fbpx
Στέργιος Χατζηκυριακίδης: «Βατσ’νιές» και «Μην μιλάς, δεν είναι απαρέμφατο»

Στέργιος Χατζηκυριακίδης: «Βατσ’νιές» και «Μην μιλάς, δεν είναι απαρέμφατο»

Μετά το Γκρόβερ (2017) και το Σκαλωμένοι σε ένα μπαρ (2019), κυκλοφόρησαν πρόσφατα δύο ακόμα βιβλία του Στέργιου Χατζηκυριακίδη. Πρόκειται για το μυθιστόρημα Μην μιλάς, δεν είναι απαρέμφατο και τη συλλογή διηγημάτων Βατσ’νιές: πυκνές (και ενίοτε εμπαθείς) καρτ-ποστάλ από τα Βαλκάνια – όλα κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Δίαυλος.

Διαβάζοντας τα βιβλία του Χατζηκυριακίδη, πρώτα πρώτα προσέχει κανείς την αναγνωρίσιμη αφηγηματική φωνή και το χιούμορ. Το χιούμορ, λεκτικό, αναφορικό, αυτοαναφορικό, χοντροκομμένο ή υποδόριο, είναι συνεχώς παρόν στο κείμενο. Βασίζεται σε κάθε λογής αντίθεση και προσφέρει στη γραφή του το κύριο μεταμοντερνιστικό της χαρακτηριστικό: το ότι πραγματεύεται πολύ σοβαρά θέματα με καθόλου σοβαρό τρόπο.

Η γλώσσα του κατ’ αρχάς χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή και τη συνύπαρξη διαφορετικών υφολογικών επιπέδων. Τα διαφορετικά επίπεδα λόγου είτε διασφαλίζουν την αληθοφάνεια του κειμένου προσφέροντας καταστασιακή συνεκτικότητα και πειστικότητα, είτε τη δυναμιτίζουν με πολύ κωμικά αποτελέσματα. Και στις δύο περιπτώσεις, οι επιλογές του δημιουργούν ένα απολαυστικό σύμπαν λόγου μέσα από το οποίο ενορχηστρώνονται τα θέματα που πραγματεύεται. Η γραφή του Χατζηκυριακίδη έχει πολλά χαρακτηριστικά του μεταμοντερνισμού, όπως υπερβολή, έντονη διακειμενικότητα, γλωσσικά παιχνίδια, έντονη αυτοαναφορικότητα και κυρίως αυτή την παιγνιώδη αντιμετώπιση της πραγματικότητας (όσο ζοφερή κι αν είναι). Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα ένα παραξένισμα, τη λεγόμενη «ανοικείωση», που σύμφωνα με τους Ρώσους φορμαλιστές αποτελεί κριτήριο της λογοτεχνικότητας του κειμένου: το να παίρνεις κάτι γνωστό και οικείο και να του δίνεις μια καινούργια, παράξενη διάσταση. Το να περιγράφεις τον ανθρώπινο εγκέφαλο με όρους λειτουργίας ηλεκτρονικού υπολογιστή, το να ορίζεις ένα σύνολο ανθρώπων με διαγράμματα Venn και τις μεταξύ τους σχέσεις με όρους μαθηματικών συναρτήσεων είναι μια μορφή ανοικείωσης.

Από την άποψη του περιεχομένου τώρα, οι γκουρού της δημιουργικής γραφής λένε: «Γράψε μόνο αν έχεις κάτι σημαντικό να πεις». Και ο Χατζηκυριακίδης έχει κάτι σημαντικό να πει. Πίσω από το χιούμορ, πίσω από τους χαρακτήρες, από την πλοκή, βρίσκεται ένας βαθύς πολιτικός και κοινωνικός προβληματισμός, ο οποίος εκφράζεται με τον πιο σοβαρό τρόπο που μπορεί κατά τη γνώμη μου να υπάρξει στη λογοτεχνία: τον καθόλου σοβαρό.

Οι Βατσ’νιές: πυκνές (και ενίοτε εμπαθείς) καρτ-ποστάλ από τα Βαλκάνια είναι μια συλλογή δέκα διηγημάτων. Κάθε ιστορία διαδραματίζεται σε κάποια μικρή επαρχιακή πόλη της Βόρειας Ελλάδας (ή αλλιώς της Νότιας Βαλκανικής, κατά τον συγγραφέα). Το όνομα της πόλης δεν αναφέρεται ποτέ, αλλά δίνονται πολλά στοιχεία που μας επιτρέπουν να μαντέψουμε πάνω-κάτω για ποια πρόκειται. Κάθε ιστορία είναι ένα στιγμιότυπο από τη ζωή, αλλά κυρίως από τις νοοτροπίες της ελληνικής επαρχίας.

