fbpx
Η φαιδρή κηδεία του Οδυσσέα Λουντάντε Νίκος Α. Καραγεώργος Γαβριηλίδης

Νίκος Α. Καραγεώργος: «Η φαιδρή κηδεία του Οδυσσέα Λουντάντε»

«Γάμος χωρίς δάκρυ και κηδεία χωρίς γέλιο δεν γίνεται» λέει η λαϊκή σοφία, ενώ ταυτόχρονα ο τίτλος του βιβλίου, Η φαιδρή κηδεία του Οδυσσέα Λουντάντε, του Νίκου Α. Καραγεώργου, έρχεται να συνηγορήσει και παράλληλα να προδιαθέσει για το τι πρόκειται να διαμειφθεί στις σελίδες του βιβλίου.

Ο Νίκος Α. Καραγεώργος, με γραφή στεγνή, ανδρική, συμπαγή, πυκνή, στιβαρή και γοητευτική, κρύβει πολύ καλά το συναίσθημα, δίνοντάς του ακόμη μεγαλύτερη ένταση, όταν εκδηλώνεται. Ανάλογα στιβαρή είναι και η χρήση της γλώσσας.  

Ακόμη και ο καιρός ήταν ανάποδος σε εκείνο το μικρό εγκαταλελειμμένο χωριό, το Βογκητό. Είχε ήλιο. Βογκητό, ένα χωριό με ελάχιστους αλλά γραφικούς κατοίκους. Εκεί γίνεται η κηδεία του Οδυσσέα Λουντάντε. Ο Οδυσσέας Λουντάντε ήταν ένας άνθρωπος του πνεύματος, που είχε εκουσίως εξοστρακιστεί εκεί. Είχε πάθει τελευταία πολλά εγκεφαλικά και αυτά τον οδήγησαν στο θάνατο.

Ο Νίκος είναι φίλος του και αφηγητής. Ξεκίνησε από την Αθήνα μια τρίωρη διαδρομή για να παραβρεθεί στην τελετή. Κι ο Οδυσσέας είναι ένας νεκρός που αργεί να φτάσει στο νεκροταφείο για την τελετή του. Η σορός του έρχεται με λιμουζίνα από την Αθήνα, αλλά καθυστερεί.

Ένα ετερόκλητο πλήθος έχει συγκεντρωθεί. Οι πιο πολλοί άγνωστοι. Ή, καλύτερα, όχι πολύ στενοί φίλοι. Απλοί γνωστοί. «Επήλυδες» τους αποκαλεί ο συγγραφέας. Η καθυστέρηση δίνει την ευκαιρία να δημιουργηθούν διάφορα πηγαδάκια. Συζητιούνται άσχετα για την περίσταση θέματα. Χιούμορ, κουτσομπολιά, συζητήσεις για τα ζαρζαβατικά και για τον καιρό, ενώ ταυτόχρονα μικρές σιωπές τους ενώνουν. Ο αφηγητής, αποκαμωμένος από το σκούπισμα της ερημωμένης εκκλησίας, που έκανε με τη Φρόσω, τη γυναίκα του Οδυσσέα, και επειδή και η σορός δεν έχει ακόμη φανεί, κάθεται σ’ ένα παγκάκι κάτω από μια ελιά και αποκοιμιέται από το λίκνισμα ενός καρπού της, ο οποίος ταυτόχρονα σημαδεύει το μάτι του. Αποκοιμιέται και ξυπνά από το θόρυβο που κάνει μια κασέλα στο οστεοφυλάκιο. Ένας σκελετός έρχεται τρίζοντας και κάθεται δίπλα του. Δεν είναι άλλος από τον Οδυσσέα. Διάσπαση σώματος και πνεύματος, λέει στον Νίκο ο Οδυσσέας.

Η νεκροφόρα έχει καθυστερήσει πολύ. Ακολούθησε άλλο δρόμο και πήγε να παραδώσει τον νεκρό στο διπλανό χωριό. Όμως, ύστερα από λίγο, καταφτάνει. Είναι μια «κακομετακατασκευασμένη» Μερσεντές.

Συγκεντρώνονται όλοι στο εσωτερικό της εκκλησίας και τότε ο παπα-Ανέστης τους παρακαλεί να περιμένουν να τελειώσει και η λαϊκή από το διπλανό χωριό για να έρθουν και όσοι δεν έχουν μπορέσει να έρθουν μέχρι τώρα. Το πλήθος δεν συμφωνεί, η τελετή αρχίζει μέσα από τις κορώνες της ψάλτισσας, της μύγας που ζουζούνιζε πάνω στο φέρετρο, και όταν πια τελειώνει η λειτουργία και, ύστερα από πολλά σκοντάματα, νεκροθάφτες και πιστοί οδηγούνται στο μνήμα, το άνοιγμα είναι μικρό...

