fbpx
Ελένη Χωρεάνθη: «Σύνθεση σε ρε ελάσσονα»

Ελένη Χωρεάνθη: «Σύνθεση σε ρε ελάσσονα»

Στην πρόσφατη ποιητική της σύνθεση, η Ελένη Χωρεάνθη, ανατρέχοντας με μνημονικές ανακλήσεις σε αρχετυπικές εικόνες, μετουσιώνει το υλικό πλούσιων εμπειριών και βιωμάτων σε μια ποίηση βαθιά ανθρωπιστική, που προσεγγίζει καθολικές έννοιες, θεμελιώδεις εκδηλώσεις της ζωής, υπαρξιακούς προβληματισμούς και κοινωνικά αδιέξοδα, μέσα από τόπους και μορφές-σύμβολα που καθόρισαν την ελληνική φυσιογνωμία. Με γλώσσα άλλοτε συμβολική και άλλοτε άκρως ρεαλιστική, επιβάλλεται με την ουσιαστικότητά της στον αναγνώστη, εγείροντας τις άμεσες αισθήσεις του και καλώντας τον να συνειδητοποιήσει τις διαφορετικές όψεις του εαυτού του, πάντα σε διαλεκτική σχέση με το τοπίο που τον περιβάλλει.

Ο τίτλος της ποιητικής συλλογής και οι επιμέρους ενότητές της παραπέμπουν στη δομή μουσικής σύνθεσης, που αποτελείται από τρία μεγάλα τμήματα, την έκθεση («Τα Προφανή»), την ανάπτυξη («Αποτυπώματα»), την ανακεφαλαίωση («Σαν παλιά μουσική») και ένα συμπληρωματικό τέταρτο μέρος («Επίμετρο»). Τα μέρη αυτά αντιπροσωπεύουν την παρουσίαση του υλικού αρχικά στην τονική βαθμίδα –εδώ στη μελωδική και νοσταλγική ρε ελάσσονα–, την επεξεργασία και, στη συνέχεια, τον εμπλουτισμό του θέματος με αντιθέσεις στην τονικότητα και, τέλος, την τροποποιημένη επανάληψή του στην αρχική κλίμακα. Στην προκειμένη περπίπτωση, και στα τέσσερα μέρη κυριαρχούν ως μοτίβα ο χρόνος, ο έρωτας, ο θάνατος, η ελπίδα και η διάψευση, που εμφανίζονται ανά τακτά διαστήματα στο τονικό κέντρο της σύνθεσης, εξασφαλίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη συνοχή της.

Το θέμα του χρόνου, όπως και στις προηγούμενες συλλογές της ποιήτριας, επανέρχεται σε δυναμική μορφή, επενεργώντας βιωματικά στον αναγνώστη με διαφορετικές κάθε φορά εκφάνσεις: άλλοτε σηματοδοτεί την τραγικότητα και μη αναστρεψιμότητα του συντελεσμένου («Αχ και να γύριζαν τα μακρινά εκείνα χρόνια πίσω πάνω στους μέλλοντός μας τις φτερούγες»), άλλοτε τη συνειδητοποίηση της αναπόφευκτης φθοράς («εκείνο το σκουλήκι ο καιρός μας κατατρέχει», «τα σπίτια χάνονται, λιώνουν σαν από κιμωλία οι άνθρωποι», «είδα το χρόνο μου να ρέει κυματιστά ρυτιδωμένος»), άλλοτε –είτε με ειρωνικό είτε με ελεγειακό τόνο– την απογοήτευση από τη ματαίωση των ονείρων ή τη διάψευση οραμάτων («Ο χρόνος μπάζει από παντού/ μας περιπαίζει», «Κανένα δρομολόγιο δεν εκτελέστηκε, ήτανε σάπια τα καράβια στο μουράγιο», «αίμα πικρό ρέει στις φλέβες μου το πένθος των θλιμμένων οραμάτων»). Ωστόσο, ο χρόνος δεν δρα ισοπεδωτικά, αλλά συχνά εμφανίζεται και ως προφητικός, παραμυθικός («Θα έρθει καιρός να ξημερώσει μια καινούργια μέρα που θα συγκατανεύσουνε οι άνεμοι τον κόσμο ν’ αφυπνίσει ελπίδας αστραπή»), ο οποίος, σε συνδυασμό με το ελληνικό τοπίο που λειτουργεί διαδραστικά, επηρεάζει και συνδιαμορφώνει το παρόν και το μέλλον του ανθρώπου. Έτσι, οι τρεις διαστάσεις του διαπλέκονται «στο τώρα στο αεί και στο ποτέ», σε μια ποίηση α-χρονική που υπερβαίνει το hic et nunc, που μας «συνέχει με τα το πριν διεστώτα» και μας «ενώνει με τα μέλλοντα».

