fbpx
Ανδρονίκη Γωγοπούλου: «Δακρυόεν γελάσασα»

Ανδρονίκη Γωγοπούλου: «Δακρυόεν γελάσασα»

Θα αναφερθώ στο δεύτερο βιβλίο της Ανδρονίκης Γωγοπούλου, Δακρυόεν γελάσασα, ξεκινώντας από τα δύο τελευταία ποιήματα του πρώτου, της Ευτοπίας, γιατί κάθε τέλος σηματοδοτεί και μια αρχή. Και η Ανδρονίκη Γωγοπούλου μάς πληροφορεί στις καταληκτικές σελίδες της πρώτης της ποιητικής συλλογής: «Και τώρα…/ γράφω τον επίλογο/ σ’ ένα γραπτό που δεν τελείωσε ακόμα…», προετοιμάζοντάς μας για τη συνέχεια. Στο προτελευταίο ποίημα της Ευτοπίας διαπιστώνει την ευθραυστότητα και την εφημερότητα του εαυτού και δίνει μάχη με τον χρόνο, τον μεγάλο εχθρό όλων –αλλά και δικό της ιδιαίτερα– καταστρώνοντας το σχέδιο για να τον αντιμετωπίσει και να αξιοποιήσει τα κερδισμένα:

Σπάζω κομμάτια τα λεπτά/ να ’χω πολλά να τα ξοδεύω/ χωρίς φειδώ και λογαριάσματα/ Στα χέρια σου ακουμπώ/ τις λέξεις μου/ με μνήμες φορτωμένες/ κόκκινες σταλαγματιές σε άσπρο φόντο

Και στο τελευταίο ποίημα προσθέτει:

Διαιρώ τα δευτερόλεπτά μου/ Και πάλι έχω υπόλοιπο.

Τα είχε κανονίσει καλά η Ανδρονίκη να προφτάσει να μας αφήσει και τη δεύτερη ποιητική συλλογή της με τον συγκλονιστικό –όσο και το περιεχόμενό της– τίτλο Δακρυόεν γελάσασα, στον οποίο θα επανέλθω παρακάτω.

Ο Rainer Maria Rilke, στα Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή, προτρέπει: «Βυθιστείτε μέσα στον εαυτό σας, αναζητήσετε την αιτία που σας κάνει να γράφετε, δοκιμάστε αν οι ρίζες της φυτρώνουν απ’ τις πιο βαθιές γωνίες της καρδιάς σας. Εξομολογηθείτε στον εαυτό σας: θα πεθαίνατε τάχα, αν σας απαγόρευαν να γράφετε;» (Rainer Maria Rilke, Γράμματα σε ένα νέο ποιητή, μτφρ. Μάριος Πλωρίτης, εκδ. Ίκαρος, σελ.18) /« […] σκύψετε σε κείνα που σας προσφέρει η καθημερινότητα. Ιστορήστε τις θλίψεις και τους πόνους σας, τους φευγαλέους στοχασμούς σας, την πίστη σας σε κάποιαν ομορφιά – ιστορήστε τα όλα τούτα με βαθιά, γαλήνια, ταπεινή ειλικρίνεια και μεταχειριστείτε, για να εκφραστείτε, τα πράγματα που σας περιτριγυρίζουν, τις εικόνες των ονείρων σας και τις πηγές των αναμνήσεών σας» (ό.π., σελ.19).

Και η Νίκη συμφωνούσε, φαίνεται, με τον Rilke. Έγραφε βυθοσκοπώντας «εδώ στην άβυσσο της θάλασσας/ στην άβυσσο του ουρανού» όχι «ασκόπως», ακροβατώντας «πάνω από κενά», έγραφε με υλικά της καθημερινότητας, τους πόνους και τις θλίψεις, αλλά και αυτά των αναμνήσεων και των ονείρων, έγραφε για να «ξεγελάσει με τη μαεστρία της» τον θάνατο που «της χτυπούσε πάλι την πόρτα», έγραφε γιατί, ναι, μπορεί και να πέθαινε –νωρίτερα ίσως– αν της απαγόρευαν να γράφει.

