fbpx
Βασίλης Αλεξάκης: «Γιατί κλαις;»

Βασίλης Αλεξάκης: «Γιατί κλαις;»

«Πέντε χελιδόνια – πέντε λόγια που έχουν εσένα προορισμό. Κάθε λάμψη κλείνει απάνω σου».
Οδυσσέας Ελύτης, Προσανατολισμοί, «Η συναυλία των γυακίνθων»

Αν γράψω ότι σαν νέα μητέρα δεν αισθανόμουν, δεν σκεπτόμουν, δεν λαχτάριζε η καρδιά μου με αυτούς ή με παρόμοιους στίχους, δεν αγαλλίαζε έτσι, δεν θα έγραφα την αλήθεια.

Εάν, όταν με το μεσουράνημα του ήλιου, πηγαίνοντας με τα παιδιά μου (νήπια τότε, αγοράκια) στο πάρκο της γειτονιάς μας δεν τα κρατούσα απαλά από το χέρι για να τα αφήσω για στιγμές μόνον, ώστε να έχω τη χαρά να τα αγγίξω ξανά, θερμά, τρυφερά, συγκινημένα, ω, ναι, θα έκρυβα κάτι σοβαρό και πολύτιμο. Θα έκρυβα στιγμές αγγελικές και γλυκά καρδιοχτύπια.

Τους δίδασκα τις φωνές των πουλιών, τα χρώματα των φτερών τους, εστίαζα την προσοχή τους στις μουσικές που έφθαναν μισοσβησμένες αλλά γεμάτες γλύκα και παράπονο, στεκόμαστε κάτω από τα δέντρα και παρακολουθούσαμε τα παιχνίδια που έκαναν ασταμάτητα οι αχτίδες του ήλιου με τα φύλλα, χαϊδεύαμε τη γάτα τη Ζιζή, γελούσαμε στα μικράκια της – όχι, δεν τα πλησιάζαμε, μάνα νέα και επιφυλακτική ήταν η Ζιζή, πού να τολμήσουμε. Αντί γι’ αυτά, χαϊδεύαμε τα λιλιπούτεια κεφαλάκια των χαμομηλιών· κι εκείνα λες και έσκυβαν στην επαφή με τα κουκλίστικα, μελένια δαχτυλάκια. Και να τα γέλια και τα καλωσορίσματα και οι προσωρινοί αποχωρισμοί, να τα παιχνίδια, το κρυφτό πίσω από τις θεριεμένες ροδοδάφνες, πίσω από τα σκοίνα και τις μυρτιές, να η μέλισσα, η μακριά γαϊδούρα, τα μήλα, σύντομο άπλωμα του κορμιού στα κυρτωμένα παγκάκια για ξεκούραση, και τέλος, ο κουλουράς. Στον ταβλά του είχε και καραμελωμένα γλειφιτζούρια. Το λοιπόν, όρθιοι όλοι. Τα μάτια λαμπερά. Εκείνα των μανάδων εύθυμα. Το νόμισμα σφιχτά στο μικρούλι χέρι. Ο παράδεισος.

Λίγο δεξιότερα από το παγκάκι μας σχεδόν η κόλαση. Η γνωστή πλέον μητέρα τραβούσε τα μαλακά καστανά μαλλιά της κορούλας της –μέχρι τη ρίζα του λαιμού της έφθαναν– τα τραβούσε αν όχι δυνατά, τουλάχιστον εκδικητικά, ενώ το κοριτσάκι έσκυβε λυπημένο σαν να ήθελε να φιλήσει το χώμα. Ή σαν να έκανε ατυχείς προσπάθειες να ξεφύγει. «Βρομόπαιδο…» φώναζε η μητέρα έξω φρενών, «…ήθελες και λευκά πέδιλα! Δες τα τώρα· μες στα σκ… του σκύλου. Όχι. Δεν θα πάμε στο βρυσάκι. Θα σ’ αφήσω έτσι. Να σέρνεις τη βρόμα πάνω σου. Και μη φανταστείς να μπεις στο σπίτι μ’ αυτά. Θα τα αφήσουμε έξω, στα σκαλοπάτια. Μποναμά για τα γυφτάκια. Όχι, τι νόμιζες… Είσαι συ για τέτοια παπούτσια; Κι εκείνος ο βλάκας, ο μωρόπιστος, σ’ άκουσε και σου τα πήρε. Γελούσατε ευχαριστημένοι κι οι δυο με το που γυρίσατε από το παπουτσάδικο. Κι εσύ καμάρωνες σα γύφτικο σκεπάρνι. Κοίτα δω. Κοίτα δω… Βρόμισε και το στρίφωμα. Σπίτι. Πάμε σπίτι να σε συγυρίσω. Μπρος, σίχαμα…» Έπειτα, κάλμαρε και σωριάστηκε σε ένα παγκάκι. Μάλιστα, άπλωσε το χέρι της να αναζητήσει εκείνο της κόρης της.