Η επίκληση στους νεκρούς που αναβιώνουν μαζί με τα ποιήματα εξυπηρετεί τη διέγερση της συλλογικής μνήμης, μέσα από τόπους θρυλικούς και τόπους μαρτυρίου που εμφανίζουν ιστορική συνέχεια: «Άστρα και όνειρα στις σκαλωσιές του ανέμου κουρνιασμένα/ ώρα που ανασταίνονται οι νεκροί/ φορούν τα αρχαία τους ονόματα/ βγαίνουν οι ψυχές στο ξάγναντο/ συλλέγοντας τη δρόσο των αιμάτων» («Εικόνες απ’ τη Χίο»). Ο θάνατος δεν εμφανίζεται όμως μόνο ως καθολικό στοιχείο του συλλογικού ασυνείδητου ή ως αναπόδραστη βεβαιότητα («Η τυχερή και άτυχη ποια θα ’ναι/ η τελευταία/ των άλλων δυο τα μάτια που θα κλείσει/ Ετούτα έχει των θνητών όλων/ η πρόσκαιρη/ η πανωραία των ανθρώπων ζήση»), αλλά και ως κίνητρο για τη διαμόρφωση μιας ανώτερης μορφής συνείδησης των αξιών («Αν δεν είχα ζήσει τόσους πολλούς θανάτους στη ζωή μου/ πώς θα μπορούσε να ανατείλει από μέσα μου το φως»). Γι’ αυτό και συχνά παρουσιάζεται, κατά τη σολωμική πρακτική, σε σύζευξη με τον έρωτα, αντιπροσωπεύοντας τις δύο οριακές καταστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης, που είναι ικανές να υπερβούν τον χρόνο («Εμπρός ας συναντηθούμε σ’ ένα τελευταίο δείπνο/ τούτο εστί το σώμα μου το ερωτικό/ Δοσμένοι ολότελα στον εναγκαλισμό του αείρροου πάθους ως τη συντέλεια του αιώνα»). Ο έρωτας, πάλι, αντιμετωπίζεται από τη γυναικεία σκοπιά, με εστίαση εσωτερική, είτε ως προσδοκία («σκιρτάει άγουρο βρέφος το κορμί μου/ τρέμουν τα φυλλοκάρδια μου/ γροικώ τα σύμπαντα/ τα χέρια του/ να τρυφεραίνουν την αφή μου»), είτε ως ματαίωση («Ακούμπησα την ενοχή μου στο περβάζι/ τον έρωτα θωρώντας ν’ αλαργεύει/ ανίδεος όπως είχε έρθει»).

Αυτές τις «ζωντανές υπάρξεις» χρησιμοποιεί η Ελένη Χωρεάνθη ως όχημα που θα μας οδηγήσει σε οικεία μέρη, απευθυνόμενη σε όλους, «ειδότας» και «απείρους», να ανακαλύψουμε μέσα από αυτή την άρτια αρχιτεκτονικά σύνθεση το φανερό και λανθάνον νόημά τους.

Δεν είναι τυχαίο ότι στο δεύτερο και τρίτο μέρος, αλλά και στο επίμετρο αποκλειστικά, δεσπόζουν γυναίκες-φορείς γνήσιου πολιτισμού, με τους πολλαπλούς ρόλους που επεφύλασσε γι’ αυτές η κοινωνία στο πέρασμα των χρόνων: «Δωρήτριες πόθου και γαλήνης», πρότυπα ομορφιάς, σύνεσης και αυτοσυγκράτησης («Ναυσικά»), ηρωίδες που αγωνίστηκαν για ιδανικά και συγκρούστηκαν με τις στερεοτυπικές αντιλήψεις της εποχής πληρώνοντας βαρύ τίμημα («Μαντώ Μαυρογένους»), αφανείς μορφές της καθημερινότητας που επέβαλαν με τρόπο αφοπλιστικό τη διαφορετικότητά τους στον σκληρό κόσμο που τις περιέβαλλε («Ευαγγελία») και, φυσικά, η εμβληματική παρουσία της αρχετυπικής «Μάνας», που με αυταπάρνηση στάθηκε με «λυπημένη περηφάνια», «χωρίς δικαίωμα στη ζωή κανένα, δίχως προορισμό ατομικό κανένα, χωρίς “Εγώ” και δίχως “Θέλω”» ως συνεκτικός κρίκος της οικογένειας και κεντρικός άξονας αναφοράς στην ελληνική παράδοση.

