fbpx
Charles Baudelaire: «Τα Άνθη του Κακού»

Charles Baudelaire: «Τα Άνθη του Κακού»

Σε φιλώ και στο επόμενο γράμμα μου θα σου στείλω άνθη που θα σου φανούν μοναδικά, γράφει στη μητέρα του από την Καλκούτα ο εικοσάχρονος Κάρολος Μποντλέρ και φυσικά εννοεί ότι θα της στείλει ποιήματα. Τα ποιήματα είναι τα άνθη, εξ ου και η Ανθολογία ανθοδέσμη ποιημάτων. Έτσι ξεκινάει το Προλογικό Σημείωμά του ο μεταφραστής καθηγητής, Γιώργος Κεντρωτής, γνωστός για την τέχνη του μεταφράζειν από τις πάμπολλες άλλες μεταφραστικές του επιτυχίες. Και το ερώτημα, αν τα λόγια αυτά είναι μοναδικά, σημαδιακά, προφητικά, βασισμένα στη διαίσθηση, λόγια που απηχούν μια ασύνειδη προοικονομία, τυχαία ή κοινότοπη μεταφορά, κανείς δεν ξέρει να πει με βεβαιότητα, οπότε παραμένει ανοιχτό. Και όλα, ισχύουν ή όχι, κάνουν Τα Άνθη του Κακού ακόμα πιο «μυστηριώδη», ακόμα πιο «γοητευτικά», ακόμα πιο «γητευτικά»∙ και το σημαντικότερο όλων είναι ότι με Τα Άνθη του Κακού του Σαρλ Μποντλέρ η γαλλική ποίηση «όχι μόνο έδωσε τον θεμέλιο φθόγγο στην ευρωπαϊκή, αλλά και την αναγκαία παρώθηση στον ίδιο τον εαυτό της να πειραματιστεί περαιτέρω με άκρατη τόλμη με τις ιδέες, τους ρυθμούς και τα μέτρα», επισημαίνει ο μεταφραστής.

Και τα 163 συν ένα ποιήματα της συλλογής μιλάνε «μέσα από το αποπροσωποποιημένο […] αυταλλοτριωμένο εγώ του ποιητή, που […] γενικεύει την εμπειρία του». Car j’ai de chaque chose extrait la quintessence, /Tu m’as donné ta boue et j’en ai fait de l’or (Διότι από το καθετί έχω αποστάξει εγώ την πεμπτουσία/ κι ενώ εσύ τα κάρβουνά σου μου ’δωσες, εγώ σ’ τα έκανα χρυσάφι). Ο Μποντλέρ με τα Άνθη του βγάζει τη γαλλική ποίηση έξω από τα εθνικά της σύνορα, για να διαβαστεί σε όλον τον κόσμο, να διδάξει πνεύματα, να γίνει το πρότυπο της νεωτερικής ποίησης και πρώτος αυτός να επισημάνει την παθολογία της modernité, στο δοκίμιό του Salon de 1859.

Ο Κεντρωτής, έχοντας συναίσθηση του μεγέθους του έργου, προλαβαίνει τον βιαστικό αναγνώστη. Ναι, έχουν ήδη γραφτεί και ξαναγραφτεί πολλά για τον Μποντλέρ και τα Άνθη του, άλλα μικρά και άλλα αποσπασματικά. Αλλά για ένα τέτοιο έργο τίποτα δεν είναι αρκετό. Η συγκεκριμένη μετάφραση, πάντως, είναι πλήρης, μέγας άθλος, και τα «Επιλεγόμενα» πλήρης, μεγάλη μελέτη.

Ο ίδιος ο Μποντλέρ, προλογίζοντας, είχε ενημερώσει τον αναγνώστη ότι το έργο του έχει αρχή και τέλος, είναι ένα έργο εν εξελίξει, ένα ποίημα εν προόδω. «Έχει πάσης φύσεως αλληγορικές ψηφίδες αναμνήσεων ανίας, πόνου, μελαγχολίας, απελπισίας και αβυσσαλέων στοχασμών, ενός χάους με άλλα λόγια, που ανοίγεται στον χρόνο και χάσκει έτοιμο να καταβροχθίσει τον ποιητή…» Ήχος και νόημα σημαίνουν κάτι άλλο από ό,τι σημαίνουν οι λέξεις των στίχων στη σειρά. Τα Άνθη του Κακού είναι το ποίημα των αντιθέσεων, της διχοτόμησης του εαυτού, της τέλειας αυταλλοτρίωσης (Ζ.Π. Σαρτρ). Ο Μποντλέρ έβλεπε τον εαυτό του ως έναν άλλο. Και τα Άνθη είναι ένα ποίημα στο «χείλος της σιωπής» (Αντόρνο)∙ μαζί με το Ασματολόγιο του Πετράρχη και το Δυτικό-Ανατολικό Διβάνι του Γκαίτε, συμμετέχει στην κορυφαία τριάδα του ευρωπαϊκού λυρισμού.

