fbpx
Herbert Marcuse: «Ο μονοδιάστατος άνθρωπος»

Herbert Marcuse: «Ο μονοδιάστατος άνθρωπος»

Διαχρονικά, ένα από τα στοιχεία που χαρακτηρίζει τη σκέψη των σημαντικών διανοητών είναι η αντοχή της φωνής τους, όχι μόνο γιατί εντοπίζουν έγκαιρα κενά νοήματος και κοινωνικά χάσματα στην εποχή τους, αλλά αποπειρώνται να τα περιγράψουν και να προτείνουν λύσεις. Τη γενική αυτή θέση μού επιβεβαίωσε η ανάγνωση της επανέκδοσης του κορυφαίου έργου του 20ού αιώνα Ο μονοδιάστατος άνθρωπος του Herbert Marcuse (1898-1979), το οποίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πεδίο (2020), σε μετάφραση της Κ. Γούλα και επιστημονική επιμέλεια του Αλ. Κουτσογιάννη.

Το έργο-σταθμός του Γερμανού φιλόσοφου και κοινωνιολόγου, μέλους της Σχολής της Φρανκφούρτης, εκδόθηκε πρώτη φορά το 1964 και προκάλεσε αίσθηση τη δεκαετία του 1960 και 1970. Με τον Μονοδιάστατο άνθρωπο άσκησε έντονη κριτική στον ιστορικό υλισμό και στην κοινωνία της κατανάλωσης, αναλύοντας πώς ο συγκεκριμένος τρόπος ζωής οδηγούσε σταδιακά το άτομο στην παθητικοποίηση. Το βιβλίο συνιστούσε μια δριμεία καταγγελία της βουλιμίας για αφθονία, που είχε αρχίσει να χαρακτηρίζει τις βιομηχανικές κοινωνίες και να ανάγεται βαθμιαία σε πρότυπο κοινωνικής συμπεριφοράς για τις αναπτυσσόμενες.

Ο Μarcuse επισήμανε από νωρίς ότι ο εθισμός στην κατανάλωση αποτελεί μια μορφή κοινωνικού ελέγχου της ατομικότητας, εφόσον συνδυαζόταν με ένα καθορισμένο οικονομικό, πολιτισμικό και ιδεολογικό μοντέλο οργάνωσης της κοινωνίας. Βασική θέση του είναι ότι στα αναπτυγμένα κοινωνικά συστήματα η υποδούλωση του ατόμου στη βολή της τεχνολογικής ευκολίας και η χειραγώγηση του υποκειμένου από τη διαφήμιση και τα ΜΜΕ ωθεί στην αυτοακύρωση της κριτικής σκέψης, με αποτέλεσμα να μειώνεται η αντίσταση του ανθρώπου στους εκάστοτε εξουσιαστικούς μηχανισμούς. Σημειώνει χαρακτηριστικά: «[…] Οι άνθρωποι αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στα εμπορεύματα· η ψυχή τους κατοικεί στο αυτοκίνητό τους, στο ηχοσύστημα υψηλής πιστότητας, στο πολυώροφο σπίτι, στον εξοπλισμό της κουζίνας. […] ο κοινωνικός έλεγχος κάνει τη δουλειά του καλά κρυμμένος στις νέες ανάγκες που έχει σπείρει […]».[1]

Παρά το γεγονός, πάντως, ότι η προσέγγιση του Marcuse υιοθετεί τις αρχές ενός συγκεκριμένου ιδεολογικού μοντέλου και η κριτική του στάση αντανακλά το ιστορικό πλαίσιο της περιόδου όπου το έργο γράφτηκε, ο Μονοδιάστατος άνθρωπος παραμένει ένα ενδιαφέρον και επίκαιρο ανάγνωσμα λόγω των ζητημάτων που θίγονται στο κείμενο. Το βιβλίο αποτελεί ένα σημαίνον έργο της κοινωνικής κριτικής θεωρίας και λειτουργεί ως έργο αναφοράς, που οικειώνει τον σύγχρονο αναγνώστη με τις κυρίαρχες κοινωνικές τάσεις και συστήματα σκέψης που συγκρούστηκαν εκείνη την περίοδο.

