fbpx
«Ο χτύπος της καρδιάς»

«Ο χτύπος της καρδιάς»

Έντεκα είναι τα ποιήματα της συλλογής με μια θεματική υπαινισσόμενη το αορίστως προσεχές, αλλά αναμενόμενο και μη αποφευκτό. «Θερμή ευχή», «Το ταξίδι», «Η αποθήκη με τα ράκη», «Ξημερώνουν Κυριακές», «Η άρπα», «Οικογενειακό δέντρο», «Ο χτύπος της καρδιάς», «Επιτύμβιο», «Η επιθυμία», «Επιτύμβιος διάλογος», «Η άριστη ανάμνηση», οι τίτλοι των ποιημάτων.

Έντεκα, λοιπόν, τα ποιήματα, όσοι και οι μαθητές του Ιησού, μετά την αποχώρηση του Ιούδα (χωρίς το αρνητικό σημαινόμενο). Έντεκα, παρά έναν δώδεκα, κι ενώ ο δωδέκατος ολοκληρώνει την ομάδα, παράλληλα σηματοδοτεί την ανολοκλήρωτη πληρότητά της. Κι αυτός, φυσικά, μοιάζει να είναι ο ποιητής, ο γράφων, αυτός που χρέος του έκανε τη διατήρηση της μνήμης των άλλων, το σχολιασμό της ματαιότητας των πάντων, την αμφισβήτηση, το σκεπτικισμό, την καταγραφή του ψυχικού χτύπου, την πικρή γεύση του παρελθόντος ωραίου. Το μότο της συλλογής, άλλωστε, οι στίχοι του Βύρωνα Λεοντάρη (δεν ομοηχούν τυχαία Λεοντάρης-Κονιδάρης), αποτελούν το προεξαγγελτικό ανάκρουσμα

«Σκιά ήταν ό,τι για ζωή αγαπήθη/ ήχος στεγνός μιας άδειας λέξης».

Το μότο, λοιπόν, είτε με την πινδαρική του υποδήλωση, «τί δέ τις; τί δ᾿ οὐ τις; Σκιάς όναρ άνθρωπος», ο πρώτος στίχος, είτε με τον «κούφιο ήχο» της σεφερικής «εντάφιας προσωπίδας» στην Ασίνη, ο δεύτερος, μας σκηνοθετούν την κατευθυντήρια αίσθηση και στρώνουν το έδαφος για μια ξενάγηση στους χώρους, όπου ακούγεται «ο χτύπος της καρδιάς».

Με το πρώτο ποίημα, «Θερμή ευχή», βγαίνει στο προσκήνιο η γυναίκα που σημαίνει τη χαρά της ζωής, αλλά και την επικείμενη έλλειψή της. Η «θερμή ευχή», στην μποντλερικής καταγωγής της (;) μεγαλοπρέπεια, ομορφιά και θανάσιμο κίνδυνο, αποτελεί ύμνο στη ζωή και συγχρόνως το διάμεσο του ιδανικού με το πραγματικό. Με διάθεση λατρευτική, με ύφος υπαινικτικό, με λόγο ήρεμο και υποψιασμένο, ο ποιητής καταγράφει σκιρτήματα της ψυχής του. Αμέσως μετά, ο άντρας και το «ταξίδι» του. Ο πατέρας, ο ταξιδιώτης, ο «ευτυχισμένος» Οδυσσέας του σύγχρονου καιρού και πάθους, αυτός που αξιοποιεί στον απόλυτο βαθμό την καβαφική προτροπή να δεις, να «σταματήσεις», να «αποκτήσεις», να «πας» «να μάθεις και να μάθεις». Γι’ αυτό «πεζοπορεί», «θαυμάζει», ζαλίζεται από την ομορφιά, «μαθαίνει κι όλο μαθαίνει» και φαίνεται πως διαψεύδει, έστω για λίγο, τον Μπέκετ που μας βλέπει να «γεννιόμαστε καβάλα στον τάφο».