Παρότι η μικρή φόρμα δεν προσφέρεται για ανάπτυξη των χαρακτήρων, ο Χατζηκυριακίδης στις Βατσ’νιές καταφέρνει να δημιουργήσει χαρακτήρες-τύπους που είναι ισχυροί μέσω της αναγνωρισιμότητάς τους: μέσα σε περίπου 150 σελίδες φτιάχνει μια μικρή Ανθρώπινη Κωμωδία της Νότιας Βαλκανικής.

Επίσης, ο συγγραφέας αψηφά πολλές νόρμες που συχνά χαρακτηρίζουν τη μικρή φόρμα, με πρώτη και καλύτερη αυτήν της οικονομίας του λόγου. Χρησιμοποιεί πολλές παρεκβάσεις, παρενθέσεις που βρίσκονται η μία μέσα στην άλλη, που σε συνδυασμό με τον μακροπερίοδο λόγο δημιουργούν ένα ιδιαίτερο υφολογικό εφέ που οδηγεί στην κλιμάκωση με έναν χειμαρρώδη τρόπο. Επίσης, η κορύφωση των ιστοριών στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έρχεται όπως γίνεται συχνά ως ανατροπή στο τέλος ή ως έκπληξη, αλλά ως πορεία σύμφωνα με μια αναπόδραστη νομοτέλεια, χαρακτηριστικό που δίνει κατά τη γνώμη μου στις ιστορίες του και έναν μελαγχολικό τόνο.

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από ένα διήγημα που μου άρεσε πολύ, το «Νταήδες αρχίδια και αρχίδια νταήδες», που νομίζω πως είναι χαρακτηριστικό της γραφής του Στέργιου Χατζηκυριακίδη, όπου φαίνεται πώς δημιουργεί ένα σύμπαν λόγου από ανορθόδοξα υλικά, όπως η γλώσσα των μαθηματικών, και πώς χτίζει την ιστορία του πάνω στη διχοτόμηση ενός χαρακτήρα του, του μπαρμπα-Κώτσου, η οποία είναι καταλυτική για την έκβαση της ιστορίας:

Οι νταήδες άρχισαν από νωρίς αυτό που ήξεραν να κάνουν καλύτερα: τους λεβεντομαλάκες. Ο ένας από τους δυο της κουστωδίας του Νικολάκη ήτανε και Κρητικός, όπως διατυμπάνιζε σε κάθε ευκαιρία και προς πάσα κατεύθυνση και αντικείμενο, ζωντανό ή μη (μέχρι και σε μια γλάστρα με έναν μαραμένο κάκτο το είπε, τουλάχιστον έτσι φάνηκε (το πώς μαράθηκε ο κάκτος είναι μια άλλη ιστορία)), και ακόμα χειρότερα, μεγαλύτερη απόδειξη ή μάλλον η ύστατη απόδειξη της λεβεντομαλακίας του, ήταν το όπλο που όχι απλά κουβαλούσε μαζί του, αλλά είχε κιόλας αφήσει οπλισμένο πάνω στο τραπέζι που ήταν φάτσα-κάρτα στον πάγκο πίσω από τον οποίο κάθονταν οι δυο Μαρίες μαζί με τον πατέρα τους και προσπαθούσαν να δουν πώς θα κατάφερναν να βγάλουνε τη νύχτα χωρίς να γίνει κάποια ζημιά ή έστω να ελαχιστοποιήσουν τη ζημιά που ήταν αναπόφευκτη.

Τα διαφορετικά επίπεδα λόγου είτε διασφαλίζουν την αληθοφάνεια του κειμένου προσφέροντας καταστασιακή συνεκτικότητα και πειστικότητα, είτε τη δυναμιτίζουν με πολύ κωμικά αποτελέσματα.

«Να βρούμε το τοπικό ελάχιστο της συνάρτησης», σκεφτόταν η Μαρία1 (localminimum αγγλιστί, μετέφρασε αμέσως), «η ψυχολογία τα έχει λύσει αυτά τα προβλήματα από καιρό, όποιος έχει μικρό πουλί, αγοράζει όπλο και μας το πετάει φόρα παρτίδα, σ’χώρνα με, πατέρα», έλεγε η Μαρία2 και ο μπάρμπα-Κώτσος ήταν όπως πάντα αναποφάσιστος, αλλά αυτή τη φορά χωρίς να έχει επιλογές, απλά δεν ήξερε τι να κάνει, είχε να επιλέξει απλά από το τίποτα. Για τους αναποφάσιστους το να έχουν πολλές επιλογές ή καμία είναι το ίδιο πράγμα, παράγουν το ίδιο αποτέλεσμα. Η βελτιστοποίηση του προβλήματος αποδείχτηκε ακόμα πιο δύσκολη από όσο περίμενε η Μαρία1 («το πρόβλημα είναι μάλλον non-convex», είπε (ό,τι ξέρετε, ξέρω)), και γενικά η κατάσταση δεν εξελίχτηκε καλά, όπως μπορεί να έχετε ήδη μαντέψει.

