fbpx
Νίκος Νέστωρας: «Υπό θηλέων κατεκόπην»

Νίκος Νέστωρας: «Υπό θηλέων κατεκόπην»

Είναι το δεύτερο βιβλίο του φιλόλογου Νίκου Νέστωρα, που ζει και εργάζεται στην Κατερίνη. Απλό και λιτό, ντυμένο στο χρώμα του ουρανού, ξαφνιάζει ευχάριστα ο αστεΐζων λόγιος τίτλος του: Υπό θηλέων κατεκόπην και προκαλεί θυμηδία με τις εικόνες που δημιουργεί και τις εκδοχές που υπονοεί, όσον αφορά τη σημασία των λέξεων «θηλέων» και «κατεκόπην υπό…». Ωστόσο, εδώ υπάρχει συγκαλυμμένη «υπό κηδεμονίαν», όπως η πατρίδα, μια μεγάλη αγάπη.

Των ποιημάτων προτάσσει ένα σύντομο κείμενο ερμηνεύοντας τις προθέσεις, τα κίνητρα που τον ώθησαν να εκφράσει ποιητικά τους προβληματισμούς, τους φόβους και τις αναστολές τού «πρέπει ή δεν πρέπει» να γράψει ποίηση, όπως και όσον αφορά τον τρόπο που εκφράζει τους στοχασμούς του.

Η συλλογή περιλαμβάνει 50 ποιήματα, περίπου ομοιόμορφα, που το καθένα δεν ξεπερνά τους είκοσι στίχους. Το μεγαλύτερο ποίημα έχει 20 στίχους και το μικρότερο 9. Κατανέμονται σε 5 ενότητες που τιτλοφορεί ως εξής: Α’ Του πόρου και της πενίας, Β’ Της συνήθειας και της καθημερινότητας, Γ’ της «νύχτας», Δ’ Φύρδην και Ε’ Κατακλείδα. Όπως και να έχει, η ποίηση του Νίκου Νέστωρα είναι αξιόλογη και πολυσήμαντη. Πολύ συνεκτική και συνοπτική. Ο ποιητικός τόνος είναι πυκνός, συμπαγής, αινιγματικός και πολυδιάστατος. Κάθε στίχος του, όπως οι ρυτίδες του, εμπεριέχει «ιστορίες-όχι μόνο-θλίψεις», είναι ποίημα, όπως και κάθε επιλεγμένη λέξη.

Κυρίαρχα στοιχεία όσον αφορά την ουσία της ποίησής του αποτελούν το «ενδόμυχο» χιούμορ και μια λεπτή ειρωνική διάθεση που παραπλανούν, με σκοπό να μετριάσουν αυτό που εκφράζουν οι δυναμικές λέξεις των στίχων:

Καθώς θυμάμαι μεγαλαυχίες κούφιες,
που ονομάζαμε τότε εφηβικά όνειρα,
τον ζόφο νυκτών νοητών και άλλα συναφή
που εν ριπή αναδρομικά αστράφτουν,
μέσα από ποικιλία κρυφών λογισμών
γράφω σε μαύρο φόντο την περίληψη της ζωής μου:
άρρην ων υπό θηλέων κατεκόπην
(σ. 11)

Μολονότι ο τελευταίος στίχος σηματοδοτεί πλήρη υποταγή στη γυναίκα, με καθηλώνει ο αμέσως προηγούμενος στίχος:

γράφω σε μαύρο φόντο την περίληψη της ζωής μου

και μου αρκεί η φράση «περίληψη της ζωής μου» για να κάνω στροφή και να γυρίσω πίσω στην καλυμμένη του ζωή και ψηλαφώντας τα «συναφή» μέσα στον «ζόφο νυκτών νοητών» να ερευνήσω τα μυστήρια «κρυφών λογισμών» του, να φτάσω στην πηγή του μύθου και του λόγου του ίσαμε κει που ο ποιητής οριοθετεί το πεδίο όπου κινείται, απευθυνόμενος στην «Ωσεί παρούσα» απουσία:

Επαναλαμβανόμενη
παρουσία
της απουσίας σου.
Το κενό
μετρημένο
σ’ όλες τις διαστάσεις.
Αυτό που καταργεί
την εικόνα σου,
την κάνει παρουσία.
Εξουσία
της τρελής καρδιάς
μες στη μοναξιά της,
άγγιξε
τα σύνορα του κόσμου.
(σ. 32)