Ο μοντέρνος άνθρωπος είναι διαφωνικός και ο Μποντλέρ είναι ο ποιητής που αρθρώνει «το ανάκουστο κάλλος της διαφωνίας», που η καρδιά και η λογική έχουν εκτοπιστεί και τη θέση τους έχουν πάρει αποκλίνουσες και ανώμαλες καταστάσεις της συνείδησης. Κάνει τα πράγματα «απλές γραμμές, απλά χρώματα, απλές κινήσεις και τους δίνει τον αυθύπαρκτο χαρακτήρα ενός occidentalium, ενός… τυχηρού επισυμβάντος, τα φωτίζει και τα συσκοτίζει μέσα στην πραγματικότητά τους» (Αντόρνο). Δεν εκφράζει μόνο το spleen, την ποικιλώνυμη λόξα (πέραν των άλλων σημασιών της λέξης), αλλά και το ideal, δηλαδή το ιδανικό – το ιδανικό ως μορφή εκπνευματίσεως. Ο ποιητής δεν συγκινεί ούτε παρηγορεί ούτε θεραπεύει, απλώς απαγγέλλει το Κακό (Μπατάιγ). Η ψυχική του κατάσταση είναι έρμαιο των αβύσσων του νου του, σύμφωνα με την ιδέα του εγκυρότερου Έλληνα αναγνώστη Κώστα Καρυωτάκη, που μεταφράζει τα Άνθη σε πόνο του ανθρώπου και των πραγμάτων. Τα Άνθη του Κακού είναι lacrimae hominis, οι θρήνοι του ανθρώπου, η ανάδυση από την άβυσσο. Ο Μποντλέρ αντιτάχτηκε στον ρομαντισμό. Ο υπερνατουραλισμός του οδήγησε στον υπερρεαλισμό. Ήθελε να είναι ένας μεγάλος ποιητής, αλλά να μη μοιάζει ούτε με τον Λαμαρτίνο ούτε με τον Ουγκό ούτε με τον Μισέ. Γράφοντας ποιήματα «ξεπερνούσε το όριο δίχως να το καταλαβαίνει» (Προυστ).

Ο μοντέρνος άνθρωπος είναι διαφωνικός και ο Μποντλέρ είναι ο ποιητής που αρθρώνει «το ανάκουστο κάλλος της διαφωνίας», που η καρδιά και η λογική έχουν εκτοπιστεί και τη θέση τους έχουν πάρει αποκλίνουσες και ανώμαλες καταστάσεις της συνείδησης.

Παίρνουμε δύο δείγματα της αβύσσου του νου. Το πρώτο: «Είτε έρχεσαι από τον ουρανό είτε από τη Γέεννα του πυρός, σημασία/ έχει, ω Ομορφιά, πως είσ’ αθώο και τρομερό τεράστιο τέρας/ που μάτι ή χαμόγελο ή πόδι του μου ανοίγουν εμβασία/ στο Χάος που ανεπίγνωτα αγαπώ και που δεν έχει πέρας» («Ύμνος στην Ομορφιά») και το δεύτερο: «Πρώτα άστραψε… μετά ήρθε η νύχτα: Ω κάλλος πτητικό, που τόσο/ μεμιάς βλέμμα σου να ξαναγεννηθώ έχει καταφέρει,/ μόνο άραγε στην αιωνιότητα θα σε ξανανταμώσω;/ Ή αλλού; Πολύ μακριά από δω; Σε μέλλον ποιο; Ποτέ; Ποιος ξέρει!/ Δεν ξέρω από πού ήρθες∙ αγνοείς πού πάω. Ουδεμία γνώση…/ Μα εσένα, ω, θα σε αγάπαγα∙ κι εσύ, ω, κι εσύ θαν το ’χεις νιώσει!» («Σε κάποια που πέρασε»).

Στα Επιλεγόμενα τώρα.