Στοιχεία με τα όποια στήνει την πλοκή του ο συγγραφέας στο βιβλίο είναι: το καστ, από γραφικά άτομα που θα παίξουν πρωταγωνιστικούς και δευτεραγωνιστικούς ρόλους. Το απαρτίζουν: η Αγνή, η ψάλτισσα με τις κορώνες της, ο ογκώδης παπα-Ανέστης με τα πορτοκαλιά γυαλιά του, κολλημένα με μαύρη μονωτική ταινία , οι παρευρισκόμενοι που αδημονούν να ξεκινήσει, οι κουτσομπόλες, Σοφία και Καλλιόπη, οι οποίες με μια παρωδία της ελληνικής γλώσσας γίνονται ένα εύθυμο στοιχείο της τελετής, ο Μένης και ο Θοδωρής –φίλοι του Οδυσσέα–, η Άσπα, μαθήτρια-ψυχοπαίδι του Οδυσσέα, ο ήχος της καμπάνας που κάνει τους πιστούς να τρέχουν γιατί επιτέλους αρχίζει η τελετή, ενώ κάποιος μικρός παίζει μαζί τους, μια αναμενόμενη λιμουζίνα που τελικά είναι ένα παραποιημένο σαράβαλο, μια εκκλησία σε κατάσταση κατάρρευσης, ο σεισμός μετά το γεύμα και ένας σκελετός που περιφέρεται ορατός και αόρατος δίνοντας το μεταφυσικό στοιχείο στο στόρι... Και η γελοιότητα της καθημερινότητας όπου η λαϊκή αγορά γίνεται ο ρυθμιστικός παράγοντας της ζωής ενός χωριού, ακόμη και στην κηδεία.

Σκηνικό: Νεκροταφείο, αρουραίοι, εγκαταλελειμμένη εκκλησία, το οστεοφυλάκιο, κι ένα παράταιρο πλήθος να περιμένει κάτω από μια αφόρητη ζέστη τη λιμουζίνα να φέρει τον νεκρό. Σουρεάλ εικόνες εκτυλίσσονται μεταξύ του παπά, της ψάλτισσας, των νεκροθαφτών και του κόσμου, που θυμίζουν ταινία του Αλμοδοβάρ, όπου το κωμικό διαδέχεται το σοβαροφανές και το γελοίο. Η Φρόσω –κατά τον συγγραφέα–, η σύζυγος του εκλιπόντος, είναι η μόνη που νιώθει τη συγκίνηση για το θάνατο, το κενό που αφήνει και τον πόνο που ματώνει μέχρι να μάθει να ζει «χωρίς». Για κάποιους άλλους εκ των παρευρισκόμενων, το γεγονός του θανάτου τούς δίνει την ευκαιρία για την αποτίμηση της ζωής τους, αναλογίζονται το δρόμο που διάλεξαν, αξιολογώντας οφέλη και χασούρες, ενώ, τέλος, σαν θύελλα έρχονται επιλεκτικά στο μυαλό τους οι αναμνήσεις για να θυμίσουν γιατί αγάπησαν ή όχι τον εκλιπόντα. Και το σκηνικό ολοκληρώνεται με τους παρευρισκόμενους. Φορούν τα ανάλογα επιβεβλημένα προσωπεία μιας δήθεν θλίψης, ενώ αυτό που παραμένει σταθερό είναι το πόσο βαρετό/κουραστικό είναι το τελετουργικό για όλους, κάνοντας το θάνατο να μοιάζει σαν ένα κακόγουστο ψέμα κατά το οποίο η θρησκεία προβάλλει σαν κοινωνικό και όχι λατρευτικό γεγονός. Αν και μέσα από αυτό άνθρωποι σαν την ψάλτισσα, την Αγνή, ζουν την απογείωση της δικής τους εικόνας, αγνοώντας την πραγματικότητα και υποβαθμίζοντας την αιτία της παρουσίας τους. Υποβαθμίζοντας την κηδεία. Ενώ αλλού, ένας χωριανός βρίζει συνεχώς, και για να βρίσει με πρωτοτυπία πλάθει νέες, δικές του λέξεις. Από τα στοιχεία που συνθέτουν την πλοκή δεν λείπει το μυστήριο. Ποιο είναι το μυστικό μεταξύ της μαθήτριας Άσπας και του καθηγητή της, Οδυσσέα Λουντάντε; Ενώ η παρουσία του σκελετού –μια έξυπνη επιλογή του συγγραφέα δίνει τη μεταφυσική διάσταση, επιβεβαιώνοντας τη λαϊκή σοφία για την ψυχή, που τη θέλει να παρατηρεί, να αντιλαμβάνεται, να συζητεί, να φιλοσοφεί και υπόσχεται την επανεμφάνισή της.

Συνολικά η ζωή μέσα στο βιβλίο προβάλλει σαν μια κωμικοτραγική σουρεάλ θεατρική παράσταση. Ωστόσο ο συγγραφέας σαν μόνη ελπίδα και αντίσταση σε αυτό το ακαριαίο γεγονός του θανάτου εμφανίζει τον πόθο και τον έρωτα που βρίσκεται παντού.