Το κοριτσάκι, Άννα τη φώναζε κάπου κάπου η μαμά της, όταν δεν τη φώναζε «εσύ» ή «κοίτα», δεν ακουγόταν. Ποτέ δεν ακουγόταν στην πραγματικότητα. Ήταν παιδάκι –εξάχρονο, μάλλον– μοναχικό, λυπημένο, καθόταν δίπλα της στο παγκάκι, αμίλητο και ακίνητο. Ούτε και το κλάμα της ακουγόταν εκείνη την άσχημη ώρα.

Δοκίμασα να πλησιάσω, με το μικρότερο αγοράκι μου ιδρωμένο, και εκείνη, η μητέρα, με είδε· «Φύγε», είπε, «δεν έχει θέση ανάμεσά μας».

Φύγαμε. Η Άννα είχε ξαγκιστρωθεί από τα μητρικά χέρια και ακουμπούσε το προσωπάκι στις παλάμες της. Άλλο δεν θα μιλήσω γι’ αυτό.

Θα μιλήσω για το θαυμάσιο και συγκινητικότατο, ευαίσθητο και τόσο αληθινό βιβλίο του Βασίλη Αλεξάκη, που μου πλήγωσε την καρδιά. Και για τις εικόνες του Νικόλα Ανδρικόπουλου, που την αποτελείωσαν.

Η ιστορία έχει ορισμένες ομοιότητες με το περιστατικό που αφορούσε την Άννα και την απαράδεκτη συμπεριφορά της μάνας της στο άλσος. Έχει, επίσης, ομοιότητες με πολλές άλλες ανάλογες περιπτώσεις, μονάχα που, φυσικά, δεν θα τις συναντήσεις στα παιδικά βιβλία.

Εμείς οι συγγραφείς, κατά το πλείστον, τον φοβόμαστε τον πόνο των παιδιών. Είναι τρωτές οι καρδούλες τους, σκεπτόμαστε, και πώς να παρηγορηθούν έτσι και τα πληγώσουμε. Εξ ου και τα αναγνώσματα που τους παραδίδαμε (μέχρι πρότινος, τουλάχιστον) περιείχαν περισσεύματα χαράς, αλτρουισμού, επικοινωνίας, σεβασμού, αγάπης, ομόνοιας και αυταπάρνησης. Τα πιο γλυκά και επιθυμητά ψέματα, δηλαδή. Όχι όμως και τα πιο ανθεκτικά. Διότι η ζωή δεν είναι περίκλειστη και υπερπροστατευτική. Εκεί έξω, συμβαίνουν πράγματα. Μα και μέσα. Το γνωρίζουμε όλοι. Ο καθένας γνωρίζει από δάκρυα, ασυμφωνίες, βάσανα. Τα παραμύθια των λαών, που ήταν πάντοτε σοφά και αληθινά, αντλημένα μέσα από την ιστορία του ανθρώπου, δεν γλύκαναν, δεν ομόρφυναν τον βίο, ξένο ή δικό τους, για να μην πικράνουν την ομήγυρη. Παρουσίασαν τη ζωή όπως αυτή ήταν: Με τις πίκρες της, τους καημούς και τις χαρές της. Τις αγάπες, τη λησμονιά και την ορφάνια.