Και όντας στην ευδαιμονία που του προκαλεί η απούσα παρουσία αδυνατεί να μάθει «άνευ διδασκάλου τη γλώσσα της αγάπης», αφού η αγάπη είναι «κραταιά ως θάνατος», αλλά και η ποίηση είναι ομορφιά και ανερμήνευτη χωρίς βαθιά εντρύφηση και σπουδή στις συμπυκνωμένες στιγμές της, για την κατάκτηση της ομορφιάς της:

Να εξηγήσω τη ρίμα προσπαθούσα
…Όταν όμως μπροστά μου στάθηκες
–μυστική η ενόρμηση της θέας σου–
κατάλαβα τι επιτέλους σημαίνει ποίηση.
…Αφού λοιπόν κατέκτησα την ομορφιά,
ανώφελο να ερμηνεύσω την ποίηση.
Στον κόσμο μου έγινα ποιητής.
(σ. 34)

Απότοκο, λοιπόν, του πόρου και της πείνας, της υλικής/σωματικής και της πνευματικής ανάγκης γέννημα είναι η ποίηση, όπως και κάθε άλλο έργο Τέχνης. Και με αυτή την επάρκεια της γνώσης που απόκτησε σκεπτόμενος, φέρνοντας στον νου του εικόνες οικείες και ονειροπολώντας βυθισμένος στη «χρυσή μακαριότητα της μελαγχολίας» του, κλείνει έναν κύκλο ποιημάτων ομολογώντας πως έγινε ποιητής με τα δικά του δεδομένα. Και είναι μια μεγάλη αλήθεια. Όσο κι αν φαίνεται λίγο εγωιστικό.

Ο Νίκος Νέστωρας θεωρεί από περιωπής την περασμένη του ζωή, τον βιωμένο χρόνο, την εσωτερικευμένη, με την ψυχολογική έννοια, πραγματικότητα. Παρατηρεί τα πάντα από απόσταση ασφαλείας μένοντας στο απυρόβλητο, από όπου προκύπτει ποιητικά «άσφαλτος», ωσάν να έχει βγει από το περίφραγμα και την περίληψη του εαυτού και της πολιτείας του, κρίνει μία προς μία τις στιγμές της περασμένης του ζωής και οριοθετεί «το υπόλοιπον της ζωής του ταξίδιον» με επιγραμματικούς, καίριους στίχους/φράσεις/γνωμικά, «αποταξάμενος» την όποια μιζέρια:

Έτσι που τώρα πια την τύχη μου ορίζω,
δεν θα μου ξεριζώσει την καρδιά
η περασμένη μου ζωή με την ψευτιά της
[…] Ανώφελο, εξάλλου, να θλίβομαι για πράγματα
που έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται ν’ αλλάξουν.
(σ. 37)

Όμως εμένα,
τα λόγια μου κρύβουν τη ζωή.
(σ. 38)

Όπως και να έχει, η ποίηση του Νίκου Νέστωρα είναι αξιόλογη και πολυσήμαντη. Πολύ συνεκτική και συνοπτική. Ο ποιητικός τόνος είναι πυκνός, συμπαγής, αινιγματικός και πολυδιάστατος.

Δεν γράφει παρορμητικά, αλλά σοβαρά και εν επιγνώσει. Η ποίηση, η αληθινή ποίηση, όχι η στιχοπλοκή, είναι πολύ σοβαρή υπόθεση. Άλλωστε και η ίδια η ζωή «δεν είναι παίξε, γέλασε…», είναι μεγάλη υπόθεση. Γράφει με νου και με καρδιά, με λογική και με συναίσθημα και με αναγωγές μπρος/πίσω, κυρίως στον βιωμένο, σίγουρο χρόνο. Σκέφτεται τη ζωή του συνειδητά και φιλοσοφημένα μέσα στον χρόνο. Σήμερα, αύριο, πριν και μετά, παρελθόν, παρόν και μέλλον και πως δεν είναι ατελείωτη. Αφού έχει αρχή, αναπόφευκτα έχει και τέλος, γι’ αυτό αισθάνεται καλά με όσα έχει:

Σκέφτομαι πάντα: αύριο χάνομαι,
σήμερα είναι η τελευταία μου μέρα.
[…] «Τα μεν γαρ εμά ικανά εστιν»
(σ. 39)