Τέλος, από μια ανθρωποκεντρική προσέγγιση της ποίησης δεν θα μπορούσε να απουσιάζει, πέρα από το υπαρξιακό, και το κοινωνικό στοιχείο. Η ποιήτρια στέκεται κριτικά απέναντι στη διαρκή πάλη του σύγχρονου ανθρώπου μέσα σ’ ένα ευάλωτο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο, όπου άλλοτε επικρατεί η αγωνιστική διάθεση απέναντι στον λόγο μιας διεφθαρμένης εξουσίας («των αδίστακτων εμπόρων ιδεών/ των πάσης φύσεως μεταπρατών/ και μεταποιητών ιδεωδών/ πλανόδιων μικροπωλητών/ πελατειακών συσχετισμών/ των καιροσκόπων συνδικαλιστών/ και μεταμφιεσμένων ιδιοτελώς ιδεαλιστών/ των διακινητών ψευδών ειδήσεων») και άλλοτε ο ατομισμός, το δίκαιο της πυγμής και το έλλειμμα ανθρωπιάς («Φωνή ραγισμένη εκλιπαρεί/ κανείς δεν ακούει/ δε βλέπει κανείς», «Εικόνα τρόμου/ κοινωνία εξαρθρωμένη σε σήψη/ καταρρέει παραπατώντας τρεκλίζοντας στα σταυροδρόμια του φόβου/ αγάπη δε μη έχον/ το ανθρώπινο σύμπαν κωφεύει»).

Κατά την ανάπτυξη των βασικών μοτίβων της σύνθεσης, η συνομιλία της Ελένης Χωρεάνθη με την ελληνική γραμματεία σε όλη της τη διαχρονία είναι άλλοτε προφανής, μέσα από αποσπάσματα που λειτουργούν ως διακειμενικοί δείκτες, και άλλοτε υπαινικτική, αποδεικνύοντας με τον πιο δημιουργικό τρόπο ότι «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας». Η «Επιστροφή» παραπέμπει στον «Γυρισμό του ξενιτεμένου» προσεγγίζοντας τη διάψευση ως αποτέλεσμα της φθοροποιού επίδρασης του χρόνου, η «Νουθεσία» κλείνει πονηρά το μάτι ως μια ανατρεπτική εκδοχή της «Ιθάκης» και του διδακτισμού του Καβάφη, «Το Χρονικό των Ανέμων» μοιάζει να απαντά στο ερώτημα του Ελύτη: «Εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;», οι «ψυχές των μαρτύρων» της Χίου που «χλοΐζουν στ’ αποκαΐδια» θυμίζουν τους νεκρούς του «Άξιον εστί», που στου βουνού τον πυθμένα «θάλλουν άνθη της αύριον».

elchorΣτον ίδιο διαχρονικό άξονα κινούνται και οι επιλογές των λέξεων. Ομηρική, αττική διάλεκτος, γλώσσα του Ευαγγελίου, γεωγραφικές και κοινωνικές ποικιλίες της κοινής νεοελληνικής «ταξιδεύουν στους αιώνες» και συνυπάρχουν αβίαστα στον ίδιο στίχο («και συντελούνταν η ανθοφορία του έαρος με μια διαολεμένη αναρρίχηση στο δέρμα», «Ίδε ο άνθρωπος ξεθωριασμένο περιστατικό»), δημιουργώντας μια σειρά από γέφυρες «που συντηρούν στην ανάμνηση τη μνήμη των αρχέγονων πραγμάτων». Αυτές τις «ζωντανές υπάρξεις» χρησιμοποιεί η Ελένη Χωρεάνθη ως όχημα που θα μας οδηγήσει σε οικεία μέρη, απευθυνόμενη σε όλους, «ειδότας» και «απείρους», να ανακαλύψουμε μέσα από αυτή την άρτια αρχιτεκτονικά σύνθεση το φανερό και λανθάνον νόημά τους.

 

Σύνθεση σε ρε ελάσσονα
Ελένη Χωρεάνθη
Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος
80 σελ.
ISBN 978-960-208-958-3
Τιμή €10,60
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Θωμάς Κοροβίνης: «Ποιήματα και τραγούδια»

Μια ακροβασία πάνω στο κύμα, σαν μια παραλλαγή στον στίχο του άλλου ποιητή (χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία), αυτό μοιάζει να λέει ο Θωμάς Κοροβίνης σε όλα του τα τραγούδια· αλήθεια, ποιήματα ή τραγούδια;...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.