fbpx
Κούλα Αδαλόγλου: «Εποχή αφής»

Κούλα Αδαλόγλου: «Εποχή αφής»

Ανοίγεις το βιβλίο, την τελευταία ποιητική συλλογή –ή μάλλον σύνθεση– της Κούλας Αδαλόγλου (ένα καλαίσθητο βιβλίο των Εκδόσεων Σαιξπηρικόν, με εξώφυλλο εξόχως θελκτικό σε χρώμα, υφή, μίνιμαλ σχέδιο) και βρίσκεσαι στην καρδιά του κόσμου. Θάλπος και κίνδυνος αντάμα.

Εποχή αγγιγμάτων, όσο η απειλή του πεπερασμένου χρόνου για τον καθένα πλησιάζει (το φυσικό μας τέλος) και η απειλή των καιρών για όλους μας (η παγκόσμια κρίση) ορθώνεται, έφτασε… Η αγωνία και η λαχτάρα που οδηγεί στο να αυξάνονται οι γεννήσεις στους πολέμους, στην Εποχή αφής γίνεται ψηλάφηση της απώλειας: «Κόβουν πολύ τα γυαλιά της θρυμματισμένης ψευδαίσθησης» (σελ.14). Η αναζήτηση της αγάπης και του έρωτα γίνεται ψηλάφηση των τραυμάτων, των λαθών, της απώλειας, του Άλλου, ακόμα και της απουσίας: «…Στη νερουλή λάσπη/ εντοπίζω το σώμα/ της απουσίας σου» (σελ.46).

Η ποιητική σύνθεση της Κούλας Αδαλόγλου συγκροτεί με τρεις διακριτές φωνές μια ιστορία αγάπης. Ιστορία αγάπης διάτρητη από αναχωρήσεις, μετεγκαταστάσεις, μάταιες αναμονές, διαψεύσεις: «Το τρένο άφησε πίσω του εικόνες/ …άφησε εσένα» (σελ.34) ή «Το διαμέρισμα αδειάζει,/ ο καναπές με το ριχτάρι που ξέρεις/ μετακόμισε ήδη» (σελ.31). Διάτρητη και από το άγριο άγγιγμα των ημερών μας, έτσι που να παίρνει τη μορφή δαντέλας: «…ρουκέτες παράκρουσης/ ανατιναγμένη λογική…» (σελ.33). Μια δαντέλα κάτω απ’ την οποία περνούν ναυάγια προσφύγων, ο κίνδυνος του λιμού, οι τραυματισμοί της Δημοκρατίας: «Κρατώ στο βάθος του ματιού μου/ την εικόνα του άστεγου/ που κοιμάται στο μαρμάρινο πεζούλι,/ τον άντρα με το κομμένο χέρι/ που στερεώνει το χαρτόνι ΠΕΙΝΑΩ» (σελ.32). Έτσι, η εισβολή του δημόσιου στο ιδιωτικό ουσιαστικά δημιουργεί μιαν άρρηκτη ενότητα, όπου ο έρωτας αλληλοσπαράσσεται με τις δυσοίωνες δημόσιες εικόνες. Το ιδιωτικό, εν προκειμένω η ιστορία του έρωτα, πέρα από τις εγγενείς δυσκολίες του, διαβρώνεται από τις πληγές των καιρών μας: «Ξεχαρβαλωμένες ανήλεες δημοκρατίες/ Κρατώ τις αποφασισμένες λέξεις μου… Ως την εαρινή ισημερία, πρέπει να σ’ έχω βρει… Και τότε, θα τις πούμε απ’ την αρχή τις λέξεις/ ξαπλωμένοι ανάσκελα σε πράσινες εκτάσεις αρωματικών φυτών... να μας σκορπούν και να μας ανασυνθέτουν σε όλον/ να μας χωνεύουν στο ενιαίο/ στο αναπόσπαστο» (σελ.47). Μια ιστορία διάτρητη από το παγωμένο άγγιγμα της Ιστορίας αρθρωμένη με ελεγειακό τόνο, τον οποίο υπονομεύει ωστόσο επίμονα η λεπτή ειρωνεία.

Κι όμως, το άγγιγμα, η αφή και η μνήμη της αφήνουν τη θαλπωρή τους στις λέξεις, σε μια ποίηση που κοιτά τον Θάνατο κατάματα, τη ματαίωση κατάματα, τη «λιγοσύνη» της επιθυμίας και τον φόβο του ρίσκου κατάματα, τον αμείλικτο Χρόνο: «Πόσος χρόνος μένει άραγε, θα τον μετρήσει πάλι με μια ολόσωμη φωτογραφία τεμαχίων…» (σελ.15). Μύρτιλλα, ποταμοί, χώρες, πράσινο του γιασεμιού και μπλε της θάλασσας, βροχή στη Θεσσαλονίκη, προστατεύουν τον έρωτα. Αντιστέκονται στο άλλο άγγιγμα: του Θανάτου, του ξεριζωμού, της ματαίωσης.

Υπαινιγμοί, όπως το πάθος ξέρει να υπαινίσσεται, ιδίως όταν η προϊούσα φθορά σηματοδοτεί σαν σειρήνα κινδύνου το πεπερασμένο του χρόνου μας. Όλα υπαινίσσονται κάτι πέρα από τη δήλωσή τους: οι λέξεις, οι στίχοι και η σύνθεση των φωνών που οικοδομούν την Εποχή αφής. Το άγγιγμά τους ψηλαφεί και γδέρνει ταυτόχρονα. Γδέρνει ψευδαισθήσεις, ψηλαφεί δυνατότητες.