Όπως σχολιάζει και στην «Εισαγωγή της δεύτερης έκδοσης» ο Douglas Kellner, το βιβλίο θέτει ζητήματα που αφορούν περισσότερο τις σύγχρονες κοινωνικές δομές, «καθώς οι δυνάμεις κυριαρχίας που εξέτασε αναλυτικά τότε ο Marcuse έχουν καταστεί πιο ισχυρές και πιο επικρατούσες στα χρόνια που ακολούθησαν».[2] Η επίδραση της τεχνολογίας σε όλες τις εκδηλώσεις του ανθρώπινου βίου, δημόσιου και ιδιωτικού, η μαζοποίηση της αισθητικής, η επίπλαστη εξιδανίκευση του ορθού λόγου που συνιστά επί της ουσίας υπονόμευση της ελεγκτικής του λειτουργίας, ο εθισμός στη διαρκή κατανάλωση και η μετεξέλιξη του υλισμού σε κύριο κριτήριο αποτίμησης της ανθρώπινης αξίας στις δυτικές κοινωνίες προσδιορίζονται εμφατικά στο έργο, ενώ παραμένουν επίκαιρα, όσο ποτέ. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «[…] η εργαλειοποίηση των πραγμάτων […] γίνεται η εργαλειοποίηση του ανθρώπου […]».[3]

Ο νεοθετικισμός στην τεχνολογική εποχή επιζητά την κατάφαση και εξοβελίζει ως περιθωριακό καθετί αποκλίνον.

Ο θεωρητικός μαρξιστής περιγράφει στον Μονοδιάστατο άνθρωπο με φιλοσοφική οξυδέρκεια και ιδεολογική ειλικρίνεια τους τρόπους αλληλεπίδρασης ανάμεσα στην οικονομική οργάνωση και την πολιτισμική παραγωγή. Το έργο αναπλάθει ένα ιστορικό συνεχές, το οποίο ερμηνεύεται με φιλοσοφικούς όρους, προσδιορίζοντας έτσι ο Marcuse τις αιτίες εμφάνισης κοινωνικών και πολιτικών φαινομένων που έγιναν ακόμα εντονότερα τις επόμενες δεκαετίες. Παράλληλα, ο αναγνώστης της δικής μας εποχής έχει την αίσθηση ότι συμμετέχει, με βάση τις δικές του εμπειρίες, σε αυτόν τον επίμονα ανοιχτό διάλογο αναφορικά με τη σημασία της κριτικής σκέψης, την ανάγκη συμμετοχής του πολίτη στα κοινά και τον ρόλο της τέχνης στη συγκρότηση νοήματος με αισθητικούς όρους. Η σύγχρονη πρόσληψη της σκέψης του και η σύνδεσή της με τις ιστορικές εξελίξεις του 21ου αιώνα συμβάλλουν στη συνειδητοποίηση της αξίας της ενδοσκόπησης, εφόσον αποτελεί τον μόνο ασφαλή δρόμο αυτοπραγμάτωσης.

Στον Μονοδιάστατο άνθρωπο η κοινωνική, φιλοσοφική και ψυχαναλυτική προσέγγιση μοιάζει να συναρθρώνεται σε ένα ενιαίο σύστημα αναπροσδιορισμού της ορθολογικότητας, μετατρέποντας την αυτοσυνειδησία σε μέσο ελευθέρωσης από τις παρωπίδες του καταναλωτισμού, που εξυπηρετούν συγκεκριμένες μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Συγκεκριμένα, περιγράφει πώς η «τεχνολογική κοινωνία» «αναδομεί την εργασία και τη σχόλη» και «ενσωματώνει τα άτομα στον δικό της κόσμο σκέψης και συμπεριφοράς».[4] Για τον φιλόσοφο αυτοί οι προγραμματισμοί λειτουργούν ως μια απειλή για την ανθρώπινη ελευθερία και ατομικότητα.[5] Αναφέρει συγκεκριμένα: «Σήμερα η πολιτική εξουσία διασφαλίζει την κυριαρχία της μέσω του ελέγχου που ασκεί στη μηχανοποιημένη διαδικασία και στην τεχνική οργάνωση του συστήματος παραγωγής. […]».[6]