Ο Νίκος Α. Καραγεώργος, με γραφή στεγνή, ανδρική, συμπαγή, πυκνή, στιβαρή και γοητευτική, κρύβει πολύ καλά το συναίσθημα, δίνοντάς του ακόμη μεγαλύτερη ένταση, όταν εκδηλώνεται. Ανάλογα στιβαρή είναι και η χρήση της γλώσσας. Σωστά ελληνικά, πλούτος λέξεων που ανταποκρίνονται στο στυλ του αφηγητή, όπου λέξεις επιλεγμένες σαν σφαίρες στοχεύουν όχι μόνο το κείμενο αλλά και το μυαλό του αναγνώστη. Συγχρόνως, με εξαιρετική παρατηρητικότητα και αγάπη για τη φύση, αποτυπώνει την αλλαγή των αποχρώσεών της, ενώ την ίδια στιγμή πλημμυρίζει το κείμενο από θορύβους και, προβάλλοντας τη μουσικότητά της , μετατρέπει το κείμενο σε «ηχητικό». Με αυτό τον τρόπο, ζωντανεύει και ομορφαίνει τις περιγραφές του ενώ οι αναμνήσεις –σαν φωτογραφίες μιας άλλης εποχής– ζωντανεύουν, διαφοροποιώντας τη γραφή του στον τρόπο ομιλίας της εκάστοτε εποχής των ηρώων του. Αλλού πάλι τη γραφή του τη μετατρέπει σε πρόχειρη και ελλιπή, για να αποτυπώσει τα διαφορετικά χαρακτηριστικά ορισμένων παρευρισκομένων, δίνοντας με τον τρόπο αυτό μια επιπλέον μουσικότητα στο κείμενο, ενώ ταυτόχρονα αποδεικνύει την ικανότητά του να «παίζει» με τη χρήση της γλώσσας. Στις αφηγήσεις του, ο χρόνος είναι παρών, ορίζοντας τα πάντα και αποκαλύπτοντας τις αλληλένδετες σχέσεις χρόνου, φύσης και ανθρώπινης ύπαρξης.

Eίναι ένα μυθιστόρημα πολύ καλά δομημένο, που μπλέκει τη φαντασία με την πραγματικότητα, προεκτείνοντας με αυτόν τον τρόπο τον ορίζοντα του κειμένου.

Το Η φαιδρή κηδεία του Οδυσσέα Λουντάντε είναι ένα μυθιστόρημα πολύ καλά δομημένο, που μπλέκει τη φαντασία με την πραγματικότητα, προεκτείνοντας με αυτόν τον τρόπο τον ορίζοντα του κειμένου. Λογική και παράλογο συνδυασμένα την ίδια στιγμή δείχνουν το ασύνδετο και την πληθωρικότητα της ανθρώπινης ουσίας, όπου ο άνθρωπος, βυθισμένος μέσα στις αισθήσεις του, φαντάζεται, χαίρεται, αδημονεί για τη ζωή και ξορκίζει το τέλος της καθιστώντας το θάνατο ένα φαιδρό γεγονός.

Ίσως ο συγγραφέας να θέλει τον άνθρωπο να βλέπει το γελοίο του θανάτου διότι έτσι μόνο μπορεί να αντέξει το αμετάκλητο του γεγονότος. Ίσως!

Η φαιδρή κηδεία του Οδυσσέα Λουντάντε
Νίκος Α. Καραγεώργος
Γαβριηλίδης
147 σελ.
ISBN 978-960-576-353-4
Τιμή: €9,54
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Ελένη Καραγιάννη: «Το κόκκινο τάπερ»

Όταν έφτασε στα χέρια μου αυτή η πρώτη συλλογή διηγημάτων της Ελένης Καραγιάννη ήμουν βέβαιη, διαβάζοντας τον τίτλο, ότι θα ήταν γεμάτη αγάπη όπως ένα μαμαδίστικο «κόκκινο τάπερ» και δεν γελάστηκα....

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Γιώργος Αγγελίδης: «Σκοτεινή κληρονομιά»

Η Σκοτεινή κληρονομιά του Γιώργου Αγγελίδη αποτελεί μια ενδιαφέρουσα αφήγηση, που συνδυάζει με δεξιοτεχνία τη φαντασία και το κοινωνικό δράμα. Ο συγγραφέας, μετά την «Τριλογία του φεγγαριού», αποφασίζει να...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Χρυσοξένη Προκοπάκη: «Αβαρής»

Το τελευταίο πεζογραφικό βιβλίο της Χρυσοξένης Προκοπάκη έρχεται για να διευρύνει τα όρια του αφηγηματικού λόγου και τον κάνει να εναγκαλισθεί μεθόδους και τεχνικές του θεάτρου και, συγκεκριμένα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.