fbpx
Γιάννης Δ. Στεφανάκις: «Ο κόσμος των πραγμάτων»

Γιάννης Δ. Στεφανάκις: «Ο κόσμος των πραγμάτων»

Κρεμασμένος στην άκρη του σύννεφου
κεντάω στίχους
βγάζοντας τη γλώσσα
στη βροχή που μ’ απειλεί

Ο Γιάννης Στεφανάκις, σαν σκανταλιάρικο παιδί, από τα σύννεφα ψηλά, υπό το κράτος της βροχής και απειλής, κεντάει στίχους. Ο κόσμος των πραγμάτων του είναι μία εφ’ όλης της ύλης συλλογή, από γενέσεως κόσμου· του δικού του κόσμου. Πώς ένα παιδί, που ήταν της μοίρας του να παλέψει με της μεγάλης τέχνης τα σύνεργα, προετοιμαζόταν από καιρό και αυτό που ήθελε να γίνει έγινε. Αναδεικνύοντας την άλλη διάσταση των πραγμάτων, κρυμμένη πίσω από την πρώτη κι ακολουθώντας το παράδειγμα των μεγάλων ποιητών, αρχίζοντας από τον Όμηρο, που πρώτος έλαβε από τη φύση την απάντηση στα μείζονα ερωτήματα του ανθρώπου, μιλάει με τα στοιχεία.

Παιδί των προσωκρατικών φιλοσόφων συνθέτει το είναι του με το ποτάμι του Ηράκλειτου, το χώμα, τον αέρα, το φως, με άλλα λόγια, με τα τέσσερα στοιχεία των Ιώνων φιλοσόφων, εμπλουτισμένα με τους ήχους και τα χρώματα της παλέτας του: «οι πέτρες/ σώμα του δέντρου ανέβαζαν/ ρίζες στον ουρανό/ […] του τζιτζικιού ο ύμνος […] χαρά του κόσμου».

Ο Στεφανάκις έχει το προνόμιο μιας δίκλωνης, που εγγενώς κατέχει, Τέχνης –Ποίηση και Ζωγραφική– που του επιτρέπει να διαπλέκει και να συμπληρώνει τη μία με την άλλη, δανείζοντας τα εργαλεία της μιας στην άλλη. Correspondences αποκάλεσε ο Μποντλέρ αυτές τις καλλιτεχνικές και όχι μόνο ανταποκρίσεις, αισθήσεις. Ο αναγνώστης, που έχει δει τα ζωγραφικά έργα του Στεφανάκι, θα αναγνωρίσει αμέσως τον ζωγράφο πίσω από τον ποιητή: «Μια μέρα θα πάρω αγκαλιά ένα δέντρο/ ένα δέντρο θα πάρω αγκαλιά/ και θα φύγω/ σ’ εσένα θα ’ρθω».

Το στίγμα της ζωής του μας το δίνει από την πρώτη μέρα της γέννησής του, με τη μορφή της μάνας, η οποία αναβαθμίζεται σε μητέρα φύση. Δεν είναι η μάνα απλώς το μέσο για να γεννηθεί, αλλά η ουσία μεταγλωττισμένη. Μέσα του συμβιώνουν αρμονικά η φαινομενική καταγωγή και η άλλη, που τον φέρνει ξαφνικά από το μη αναμενόμενο στο προσκήνιο. Έτσι, το καθετί που ασήμαντο μοιάζει, στον στίχο του αναβαθμίζεται. Στη «χειροποίητη από λινό σακούλα/ –στου αργαλειού τον ήχο τον παλιό–/ φτερά αγγέλου έβαλε/ αγγέλου άφησε φτερά/ καθώς/ λέξεις πινέλα· ξύλινα σπαθιά/ μικρό ένα σταυρουδάκι/ από τίμιο ξύλο/ κι όχι αυτό που συζητούν οι γλώσσες οι κακές/ δήθεν/ εσώρουχα μια αλλαξιά/ κι ένα κοντό μικρό παντελονάκι». Σαν να μην πρόκειται για μια συνηθισμένη μάνα, αλλά μια θεϊκή ανυφάντρα που ετοίμασε στον γιο της τη φαρέτρα του.

Έτσι αναβαθμίστηκαν τα ρούχα ενός παιδιού σε σύνεργα της τέχνης, ενός παιδιού που σαν παιδί έκανε ό,τι και τ’ άλλα. Κυνηγούσε τα σύννεφα στον ουρανό, στο ποτάμι τα καβούρια, τη μακρά σειρά των μυρμηγκιών παρατηρούσε, στο τραγούδι του ολιγόζωου τζίτζικα έστηνε αυτί, τη μοίρα της μεταμορφωμένης πεταλούδας σχολίαζε και ενάντια στο κακό αρματωνόταν με «σταυρουδάκι/ από τίμιο ξύλο». Πάντα ένα τίμιο δέντρο σέρνει στους πίνακές του.

Κρητικός στην καταγωγή, δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από την επίδραση όλων εκείνων των γιγάντων που δίνουν σείσμα τ’ ουρανού να βγάλει μαύρα νέφη. Και αφού ο περίγυρος της φύσης έγινε –σαν να λέμε ο δημιουργός έπλασε τον κήπο– είχε σειρά ο άνθρωπος. Όχι αυτός που φαίνεται απλώς, αλλά και ο άλλος που σε φτωχές λεπτομέρειες υποδηλώνεται, όπως στην υγρασία, στον τοίχο, σχηματίζονται «πρόσωπα νεκρών» καθηλωμένα «στου ασβέστη την οσμή […] και στου Άδη τη σιωπή», «μέσα στα σπίτια τα παλιά […] μέσα στις πέτρες».