Με τον όρο «Ευτυχής Συνείδηση» αναφέρεται στο παθητικοποιημένο υποκείμενο που έχει απολέσει την ταυτότητά του και την κριτική του ικανότητα, έχοντας παρασυρθεί από τη ρητορική της καταναλωτικής κοινωνίας. Η «Ευτυχής Συνείδηση» οχυρώνεται με τη δύναμη της βολής και της αφθονίας, που διαιωνίζει την παθητικότητα και απορροφά τον αντίλογο, ακυρώνοντας τη δυναμική του: «[…] έτσι εκφράζεται η μονοδιάστατη συμπεριφορά».[7] Επιπλέον, η έννοια της «τεχνολογικής ορθολογικότητας» στο έργο του γίνεται ένα κλειδί αποκωδικοποίησης όχι μόνο των πολιτισμικών τάσεων των τελευταίων δεκαετιών, αλλά και ένα μέσο περιγραφής της ιδεολογικοποίησης μιας οικονομικής συμπεριφοράς που κρύβει, κατά τη γνώμη του, μια πολιτική επιδίωξη. Με τον συγκεκριμένο όρο φανερώνει τους μηχανισμούς εργαλειοποίησης των σημαντικών τεχνολογικών επιτευγμάτων, έτσι ώστε να υπηρετούν τις αξίες συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, δημιουργώντας στις μάζες την ψευδαίσθηση της συμμετοχής στο όνομα της ευημερίας. Υποστηρίζει ότι η τεχνολογική ορθολογικότητα αφοπλίζει τη φιλοσοφία και την τέχνη από την εγγενή τους μαχητικότητα, με σκοπό να περιορίσει τη δυναμικότητά τους να αιτούνται έμμεσα κοινωνικές αλλαγές. Ο νεοθετικισμός στην τεχνολογική εποχή επιζητά την κατάφαση και εξοβελίζει ως περιθωριακό καθετί αποκλίνον.[8]

Στη συνέχεια, εξηγεί ότι η δομή των βιομηχανικών κοινωνιών απονευρώνει τον πολιτικό χαρακτήρα της διανόησης και της τέχνης με δύο τρόπους: α) τοποθετεί τα σημαντικά έργα του ανθρώπινου Λόγου στο βάθρο του κλασικού, αφαιρώντας τους τη δύναμη να παρεμβαίνουν στο σήμερα και να αλληλεπιδρούν με τις υπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες, ενώ β) περιθωριοποιεί το φιλοσοφικό και λογοτεχνικό κείμενο ως γεννήματα παλαιότερων πολιτισμικών συστημάτων, εφόσον η πυκνότητα του λόγου τους δεν ταιριάζει σε μια εποχή ταχύτητας, που υμνεί τη γλωσσική σαφήνεια στο όνομα της επιστημονικής εγκυρότητας. Διαβάζουμε: «Η απορροφητική δύναμη της κοινωνίας αφοπλίζει την καλλιτεχνική διάσταση […]. Η αναπτυσσόμενη τεχνολογική πραγματικότητα […] ακυρώνει […] την ίδια την ουσία της τέχνης. […] Γίνονται έτσι διαφημιστικά – πωλούν, ανακουφίζουν ή διεγείρουν. [Τα έργα] έχουν χάσει τη δύναμή τους για εναντίωση, την αποξένωση που ήταν η βασική διάσταση της αλήθειας τους».[9]

Παραθέτει τα επιχειρήματά του δίνοντας ενδιαφέρουσες φιλοσοφικά ερμηνείες της αποστροφής των νεότερων γενιών να οικειωθούν τον ποιητικό λόγο και να αναμετρηθούν με τη φιλοσοφική σκέψη. Υποστηρίζει ότι η επιφανειακή ανάγνωση που χαρακτηρίζει την κατανάλωση της πληροφορίας και η δίψα για τα υλικά αγαθά δεν είναι ανεξάρτητες της δυσκολίας των σύγχρονων αναγνωστών να επικοινωνήσουν με τη γλώσσα της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας, διότι ο λόγος τους απαιτεί πνευματική ενάργεια και κοινωνική ετοιμότητα:«[…] το πεπρωμένο της φιλοσοφίας […] η ιδεολογική της προσπάθεια μπορεί να είναι αληθινά θεραπευτική – να δείξει την πραγματικότητα ως αυτό που πραγματικά είναι και να δείξει και αυτό το οποίο η πραγματικότητα δεν επιτρέπει να είναι».[10]

Το άτομο εξωθείται να αυτοαπορρίψει την αντίδραση ως μια αδιέξοδη στάση, που θα το οδηγήσει στην κοινωνική αποτυχία.

