικές της αποχρώσεις στα βυζαντινά και εκκλησιαστικά κείμενα. Ο Σ. Κιοσσές μέσα από τα ποιήματά του προδίδει την ιδιότητά του. Του μελετητή της γλώσσας και της λογοτεχνίας, χωρίς όμως να εγκλωβίζεται σ’ αυτήν, χωρίς μανιέρες, μετρημένα. Σχεδόν σε κάθε ποίημα διακρίνονται σταθμοί της ελληνικής ποιητικής και γραμματείας. Εντέλει, μέσα από αυτό το σύμπλεγμα αγάπης και επιρροών προκύπτει μια γραφή ευρηματική, φρέσκια που, ακόμη κι όταν θλιμμένη περιδινείται στην αγωνία του έρωτα, φορά ένα διάφανο πέπλο αισιοδοξίας, ευαγγελίζεται δύναμη και δεν υπάρχει μηδενιστικά. Γιατί το χαρμάνι της σκέψης του απελευθερώνει άρωμα αποδοχής, παραδοχής, ενδοσκόπησης. Η απουσία, η απώλεια, η βάσανος του πόθου, οι σεισμοί και οι μετασεισμοί του έρωτα vs ενός αντισεισμικού οικοδομήματος. Και πάντα παρόν, το επίμονο παιχνίδισμα με τους αναγραμματισμούς, με την αναζήτηση της μετουσίωσης, της ένδυσης ή απέκδυσης των λέξεων ανάλογα με τη συνθήκη, προκαλεί αναγνωστική εκτόνωση σε ισορροπημένες δόσεις. Ευχάριστα ξαφνιάσματα. Ο αναγνώστης γίνεται εκδρομέας που μπορεί να ανακαλύψει το ασήμαντο κάτω από όγκους προφανών.

Ο ποιητής έχει ανοιχτά χαρτιά. Δίνει μίτους. Και το κυριότερο: αγγίζει και τον άπειρο στην ποίηση αναγνώστη.

Το πρώτο ποίημα, ως προοίμιο, επικό. Μούσες οι λέξεις. Ίπτανται. Ερινύες ή Ευμενίδες, τίνος χρώματος δεν έχει σημασία, είναι αφημένο συνειδητά στον αναγνώστη να το συνθέσει και να το περάσει στις προσωπικές του προσλαμβάνουσες (άλλωστε, αυτό ίσως είναι και η ουσία της ποίησης, το βίωμα να λειτουργεί ως αφορμή και όχι ως κατάθεση). Φθαρτά όλα. Η ύπαρξη, τα ψίχουλα, η μνήμη. Άφθαρτος μόνο ο έρωτας. Προϊδεασμός του αναγνώστη για τη θεϊκή του επιφάνεια στη συνέχεια. Και εκεί αρχίζει η κτίση. Το σύμπαν του ποιητή είναι ο γλωσσικός κόσμος, όπου αναπνέει και υπάρχει ως ευλογημένος παρατηρητής. Της ουσίας της ύπαρξης που ενσαρκώνει το «ουσιαστικό» και η οποία σαρωτικά γήινη ή θαλάσσια, αφτιασίδωτη, δέχεται σύγκορμη το άλας της γης: «το επίθετο». Και τα δύο ανυπόστατα πριν από την ένωσή τους, καταδικασμένα στην ταπεινή στειρότητά τους και τη συμπλεγματική τους φυλακή. Ο Σ. Κιοσσές φυλλορροεί λέξεις, εικόνες, αξιώματα και αρχέγονη μυσταγωγία. Ο αναγνώστης παρασύρεται πολύ γρήγορα στην αγωνιώδη αναζήτηση της λέξης («Η Λέξη») που θα περικλείει τον έρωτα σε συμφραστικούς πίνακες και τελικά καταλήγει στην εις άτοπον απαγωγή. Στον έρωτα δεν υπάρχει δυϊκός. Και αυτό το παιχνίδι αφαίρεσης συναρπάζει. Αφαιρούνται τα συμπλεκτικά και τα συμπλέγματα, ξεντύνονται οι λέξεις τους ήχους, τους τρίτους. Ο έρωτας απεκδύεται τελευταία την κορωνίδα («εγωκιεσύ») και μένει γυμνός εν τη ενώσει, εφ ω ετάχθη, σ’ ένα απόλυτο «εγωσύ». Στο «Εγερτήριο» οι λέξεις λειτουργοί στη μυσταγωγία του έρωτα. Το αιφνίδιο σάλπισμα της ανατροπής, του κεραυνού εν αιθρία... Πολεμική ορολογία, που φαίνεται να την αγαπά, καθώς επιμένει να την επαναλαμβάνει με κάθε αφορμή και στα άλλα ποιήματα.