Και έπειτα, μιλά με ανησυχία και σαφήνεια. Και συγκινεί βαθύτατα. Μακάρι να έφθανε στα χέρια πολλών νέων γονέων. Όσο για την εικονογράφηση του Νικόλα Ανδρικόπουλου, είναι καθηλωτική.

Ακόμη και ο γητευτής παραμυθάς Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, με σπάνιες γνώσεις του λαϊκού παραμυθιού, βέβαια, έγραψε και ιστορίες γεμάτες βουβό κλάμα και απελπισία. Θα μου πείτε, διαβαζόταν και από μεγάλους· σήμερα, όμως, ποιοι είναι οι αναγνώστες του; Τα παιδιά κυρίως, θα σας απαντήσω, διότι πέρα από την εξαίσια γραφή του, τις μαγικές εικόνες του, μιλούν για την αλήθεια, και τα παιδιά αναγνωρίζουν την αλήθεια, τη σέβονται και την αγαπούν.

Εάν εξαιρέσω τα βιβλία για τους πρόσφυγες, τα οποία κυκλοφορούν εν αφθονία τελευταίως, δεν διάβασα και πολλά μες στα οποία να καθρεφτίζεται η ζωή ως έχει.

Το βιβλίο του Βασίλη Αλεξάκη Γιατί κλαις; ήταν έκπληξη για μένα. Ούτως ή άλλως θα ξαφνιαζόμουν, καθώς μέχρι σήμερα δεν είχα διαβάσει άλλες σελίδες για παιδιά από τον πολύ γνωστό μάστορα του λόγου και υπέρμαχο των ασώπαστων και ανεξάντλητων αισθημάτων.

Στην εύστοχη, σχεδόν σαν φωτογραφική απεικόνιση ιστορία του, ζουν και κινούνται δυο μόνον πρόσωπα: η μητέρα και το παιδί· αγόρι. Ετοιμάζονται να φύγουν για το πάρκο. Νέα η μητέρα. Ψηλόκορμη, ψηλοτάκουνη, θηριώδης. Το παιδί, μικρό, νήπιο σχεδόν, την κοιτά και χάνεται. Και όχι λόγω διαφοράς διαστάσεων ή ηλικίας, παρά λόγω φλυαρίας. Ανόητης, άχαρης, κουραστικής, εγωιστικής, μικρόψυχης φλυαρίας. Και αδυναμίας –από μέρους της– επικοινωνίας.

«Βάλε το παλτό σου! Πού είναι τα παπούτσια σου; Πήγαινε να βρεις τα παπούτσια σου! Τι θέλεις τώρα, να φας κανένα σκαμπίλι; Τι με κοιτάς έτσι; Πήγαινε να βρεις τα παπούτσια σου, είπα! Αν δεν τα βρεις, θα μείνουμε σπίτι! Θες να μείνουμε σπίτι; Εγώ πάντως, να ξέρεις, καμιά διάθεση δεν έχω να βγω μ’ αυτόν το βρομόκαιρο. Κι έχω μπόλικες δουλειές να κάνω σπίτι, μπόλικες». Αχ, το παιδί μιλιά· μόνο βλέμματα και το κεφαλάκι προς τα πάνω, προς το μεγάλο στόμα που δεν σταματά. Δεν πρόκειται για μονόλογο, πρόκειται για υστερία.

«Πού είναι τα κλειδιά μου; Μήπως τα είδες πουθενά; Δεν φαντάζομαι να τα πήρες εσύ; Είμαι βέβαιη ότι ήταν εδώ, πάνω στο τραπέζι. Όχι, τα ’χω στην τσέπη μου. Έλα, φύγαμε. Δώσε μου το χέρι σου. Τι βρομόκαιρος, Παναγιά μου, τι βρομόκαιρος! Μη μιλάς, γιατί θα πρηστούν οι αμυγδαλές σου και θα φωνάξω τον γιατρό.