Όμως στη δεύτερη στροφή, σαν για να ανατραπεί η πρώτη, το ταξίδι μετατρέπεται σε Νέκυια. Ο πατέρας διασκελίζει τον κόσμο του παράδοξου, πέρα από τον τάφο, χωρίς τα βάρη της Κέρκυρας, χωρίς νοσταλγία και χωρίς επιστροφή. Εδώ, πιστεύω, ο καβαφίζων αναγνώστης ήδη θα το κατάλαβε «ταξίδι» τι σημαίνει.

Και η ποιητική περιδιάβαση στρέφεται αλλού, κατεβαίνει τα υπόγεια, όπου, σαν σε άλλο Άδη, βρίσκονται απομεινάρια θαυμαστά «ερμιάς και μεγαλείου», θα έλεγε ο Σολωμός, «Η αποθήκη με τα ράκη», λέει ο Κονιδάρης, και βέβαια η αίσθηση είναι παραπλήσια. Η γιορτή της όμορφης νιότης έχει περάσει και όλα τα φορέματα, επίσημα, φανταχτερά, στολίδια και πλουμίδια, κοστούμια και εξαρτήματα, σαν θεατρικής παράστασης εξαρτήματα, «στοιβάζονται» εκεί άχρηστα δείγματα της παρελθούσας ματαιότητας. Εκεί και τα αποδεικτικά των ξένοιαστων καβαλάρηδων – μοτοσικλέτες σκουριασμένες

φτερούγες των πιο γοργών πουλιών

που τώρα δεν διψούν ούτε για έναν μικρό περίπατο

ούτε για μιαν αχτίδα φεγγαριού στα μέταλλά τους.

Ο καιρός κακός

Έξω χιονίζει με μανία

κι όλα τούτα

δεν σκεπάζονται απ’ το χιόνι

γιατί η μνήμη είναι ανθηρή και οδυνηρή, δεν επηρεάζεται από εξωτερικές συνθήκες, αφήνει στον αφρό της ανάμνησης να ταλανίζει μια νιότη που νόμιζε πως είχε φτερά στους ώμους, στολίδια και μαλάματα κι όλα τα σύνεργα της αυταπάτης. Για να θυμηθούμε το ελυτικό ανάλογο:

Κεραίες συρμάτινες

λέπια χρυσά λαμέ και πούλιες κόκκινες.

Θα ’λεγες, έτοιμα όλα τους να παν

στον χορό των μεταμφιεσμένων του Άδη.

(Ημερολόγιο, «Η Πρωτομαγιά»)

Όλα μάταια και όλα περαστικά.

Και έρχονται οι Κυριακές με το χαμένο νόημά τους. Μια ζωή σπαταλημένη, άγνωστο πού, αμφισβητήσεις παλαιότερων αμφισβητήσεων, επιστροφή σε παλιές καλές, άλλων καιρών, τακτοποιήσεις. Μέσα σ’ έναν κόσμο, όπου τα πάντα ρει και τα πάντα αλλάζουν, έναν κόσμο γεμάτο από σφύζοντα νιάτα ορθομέτωπα στο χρόνο και αντιμέτωπα στο ώριμο «είναι», στο παρελθόν και στους προγόνους,

Μέσα σε αυτοκίνητα και πάνω σε μοτοσικλέτες,

στα καταστήματα,

στους κινηματογράφους και στα εστιατόρια,

σε μπαρ και ίντερνετ καφέ,

σε συγκεντρώσεις και παρέες,

Θεέ μου, πόσο νέος είν’ ο κόσμος!

Ο ποιητής διαπιστώνει πόσο «ανεπαισθήτως» φεύγει ο χρόνος (σταματημένος νιώθεις αλλά σε τρέχει ο χρόνος σου, λέει ο Ελύτης, «Το μαρμάρινο τραπέζι»), και τρέχει μπροστά, αλλά νοσταλγεί, κοιτάζει πίσω, το όνομα του προπάππου, που είναι και δικό του, τον ακολουθεί, είναι ο μαγνήτης, η έλκουσα καταγωγική δύναμη της ζωής που τρέχει προς τα μπρος, προσθαφαιρώντας το χρόνο μας, χαμένο ή κερδισμένο.

