fbpx
Κωνσταντίνα Ζηροπούλου: «Το θέατρο του Ανδρέα Στάικου»

Κωνσταντίνα Ζηροπούλου: «Το θέατρο του Ανδρέα Στάικου»

Το νέο βιβλίο της Κωνσταντίνας Ζηροπούλου με τίτλο Το θέατρο του Ανδρέα Στάικου και υπότιτλο Στοιχεία ποιητικής, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Σοκόλη, αποτελεί μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μονογραφία που συμβάλλει σημαντικά στη μελέτη και βαθιά κατανόηση του θεατρικού έργου του Ανδρέα Στάικου, αλλά και στη γενικότερη διερεύνηση του νεότερου και σύγχρονου ελληνικού θεάτρου.

Διανοούμενος και πολυπράγμων, από τη δεκαετία του 1970 μέχρι σήμερα ο Ανδρέας Στάικος εξακολουθεί να έχει μια έντονη παρουσία ως θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης, μυθιστοριογράφος αλλά και μεταφραστής. Η συγγραφέας προσεγγίζει το συνολικό θεατρικό έργο του Ανδρέα Στάικου με βασικό ερμηνευτικό εργαλείο το παιχνίδι και τη λειτουργία του, αφενός, σε επίπεδο θεματικής, και, αφετέρου, σε επίπεδο γλωσσικό. Με ισχυρό επιστημονικό οπλισμό, συγκροτημένο λόγο, σε βάθος έρευνα και βιβλιογραφική τεκμηρίωση, η Ζηροπούλου εκκινεί από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν την έννοια του παιχνιδιού και συγκροτεί έναν πρωτότυπο αποδεικτικό συλλογισμό που αφορά στη σχέση των δραματικών κειμένων με το παιχνίδι και τις διάφορες μορφές υπό τις οποίες αυτό εμφανίζεται στο θέατρο του Ανδρέα Στάικου.

Πιο συγκεκριμένα, η συγγραφέας διαμόρφωσε μια τυπολογία του παιχνιδιού σε σχέση με τη δραματουργία του Ανδρέα Στάικου, η οποία θεμελιώνεται επάνω στους άξονες του Μύθου, της Ιστορίας, του Έρωτα και της Γλώσσας, αντίστοιχα. Με δεδομένη την πανθομολογούμενη άρρηκτη σχέση του θεάτρου με την έννοια του παιχνιδιού, η Ζηροπούλου έρχεται εν τέλει να καταδείξει τους δραματουργικούς τρόπους με τους οποίους η σχέση αυτή με το παιχνίδι στην περίπτωση του Ανδρέα Στάικου μπορεί να αναδιπλασιάζεται, ενισχύοντας σημαντικά τη θεατρικότητα των δραματικών κειμένων.

Το βιβλίο δομείται σε 5 κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο η συγγραφέας διερευνά τη γενικότερη παιδεία και καλλιέργεια του συγγραφέα, όπως αποτυπώνεται στο έργο του, αναζητά και προσδιορίζει τις καταβολές αλλά και ολόκληρο το φάσμα των επιρροών του, το οποίο φωτίζει με χαρακτηριστικά παραδείγματα από τα θεατρικά του έργα. Εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο η κλασική γαλλική του κουλτούρα επέδρασε καθοριστικά στη διαμόρφωση της συγγραφικής του ταυτότητας αλλά και αποτέλεσε κύρια πηγή έμπνευσής του, όπως μαρτυρά και η μακρόχρονη ενασχόληση του Ανδρέα Στάικου με τις μεταφράσεις θεατρικών έργων σπουδαίων Γάλλων δραματουργών (Ρακίνα, Μολιέρου, Λεσάζ, Λακλό, Μυσσέ, Κλωντέλ αλλά και Μαριβώ). Η συγγραφέας αναφέρεται μάλιστα εκτενέστερα στη διασταύρωση του θεάτρου του Ανδρέα Στάικου με τον Μαριβώ, η οποία είναι κυρίαρχη τόσο στη θεματική του έρωτα, στο παιχνίδι των μεταμφιέσεων, μεταμορφώσεων και εναλλαγής ρόλων, όσο όμως και στη χρήση μιας επιτηδευμένης, εκλεπτυσμένης και γεμάτης καλλιέπεια γλώσσας, που αποτελεί κύριο γνώρισμα του θεάτρου του.

