Νίκος Καλογήρου: «Το παλίμψηστο της Αριστοτέλους»
H πυρκαγιά του 1917 που κατέκαψε το ιστορικό, πυκνοδομημένο κέντρο της Θεσσαλονίκης μέσα σε 32 ώρες, αποτέλεσε το έναυσμα για τη δημιουργία αρχιτεκτονικών σχεδίων που διαμόρφωσαν την εικόνα της μέχρι σήμερα. Ήταν η εποχή που ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε δημιουργήσει το λεγόμενο «κράτος της Θεσσαλονίκης» με τη συνεργασία κυρίως των Γάλλων, οι οποίοι είχαν φέρει μαζί τους στρατιωτικούς, μηχανικούς και αρχιτέκτονες, με σκοπό να ξαναχτίσουν την πόλη στα πρότυπα των δικών τους πολεοδομικών σχεδιασμών. Την ίδια στιγμή, Έλληνες αρχιτέκτονες, όπως ο Αριστοτέλης Ζάχος, επιθυμούσαν να δώσουν στη Θεσσαλονίκη μια έκφραση βασισμένη σε βυζαντινές επιρροές εκκινώντας από την ύπαρξη εκκλησιών και μνημειακών κτισμάτων που είχαν επιζήσει για αιώνες ενταγμένα οργανικά στο αστικό τοπίο. Οι Γάλλοι στο σύνολό τους αδιαφορούσαν για τα βυζαντινά μνημεία, προσεγγίζοντας την ανοικοδόμηση της πόλης μέσα από μια τοπικιστική, οριενταλιστική οπτική με τη χρήση νέων τεχνολογιών της εποχής, όπως το οπλισμένο σκυρόδεμα. Οι Έλληνες από τη μεριά τους επιθυμούσαν την αναβίωση του ένδοξου βυζαντινισμού και ήθελαν να αξιοποιήσουν τον πλούτο της πόλης σε εκκλησίες και κτίσματα που είχαν συνδεθεί με την επιβίωση του ελληνικού στοιχείου για αιώνες. Από την αλληλεπίδραση των δύο ρευμάτων σκέψης, αλλά και από τη δράση λιγότερο γνωστών αρχιτεκτόνων και σχεδιαστών, προέκυψε η εικόνα της πόλης που βλέπουμε μέχρι σήμερα και που ερευνά σ’ αυτή την εμπεριστατωμένη μελέτη ο Νίκος Καλογήρου, ομότιμος καθηγητής της Πολυτεχνικής Σχολής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ.
Η μελέτη εκδόθηκε στο πλαίσιο της ελληνικής συμμετοχής στη 17η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας και είναι μια συλλογική δουλειά στην οποία συμμετείχαν, εκτός από τον Νίκο Καλογήρου, η Μαρία Δούση, ο Δημήτρης Κονταξάκης κι ο Σοφοκλής Κωτσόπουλος, ενώ καίρια ήταν η βοήθεια που πρόσφεραν φοιτητές της Σχολής, που δούλεψαν για καιρό ερευνώντας δεδομένα τα οποία έμοιαζαν χαοτικά: καταγραφές, πρακτικά, μητρώα, οικοδομικές άδεις, αρχιτεκτονικές μελέτες και τίτλους. Όλη αυτή η δουλειά έπρεπε να περάσει έπειτα από εντατικό εργαστήριο, όπου αναπτύχθηκαν τρισδιάστατες αναπαραστάσεις και μακέτες σύμφωνα με τις πιο σύγχρονες αρχιτεκτονικές μεθόδους.
Και παρά την ισοπεδωτική αισθητική αντίληψη της παγκοσμιοποίησης, τα ζητήματα της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, της ελληνικότητας και του τοπικού χρώματος παρέμειναν ανοιχτά περιμένοντος τους σχεδιαστές του μέλλοντος να τα υλοποιήσουν.
Κατά τον Νίκο Καλογήρου, η αναμόρφωση της εικόνας της πόλης είχε ξεκινήσει πριν από την απελευθέρωση του 1912, από την Οθωμανική περίοδο, και συνεχίστηκε στις επόμενες δεκαετίες δεχόμενη τις αφόρητες οικιστικές πιέσεις ενός πληθυσμού που ήθελε ν’ αποκομίσει οφέλη εξασφαλίζοντας κατοικίες και καταστήματα στα καλύτερα κομμάτια της. Εκτός από την εμβληματική πλατεία Αριστοτέλους, που αποτελεί και σήμερα την καρδιά της Θεσσαλονίκης και σχεδιάστηκε ως επί το πλείστον από τον σπουδαίο Γάλλο αρχιτέκτονα Ερνέστ Εμπράρ, αυτό που απασχόλησε σε μεγάλο βαθμό τους ειδικούς επιστήμονες ήταν η συντήρηση των βυζαντινών εκκλησιών, όπως η Αχειροποίητος, και κυρίως ο κατεστραμμένος Άγιος Δημήτριος, ο οποίος αναπλάστηκε από τον Αριστοτέλη Ζάχο στα πρότυπα ενός λειτουργικού, νεοβυζαντινού ναού. Παρά τις κατά καιρούς διαφωνίες, το τελικό αισθητικό αποτέλεσμα τον δικαιώνει αναμφίβολα.
Μέσα από τη δουλειά, τη δημιουργική σκέψη και τη φαντασία τούτων των εμπνευσμένων επιστημόνων, αλλά και μέσα από τη δράση λιγότερο γνωστών μηχανικών, πραγματοποιήθηκε η ριζική ανανέωση της αρχιτεκτονικής της πόλης, που αποτελούσε «ένα αναδυόμενο αστικό κέντρο-λιμάνι με στρατηγική θέση και γόνιμη ενδοχώρα». Τα εμβληματικά κτίρια του κέντρου, οι αναπλασμένοι ναοί και κτίσματα όπως το Πειραματικό Σχολείο του Δημήτρη Πικιώνη στην οδό Αγίας Σοφίας, έδωσαν ένα ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ύφος στην πόλη. Όπως αναφέρεται στα συμπεράσματα του βιβλίου, δεν κατέστη δυνατόν να πραγματοποιηθούν οι μεγαλόπνοοι σχεδιασμοί των αρχών του 20ού αιώνα, όμως παρ’ όλους τους συμβιβασμούς που συντελέστηκαν «η διαδρομή της Αριστοτέλους από τον Άγιο Δημήτριο έως την παραθαλάσσια πλατεία παραμένει μια από τις ομορφότερες ελληνικές λεωφόρους». Και παρά την ισοπεδωτική αισθητική αντίληψη της παγκοσμιοποίησης, τα ζητήματα της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, της ελληνικότητας και του τοπικού χρώματος παρέμειναν ανοιχτά περιμένοντος τους σχεδιαστές του μέλλοντος να τα υλοποιήσουν.
Το παλίμψηστο της Αριστοτέλους
Βυζαντινά οράματα και εκλεκτικός τοπικισμός
Νίκος Καλογήρου
Σε συνεργασία με τους: Μαρία Δούση, Δημήτριο Κονταξάκη, Σοφοκλή Κωτσόπουλο
Εισαγωγή: Αλέξανδρος Τζώνης
University Studio Press
288 σελ.
ISBN 978-960-12-2520-3
Τιμή €40,00