Και πορεύεται ποιητικά με καβαφική συνέπεια και συνοχή σολωμική, καταλήγοντας σε ποίηση δομημένη με ουσιώδεις πραγματικότητες και με επιμονή, θεμελιωμένη σε κανόνες και συμπεριφορές, εστιάζοντας σε μια κανονικότητα αποτελούμενη από πολλές επιμέρους κανονικότητες, αντλώντας από εκεί ουσιώδη συμπεράσματα, χωρίς να λείπουν και οι παιγνιώδεις αναφορές στην καθημερινότητα, όταν:

…Γιατί άραγε κάνουν τόση φασαρία τα πουλιά;
…Από την πίσω πόρτα αρχίζει ο πόλεμος
…Υπάρχει άραγε λόγος να κουραστείς σήμερα;
(σ. 41)

όταν ξημερώνει μια ολόχαρη μέρα για την πόλη και τους ανθρώπους και

το καινούριο φως λάμπει δροσερό.

Ο ποιητής ζει την πραγματικότητα, βιώνει την καθημερινότητα, διαλέγεται με τα πράγματα, διατηρεί έναν καθημερινό διάλογο με τη ζωή, με την τρέχουσα, τη ζώσα πραγματικότητα, αλλά και μ’ εκείνη που κυλάει πίσω από το παραβάν περιορισμένης ορατότητας:

Με γεύση μιας κάποιας ηλικίας
πίσω από τις μέρες του χρόνου.
…Ανοίγω την πόρτα και βγαίνω από τη θλίψη μου.
(σ. 42)

κι αυτό κατορθώνεται μέσα από τον αγώνα με τη ζωή, με τις ατίθασες λέξεις που συχνά ξεστρατίζουν, είναι ανυπάκουες, αδάμαστες και επιπλέον τον εγκαταλείπουν:

…Ερίζουν λησμονιά και μνημοσύνη,
καθώς οι λέξεις μου χοροπηδούν και χάνονται
όπως η δυνατή βροχή στην άσφαλτο.
(σ. 43)

Έτσι θεωρώντας στο σύνολό της ετούτη την ποίηση, φαντάζομαι τα επιμέρους ποιήματα απλωμένα σε μια επίπεδη επιφάνεια σαν ένα θαυμάσιο ψηφιδωτό, σαν μια ομηρική Οδύσσεια, σαν ένα ποιητικό μυθιστόρημα άχρονο και συγχρόνως «ορισμένου χρόνου» μέσα στη διαχρονικότητά του, με τις λύπες και με τις χαρές του. Γράφει χαρακτηριστικά και επιβεβαιώνει:

…Η σκέψη μου διασχίζει τον χρόνο
…Ταξίδεψα στο παρελθόν μου
…Σε μύλο χωνεύτηκαν οι στιγμές μου.
(σ. 44)

Ξεχωριστή περίπτωση ποιητή ο οποίος, μέσα σε 50 μετρημένα ποιήματα, κλείνει μια ολόκληρη ποιητική, μια ζώσα οικουμένη. Συχνά έχω την εντύπωση πως έχω μπροστά μου κήπους με σφύζοντα από ζωή και κίνηση γλυπτά, σμιλεμένα με περισσή φροντίδα και αγάπη, και δεν μπορώ να επιλέξω στίχους χωρίς να παραλείψω άλλους σημαντικούς, αδιαφορώντας αν θυμίζουν παρόμοια έργα άλλων. Ποσώς ενδιαφέρει, ακόμα, και τον υποψιασμένο αναγνώστη, οποιαδήποτε αναγωγή.

Ο Νίκος Νέστωρας, μολονότι είναι συμπαγής και ατόφιος, επιμερίζεται σε μικρές και μεγάλες στιγμές που ευκολύνουν την πρόσβαση του αναγνώστη. Το έργο του έχει συνέχεια και ενδελέχεια. Ο ίδιος θέλει να ανήκει στον εαυτό του:

…δε θέλω να ανήκω σε κανέναν […]
θέλω να φταίω εγώ γι’ αυτά που κάνω
όχι οι άλλοι γενικώς και αορίστως.
(σ. 45)

Η ποίησή του είναι διαυγής, φιλτραρισμένη. Έχει τόση διαυγή πυκνότητα και θαυμαστή αντιστοιχία ανάμεσα στη λέξη και στο νόημα, στο περιεχόμενό της. Οι λέξεις και οι στίχοι του είναι ομολογίες κανόνων ζωής και συμπεριφοράς, εκφράζουν πραγματικότητες με απόλυτη ειλικρίνεια. Με τις λέξεις σηματοδότες και όργανά του, ακολουθώντας τη διαίσθησή του, διαμορφώνει τους «ορίζοντες στις φράσεις» του:

…Χωρίς παράτες και επισημότητες
…Θα δώσω νέους ορίζοντες στις φράσεις μου
στης γλώσσας μου τις άδειες φόρμες…
…Έτσι σκοπεύω με τη διαίσθησή μου
να κάνω ευανάγνωστο το πρόσωπο του κόσμου.
(σ. 51)

Γιατί οι λέξεις, όντως, είναι κενές χωρίς περιεχόμενο, είναι πραγματικότητες,

…του απείρου πνεύματος
πεπερασμένα στοιχεία εν δυνάμει.
…Όταν μπορέσω και δω κάτω από τις λέξεις,
ο κόσμος εκ του ασφαλούς θα μου ανήκει
(σ. 52)

Κατά κάποιον τρόπο, στα 6 ποιήματα της τρίτης ενότητας γίνεται ένας πυθαγόρειος διαλογισμός/απολογισμός της μέρας. Πέφτουν οι μάσκες της αναγκαστικής, της επιβεβλημένης υποκρισίας υπό τη σκέπη της οποίας και με εντοπιότητα: «…όλα φαίνονται χρυσάφι» (62), και γρήγορα τον κυριεύει η μοναξιά που συνοδεύει τα γηρατειά. Και τότε ομολογεί:

…Είμαι η ζωντανή τύψη του εαυτού μου…
…Είμαι μόνος.
(σ. 63)

Ωστόσο, μένοντας μόνος με τον εαυτό του και με το παρελθόν του, κάποια στιγμή επιστρέφει στον οικείο χώρο του στην πόλη του, την Κατερίνη, με την «παρούσα αδιαλείπτως ομορφιά να βουίζει η καρδιά του» (σ. 69), για να μεταστραφεί σύντομα ο θαυμασμός του σε θλίψη παρατηρώντας τις θλιβερές απομιμήσεις περιώνυμων αρχαίων έργων τέχνης, τα εξαμβλώματα του πλουτισμού των νεοαστών που έχει γίνει πια «αρρώστια μολυσματική για το τοπίο» (σ. 70) και το μέλλον του τόπου να διαφαίνεται δυσοίωνο και καταστροφικό και «μέγιστον το βεληνεκές της αμάθειας…, ωραία θα βολευόμασταν/ μόνο με το παρελθόν μας!» (σ. 71) κι αναρωτιέται κομπάζοντας: «Πόσο ικανοποιημένος θα ’μουν άραγε, αν ήμουν νυχτερίδα;» (σ. 72).

Ο κύκλος αυτής της ποιητικής διαδρομής κλείνει όπως άρχισε: «Υπό κηδεμονίαν» πάλι «υπό θηλέων!», αλλά η πατρίδα, η Ελλάδα βρίσκεται υπό την κηδεμονίαν των χωρών της Ευρώπης αποδυναμωμένη, ταπεινωμένη, υποτελής. Η πραγματικότητα είναι «πεζή», ωμή, αντιποιητική. Ανάλογος ο τόνος της φωνής και ο στίχος του γίνεται άξαφνα διακριτικά αιχμηρός, καταγγελτικός. Βλέπει μια Ελλάδα:

…άθυρμα στη δίνη του αναπόφευκτου.
Αδύνατο για μένα να κατανοήσω
χειρονομίες και «ευγενή» προσχήματα…
φοβισμένος και διαφανής ο κόσμος μου.
Φοβάμαι πολύ!
Επικίνδυνη αφέλεια να θεωρείς
ότι δε σε αφορά η ικανότητα του κακού.
Ο φασισμός γεννιέται από την κρίση των συστημάτων
(σ. 75)

Έτσι, με τον επιγραμματικό τελευταίο στίχο του τελευταίου ποιήματος της συλλογής, ο ποιητής αποκαλύπτει τις προθέσεις και τον απώτερο σκοπό του και οριοθετεί το έργο του.

 

Υπό θηλέων κατεκόπην
Ν. Νέστωρας
Εκδόσεις Πατάκη
77 σελ.
ISBN 978-960-16-5625-0
Τιμή €7,50
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Θωμάς Κοροβίνης: «Ποιήματα και τραγούδια»

Μια ακροβασία πάνω στο κύμα, σαν μια παραλλαγή στον στίχο του άλλου ποιητή (χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία), αυτό μοιάζει να λέει ο Θωμάς Κοροβίνης σε όλα του τα τραγούδια· αλήθεια, ποιήματα ή τραγούδια;...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.