Παραμένει σταθερά συντεταγμένη «η μόνη αληθινή», η αγαπημένη, στην οποία αφιερώνεται ο «χτύπος της καρδιάς» (που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή), η αγαπημένη που στάθηκε εκεί, που οργάνωνε τις «υποθέσεις», τους «τρόπους αναφοράς» και τους «ρόλους» με τον «χτύπο» της καρδιάς, πάντα εκεί.

Το «Επιτύμβιο» είναι αφιερωμένο στην ωραία κοιμωμένη, ωραία γυναίκα, ωραία ζωή. Συγκλονιστική μοιάζει η «Επιθυμία» με την τόσο μάταιη ομορφιά. Ο «Επιτάφιος διάλογος», γεμάτος από την περιέργεια ενός Μπεργαδή και του «Απόκοπού» του, παρουσιάζει το σκεπτικισμό του ποιητή για τη μετα-ζωή. Και φτάνουμε στο τέλος με την υπόσχεση της «Άριστης ανάμνησης»:

Θα σε θυμάμαι… θα σε νοσταλγώ… θα σε ξαναφέρνω στη ζωή…

Κι εδώ, κάνοντας πια τον κύκλο της συλλογής και μετρώντας ξανά και πάλι τα ποιήματα, έρχεται το Νο12, ο επιζών, ο παρών, ο ακόμα στις τάξεις των ζωντανών, για ν’ αποτίσει φόρο μνήμης και αγάπης και να νοσταλγεί αυτούς που έφυγαν, αυτούς που χάθηκαν, αυτούς που αγωνίστηκαν, αυτούς που ταξίδεψαν, αυτούς από τους οποίους η ζωή, σαν ωραία περαστική, έφυγε και πήρε μαζί της τη νιότη τους, την ομορφιά τους, τα όνειρά τους, τη ζωή τους. Ο ποιητής, όχι «ένα κενό» αλλά ένα πλήρες μυστικό θησαυροφυλάκιο, μια τιμαλφής μνήμη, γεμάτη από πολύτιμα προσωπικά μικρά-μεγάλα πράγματα.

Ο Δημήτρης Κονιδάρης, οπλισμένος με μια πλατιά και βαθιά ποιητική κληρονομιά, έκανε μια δική του περιδιάβαση και εις Άδου κατάβαση. Με αφετηρία την Κέρκυρα και προορισμό τα άδυτα του άλλου κόσμου, σαν Όμηρος και Οδυσσέας, μπήκε και βγήκε στο άγνωστο, ανέβηκε και κατέβηκε στον κάτω κόσμο, είδε και μίλησε για ό,τι ο χτύπος της καρδιάς του σημαίνει και η ποιητική του «άρπα γλυκιά» και «μουσικό όργανο ουρανού» σε ποίηση μεταγλωττίζει. Το Ιόνιο που τον εμπνέει ανεμίζει μέσα από τους στίχους του, το κάλβειον εκείνο:

Εγώ την λύραν

κτυπάω και ολόρθος στέκομαι

σιμά εις του μνήματός μου

τ’ ανοικτόν στόμα.

(«Αι Ευχαί»)

Ο χτύπος της καρδιάς
Δημήτρης Κονιδάρης
Έψιλον
16 σελ.
Τιμή € 8,16
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Θωμάς Κοροβίνης: «Ποιήματα και τραγούδια»

Μια ακροβασία πάνω στο κύμα, σαν μια παραλλαγή στον στίχο του άλλου ποιητή (χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία), αυτό μοιάζει να λέει ο Θωμάς Κοροβίνης σε όλα του τα τραγούδια· αλήθεια, ποιήματα ή τραγούδια;...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.