Το Μην μιλάς, δεν είναι απαρέμφατο είναι το τρίτο μυθιστόρημα του Χατζηκυριακίδη, και κατά τον ίδιο το τρίτο και τελευταίο μέρος μιας άτυπης τριλογίας μετά το Γκρόβερ και το Σκαλωμένοι σ’ ένα μπαρ.

Βρήκα πολύ πετυχημένο τον χαρακτηρισμό που έδωσε ο συγγραφέας σε μια συνέντευξή του, ότι η αρχική του πρόθεση ήταν να γράψει μια δυστοπική κωμωδία, που λόγω των συνθηκών μάλλον εξελίχθηκε σε ρεαλιστική τραγωδία. Ήδη από τον τίτλο φαίνεται το ύφος του μυθιστορήματος. Σε κάθε κεφάλαιο που έχει ως τίτλο κάποιο γλωσσικό παλίμψηστο, έχουμε την πρωτοπρόσωπη αφήγηση κάποιου από τους τέσσερις κεντρικούς χαρακτήρες. Οι αφηγητές είναι άκρως αναξιόπιστοι, αυτοαναιρούνται συνέχεια, ενώ μέσα από τη φωνή τους διακρίνεται η στεντόρεια φωνή του υπονοούμενου (ή και του πραγματικού) συγγραφέα.

Και εδώ η γλώσσα που χρησιμοποιεί με μαεστρία ο Χατζηκυριακίδης είναι μια πανδαισία: ιδιωματικοί τύποι στους διαλόγους και στην αφήγηση, εναλλαγή επιπέδων λόγου, χρήση ειδικού λεξιλογίου από διάφορα πεδία (από πάμε στοίχημα και jargon των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μέχρι ακαδημαϊκή ορολογία).

Το κείμενο χαρακτηρίζεται από έντονη διακειμενικότητα, αναφορές στην ποπ κουλτούρα, έντονη συνομιλία με την επικαιρότητα και τις πολιτικές εξελίξεις. Επίσης υπάρχει έντονη αυτοαναφορικότητα, με αποκορύφωση την γκροτέσκα και παρωδιακή απεικόνιση του Χατζηκυριακίδη, που αποτελεί έναν από τους περιφερειακούς χαρακτήρες του μυθιστορήματος. Η γραφή χαρακτηρίζεται από αμεσότητα και ζωντάνια. Και εδώ ο συγγραφέας δείχνει μια ιδιαίτερη προτίμηση στις μεγάλες παρεκβάσεις, στις εγκιβωτισμένες παρενθέσεις και στον συνειρμικό μακροπερίοδο λόγο.

Ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται την πλοκή είναι παιγνιώδης: η πλοκή είναι μια αφορμή, ένας καμβάς πάνω στον οποίο ο συγγραφέας απλώνει με περισσή ειρωνεία τα θέματά του: τη γλώσσα, την κίβδηλη αριστεία, τις συνέπειες της κρίσης και της πανδημίας σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, τον αυταρχισμό, τον κάθε είδους ρατσισμό, τα μηχανεύματα του εθνικισμού και του ακραίου νεοφιλελευθερισμού κ.λπ.

Το μυθιστόρημα, παρότι εξαιρετικά αστείο, αποπνέει σε πολλά σημεία μια μελαγχολία, με αποκορύφωμα κατά τη γνώμη μου την επιστολή του Χατζηκυριακίδη, όπου εξιστορείται η απόδρασή του: αυτός ο απολογισμός που κάνει διανύοντας τη Μακεδονία μού θύμισε κατά κάποιον τρόπο τη σπαρακτική βόλτα του Γιοσάριαν στην κατεστραμμένη Ρώμη στο Catch 22.