»Δε θες να φωνάξω τον γιατρό, έτσι δεν είναι; Ε, βγάλε τον σκασμό τότε και περπάτα πιο γρήγορα! Σε μια ώρα το πολύ πρέπει να ’μαστε πίσω. Το πολύ! Άσε αυτόν το σπάγγο! Πόσες φορές σού έχω πει να μη μαζεύεις τίποτε από χάμω; Είναι γεμάτα μικρόβια αυτά τα πράγματα». Το γιγαντιαίο χέρι της απλώνεται αποτρεπτικό και στις δυο αντικριστές σελίδες του βιβλίου. Και όσο εκείνη θεριεύει, τόσο το αγοράκι συρρικνώνεται. Μάλιστα, γέρνει και φέρνει το χέρι μέχρι τα μαλλιά του· σκύβει. Φοβάται. Ίσως εξουθενώνεται και από την ακατάσχετη φλυαρία. Ίσως η αυταρχική φωνή της μάνας τού τριβελίζει το μυαλό. Ο σπάγγος εξαφανίζεται. Κλονίζονται τα πόδια του, σχεδόν δεν τον βαστούν. Σέρνεται. Εκείνη του γραπώνει το χέρι.

«Γιατί σέρνεις τα πόδια σου, μπορώ να μάθω; […] Μην κυλιέσαι στο χώμα! Θα χτυπήσεις… […] Άνοιξε το χέρι σου! Καλέ, σκουλήκι είναι! Θεέ και Κύριε! Πέταξέ το αμέσως. Αμέσως, λέω!»

Αλλά δεν τελειώνουν εδώ τα βάσανα του παιδιού. Ποτέ δεν τελειώνουν όταν ο δικός σου άνθρωπος σε καταπιέζει, σε τρομοκρατεί – κι ας μη σκεφθεί κανείς ότι δεν το αγαπά το παιδί της, αντιθέτως. Ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει μέσα από ελάχιστες λέξεις ότι το νοιάζεται. Και όμως. Με αυτά και άλλα πολλά, φέρνει σε απόγνωση το αγοράκι της:

«…Γιατί κλαις; Τι σ’ έπιασε;…»

Το βιβλίο του Βασίλη Αλεξάκη είναι σαν νυστέρι· κάνει τομές. Τοποθετεί το εργαλείο στο πάσχον όργανο και διερευνά. Και έπειτα, μιλά με ανησυχία και σαφήνεια. Και συγκινεί βαθύτατα. Μακάρι να έφθανε στα χέρια πολλών νέων γονέων. Όσο για την εικονογράφηση του Νικόλα Ανδρικόπουλου, είναι καθηλωτική. Εικόνισε και τα δυο πρόσωπα τραγικά στη σχέση τους. Και την τυραννική μητέρα και το ανυπεράσπιστο στην εξουσιαστική αγάπη της παιδί.

Ιστορία δίχως πολλά λόγια, έχει τη δύναμη να σε γεμίζει συναισθήματα. Και με τον λιτό μα γεμάτο νοήματα και αγάπη –βεβαίως, και καταγραφές και καταγγελίες– λόγο του συγγραφέα, αλλά και με τις εικόνες του Νικόλα Ανδρικόπουλου, με τις οποίες η θλίψη του παιδιού έγινε και δική μας θλίψη.

Ηλικία: Απευθύνεται σε παιδιά πλην αφορά ενήλικες, κυρίως.

 

Γιατί κλαις;
Βασίλης Αλεξάκης
εικονογράφηση: Νικόλας Ανδρικόπουλος
Μεταίχμιο
32 σελ.
ISBN 978-618-03-1573-8
Τιμή €14,40
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΑΙΔΙΚΑ
Φωτεινή Στεφανίδη: «Το κοτσύφι»

«Ζ’άλεντι κος ντάτα ουτ κάρα να καπίνα = Ακολούθα τον κότσυφα να σε πάει στα βάτα.» Πομακικές παροιμίες, εφ. Η Φωνή των Πομάκων της Θράκης Ακολούθησα κι εγώ το «κοτσύφι» της Φωτεινής Στεφανίδη και με πήγε όχι...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΑΙΔΙΚΑ
Μισέλ Φάις: «Το περίεργο μαξιλάρι»

Αρκετοί συγγραφείς βιβλίων για ενήλικες έχουν γράψει ιστορίες για παιδιά και μας έχουν χαρίσει βιβλία με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Αναφέρω ενδεικτικά τις θρασύτατες Συμβουλές για μικρά κορίτσια του Μαρκ Τουέιν, τον...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.