Έγραψε και κυκλοφόρησε και το βιβλίο της αυτό δακρυόεν γελάσασα (Ζ, 484-485) η ίδια η ποιήτρια, σαν άλλη Ανδρομάχη που, αν και βέβαιη για το τέλος, βρίσκει τη γενναιότητα να περπατήσει ευθυτενής στην αιχμηρή αυτή γραμμή της χαρμολύπης. Η αντίθεση στη φράση του τίτλου, δάνειο από τη ραψωδία Ζ της Ιλιάδας, εμπεριέχει όλο το απόσταγμα της πείρας της: κατανόηση και συγκερασμός των διαμετρικών αντιθέσεων που συνθέτουν τη ζωή, γέλιο και δάκρυ χέρι με χέρι, ζωή και θάνατος αντάμα. Οι λέξεις που αγαπά, οι λέξεις που αποτελούν το ύστατο καταφύγιό της δεν εξοστρακίζουν, βέβαια, τον σωματικό και ψυχικό πόνο, αλλά τον μετατρέπουν σε εφαλτήριο ανασκαφής στον ίδιο τον εαυτό, ώσπου να εξορυχτεί το πολύτιμο ορυκτό και να μετουσιωθεί σε λόγο και δημιουργία. Γιατί, όπως εύστοχα αναφέρει κι η Ζωή Σαμαρά σε κείμενό της για την Ευτοπία της Ανδρονίκης, στην Παλαιά Διαθήκη «εν αρχή ήν ο Λογος».

Στα ποιήματά της επαναλαμβάνονται συχνά οι λέξεις σκάβω, βυθίζομαι, καταδύομαι, βυθός, άβυσσος, χώμα και μας οδηγούν σε ένα ταξίδι στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής, στο μεδούλι της αντιφατικής μας ύπαρξης: «σκάβω βαθιά/ Θάβω ό,τι με κράτησε μακριά από τον άνεμο» (σελ.15), «σκάβαμε με τα χέρια μας τα χέρσα χώματα» (σελ.30), «Σκύψε/ σκάψε/ στην ψυχή μου/ Γονάτισε/ γίνε ένα/ με το χώμα το δικό μου». Είχε αποκτήσει συνείδηση του χωμάτινου εαυτού μας η Ανδρονίκη. Εξοικειωμένη με το χώμα από την εποχή που μπορούσε ακόμη να παίζει μικρό παιδί με αυτό:

Ήμασταν κάποτε παιδιά/ που παίζαν στην αλάνα/ λαχταρώντας/ να χωρέσουν τη ζωή στα σύνορά της/ Κλωτσούσαμε ξεφουσκωμένη μπάλα/ Βουτούσαμε τα πόδια μας/ σε χώμα μαλακό και λέγαμε πως κολυμπούσαμε σε θάλασσες. (σελ.40)

Η συλλογή ανοίγει και κλείνει με δυο ποιήματα που έχουν στον τίτλο τους το δάκρυ δίπλα σε μια άλλη λέξη που συνιστά, σε αντίθεση, κάτι αισιόδοξο: «Δακρυόεν γελάσασα» το εναρκτήριο, «Τα δάκρυα του ήλιου» το καταληκτικό. Και τα δύο, όπως και όλη η συλλογή, ισορροπούν μεταξύ των αντιθέσεων της λύπης και της χαράς, που συνιστούν τα εναλλασσόμενα τοπία του ανθρώπινου βίου με την αιωνίως γλυκόπικρη γεύση. Επίσης, τα ποιήματα αυτά απευθύνονται στη μητέρα και στον πατέρα αντίστοιχα. Ένα σχήμα κύκλου που περικλείει τη γράφουσα, ένας κύκλος που ξεκινάει από τη μήτρα-μητέρα και καταλήγει στον γεννήτορα-πατέρα, και οι δυο στην άλλη όχθη, σε μιαν άλλη διάσταση. Δυο σηματωροί του δικού της επικείμενου ταξιδιού, από το οποίο διαισθάνεται ή ξέρει ότι δεν θα ξεφύγει. Δυο μορφές αγαπημένες που θυμάται και νοσταλγεί, που αποζητά στις δύσκολες στιγμές και χρειάζεται τη συνδρομή τους. Ποιήματα βαθύτατα εξομολογητικά και ανθρώπινα, δοσμένα με την απλότητα της καθημερινής ομιλίας, αλλά και τη δραματικότητα της μεγάλης ποίησης:

Βραδιάζει μαμά/ κι εγώ βλέπω ολόγιομα φεγγάρια/ Περπατάω σε γραμμές ζωής κομματιασμένης/ συγχρόνως εγχαράσσω στίχους σε χαλίκια […] Με τσακισμένα άκρα/ όρθια στέκομαι κι ας γέρνω μαμά
[…]
Α ρε μαμά επέμενες/ αλλά δεν μου ’κοψες το ρε/ το κράτησα να σε ακούω τάχα να με κατσαδιάζεις
Στις μνήμες μου μαμά σε φυλακίζω/ Σε κρατώ στους στίχους μου ιδέα/ Κράτα με κι εσύ μικρό κορίτσι απ’ το χέρι/ Μη μου φεύγεις ακόμα ρε μαμά…

Τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής πρωτοπρόσωπα, βιωματικά, καρποί αυτής της πάλης με τον πανδαμάτορα χρόνο, με το «μισό του τίποτα»· όπλα οι λέξεις: «Πολιτείες οι λέξεις μου υδάτινες/ Στο βυθό τους καταδύομαι/ Ψελλίζω». Και λίγο παραπάνω: «Η ποίησή μου ωκεανοί» με «αστραπές» που «αγγίζουν τα ωκεάνια νερά» μα «εκείνο το ωμέγα στους ωκεανούς με πνίγει». Το τελευταίο γράμμα της αλφαβήτου ανεπιθύμητο, αναμνηστικό πιθανότατα του τέλους.

Η αντίθεση στη φράση του τίτλου, δάνειο από τη ραψωδία Ζ της Ιλιάδας, εμπεριέχει όλο το απόσταγμα της πείρας της: κατανόηση και συγκερασμός των διαμετρικών αντιθέσεων που συνθέτουν τη ζωή, γέλιο και δάκρυ χέρι με χέρι, ζωή και θάνατος αντάμα.

Ωστόσο, η ποιήτρια, ανοιχτόκαρδη πάντα και γενναία, δεν μεμψιμοιρεί και κάνει οικονομία ακόμη και στα δάκρυα· τα φυλάει για τις καλές στιγμές, γιατί κι από αυτές της χάρισε η ζωή, όπως σε όλους. Έτσι, σε κάποιο από τα πρώτα ποιήματα δηλώνει:

Τα δάκρυα δεν τα σκορπώ σε πόνους
Τα κρατώ για τις χαρές.

Ακόμη η δύναμη κι η αισιοδοξία της δεν έχουν καμφθεί. Τα όνειρά της άθιχτα, κατά το ομώνυμο ποίημα, «ξαναγεννιούνται» παρά τον φόβο τους. Η Ανδρονίκη τα «δένει σε δεμάτια», «τα κρύβει», «τα θάβει», «τα ψάχνει σε μέρες άνυδρες» κι αυτά σώζονται και τη σώζουν. Έχει βάλει σκοπό να πετάξει «αετός που ανεμοπορεί» και να «μοιράσει» μέσω των λέξεων τον εαυτό της και στους άλλους, συνειδητοποιώντας την ενότητα του χωροχρόνου, αλλά και τη σημαντικότητα της ένωσης με τους άλλους και το άπειρο:

Ο εαυτός μου/ δεν είναι όλος δικός μου/ Θα μοιράσω τα κομμάτια μου και σ’ άλλους… (σελ.15)

Όμως πέρα από τις στιγμές ποιητικής ευεξίας υπάρχει και η ύλη, που προσγειώνει προς στιγμήν ακόμη και τον περήφανο αετό. Το σώμα της ποιήτριας, όταν εμφανίζεται, είναι σπασμένο, κομματιασμένο, τσακισμένο, γυμνό, πικρό: «Σπάζει το σώμα σε κομμάτια/ κι εγώ τρέχω ξοπίσω τους να τα μαζέψω» (σελ.12), «τραυματισμένα σώματα κυλούν τις πέτρες» (σελ.30), «Ήρθαν κρατώντας δώρα/ Μια ωραία χτένα να χτενίσει το γυμνό της κεφάλι/ ένα πολύχρωμο γλυκό για το πικρό της στόμα» (σελ.48). Ανάμεσα στις αναμνήσεις, τα όνειρα και τις επιθυμίες που δημιουργούν και απογειώνουν τα ποιήματα σαν «χαρταετούς στον ουρανό της», υπάρχει και η πραγματικότητα της ταλαιπωρημένης σάρκας που βασανίζεται και ενίοτε λυγίζει: «Τα μάτια μου/ δακρύζουν το δάκρυ της οδύνης/ γραμμή ζωής στη ράχη μιας σκληρής οδοιπορίας/ Σκάβοντας τις ιστορίες/ φορτώθηκα φωτιά/ και οι ώμοι μου λυγίζουν» (σελ.51), «χαράματα ραγίζει το βλέμμα μου/ σπάζουν σε κομμάτια οι εικόνες» (σελ.54).

Συνταρακτικές περιγραφές στη συλλογή είναι αυτές των τραγικών σπιτιών με «κάτοπτρα σπασμένα/ όπου χαράσσονται αχνά οι θύμησες», με τους τοίχους τους που άλλοτε «έσμιγαν να πνίξουν τις κραυγές μας/ Κι αυτές κυλούσαν κάτω από τις πόρτες» κι άλλοτε «με μεγάλες τρύπες» που «έχασκαν», «όρθιοι προστάτευαν τα δέντρα/ απ’ την οργή ανέμων εκδικητικών». Εικόνες με «παράθυρα ετοιμόρροπα» και «δέντρα που ασφυκτιούσαν/ Πνίγονταν», «είρπαν στο πάτωμα», πίνακες ερημίας και καταστροφής, τρομακτικοί ενίοτε. Το σπίτι που καταρρέει, το σώμα που φθείρεται, το σήμα τελικά;

Παρά τον προσωπικό της Γολγοθά, που ούτε προσπαθεί να κρύψει αλλά ούτε και να προβάλει, η ποιήτρια στρέφει πάντα το βλέμμα και στον κοινωνικό της περίγυρο, ευαίσθητη κεραία-δέκτης της ηθικής παρακμής της εποχής και του πόνου του άλλου, αλλά και πομπός μηνυμάτων ειρήνης, αδελφοσύνης και οικουμενικότητας. Ενδεικτικά είναι τα ποιήματα με τους τίτλους «Χάπι αυταπάτης», όπου αναφέρεται με σαρκαστικό ύφος στην καταναλωτική φρενίτιδα «Black Friday happy Friday/ Ω τι χάπι αυταπάτης» (σελ.33) και «Μια αγκαλιά αυλή η γη», όπου θίγει το δράμα των προσφύγων που την απασχόλησε εκτενέστερα και στην προηγούμενη συλλογή της: «Στη χώρα μου ήρθαν ξένοι από μέρη που παραμόνευαν/ θανατικά/ Τα παιδιά τους με τα χαρτιά στα χέρια, άλλα με άδεια χέρια/ εκλιπαρούσαν λίγο ψωμί και ένα μονοπάτι στ’ όνειρο/ Συρματοπλέγματα έδεσαν το όνειρο» (σελ.34).

