fbpx

Peter Carnavas: «Ο ελέφαντας»

Ευτύχησα τον τελευταίο καιρό να διαβάσω βιβλία με ειλικρινή αισθήματα και συγκινητική αθωότητα. Η συγκίνηση αυτή δεν φέρνει δάκρυα στα μάτια αλλά ένα αεράκι φρέσκο, ζείδωρο στην καρδιά, και στον λογισμό την ελπίδα ότι μεγάλη μερίδα των παιδιών μας έχει τη θέληση και διαθέτει τη δύναμη να αλλάζει καταστάσεις αποθαρρυντικές, να τις μετουσιώνει σε ευοίωνες. Μπορεί να το δει κανείς στην καθημερινή ζωή, αν σταθεί με ενδιαφέρον δίπλα τους. Και μόνο τα μάτια ορισμένων να κοιτάξει με γενναιοδωρία, θα δει ήλιους στην ανατολή να ροδίζουν. Την απόλαυσα τη χαρά αυτή σε συναντήσεις που είχα μαζί τους...

Μα τώρα έχω να πω ότι παρομοίως απολαυστική ήταν η αγαλλίασή μου διαβάζοντας το μικρό, σεμνό βιβλίο Ο ελέφαντας. Βέβαια, κυκλοφορούν ορισμένα εκλεκτά βιβλία των οποίων το περιεχόμενο προσομοιάζει με αυτό του κόσμιου ανθρώπου: Διακριτικό, με λόγο μετρημένο, αγαπητό στην απλότητά του, ξένο προς την επίδειξη υπερεπάρκειας αισθημάτων. Τον άνθρωπο αυτόν ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, στην Επιστ. 8, στ. 229, τον αποκαλεί αγαθοφιλή, ως αγαπώντα το αγαθό – ενάρετο, δηλαδή.

Το θερμό, γλυκό βιβλίο Ο ελέφαντας, που το κατοικούν άνθρωποι ενάρετοι, μας έρχεται από την Αυστραλία. Peter Carnavas το όνομα του συγγραφέα και παράλληλα εικονογράφου· ζει στη Σανσάιν Κόουστ της Αυστραλίας, ενώ γεννήθηκε στο λιμάνι Μπρισμπέιν (1980). Σπούδασε ΜΜΕ πριν στραφεί στη διδασκαλία παιδιών του δημοτικού και συνάμα δημιούργησε εργαστήρια κινουμένων σχεδίων και γελοιογραφίας για τους μαθητές του. Το πρώτο του βιβλίο ήταν το Jessica’s Box, άρεσε, διακρίθηκε, βραβεύτηκε. Έκτοτε έγραψε και εικονογράφησε είκοσι βιβλία. Πολλά από αυτά μεταφράστηκαν στα γερμανικά, πορτογαλικά, ολλανδικά, ιταλικά, κορεατικά, αραβικά, γαλλικά (Bραβείο Παιδικού Βιβλίου Queensland Literary, 2018). Είχε προηγηθεί στη γλώσσα μας Η βαριά καρδιά της Σάρας (εκδ. Λιβάνη, 2019) του εξαιρετικού Ελέφαντα.

Ο ελέφαντας, λοιπόν. Είναι μεγάλος και βαρύθυμος, και είναι, προσώρας, ο καλύτερος φίλος του πατέρα της μικρής μαθήτριας Όλιβ. Άνθρωπος και ελέφαντας κάθονται στο τραπέζι της κουζίνας και δεν αλλάζουν θέση. Η δυσοίωνη σκιά του ελέφαντα σκοτεινιάζει το δωμάτιο. «Γεια σου, μπαμπά» είπε η Όλιβ μπαίνοντας ένα μεσημέρι. «Γεια σου, αγάπη μου» είπε εκείνος και έπειτα: «Γιατί φοράς κράνος ποδηλάτου; Δεν πρόλαβα να φτιάξω το δικό σου ακόμα». Η Όλιβ βγήκε έξω απογοητευμένη. Αφότου ήλθε να μείνει μαζί τους ο παππούς, η αυλή έγινε σαν κήπος του παραδείσου. Είχε και ένα πελώριο και πανώριο δέντρο, μια τζακάρντα που έλουζε και αγλάιζε όλη την περιοχή. Ο παππούς είχε κρεμάσει σ’ ένα κλαδί της μια κούνια για την Όλιβ. Παππούς ευλογημένος, όπως οι περισσότεροι παππούδες. Ήταν πατέρας της μαμάς της Όλιβ.

Διακριτικό, με λόγο μετρημένο, αγαπητό στην απλότητά του, ξένο προς την επίδειξη υπερεπάρκειας αισθημάτων.

«Πώς πάνε οι κολοκύθες, παππού;» τον ρώτησε. «Και γιατί δεν ρωτάς τις ίδιες;» της χαμογέλασε. Όλη η αγάπη του κόσμου ήταν φωλιασμένη στα μάτια του, όταν την κοιτούσε. Δεν είχε πια την κόρη του, είχε φτερουγίσει χρόνια τώρα. Με τους αγγέλους και το μυρωδάτο αεράκι.