Ρίχνοντας βλέμμα ελεητικό σ’ αυτόν τον πάσχοντα άνθρωπο, πάσχει πρώτα ο ποιητής.

Έτσι, πέρα από το αναμενόμενο, τη μάνα, τον πατέρα, θα κάνει προσκλητήριο αρχίζοντας από το δέον· τους νεκρούς. Αν μη αυτοί, πώς εμείς; Μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων… Το διάνυσμα στον χώρο έχει το ανάλογό του στον χρόνο και ο προφήτης-ποιητής, όσο μπορεί, στα μέλλοντα θα εισχωρήσει. Το παρελθόν του και το σώμα του στις ρυτίδες του δέντρου θα αναζητήσει.

«Ψιθυριστά πέφτει η βροχή στης λεμονιάς τα φύλλα»· σε δεκαπεντασύλλαβο ο ουρανός υπαγορεύει στίχο. Επαναστάτης από τη φύση του, ο γήινος ποιητής με την αντίδραση θα ταχθεί. Θα έρθει σε ρήξη με το κατεστημένο. Γι’ αυτό αγαπά την αμυγδαλιά, γιατί «ν’ ανθίσει βιάζεται/ τους νόμους αψηφώντας». Γι’ αυτό κάνει αναφορά στον ομότεχνο Ρεμπό και στον αλλιώς ομότεχνο Βαν Γκογκ και είναι κι άλλοι τόσοι ανώνυμοι που όμως εννοούνται.

Σχεδόν από το μέσο της συλλογής και αφού στήθηκε ο όμορφος κόσμος ηθικός, αγγελικά πλασμένος, η γραφή αλλάζει. Ο ποιητής μπαινοβγαίνει στο εγώ του και γίνεται εσύ· το πρώτο πρόσωπό του στο δεύτερο υποχωρώντας και πάλι πρώτο βγαίνοντας, φωτίζει προβληματισμούς, καημούς, της ζωής ανισότητες, με φως και με σκιές παλεύοντας.

Σ’ ύπνο βαθύ σε κοίμισε/ όμορφη μέρα η νύχτα

Ήθελα να σου γράψω ένα χαϊκού/ σαν την πανσέληνο όμορφο/ πυκνό σαν το σκοτάδι

Έτσι όπως έφευγες/ γραμμή τεθλασμένη/ πίσω σου άφηνες/ άδειο ταβάνι

Έβγαλε δόντια ο ουρανός/ και μαύρος ήλιος/ πίσω από σύννεφα παίζει κρυφτό

Στον κάδο σε είδα σκουπιδιών […] το περίσσευμα της/ ευμάρειάς μας να τρως…

…Ο ήλιος λάμπει […] ο άστεγος δεν θα χρειαστεί/ να ζητιανέψει αχτίδες…

χαρτόκουτα για στρώμα σου έχεις/ τρύπια κουβέρτα να χιονίζει ο θανατάς…

Ταπετσαρία των πόλων οι τοίχοι/ μουντζούρες χρώματα συνθήματα και λέξεις/ «θέλω να μ’ αγαπήσεις…» […] Κι εσύ […] βρίζεις/ Για την αισθητική/ του άσπρου μιλάς

Ο Στεφανάκις ζωγράφισε τους στίχους του με χρώματα κι αρώματα της γης του, με μνήμες πατρογονικές. Ύμνησε το φως και τη ζωή, αγάπησε το χώμα και τη βροχή, άκουσε τον αέρα στα δέντρα και τη φωνή της δυστυχίας στους δρόμους. Δεν παρέμεινε δεμένος στον παράδεισο του Θεού, κρεμασμένος από τα σύννεφα όπως λέει στο μότο του, αλλά «έβγαλε τη γλώσσα» στην απειλή. Είδε τον άνθρωπο που υποφέρει, σκόνταψε στη δυστυχία όπως «στις λέξεις όπως στις πέτρες».

Γ ΣτεφανάκιςΓιατί ο παράδεισος του κάθε πρόσφυγα χάθηκε και όλοι οι δυστυχείς μετακινήθηκαν σε ξένους παραδείσους, στην πόλη με τους γραμμένους τοίχους, ζωγραφισμένους δυστυχία. Ρίχνοντας βλέμμα ελεητικό σ’ αυτόν τον πάσχοντα άνθρωπο, πάσχει πρώτα ο ποιητής. Δεν είναι τυχαίο που η ζωγραφική του τόσο ταιριαστά βρίσκει τη θέση της στην αγκαλιά των στίχων, όπως το παιδί στην αγκαλιά της μάνας του, όπως και ο φτωχός άστεγος και πεινασμένος στην καρδιά του. Ο Στεφανάκις, με την ψυχή του πιο πολύ, με παραδοσιακή και ελεύθερη στιχουργική, επανεπιβεβαιώνει σταθερά τη θέση του στον κόσμο των πραγμάτων που τιμά, σέβεται κι αγαπά.

 

Ο κόσμος των πραγμάτων
Γιάννης Δ. Στεφανάκις
Εκδόσεις Καστανιώτη
88 σελ.
ISBN 978-960-03-6564-1
Τιμή €8,00
001 patakis eshop

Η Ανθούλα Δανιήλ είναι δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας, μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών και μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Άλλα κείμενα:

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Γιώργος Σταυριανός: «Παιδί του ανέμου»

Το Παιδί του ανέμου  έρχεται να φωτίσει τη στιχουργική ιδιότητα του Γιώργου Σταυριανού, ενός από τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες· κι επίσης, σημαντικού λογοτέχνη και πανεπιστημιακού δασκάλου. Το βιβλίο...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.