Και ενδιάμεσα η παιγνιώδης ανάγκη του Σ. Κιοσσέ, που αρέσκεται να χτίζει γρίφους, διπλές αναγνώσεις λέξεων και νοημάτων. Παίζει με τη γεωμετρία των στιγμών, αλιεύει γράμματα και καταλήγει σε αφοπλιστικές φωνολογικές ανατροπές. Ο ποιητής με τον χάρακα, ο ποιητής με το πινέλο, το κονδύλι, το γραπτό του και ένα φ που το μεταβολίζει σε «γραφτό». Οι λέξεις ανάγλυφες, άφατες, αφήνονται στην αφή, να τις περιτρέξει, να αποκαλύψει τις κρυμμένες ρωγμές τους. Και άλλοτε, «δυσλεκτικός» («Δυσλεξία») έφηβος, με λέξεις κρουστές, στασιαστής των κανόνων, παραδίδεται με λευκή σημαία στη λαίλαπά τους. Τις παρατηρεί να εισχωρούν η μία στην άλλη σε μία ένωση Γένεσης. Από τα πλέον ευρηματικά του παιχνιδίσματα: το «μαζεί», το «ανάσενα», το «τελιώνει», το «θα μου λύπης». Εικόνες ειδυλλίου στο «Κοίτα!», η ζηλευτή ύβρις του έρωτα, της μόνης ανθρώπινης ασπίδας που μπορεί να παγώσει ακόμη και το βλέμμα του χρόνου, η συνομιλία με τη Σαπφώ εν είδει μουσικού χαλιού στο « Χρόνος (Α)», η σκληρή γραμμικότητα του χρόνου στο «Χρόνος (Β)». Οδύσσεια, Ιθάκες, αρχαιολογία και Κάτουλλος. Με τον «Καταδεσμό» η Συλλογή μπαίνει πλέον σε άλλο κύκλο. Φεύγει από την εφηβεία. «Περίκλειστος» ικέτης ο ποιητής, σε εμφύλιο εσωτερικό. Πάλη. Λαβύρινθος και Θησέας. Στις «Δήλιες και Κύνθιες, που εύκολα αποξύονται από του πάπυρου τη ράχη», όπως και στο «Ανώνυμου» κυνικός ρεαλισμός. Εγκαυστική γραφή στην «Κλεψύδρα», που συνομιλεί με την Ιστορία της τέχνης. Ύμνος της ασκητείας του έρωτα στις «Μέρες νηστείας». Χειρουργική ακρίβεια στην επιλογή λέξεων, όρων. Εύστοχη (όσο μπορεί να είναι στοχευμένη, γιατί περισσότερο πείθει με τη βιωματική της υφή) απόδοση του μαρτυρίου της αναμονής. Συγκλονιστική κατάθεση απολογισμού στο «45». Συνομιλία με Σωκράτη. Και καταλυτικός ο τρόπος αξιοποίησης της μαθητείας στη θεματική της συλλογής, τον έρωτα. Θρεπτικό άγαρ στο «Άτιτλο» ο αργός συλλαβισμός, ο κελαρυσμός του ρ και το γάμα της γης... Ένας μικρόκοσμος στο ποίημα, το δυνάμει, με ισχυρό το τελευταίο δίστιχο. Συγκλονιστική ομολογία απόσυρσης στη «Νέκυια» και ρυθμός στην «ομηρική» γραφή του Σ. Κιοσσέ. Η απόλυτη παράδοση στον «Κλειδούχο», η σαρκική υποτέλεια, το κυκλοφοριακό κομφούζιο του κυκλοφορικού και η εκτόνωση της έντασης με την εικόνα των συρμών και του σταθμού. Αρχή της φθοράς στο απαγορευτικό «μηδείς» του «Αγεωμέτρητος». Η αγωνία της εξίσωσης που απαξιώνεται φυγόκεντρα. Αναζητά ο αναγνώστης την παράλληλη. Στον «Νόστο» οι συνειρμοί πιασμένοι από τα κρόσσια των λέξεων. Επικός ο έρωτας για τον ποιητή. Γη της ευπορίας για μετοίκους. Πορεία τρελή, περιπετειώδης. Σε καθιστά πολυμήχανο, σε μεταβολίζει σε συλλαβή θεόπνευστη, εμπιστευμένη σε χείλη ραψωδού. Στην «Πολιορκία» η αριστεία και η υποταγή. Ο κώδικας αξιών του έρωτα. Σπασμός δωρισμένος στην αιωνιότητα, εξομολόγηση, κοινωνία, επιθυμία, νίκη. Η έκπληξη της σύλληψης της εικόνας και της δομής ενός σημείου στίξης στο «Θαυμαστικό». Η έναρξη της εξπρεσιονιστικής γραφής του στις «Φωτογραφίες». Η αθέατη και αδιόρατη αρχικά αντιστροφή. Απώλειες παντός τύπου στις «Τελετές ενηλικίωσης» και δυνατή εικονοποιία στο «Δόξη και τιμή», με τη μετωπική διάταξη που είναι ως τέτοια (ασυνείδητα και πλήρως εθιμοτυπικά) a priori και νομοτελειακά καταδικασμένη. Θυμός, επανάσταση, αυτοσαρκασμός και παραδοχή του αληθινού εαυτού, άοπλου, στα επόμενα ποιήματα για να συνεχιστεί το σκάψιμο, η εσωστρέφεια και η κρυμμένη πυρηνική ενέργεια με απειλή ολοκαυτώματος. Αναβολή, μετάθεση, εγκλωβισμός στο «Ες αύριον», όπου το αύριο σε ολική έκλειψη σκιάζει το τώρα και το σείστρο του. Και φτάνει ο αναγνώστης στο μεταιχμιακό «(Απο)λείπειν» με το φορτίο ενός «σαν» που, καθώς εξαϋλώνεται, αφήνει χώρο για τον σπόρο των φτερών...