Το ερωτικό παιχνίδι λειτουργεί δηλαδή στο θέατρό του παρηγορητικά ως μια πράξη ατελής, που μπορεί να δοκιμάζει το ανθρώπινο όριο –όπως και ο θάνατος– χωρίς όμως ποτέ να μπορεί να θεραπεύει.

Καθώς η ιδιαιτερότητα και η δημιουργική παρουσία του Ανδρέα Στάικου στο θέατρο δεν περιορίζεται μόνο στο ίδιο το αποτέλεσμα της συγγραφής, αλλά διαπιστώνεται και στην πρωτότυπη διαδικασία με την οποία παράγεται το δραματικό κείμενο, σημαντικό μέρος του πρώτου κεφαλαίου της μονογραφίας καλύπτει η διερεύνηση του ζητήματος αυτής της ιδιόμορφης διαδικασίας συγγραφής των έργων, η οποία συνίσταται στην «εν θερμώ» συγγραφή κατά τη διάρκεια της πρόβας με τους ηθοποιούς με τρόπο που ο δραματικός λόγος και η σκηνική εκφορά του συγχέονται και δημιουργούνται ταυτόχρονα. Όπως μάλιστα αναφέρεται χαρακτηριστικά και από τον ίδιο: «Η γραφή γεννούσε αυτομάτως τη σκηνοθεσία και η σκηνοθεσία γεννούσε αυτομάτως τη γραφή». Στη συγκεκριμένη ενότητα η Ζηροπούλου με βαθιά θεωρητική γνώση για τις προγενέστερες αλλά και σύγχρονες μορφές θεάτρου διερευνά με επιστημονική ακρίβεια όλες τις πτυχές αυτού του τρόπου συγγραφής και τις πιθανές συγγένειές του με άλλες πρακτικές και είδη θεάτρου και καταφέρνει να ξεχωρίσει τα στοιχεία εκείνα που αποτελούν ιδιαιτερότητα του συγγραφέα από άλλα που υπακούουν σε κάποιες γενικότερες καλλιτεχνικές τάσεις στη θεατρική ιστορία.

Στο δεύτερο κεφάλαιο η Ζηροπούλου ασχολείται με τα αρχαιόθεμα έργα του Ανδρέα Στάικου, όπως είναι η Κλυταιμνήστρα;, ο Δαίδαλος και το έργο Άλκηστις και όνειρα γλυκά, διερευνά ζητήματα πρόσληψης του αρχαίου ελληνικού μύθου και τεκμηριώνει πώς στην περίπτωση του θεάτρου του Ανδρέα Στάικου ο διακειμενικός διάλογος με το μυθολογικό υλικό μπορεί να λειτουργεί ως όχημα για την αναψηλάφηση μοτίβων, γλωσσικού ύφους και θεατρικών ειδών. Η συγγραφέας ανιχνεύει, κατ’ αρχάς, τα ποικίλα θεματικά μοτίβα που αντλεί ο συγγραφέας από αρχαία κείμενα, τον μύθο και τη γενικότερη παραμυθική παράδοση, εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο αυτά μεταγράφονται στον δραματικό μύθο των έργων του, καταδεικνύει τη δραματουργική στόχευση που εξυπηρετεί κάθε φορά η μετάπλασή τους, καθώς και τη χρήση συγκεκριμένων δραματικών τεχνικών που επιστρατεύονται για τον σκοπό αυτό.

Στο τρίτο κεφάλαιο το βιβλίο διερευνά τη σχέση του θεάτρου του Ανδρέα Στάικου με την Ιστορία. Χαρακτήρα ιστορικότητας διαπιστώνει η μελετήτρια στα έργα του Φτερά Στρουθοκαμήλου, Το μικρό δαχτυλάκι της Ολυμπιάδος, Η αυλαία πέφτει, Μήλον της Μήλου, 1843 και Ναπολεοντία. Ωστόσο, στα πρώτα τέσσερα από αυτά η ιστορία φαίνεται να αποτελεί ουσιαστικά το πρόσχημα για τη χρήση μιας ιστορικοφανούς, ιδιότυπης και επινοημένης από τον συγγραφέα γλώσσας –η οποία αποτελεί κυρίαρχο χαρακτηριστικό όλης της δραματουργίας του–, χωρίς περαιτέρω στόχευση πραγμάτευσης του ίδιου του ιστορικού παρελθόντος. Αντίθετα, στα έργα 1843 και Ναπολεοντία το συγκεκριμένο ιστορικό παρελθόν, όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα, καθώς και ο τρόπος πρόσληψής του από το παρόν συνιστούν τον δραματουργικό πυρήνα των έργων. Στα δύο αυτά λοιπόν επικεντρώνει την ανάλυσή της η Ζηροπούλου, καταφέρνοντας να καταδείξει πώς ο συγγραφέας, απηχώντας τις σύγχρονες τάσεις της ιστοριογραφίας, αποδομεί με το έργο του την ωραιοποιημένη και παραποιημένη εικόνα που παρέχει συχνά η ιστορία για το παρελθόν, αμφισβητεί την αντικειμενικότητά της και μπορεί να σχολιάζει τις διαστρεβλώσεις και τις υπερβολές της μνήμης. Ταυτόχρονα, η Ζηροπούλου επισημαίνει ότι ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την ιστορία ως άλλοθι για να μιλήσει για τις διαχρονικές παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και την ιδιοσυγκρασία του Νεοέλληνα.

