Πελαγία Ι. Κογκούλη: «Η εκπαίδευση των αρμανόφωνων Ελλήνων στη Δυτική Μακεδονία (1833-1932)»
Ένας απηνής εκπαιδευτικός ανταγωνισμός ξεκινά με την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870 ανάμεσα στους λαούς που κατοικούν στη Μακεδονία. Αλβανοί, Σέρβοι, Βούλγαροι, Ρουμάνοι και Έλληνες, υπό την εποπτεία των Οθωμανών, επιδίδονται σ’ έναν πόλεμο για το ποιος θα καταφέρει να κερδίσει τον χώρο της παιδείας, που θα τους έδινε το δικαίωμα να διεκδικήσουν περισσότερα εδάφη. Ο πόλεμος αυτός πήρε πολλές φορές ακραία μορφή και οι φανατικοί προέβαιναν σε εμπρησμούς σχολείων και εκτελέσεις δασκάλων, ιερέων, ακόμα και μητροπολιτών που βρέθηκαν στο επίκεντρο της διαμάχης.
Αν και έχουν γραφτεί πολλά για τις συγκρούσεις που έγιναν στη Μακεδονία τον 19ο αιώνα, η εκπαιδευτική διαμάχη ανάμεσα στους Έλληνες και τους Ρουμάνους δεν έχει διερευνηθεί σε βάθος. Από το 1822 με την καθοδήγηση της Αυστρίας, η οποία χρηματοδοτούσε αφειδώς την ίδρυση ρουμανικών σχολείων, σταματά σταδιακά η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στη Μολδοβλαχία, εξοστρακίζονται τα ελληνικά από τη ρουμανική Εκκλησία και ξεκινά στη Δυτική Μακεδονία μια αντιπαράθεση, όπου οι Ρουμάνοι διεκδικούν τις βλαχόφωνες περιοχές ισχυριζόμενοι ότι οι αρμανόφωνοι ανήκουν στο νεοσύστατο ρουμανικό έθνος. Οι Ρουμάνοι θα βρουν πρόθυμους βλαχόφωνους που σπούδασαν σε ελληνικά σχολεία και θα ξεκινήσουν μια ευρείας έκτασης προπαγάνδα, στην οποία θα αντιδράσουν οι ντόπιοι πληθυσμοί αρνούμενοι να αποκηρύξουν την ελληνικότητά τους αν και πολλοί, ιδίως οι γυναίκες, δεν ήξεραν ούτε μια ελληνική λέξη. Οι Έλληνες, στους οποίους έχει παραχωρηθεί η Θεσσαλία από το 1881, θα ξεκινήσουν τη δική τους εκστρατεία αντιδρώντας στις κινήσεις των Ρουμάνων και χτίζοντας εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπου φοιτούν χιλιάδες παιδιά. Στην ίδρυση αυτών των σχολείων πρωτοστατούν οι πλούσιοι αρμανόφωνοι της διασποράς, αναφορές σε έγγραφα της εποχής μιλούν για δωρεές σε κάθε λογής νομίσματα, δραχμές, λέι, χρυσά γρόσια, φράγκα και αυστριακά φιορίνια, ώστε να χτιστούν χώροι όπου τα παιδιά θα διδάσκονται σύμφωνα με το εκπαιδευτικό πρόγραμμα που έχει καταρτιστεί από το κράτος των Ελλήνων. Σε αυτά τα σχολεία, όπου διδάσκουν και γυναίκες, γεγονός αξιομνημόνευτο για την εποχή, προβλέπονται ακόμα και καλοκαιρινά μαθήματα για τα παιδιά των νομαδικών οικογενειών που τον χειμώνα μεταναστεύουν.