Κι επειδή όλα τα είπαν άλλοι, καλά και ίσως καλύτερα, όλα είναι ειπωμένα και χιλιοειπωμένα, ο μεταφραστής, όπως ο ποιητής απευθύνεται στον hypocrite leucteur τον όμοιό του κι αδελφό του, απευθύνεται στον δικό του αναγνώστη όμοιο και σταυραδελφό του. Και τον συμβουλεύει, μας συμβουλεύει, να δούμε «τα τρέχοντα Επιλεγόμενα πιο πολύ σαν απλό χάρτη αναγνωστικής πορείας στον κήπο των Ανθέων του Κακού» και όχι σαν αποκωδίκευση κρυμμένων μυστικών∙ και δεν έχει πηδήξει «μες στα εβένινα τα χάη», όπως γράφει ο καλύτερος μιμητής του Μποντλέρ, ο Καίσαρ Εμμανουήλ.

Τα Επιλεγόμενα τα χωρίζει σε τρεις ενότητες∙ ιστορική (εκδοτική και δικαστική περιπέτεια, οικογενειακό και κοινωνικό status), θεματική (ο Μποντλέρ είναι ένα Σύμπαν, ό,τι ο Όμηρος για την ποίηση είναι ο Μποντλέρ για τη νεωτερική ποίηση), μεταφραστική (το εν γένει μεταφραστικό ήθος, ηχόχρωμα παλιό και λόγος νέος, μποντλεριανή νοοτροπία, ήτοι το σταθερό ίζημα).

Κανένα βιβλίο δεν έχει ωραιότερο τίτλο. Ωστόσο, ο ποιητής είχε σκεφτεί και άλλους τίτλους, τους οποίους απέρριψε. Στις 25 Ιουνίου 1857 εκδίδονται από τον σοσιαλιστή των οδοφραγμάτων εκδότη Αύγουστο Πουλέ Μαλασί, που είχε συλληφθεί στα γεγονότα του 1848. Η κριτική του Γκιστάβ Μπουρντέν στον Figaro είναι λίβελος. Η έκδοση κατάσχεται και λογοκρίνεται. Η λογοκριμένη επανεκδίδεται έναν μήνα μετά και εξαντλείται μέσα σε έναν χρόνο. Το 1861 επανεκδίδεται, το 1866 στις Βρυξέλλες και το 1868, post mortem, με πρόλογο του Θεόφιλου Γκοτιέ. Ωστόσο, ο Ουγκό είπε ότι «Τα Άνθη του Κακού λάμπουν και φωτίζουν σαν αστέρια». Τελικά, το 1949, εκδόθηκε η αθωωτική απόφαση.

Ο πατέρας του Μποντλέρ είχε παντρευτεί σε μεγάλη ηλικία την κατά 34 χρόνια νεότερή του Καρολίνα. Όταν εκείνος πέθανε, η Καρολίνα παντρεύτηκε τον στρατηγό Οπίκ, με τον οποίον ο νεαρός Μποντλέρ βρισκόταν διαρκώς σε σύγκρουση. Ο Κάρολος ήταν καλός μαθητής, αγαπούσε τα λατινικά, δεν αγαπούσε την πειθαρχία και μισούσε τον πατριό του. Αποβλήθηκε από το κολέγιο για ανάρμοστη διαγωγή. Στο πανεπιστήμιο, όπου σπούδαζε Νομικά που ποτέ δεν τελείωσε, έκανε παρέες κακές, αλλά και με διαπρεπείς ποιητές. Το 1841 αρνήθηκε να ενταχθεί στο διπλωματικό σώμα, δέχτηκε όμως να ταξιδέψει στις Ινδίες, για να αποφύγει τις παρέες στο Παρίσι, κατά τον Οπίκ, για να γνωρίσει νέες περιπέτειες, σύμφωνα με την επιθυμία του, και να γράψει. Το ταξίδι αυτό πράγματι αποδείχτηκε «κορυφαία βιοτική εμπειρία», γράφει ο Κεντρωτής.