«Όλα τ’ αντέχει ο άνθρωπος» λέγεται. Μα ο μπαμπάς της Όλιβ δεν κατόρθωσε να αντέξει τον χαμό της αγαπημένης του συντρόφου. Μια θλίψη ασήκωτη τον κατοίκησε και πια δεν χαμογέλασε. Μόνη συντροφιά είχε τον ελέφαντα· πλάσμα της φαντασίας της Όλιβ, που παρομοίαζε την απόγνωσή του με το βαρύ, σκοτεινό και συνοφρυωμένο ζώο. Και ο Φρέντι, επίσης, το χαριτωμένο μικρόσωμο σκυλάκι, που συνεχώς στα πόδια της στριφογυρνά, της φαντασίας της παιδί ήταν. Και της ανάγκης.

Φιλική, καλοσυνάτη, είχε φίλους στο σχολείο. Ο «κολλητός» της βέβαια ήταν ο Άρθουρ. «Ορίστε;» ξαφνιάστηκε σ’ ένα διάλειμμα ο Άρθουρ. «Ένας ελέφαντας; Μέσα στο σπίτι σου;» «Ακριβώς». Και πέρασε ώρα ως να συνειδητοποιήσει ο Άρθουρ πώς είχαν τα πράγματα. «Είναι κάτι σαν φανταστικός φίλος, δηλαδή;» «Σαν φανταστικός εχθρός. Και δεν φτιάχνει το ποδήλατο της μαμάς, όσο και να τον παρακαλώ» απάντησε. Σώπασαν. Μα σε λίγο ο Άρθουρ: «...Ο μπαμπάς σου δεν θα σου φτιάξει το ποδήλατο μέχρι να φτιάξεις εσύ τον μπαμπά σου». «Και πώς θα το κάνω;» «Ξεφορτώσου τον ελέφαντα».

Ο πατέρας ανέβαλλε τις μικροεπισκευές, μιας και φοβόταν μήπως του ορμήσουν οι μνήμες... Και όμως η Όλιβ το ήθελε! Πολύ! Τώρα περισσότερο από ποτέ, καθώς θα γινόταν γιορτή στην τάξη στο τέλος της χρονιάς, όπου θα εκτίθονταν παλιά αγαπημένα αντικείμενα φερμένα από τα σπίτια των μαθητών. Θα ήταν καλεσμένοι γονείς, δάσκαλοι, φίλοι, συγγενείς...

Ο παππούς συνήθιζε να τη συνοδεύει σε ενδιαφέροντες περιπάτους· δάση, λίμνες, τόποι ξεχειμωνιάσματος εκθαμβωτικών πουλιών, κτίρια παλιά, πλατείες ανθισμένες. Εκεί της μάθαινε πώς να κατασκευάζει χάρτινα αεροπλανάκια. Στον δρόμο τραγουδούσαν ένα νοσταλγικό τραγουδάκι, το «Πλάι-πλάι». Γλύκαινε η καρδιά τους πλάι-πλάι. Κάποτε η Όλιβ έκανε λόγο στον παππού για την έκθεση και το απρόσιτο ποδήλατο και δεν πέρασε ούτε λεπτό όταν εμπρός της είδε την υπέροχη παλιά γραφομηχανή. Θαμπόφεγγε στο ηλιόλουστο δωμάτιο του παππού. «Της έγραφα ποιήματα με αυτήν εδώ και της τα έστελνα. Αγαπούσε πολύ την ποίηση η μαμά σου... Και εγώ...» είπε και δάκρυσε ο χρηστός άνθρωπος.

Ο ελέφαντας πάντα παρών. Και κατηφής. Αχ, και πώς να τον έδιωχνε; Πώς; Τα παιδιά είχαν αναφερθεί στα αντικείμενα που θα προσκόμιζαν, όλα, εκτός από την Όλιβ.

Συχνότατα η κοπελίτσα ανέβαινε στην τζακαράντα· στο αγαπημένο της κλαδί σκεπτόταν πόσο είναι όμορφη η ζωή από ψηλά, όλο φως και χρώματα, όμως στο σπίτι ήταν γκρίζα. Ένα βράδυ ο παππούς τής έδειξε ένα γραμμόφωνο. Παλιό, μα γυάλιζε και λειτουργούσε τέλεια και όταν ακούστηκε το τραγούδι, «Ω!» σκέφθηκε εκείνη. Ήταν το αγαπημένο «Πλάι-πλάι».

Την επομένη ανέβηκε στο δέντρο. «Βάλε το κράνος, σηκώθηκε αέρας» συμβούλεψε ο παππούς αλλά η Όλιβ είχε ήδη αρχίσει να ανεβαίνει. Ήθελε να φωτογραφίσει το δέντρο. Όσο ανέβαινε, την τύλιγαν τα χρώματα. Άφησε τα κλαδιά και κράτησε την κάμερα μπροστά της. Ξάφνου έπιασε ένας δυνατός αέρας. Και το κοριτσάκι έπεσε από ψηλά. Κι έπειτα, τίποτα. Το απόλυτο σκοτάδι.