Παίζει με τη γεωμετρία των στιγμών, αλιεύει γράμματα και καταλήγει σε αφοπλιστικές φωνολογικές ανατροπές.

Ο χρόνος, σταθερή αναφορά, επανεμφανίζεται στη συλλογή με τις διαθλάσεις του, τους άξονές του, τις μεταμφιέσεις του. Και ο Σ. Κιοσσές με το καλειδοσκόπιό του. Να βαδίζει την περίοδο της συνειδητότητας με σταθερότητα και πυγμή στα επόμενα ποιήματα, κατανυκτικά στο «Επί τον τύπον» με τα «τετέλεσται» που ακούει μόνο ο Θεός. Η ανάκτηση δύναμης και η παιγνιώδης διάθεση επανέρχονται με μετατόπιση της προβληματικής σε άλλο επίπεδο μέσω του σαιξπηρικού διαύλου και ενός… ψευδίσματος: «να δει κανείς ή να μη δει;». Η δυναμική που σιγοβράζει διαφαίνεται στο ποίημα «Οι άλλοι». Ποίημα σε τήξη, λίγο πριν απ’ το καϊμάκι της δύναμης. Στο «Μουσείο (Β)» το οξύμωρο, το χθόνιο, το υπερβατικό ορίζει το ποίημα ως κατακλείδα και υπενθύμιση της ραχοκοκαλιάς της συλλογής: ο Έρωτας στο μουσείο, αρχέγονος τελικά, διαχρονικός και άχρονος, νήπιος και «ομοδιψής». Η ποιητική του. Τα υλικά. Κάποια αποκόμματα από συνταγές. Ίσως γιατί δεν τις χρειάστηκε. Η τακτοποίηση. Το νοικοκύρεμα. Η κάθαρση. «Η αγωνία της γραφής».

Στα ποιήματα του Σ. Κιοσσέ δεν μπορείς παρά να επιστρέφεις. Γιατί η σχέση που αναπτύσσεις με Το κάτω κάτω της γραφής είναι εμπειρία γενέθλια. Και ως τέτοια δεν μπορεί παρά να εμφυσά στον αναγνώστη, σε συνθήκες περιπέτειας ή εύπλοιας, τον Νόστο.

skissesΕλάτε λέξεις.
Συναχτείτε γύρω μου.
Ραμφίστε την τροφή σας.
Είμαι εγώ, που σας ταΐζω κάθε απόγευμα,
μόνος σ’ ένα παγκάκι,
της ύπαρξής μου το περίσσευμα,
της μνήμης πολυκαιρισμένα ψίχουλα,
μα πιο συχνά
τον άφθαρτο
τον έρωτά μου
σπόρο.

 

Το κάτω κάτω της γραφής
Σπύρος Κιοσσές
Μελάνι
56 σελ.
ISBN 978-960-591-114-0
Τιμή €8,00
001 patakis eshop

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Αναστασία Γκίτση: «Ό,τι λύπει συναρμολογείται»

Ελάχιστες φορές έχω διαβάσει ένα ποιητικό βιβλίο, μια σύνθεση όπως αυτήν της Αναστασίας Γκίτση, με σφιγμένα δόντια. Από την πρώτη σελίδα η ηθελημένη ορθογραφία δίνει την συγκολλητική ουσία της...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Γιώργος Σταυριανός: «Παιδί του ανέμου»

Το Παιδί του ανέμου  έρχεται να φωτίσει τη στιχουργική ιδιότητα του Γιώργου Σταυριανού, ενός από τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες· κι επίσης, σημαντικού λογοτέχνη και πανεπιστημιακού δασκάλου. Το βιβλίο...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.