Τρεις φωνές. Η Α και η Β αντιστοιχούν στον άνδρα και τη γυναίκα, που είναι ζευγάρι. Ένα ζευγάρι που παλεύει να συζευχθεί σε πείσμα των καιρών, σε πείσμα της φθοράς και της αδυναμίας. Η τρίτη φωνή (Γ) είναι οι εξομολογήσεις μιας γυναίκας, που έγινε μάρτυρας αποσπασματικών ενεργειών και αισθημάτων. Αυτή η φωνή συμπληρώνει την ιστορία του ζευγαριού με τη φαντασία και ίσως κατά τις βαθύτερες ανάγκες της. Είναι αυτή η τρίτη φωνή που αποκωδικοποιεί τη μικροϊστορία του ζευγαριού –παραλληλίζοντάς τη μάλιστα με την προσωπική της διαδρομή– και την εντάσσει στην Ιστορία: «…τα κιάλια-μάτια μου ανακαλύπτουν έντρομα/ πως στον καθρέφτη τόσους μήνες κοίταζα» (σελ.26). Πρόκειται για μια ποιητική σύνθεση με τρεις οπτικές της ιστορίας μέσα στην Ιστορία. Αυτός ο τρόπος επιτρέπει στην τρυφερότητα να υπογραμμίζει την αγριότητα του καιρού μας. «Ένα σουέλ η ψυχή μας» και κάτω από τις λέξεις και ανάμεσά τους, ανάμεσα στους στίχους της Αδαλόγλου ανασαίνει ο δυσοίωνος αχός που όλους μάς αφορά.

Οι λέξεις για τις φωνές Α και Β δεν είναι παρά υπόκρουση στην απώλεια που βιώνουν, καθώς η αγάπη που ζουν είναι αβέβαιη: «Μιλώ μιλάς, λόγια που δεν θυμάμαι/ …υπόκρουση κρατάμε την κουβέντα/ …ριγούμε με την προϊούσα οσμή μιας απομάκρυνσης» (σελ.9). Αντίθετα, για τη Γ φωνή οι λέξεις είναι εργαλείο και τροφή: «παρατηρώ και καταγράφω/ τη χαλαρή προσποιούμενη» (σελ.9) και «Κατάλαβα ότι δεν είχες να μου δώσεις λέξεις/ χιόνισε μέσα μου» (σελ.26).

Τα τρία πρόσωπα-φωνές κινούνται σε μια καθημερινότητα, από την οποία όμως αφαιρούν τη σταθερότητα οι έξωθεν απειλές που ενώνονται με την ένδον απειλή του Χρόνου. Προκύπτει έτσι μια διαβρωτική μελαγχολία, εμποτισμένη με σκεπτικισμό και λεπτή ειρωνεία, η οποία διατρέχει τη συλλογή και αναγκάζει τα πρόσωπα-φωνές να κοιτάξουν τις ζωές τους και την πραγματικότητα με βλέμμα απογυμνωμένο από βολικές ψευδαισθήσεις: [φωνή Α:] «…πού είμαστε ποιοι είμαστε δεν ξέρω» [φωνή Β:] «Έτσι το βίωσα, καιρό./ Σαν παροξυσμό./ Να επιθυμώ τώρα/ ό,τι μελλοντικά ήταν αβέβαιο./ Το σκότωσα ένα βράδυ με τον τρόπο που ξέρω./ Έμεινα σαν ξεφουσκωμένο παιχνίδι».

Η λεπτή ειρωνεία, χαρακτηριστικό της ποίησης της Αδαλόγλου, φωτίζει στην παρούσα ποιητική σύνθεση με ακρίβεια ανατομικού φακού την ανθρώπινη περιπέτεια. Η φωνή Γ που παρατηρεί και καταγράφει στην πρώτη σελίδα της συλλογής, στην τελευταία δαγκώνει την ουρά της: «Κι ύστερα άρχισα να γράφω όσα νόμιζα πως είχαν να πουν, να συνθέτω τις σκέψεις τους… Η συνέχεια έμοιαζε αναμενόμενη. Ή μήπως τους αγάπησα πολύ;». Ιδιαίτερα ο τελευταίος στίχος της συλλογής μοιάζει να τοποθετεί όλη την ποιητική σύνθεση σε μια βάση σκεπτικισμού περί της ανθρώπινης, αλλά και της ποιητικής συνθήκης. Ιδίως αν διαβαστεί παράλληλα με το τελευταίο δίστιχο της σελίδας 29: «…φτάνουν οι παρομοιώσεις–/ ένας άνθρωπος με ματαιωμένη προσδοκία».

koula adaloglouΥπαινιγμοί, όπως το πάθος ξέρει να υπαινίσσεται, ιδίως όταν η προϊούσα φθορά σηματοδοτεί σαν σειρήνα κινδύνου το πεπερασμένο του χρόνου μας. Όλα υπαινίσσονται κάτι πέρα από τη δήλωσή τους: οι λέξεις, οι στίχοι και η σύνθεση των φωνών που οικοδομούν την Εποχή αφής. Το άγγιγμά τους ψηλαφεί και γδέρνει ταυτόχρονα. Γδέρνει ψευδαισθήσεις, ψηλαφεί δυνατότητες.

 

Εποχή αφής
Κούλα Αδαλόγλου
Σαιξπηρικόν
56 σελ.
ISBN 978-960-9517-91-1
Τιμή €7,00
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Θωμάς Κοροβίνης: «Ποιήματα και τραγούδια»

Μια ακροβασία πάνω στο κύμα, σαν μια παραλλαγή στον στίχο του άλλου ποιητή (χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία), αυτό μοιάζει να λέει ο Θωμάς Κοροβίνης σε όλα του τα τραγούδια· αλήθεια, ποιήματα ή τραγούδια;...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.