Στο τέταρτο κεφάλαιο η μονογραφία ασχολείται με το ζήτημα του ερωτικού παιχνιδιού, που είναι κυρίαρχο στο θέατρο του Ανδρέα Στάικου. Κατ’ αρχάς, η συγγραφέας αποσαφηνίζει ότι ο Στάικος δεν ασχολείται στο θέατρό του με τον ίδιο τον έρωτα αλλά με τον ερωτισμό, δηλαδή τη διαδικασία της πρόκλησης της επιθυμίας ως αντίδοτο στο υπαρξιακό κενό και την έμφυτη απαισιοδοξία του ανθρώπου που έχει επίγνωση της θνητότητάς του. Το ερωτικό παιχνίδι λειτουργεί δηλαδή στο θέατρό του παρηγορητικά ως μια πράξη ατελής, που μπορεί να δοκιμάζει το ανθρώπινο όριο –όπως και ο θάνατος– χωρίς όμως ποτέ να μπορεί να θεραπεύει. Κάτω από το πρίσμα αυτό η Ζηροπούλου αναλύει οξυδερκώς την όψη της γυναικείας ετερότητας με συγκεκριμένα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά, που παραπέμπουν εν πρώτοις στο ανδροκρατικό πολιτισμικό μοντέλο και τις κυρίαρχες προκατασκευασμένες αντιλήψεις για το γυναικείο φύλο, η οποία διατρέχει με συνέπεια το σύνολο των θεατρικών έργων του Στάικου. Στη συνέχεια αναζητά εύστοχα τις καταβολές αυτής της χρήσης της γυναικείας ετερότητας στο μεταφραστικό έργο του συγγραφέα, και ιδιαίτερα στη θητεία του στην περιοχή της γαλλικής ερωτικής λογοτεχνίας του Διαφωτισμού. Τέλος, ερμηνεύει τη λειτουργία της στο πλαίσιο της μη ρεαλιστικής δραματουργίας του συγγραφέα με χαρακτήρες που στερούνται ψυχολογικού υπόβαθρου, αλλά και στη γενικότερη κωμική στόχευση των έργων και την αξιοποίηση από τον ίδιο παραδοσιακών αλλά και μοντέρνων τεχνικών της κωμωδιογραφίας.

Το ζήτημα της χρήσης και λειτουργίας της γλώσσας στο θέατρο του Στάικου εξετάζεται διεξοδικά στο πέμπτο κεφάλαιο του βιβλίου, το οποίο αποτελεί από μόνο του μια ξεχωριστή επιστημονική συμβολή στη μελέτη του έργου του και του ελληνικού θεάτρου, γενικότερα. Είναι η πρώτη φορά που έχουμε μια τόσο εμπεριστατωμένη μελέτη, έρευνα και ανάλυση για τη γλώσσα ενός σύγχρονου Έλληνα θεατρικού συγγραφέα, η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστά και το βασικό όχημα του θεάτρου του, όπως έχει επισημανθεί μέχρι σήμερα από το σύνολο των μελετητών του. Με πλήθος παραδειγμάτων από τα ίδια τα θεατρικά του κείμενα η Ζηροπούλου καταφέρνει να φωτίσει τους τρόπους με τους οποίους επιτυγχάνεται αυτή η ιδιαίτερη γλωσσική λειτουργία στο θέατρο του Ανδρέα Στάικου, αλλά και να καταδείξει σε τι συνίστανται οι συγκεκριμένες γλωσσικές χρήσεις που αποκλίνουν από τον καθιερωμένο γλωσσικό κώδικα. Ανάμεσα σε πλήθος άλλων που επισημαίνει η ερευνήτρια, αναφέρω χαρακτηριστικά την ανάμειξη υφολογικών επιπέδων και την υφολογική ασυμβατότητα, τα φωνολογικά και σημασιολογικά λογοπαίγνια, τους νεολογισμούς, τα νοηματικά παράδοξα, τις συντακτικές ιδιομορφίες, τη χρήση επιστολικού λόγου αλλά και το παιχνίδι με τα σχήματα λόγου και τα κύρια ονόματα των έργων του Ανδρέα Στάικου, τα οποία συνιστούν από μόνα τους ένα παράλληλο δραματικό σύμπαν – φορέα αυτόνομου νοήματος.