Κλείνω με ένα απόσπασμα που μου αρέσει από το 4ο κεφάλαιο, χαρακτηριστικό, πιστεύω, του ύφους του βιβλίου:

Ο Απόστολος έχει επιστρέψει στο χωριό μόνιμα εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Είμαστε τριανταπεντάρηδες τώρα, άρα μια δεκαετία έχει σίγουρα. Παράτησε το Φυσικό και γύρισε να βάλει ζώα. Έχει φάρμα. Γουρουνάκια, προβατάκια, αρνάκια. Αυτή είναι η φάση του. Πριν λίγο καιρό, εμφανίστηκαν οι πρώτοι βίγκαν στο χωριό. Τον κράξανε στο καφενείο. Δολοφόνο τον ανεβάζανε, δολοφόνο τον κατεβάζανε. Ο Απόστολος τους κοιτούσε σχεδόν απορημένος. Τον είπανε και σπισιστή. Τους είπε και αυτός. Δεν ήξερε τι σήμαινε, απλά επέστρεψε τον χαρακτηρισμό. Οι πιτσιρικάδες παρεξηγηθήκανε. Τον έβρισαν. Ο Απόστολος δεν μάσησε. Γύρισε στην καρτέλα στοιχήματός του, παρέμεινε σκεπτικός για μερικά λεπτά και μετά από λίγο, και ενώ τα βρισίδια είχαν εντατικοποιηθεί και μεταφερθεί στο τραπέζι του (είχαν σηκωθεί και ήταν ακριβώς από πάνω του), είπε με ασάλευτη ηρεμία: Μιέντζ Λέγκνικα – Ζαγκλέμπιε Σοσνόβιετς; Οι πιτσιρικάδες πιάστηκαν στον ύπνο. Δεν ήξεραν τι να απαντήσουν. Ο Απόστολος επανέλαβε πιο δυνατά αυτή τη φορά και αφού σηκώθηκε και από το τραπέζι: Μιέντζ Λέγκνικα – Ζαγκλέμπιε Σοσνόβιετς; Καμία απόκριση και πάλι. Πλέον, είχε πλησιάσει τα μούτρα του στους είκοσι πόντους με τα δικά τους, αν είχε γρίπη και τους έκανε αψού, τους κολλούσε όλους, με ένα σμπάρο, δέκα βίγκαν φάση: Μιέντζ Λέγκνικα – Ζαγκλέμπιε st xatzikiriakidis 22Σοσνόβιετς, λέμε; Οι βίγκαν έκαναν πίσω και κάθισαν στα τραπέζια τους μουτρωμένοι. Ο Απόστολος τους κοίταξε ανάμεσα στα φρύδια (είναι τεχνική αποπροσανατολισμού, όπως μου έχει πει επανειλημμένα) και είπε «ήμουνα βέβαιος ότι είστε άσχετοι. Όβερ 2,5 θα το παίξω, άμπαλοι, ε άμπαλοι. Μαγκιές να κάνουμε, αλλά να ξέρουμε και σε ποιον. Όχι στον μεγαλύτερο οβεράκια του Βοΐου. Όχι στον μεγαλύτερο οβεράκια του Βοΐου, λέμε. Σας παρακαλώ. Και τώρα θα αποσυρθώ στη σιωπή μου. Πολλές ώρες. Να κάνετε και εσείς το ίδιο.

[Η Μαρία Θεοχάρη είναι μεταφράστρια και υποψήφια διδάκτορας του Τομέα Μετάφρασης & Μεταφρασεολογίας του Τμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ.]

 

Βατσ’νιές
πυκνές* καρτ-ποστάλ από τα Βαλκάνια
*και ενίοτε εμπαθείς
Στέργιος Χατζηκυριακίδης
Δίαυλος
σ. 150
ISBN: 978-960-531-476-7
Τιμή: 10,00€
001 patakis eshop

 

 

 

 

Μην μιλάς, δεν είναι απαρέμφατο
Στέργιος Χατζηκυριακίδης
Δίαυλος
σελ. 300
ISBN: 978-960-531-481-1
Τιμή: 16,00€
001 patakis eshop

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Απόστολος Στραγαλινός: «Το πρωί που θα φύγουμε»

Ο Απόστολος Στραγαλινός είναι γνωστός ως ένας από τους καλύτερους μεταφραστές γερμανικών λογοτεχνικών κειμένων. Ανάμεσα στους συγγραφείς που έργα τους έχει μεταφέρει στη γλώσσα μας συγκαταλέγονται...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Λευτέρης Γιαννακουδάκης: «Τα φαντάσματα του Δεκέμβρη»

Με αφορμή τη δολοφονία του δεκαεξάχρονου μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου το 2008 από αστυνομικά πυρά, με φόντο τα γεγονότα που εξελίχθηκαν στη συνέχεια, με την πόλη να φλέγεται και με ένα σκηνικό...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Συλλογικό έργο (επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης): «Κύπρος, 1974-2024»

Αιώνες φαρμάκι· γενιές φαρμάκι Γ. Σεφέρης,«Οι γάτες τ’ Άι-Νικόλα» Αναμφίβολα, το βιβλίο Κύπρος, 1974-2024: Πενήντα χρόνια μετά την εισβολή (Ελληνοεκδοτική, 2024), με την επιμέλεια του ακάματου λογοτέχνη Ελπιδοφόρου...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.