Όταν ενηλικιώθηκε, κληρονόμησε την περιουσία του πατέρα του την οποία κατασπατάλησε σε δυο χρόνια, γι’ αυτό η οικογένεια τον έθεσε υπό δικαστική αντίληψη. Του δινόταν κάθε μήνα ένα ποσόν με το οποίο ένας κανονικός άνθρωπος ζούσε άνετα. Εκείνος όμως ήταν ένας flâneur, πλάνης, αλήτης, τεμπέλης, με επιλεγμένη, μελετημένη και προσχεδιασμένη αλητεία για να κάνει αυτά που ήθελε: παρέα με μποέμ, κουρτιζάνες, διάσημους και άσημους ποιητές, να δοκιμάζει ναρκωτικές ουσίες, να συχνάζει σε ύποπτους τόπους. Η ζωή του ήταν εκκεντρική, με στόχο να τονίσει την ιδιαιτερότητά του. Είχε περίεργες πολιτικές και θρησκευτικές απόψεις. Ως προς τη σχέση του με τον Πόε, ο Κεντρωτής τη θεωρεί μεγαλύτερης σημασίας από εκείνη του Γκαίτε με τον Σίλερ. Γιατί, ενώ οι δύο Γερμανοί με το έργο τους και την αλληλογραφία τους άνοιξαν τον δρόμο από τον κλασικισμό στον ρομαντισμό, ο Μποντλέρ και ο Πόε όρισαν το τι και το πώς της νεωτερικής ποίησης, της μητέρας κάθε μεταγενέστερης ποίησης, αλλά και της ιμπρεσιονιστικής ζωγραφικής και των μετεξελίξεών της. Ο Μποντλέρ έγραψε και άλλα είδη λόγου, μεταξύ των οποίων και κριτικές και πεζά ποιήματα, όπως το Spleen de Paris, το οποίο ο Κεντρωτής θεωρεί ανάλογο του Fleurs du Mal.

Τα Άνθη του Κακού  του Γιώργου Κεντρωτή δεν μας δίνουν μόνο τη νεότερη μετάφραση του μνημειώδους αυτού έργου στα νέα ελληνικά, αλλά και όλο το ιστορικό και πολιτισμικό τους πλαίσιο, την παγκόσμια εκτίμηση για το έργο, το σύμπαν Μποντλέρ και, παράλληλα, μια αφήγηση, η οποία και ερήμην του θέματος είναι γοητευτική και γητευτική, σήμα κατατεθέν του μεταφραστή.

Προς το τέλος της ζωής του έφυγε με τον Μαλασί στο Βέλγιο, για να καλυτερέψει τα οικονομικά του, χωρίς να το καταφέρει. Επιπλέον, ένιωθε μεγάλη αντιπάθεια και μίσος για τους Βέλγους, τους οποίους θεωρούσε χαζούς, κλέφτες, ψεύτες, καχύποπτους, χονδροειδείς και πολλά άλλα, πράγμα που αποτυπώνεται εύγλωττα στα ποιήματά του. Η αντίληψη ότι το Βέλγιο ήταν χωριό της Γαλλίας και ο Βέλγος χωριάτης αναπαράγεται στο ποίημα ΧΧΙ «Με την ευκαιρία του ντεμπούτου της Αμίνας Μποσκέτι» στο Τεάτρ ντε λα Μονέ των Βρυξελλών, όπου ο άξεστος κι ανίδεος περί τα καλλιτεχνικά Βέλγος εξαίρει την εξυπνάδα του να μην παρασύρεται από τα φαινόμενα, αλλά να κρατιέται γερά από τα σταθερά καπούλια της χωριάτικης ζωής του. Απομονώνω στίχους:

Στην πρόκληση που «τ’ αγαλματένιο πόδι της και το αίθριο βλέμμα» της «ντελίριο ενθουσιασμού σκορπάει» εκείνος απαντάει: «“Ξουτ, χαθείτε ψευτονύμφες αλανιάρες!/ Να ’ν’ η γυναίκα μου καλά, και να μου λείπουν τέτοιες χάρες!”/ Αχ, ξέχνα το, ω Συλφίδα, με τις γάμπες τις θριαμβικές σου,/ πως βαλς ποτέ σου θα διδάξεις στους ελέφαντες! Αρκέσου/ να μάθει ο γκιόνης τη χαρά, το χαμογέλιο η βερβερίσα,/ μιας και στα πάντα δίνεις χάρη, και έννοια στο ρήμα θέλγω./ Κι ο Βάκχος να κερνούσε κοκκινέλι, θ’ άκουγες τον Βέλγο,/ το τέρας, να σου λέει: “Θα γούστερνα μια βέλγικια μπιρίτσα”».