Η Πελαγία Κογκούλη, καθηγήτρια του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου με αρμάνικη καταγωγή, καταπιάνεται με το θέμα των βλαχόφωνων Ελλήνων που έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στην εξέλιξη της ελληνικής παιδείας, καθώς είχαν εγκατασταθεί σε όλα τα Βαλκάνια και κυρίως στις πόλεις της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων (Πέστη, Βιέννη, Τεργέστη), όπου πλούτισαν με το εμπόριο και απέκτησαν περιουσίες τις οποίες δώρισαν στο ελληνικό κράτος (πιο γνωστές είναι οι περιπτώσεις των Ζάππα, Στουρνάρα, Αβέρωφ και Αρσάκη). Οι αρμανόφωνοι, πιο γνωστοί ως Βλάχοι, αποτελούσαν πάντα μέρος του ελληνικού έθνους κι αυτό που τους ξεχώριζε ήταν η διγλωσσία τους – εκτός από τα ελληνικά, μιλούσαν μια γλώσσα κατά βάση λατινική, που έμαθαν από τα ρωμαϊκά στρατεύματα όταν εκείνα είχαν κατασκηνώσει στη Μακεδονία μετά τη μάχη της Πύδνας και την κατάληψη της Ελλάδας το 176 π.Χ. Αυτό που εντυπωσιάζει τους μελετητές είναι το πάθος τους για μόρφωση. Όπως παρατηρούσαν οι Ευρωπαίοι περιηγητές, οι Βλάχοι, περιτριγυρισμένοι από λαούς αναλφάβητους, ήταν ίσως η μοναδική κοινότητα με τέτοια δίψα για μάθηση, γι’ αυτό και κάποια στιγμή (1876) κατάφεραν να αποτελέσουν την πλειοψηφία των μελών της ρουμανικής κυβέρνησης, επτά μέλη της οποίας ήταν Έλληνες: ο Λάσκαρης Καταρτζής (πρωθυπουργός και υπουργός Εσωτερικών), ο Τίτος Μεϊαρέσης (υπουργός Δημόσιας Εκπαίδευσης), ο Πέτρος Κέρδος (υπουργός Εξωτερικών), οι Γεώργιος Κωσταφώρος και Αλέξανδρος Λαχωβίτης (υπουργοί Δικαιοσύνης) και οι Κ. Καντακουζηνός και Πέτρος Μαυρογένης (υπουργοί των Οικονομικών), ενώ δυο αρμανόφωνοι έγιναν πρωθυπουργοί της Ελλάδας: Ιωάννης Κωλέττης και Σπυρίδων Λάμπρος.
Σε αυτά τα σχολεία, όπου διδάσκουν και γυναίκες, γεγονός αξιομνημόνευτο για την εποχή, προβλέπονται ακόμα και καλοκαιρινά μαθήματα για τα παιδιά των νομαδικών οικογενειών που τον χειμώνα μεταναστεύουν.
Ο χώρος της Μακεδονίας υπήρξε από παλιά, ειδικά όμως τον 19ο αιώνα, μια περιοχή εύφλεκτη, όπου συνυπήρχαν πολλοί λαοί διαφορετικής θρησκείας και γλώσσας, και η κύρια επιδίωξη κάθε έθνους ήταν η έξοδός του προς τη θάλασσα. Όπως φάνηκε στην πρόσφατη Συμφωνία των Πρεσπών, ο χώρος της Μακεδονίας εξακολουθεί να αποτελεί «ναρκοπέδιο» που χρήζει λεπτών χειρισμών, γι’ αυτό και η εργασία της Πελαγίας Κογκούλη έχει μεγάλη σημασία, καθώς φωτίζει μια πλευρά εκείνων των συγκρούσεων, ο απόηχος των οποίων φτάνει μέχρι τις μέρες μας.
Η εκπαίδευση των αρμανόφωνων Ελλήνων στη Δυτική Μακεδονία (1833-1932)
Συμβολή στην Ιστορία της Σχολικής Διδακτικής Σκέψης και Πράξης της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης
Πελαγία Ι. Κογκούλη
Εκδόσεις Κυριακίδη
168 σελ.
ISBN 978-960-599-296-5
Τιμή €16,50