Για τον Γερμανό θεωρητικό, κάθε μορφή και μέσο που καλλιεργεί τον κριτικό Λόγο είναι στη σωστή κατεύθυνση για την ατομική και κοινωνική χειραφέτηση, εφόσον η ανθρώπινη δημιουργικότητα και η εσωτερικότητα αποδομεί τα εργαλεία της μαζοποίησης, αφυπνίζει την ατομικότητα και ενδυναμώνει την ενσυναίσθηση του υποκειμένου. Κατ’ επέκταση, η απελευθέρωση του ατόμου συνιστά θεμέλιο για τη διαμόρφωση μιας υγιούς κοινωνικότητας, που θα συγκροτείται με βάση τις αρχές της ισότιμης συμμετοχής στον κοινωνικό διάλογο – διαδικασία που επιτρέπει τη διαφωνία και δεν εξαγοράζει τη συμφωνία των συμμετεχόντων. Αναφέρει σχετικά: «Ο Λόγος είναι η ανατρεπτική δύναμη, η “δύναμη του αρνητικού” που θεσπίζει […] την αλήθεια για τους ανθρώπους και για τα πράγματα […]».[11]

Κατά τον Marcuse, το βασικότερο πρόβλημα του μοντέλου ζωής των βιομηχανικών κοινωνιών είναι ότι αποδυναμώνουν το πιο δυναμικό στοιχείο του ανθρώπινου πνεύματος, τη «δύναμη της Αρνητικότητας», τη δύναμη δηλαδή που έχει ο ανθρώπινος νους να καινοτομεί μέσω της διαφοροποίησης, αμφισβητώντας τα δεδομένα σχήματα. Κατ’ επέκταση, θεωρεί ότι η τάση της πολιτικής και πολιτισμικής συμπεριφοράς των αναπτυγμένων κοινωνιών της εποχής του είναι να «μυστικοποιείται» ο Λόγος και να ταυτίζεται με την τρέχουσα πραγματικότητα, χωρίς να επιτρέπει στο υποκείμενο να επενδύσει χρόνο στη διατήρηση απόστασης από τα πράγματα, για να τα αναθεωρήσει: «Η ομιλία και η γραφή συσπειρώνονται γύρω από “ατάκες εντυπωσιασμού” και “διεγέρτες του κοινού” που μεταδίδουν την εικόνα. […] Η δήλωση γίνεται υπόδειξη. Η όλη επικοινωνία έχει έναν υπνωτιστικό χαρακτήρα. […]».[12]

Αντίθετα, η διαλεκτική κριτική αποκαλύπτει την ιστορικότητα της γλωσσικής διατύπωσης και δεν περιορίζει τα νοήματα στο όνομα μιας ταυτολογίας πραγμάτων-ιδεών. Η ουσιαστική κρίση ενός σκεπτόμενου ατόμου συνιστά μια προσέγγιση που αναγνωρίζει τα πολιτισμικά και κοινωνικά φαινόμενα ως γεννήματα της ιστορίας και τα αξιολογεί συγκριτικά, χωρίς να παρασύρεται από την άμεση εμπειρία: «[…] πνευματική ελευθερία θα σήμαινε την αποκατάσταση της ατομικής σκέψης που […] έχει απορροφηθεί από τη μαζική επικοινωνία […]».[13]

Επισημαίνει ότι μια τέτοια επιλογή δεν απαγορεύεται στις σύγχρονες δημοκρατίες, αλλά συχνά παρουσιάζεται έμμεσα ως αντιπαραγωγική και ασύμβατη με την πραγματικότητα. Το άτομο εξωθείται να αυτοαπορρίψει την αντίδραση ως μια αδιέξοδη στάση, που θα το οδηγήσει στην κοινωνική αποτυχία. Διαβάζουμε:«[...] ο ακαδημαϊκός και ο κοινωνικός συμπεριφορισμός […] μετατρέπει την επιστημονική και την τεχνική πρόοδο σε εργαλείο κυριαρχίας. […] στις υπερανεπτυγμένες περιοχές της μαζικής κατανάλωσης η διοικούμενη ζωή γίνεται η καλή ζωή του συνόλου, προς υπεράσπιση της οποίας ενοποιούνται όλα τα αντίθετα. […]».[14]