Και δεν βλέπει η Ανδρονίκη ελπίδα «επαναφοράς», «ολικής» ή «μερικής», γιατί κουράστηκε, δηλώνει, από «τα λόγια της παρηγοριάς», από την «περιπλάνηση», από την πολύχρονη πορεία «μέσα από ήχους όπλων/ μέσα από σκιές κουκουλοφόρων μέσα από ξένα μέρη/ κάτω από ήλιους εχθρικούς κάποτε σε παγωμένα χώματα» (σελ.35). Απόκαμε, φαίνεται, και από το δράμα του κόσμου, αλλά και από τον προσωπικό της αγώνα. «Βλέμματα ανεμπόδιστα» και «πουλιά στον ουρανό» να της ξαναφέρει κάποιος ζητά.

Το περιεχόμενο και το κλίμα της συλλογής ενισχύουν και συμπληρώνουν τα σχέδια της κόρης της Νίκης, Μαρίας Γολσουζίδου: η βρεφοκρατούσα μητέρα του εξωφύλλου, η μακρομαλλούσα γυναίκα που ψηλαφεί το είδωλό της στον καθρέφτη, το τραγούδι των κύκνων, η πισώπλατα γυρισμένη γυμνή γυναίκα, η απλωμένη παλάμη που δέχεται δάκρυ και αίμα που στάζει από ψηλά… Τέλος, το χρώμα του εξωφύλλου, μoβ εξωτερικά και μαύρο μέσα, σα να μας προετοιμάζει για το μοιραίο. Μήπως τυχαίο; Σημαδιακό, ωστόσο… Σα να το ήξερε η ποιήτρια πως θα ήταν το άσμα της το τελευταίο. Άλλωστε, στο ποίημα «Το ρέκβιεμ των κύκνων» γράφει:

Κάποιοι κύκνοι τραγουδάνε μόνο μια φορά/ Λίγο πριν πεθάνουν

Θα κλείσω με ένα απόσπασμα από το ποίημα «Πίσω από τις λεύκες», απ’ όπου ίσως κρυμμένη η Νίκη να μας βλέπει και να χαμογελά:

androniki gogopoulouΠρέπει να φύγω μη με καθυστερείτε άλλο
Οι άλλοι θα ανησυχούν
θα πάρουνε τους δρόμους να με ψάχνουν
στις σπηλιές της θάλασσας κοντά στο κύμα που δακρύζει
Μη με κρατάτε άλλο με αποχαιρετισμούς
Ήρθε η ώρα να κάνω εκείνα τα ταξίδια
διαδρομές στους λαβυρίνθους μου
σε κρυπτικούς συλλογισμούς των άλλων

Μέσ’ απ’ το σκοτεινό δωμάτιο η πόρτα βγάζει
στον αέρα στους βράχους της θάλασσας
στο κύμα που δακρύζει.

[Η Ανδρονίκη Γωγοπούλου έφυγε από κοντά μας την άνοιξη του 2018.]

 

Δακρυόεν γελάσασα
Ανδρονίκη Γωγοπούλου
Σαιξπηρικόν
64 σελ.
ISBN 978-618-5274-19-1
Τιμή €8,00
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Θωμάς Κοροβίνης: «Ποιήματα και τραγούδια»

Μια ακροβασία πάνω στο κύμα, σαν μια παραλλαγή στον στίχο του άλλου ποιητή (χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία), αυτό μοιάζει να λέει ο Θωμάς Κοροβίνης σε όλα του τα τραγούδια· αλήθεια, ποιήματα ή τραγούδια;...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.