Το βιβλίο αυτό αποτελεί μια πρωτότυπη, άρτια θεμελιωμένη και επιστημονικά εμπεριστατωμένη μονογραφία του θεάτρου του Ανδρέα Στάικου.

Η μονογραφία αυτή ολοκληρώνεται με την ύπαρξη ενός παραρτήματος, στο οποίο εμπεριέχονται πληρέστατοι και επιστημονικά ακριβείς κατάλογοι –καρπός, προφανώς, πολύμοχθης έρευνας– με την εργογραφία του συγγραφέα, καθώς και δημοσιεύματα, κριτικές αλλά και στοιχεία παραστασιογραφίας.

Το βιβλίο αυτό αποτελεί μια πρωτότυπη, άρτια θεμελιωμένη και επιστημονικά εμπεριστατωμένη μονογραφία του θεάτρου του Ανδρέα Στάικου, η οποία διευρύνει σημαντικά το πεδίο αναφορών του θεάτρου του, φωτίζει τις kziropκαταβολές και το φιλοσοφικό του υπόβαθρο, καταδεικνύει τις συγγένειές του με άλλα θεατρικά είδη αλλά και σκηνικές πρακτικές, ενισχύει τη διακειμενική του διάσταση αλλά και εντάσσει το έργο του στα ιστορικοκοινωνικά και αισθητικά του συμφραζόμενα. Παράλληλα, όμως, αποτελεί μια σημαντική προσφορά στη μελέτη του θεάτρου και ιδιαίτερα στα νεοελληνικά θεατρικά πράγματα, προτείνοντας μια υποδειγματική ερμηνευτική προσέγγιση του δραματικού κειμένου, που λαμβάνει υπόψη όλες τις σύγχρονες εξελίξεις της επιστήμης του θεάτρου.

 

Το θέατρο του Ανδρέα Στάικου
Στοιχεία ποιητικής
Κωνσταντίνα Ζηροπούλου
Σοκόλη
256 σελ.
ISBN 978-618-5139-88-9
Τιμή €16,96
001 patakis eshop

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΜΕΛΕΤΕΣ - ΔΟΚΙΜΙΑ
Σπύρος Ι. Ράγκος: «Θαυμάζειν – Απορείν – Φιλοσοφείν»

Η διαδικασία της γραφής συνιστά αφ’ εαυτής μια περιπέτεια, ένα ταξίδι που ενδεχομένως δεν κλείνει ούτε καν εκείνη τη στιγμή που η βούληση του δημιουργού της θα επιλέξει ως τέλος της. Αλλά η...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΜΕΛΕΤΕΣ - ΔΟΚΙΜΙΑ
J. Bradford DeLong: «Στον δρόμο προς την ουτοπία»

«Η οικονομική ιστορία δεν έχει ανοσία στην ιδεολογία, κυρίως επειδή οι οικονομικοί ιστορικοί δεν έχουν ανοσία στην ιδεολογία. Μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει τους ίδιους αριθμούς και δείκτες για να...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΜΕΛΕΤΕΣ - ΔΟΚΙΜΙΑ
Συλλογικό έργο: «Ψευδοεπιστήμες και θεωρίες συνωμοσίας»

Η ανάγκη επιβίωσης του ανθρώπου μέσα σε έναν κόσμο άγνωστο επέβαλε την ανάγκη κατανόησης του περιβάλλοντος και η κατανόηση του περιβάλλοντος συνέβαλε στην ανάπτυξη της περιέργειας και της φαντασίας, ποιότητες που...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.