Γενικά, ο Μονοδιάστατος άνθρωπος αποτέλεσε μια έντονη διαμαρτυρία ενάντια στον μιλιταρισμό της εποχής του. Η θεωρία του συνέβαλε στην ενίσχυση των δυνατοτήτων του ανθρώπου να προασπίζεται την ατομικότητά του και προετοίμασε το έδαφος για τις κριτικές τάσεις της κοινωνίας των ΗΠΑ, που εμφανίστηκαν στη δεκαετία του 1960.[15] Συνεπώς, ο Marcuse αποτυπώνει στο έργο του όχι μόνο το πορτρέτο μιας μεταβατικής εποχής, αλλά διατηρεί μια θετική στάση «απέναντι στις νέες μορφές κοινωνικής αντίδρασης παρά τον περιορισμένο και συχνά αποσπασματικό τους χαρακτήρα», όπως αναφέρει ο Κουτσογιάννης.[16]

H MarcuseΓια τον Marcuse, κάθε κοινωνική και πολιτισμική αλλαγή προϋποθέτει την ύπαρξη ενός δημιουργικού ανθρώπινου υποκειμένου με ελευθερία σκέψης και δράσης, που θα καταφέρει να υπερβεί τις εξαρτήσεις της καταναλωτικής κοινωνίας: «[…] κάθε απελευθέρωση προϋποθέτει τη συνειδητοποίηση της υποτέλειας […] ο βέλτιστος στόχος είναι […] η απελευθέρωση από την κατασταλτική ικανοποίηση».[17]

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] H. Marcuse, Ο μονοδιάστατος άνθρωπος, σ. 83.
[2] D. Kellner, «Εισαγωγή στη δεύτερη έκδοση», σ. 14.
[3] H. Marcuse, ό.π., σ. 292.
[4] D. Kellner, ό.π., σ. 15.
[5] Βλ. ό.π., σ. 17.
[6] H. Marcuse, ό.π., σ. 74.
[7] Βλ. ό.π., σ. 192, 195.
[8] Ό.π., σ. 325-327.
[9] Ό.π., σ. 158, 160, 162-163.
[10] Ό.π., σ. 347.
[11] Ό.π., σ. 243.
[12] Ό.π., σ. 201.
[13] Ό.π., σ. 75.
[14] Ό.π., σ. 93, 424.
[15] Βλ. D. Kellner, ό.π., σ. 47.
[16] Α. Κουτσογιάννης, «Επίμετρο», σ. 439.
[17] H. Marcuse, ό.π., σ. 80.

 

Ο μονοδιάστατος άνθρωπος
Herbert Marcuse
Μετάφραση: Κατερίνα Γούλα
Επιστημονική επιμέλεια – Επίμετρο: Αλέξανδρος Κουτσογιάννης
Πεδίο
σ. 448
ISBN: 978-960-635-075-7
Τιμή: 16,90€
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΜΕΛΕΤΕΣ - ΔΟΚΙΜΙΑ
Ευαγγελία Κιρκινέ: «Έθνος “εξ απαλών ονύχων”»

Με το περιεχόμενο του όρου «έθνος» και τον τρόπο που δημιουργείται το αίσθημα του ανήκειν σε ένα έθνος, κυρίως μέσω της «εθνικής εκπαίδευσης», καταπιάνεται η Eυαγγελία Κιρκινέ σε αυτή τη μελέτη της. Τι...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΜΕΛΕΤΕΣ - ΔΟΚΙΜΙΑ
Μήδεια Αμπουλασβίλι – Έκα Τσκοΐτζε: «Εύλαλα μάρμαρα»

Η Ελλάδα και η Γεωργία είναι χώρες που βρέθηκαν σε αντίπαλους ιδεολογικοπολιτικούς και στρατιωτικούς σχηματισμούς κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους των τελευταίων 100 ετών, ενώ συνεχίζουν να...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΜΕΛΕΤΕΣ - ΔΟΚΙΜΙΑ
Γιώργος Χατζηβασιλείου: «Φιλοσοφία της τεχνητής νοημοσύνης»

Οι κίνδυνοι της τεχνητής νοημοσύνης έγιναν ανάγλυφα φανεροί το 2018 σοκάροντας όλο τον κόσμο. Εκείνη τη χρονιά αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο της Cambridge Analytica, μιας εταιρείας πολιτικής επικοινωνίας η οποία πήρε παράνομα...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.