Ο Μποντλέρ διακωμωδεί την περίσταση και ο Κεντρωτής μεταφράζει με χιούμορ, μεταφέροντας στα ελληνικά την εικόνα του ακαλλιέργητου, λαϊκού ανθρώπου που, χωρίς να αντιλαμβάνεται την κατάστασή του, διατυμπανίζει την επιλογή του: «J’ aime mieux le faro!», και ο μεταφραστής, αντί του «θα προτιμούσα» ή «θα μ’ άρεσε», που θα ήταν πολύ αφυδατωμένο, κάνει την ευφυή επιλογή του «θα γούστερνα», δυνητικό παρατατικό του «γουστάρω», σε ένα κράμα λαϊκού και βλάχικου τύπου, το οποίο επίσης μεταφέρει στα καθ’ ημάς εκείνο το «Δοκεί μοι κρείσσον» του ερωτικού ποιητή της Παλατινής ανθολογίας, που επίσης μετέφρασε ο Κεντρωτής, για να κάνω τράμπα σε μια άλλη γλώσσα και εποχή. Κι επειδή ο Βάκχος μια υπόθεση ήταν, στον Βέλγο απομένει στα σίγουρα η «μπιρίτσα» και η έλλειψη καλαισθησίας και γούστου. Όπως έχει τονίσει ο Κεντρωτής, με αφορμή τη μετάφραση των ερωτικών ποιημάτων της Παλατινής, όταν μεταφράζουμε «δεν μεταφράζουμε λέξεις, μεταφράζουμε κείμενα». Και βρίσκουμε τα ισοδύναμα σε καταστάσεις και διαθέσεις.

Για να επανέλθουμε στο Βέλγιο, ο Μποντλέρ το βλέπει σαν un baton merdeux, όπου πλην των οικονομικών ατυχιών είχε τη δυστυχία να αρρωστήσει. Η μητέρα του τον μετέφερε στο Παρίσι, αλλά δεν τα κατάφερε και στις 31 Αυγούστου 1867 κατέληξε. Γεννήθηκε το 1821. Στα λίγα χρόνια που έζησε, έκανε τα πάντα∙ πέθανε έχοντας εκπονήσει τη ζωή του, λέει ο Κεντρωτής.

Στη συνέχεια των Επιλεγομένων θα μας μιλήσει λεπτομερώς για τη θεματική. Τα Fleurs du Mal είναι 163 αριθμημένα συν ένα ποιήματα. Στην πρώτη ενότητα, πάλι «Fleurs du Mal» και οι υποενότητές τους, 126 ποιήματα όλα αριθμημένα. Στη δεύτερη ενότητα, «Les Épaves», 23 ποιήματα με λατινική αρίθμηση και στην τρίτη «Apport de la troisième édition des Fleurs du Mal», 14 ποιήματα επίσης με λατινική αρίθμηση. Στα ποιήματα θα δούμε τις γυναίκες του, τις επιφανείς πόρνες Ζαν Ντιβάλ, Απολλωνία Σαμαπτιέ, Μαρί Ντομπρέν, την αλληθωρίτσα και άλλες του ιδίου σιναφιού που τον ενέπνευσαν, αλλά και τη μητέρα του, Καρολίνα. Κι ενώ τα θέματα φαίνονται πολλά, στην ουσία είναι ένα∙ το Κακό. Γύρω από το Κακό στήνει το ποιητικό του εργαστήριο. Κι όταν βγαίνει από το γραφείο του για να κατακτήσει τους δρόμους, ανοίγει τον δρόμο στον Ρεμπό και στον Μαλαρμέ.

baudelaireΤα Άνθη του Κακού του Γιώργου Κεντρωτή δεν μας δίνουν μόνο τη νεότερη μετάφραση του μνημειώδους αυτού έργου στα νέα ελληνικά, αλλά και όλο το ιστορικό και πολιτισμικό τους πλαίσιο, την παγκόσμια εκτίμηση για το έργο, το σύμπαν Μποντλέρ και, παράλληλα, μια αφήγηση, η οποία και ερήμην του θέματος είναι γοητευτική και γητευτική, σήμα κατατεθέν του μεταφραστή. Η απόλαυση του κειμένου που έλεγε ο Ρολάν Μπαρτ βρίσκει την εφαρμογή της εδώ, στο βιβλίο κόσμημα των Εκδόσεων Gutenberg, στη μετάφραση του Γιώργου Κεντρωτή.

 

Τα Άνθη του Κακού
Charles Baudelaire
μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής
Gutenberg – Γιώργος & Κώστας Δαρδανός
858 σελ.
ISBN 978-960-01-1942-8
Τιμή €46,00
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Θωμάς Κοροβίνης: «Ποιήματα και τραγούδια»

Μια ακροβασία πάνω στο κύμα, σαν μια παραλλαγή στον στίχο του άλλου ποιητή (χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία), αυτό μοιάζει να λέει ο Θωμάς Κοροβίνης σε όλα του τα τραγούδια· αλήθεια, ποιήματα ή τραγούδια;...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.