Όταν συνήλθε στο κρεβάτι της όλα στριφογυρνούσαν, σείονταν οι τοίχοι και ο παππούς είχε μάτια κλαμένα. Δίπλα του μια χελώνα γέρικη, αρχαία. Κοίταζε την Όλιβ σαν εικόνα ο παππούς, σαν να ζητούσε έλεος. «Όλιβ. Πόσο λυπάμαι... Έφταιξα που σε άφησα δίχως το κράνος σου». Φαινόταν τόσο αδύναμος. «Ήταν σαν να έχανα ξανά τη μαμά σου». Η Όλιβ κοίταξε την εκατόχρονη χελώνα. Κατάλαβε· τώρα είχε τη δική του ασήκωτη στενοχώρια και αυτός. Τον αγκάλιασε σφιχτά, του τύλιξε το κυρτό, λιγνό κορμί με όση δύναμη διέθετε...

Το απόγευμα, καθισμένοι και οι τρεις στο πάτωμα έφτιαχναν χάρτινα περίκομψα αεροπλανάκια. «Είχες πάθει διάσειση, είπε ο γιατρός, πάει, πέρασε και να μην ανησυχείς για τον παππού. Μας φτάνει που είσαι καλά...» την αγκάλιασε ο πατέρας της.

Είχαν συγκεντρωθεί ωραία ενθυμήματα στην τάξη. Η προσέλευση ήταν μεγάλη. Μα η καρδιά της Όλιβ χτυπούσε άτακτα. Και έτρεμε τη στιγμή που τη φώτισε ο προβολέας και η μουσική, γλυκιά, νοσταλγική, ακούστηκε από την κονσερτίνα. Ήταν η γιαγιά του Άρθουρ που πλησίαζε κρατώντας το παλιό όργανο. Κατευθύνθηκε προς την Όλιβ, η οποία με το μικρόφωνο να τρέμει στο χέρι της: «Θα σας πω ένα παλιό τραγούδι που μου έμαθε ο παππούς μου» είπε και άρχισε να τραγουδά το «Πλάι-πλάι». Τα χειροκροτήματα δεν είχαν τελειωμό, όταν η μικρούλα παρουσίασε τον παππού της. «Παλιός και υπέροχος!» είπε.

Αργότερα, στο σπίτι, στην αγκαλιά του μπαμπά, κάτω από τα αγαθά μάτια του παππού, με το ποδήλατο επισκευασμένο να αστράφτει σαν καινούριο, η Όλιβ είδε τον ελέφαντα να τους εγκαταλείπει. Και τη χελώνα. Και δεν άργησε να σηκωθεί αθόρυβα, να πλησιάσει το σκυλάκι, και ενώ αυτό της έγλειφε τα μάγουλα, να του ψιθυρίσει: «Όλα είναι καλά τώρα. Μπορείς να φύγεις». Τον έσφιξε απαλά στην αγκαλιά της και η εικόνα του χάθηκε.

Τόσο ο μπαμπάς όσο και ο παππούς είχαν επιστρέψει από τη χώρα της θλίψης. Και η ίδια, βεβαίως.

pe carnavasΠέρα από την αβάσταχτη θλίψη της απώλειας αγαπημένων προσώπων, πέρα και από τις αλλαγές που επέρχονται στις οποίες συχνά αδυνατεί να αντεπεξέλθει κάποιος, πολύ πέρα από την καταδυνάστευση του πόνου (θέματα σχεδόν απαγορευμένα για τα περισσότερα αναγνώσματα που απευθύνονται στα παιδιά), βλέπουμε πως υπάρχουν και τα «σωσίβια». Ας μην τα παραμερίζει κανείς και ας διασώζει τη γλύκα και τη χαρά ότι του δόθηκε η ευλογία να ζήσει την αγάπη.

Ηλικία: Άνω των 9 ετών

 

Ο ελέφαντας
Peter Carnavas
Εικονογράφηση: Peter Carnavas
Μετάφραση: Κυριάκος Αθανασιάδης
Εκδόσεις Παπαδόπουλος
σ. 160
ISBN: 978-960-484-532-3
Τιμή: 9,99€
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΑΙΔΙΚΑ
Φωτεινή Στεφανίδη: «Το κοτσύφι»

«Ζ’άλεντι κος ντάτα ουτ κάρα να καπίνα = Ακολούθα τον κότσυφα να σε πάει στα βάτα.» Πομακικές παροιμίες, εφ. Η Φωνή των Πομάκων της Θράκης Ακολούθησα κι εγώ το «κοτσύφι» της Φωτεινής Στεφανίδη και με πήγε όχι...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΑΙΔΙΚΑ
Μισέλ Φάις: «Το περίεργο μαξιλάρι»

Αρκετοί συγγραφείς βιβλίων για ενήλικες έχουν γράψει ιστορίες για παιδιά και μας έχουν χαρίσει βιβλία με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Αναφέρω ενδεικτικά τις θρασύτατες Συμβουλές για μικρά κορίτσια του Μαρκ Τουέιν, τον...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.