fbpx
Γρηγόρης Αζαριάδης: «Παλιοί λογαριασμοί»

Γρηγόρης Αζαριάδης: «Παλιοί λογαριασμοί»

Εάν ήταν πρόγραμμα στην τηλεόραση το βιβλίο του Γρηγόρη Αζαριάδη Παλιοί λογαριασμοί, που επανακυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Bell, σίγουρα θα έβγαινε με τα συνοδευτικά: «Περιέχει σκηνές βίας, σεξουαλικές σκηνές, απρεπή εκφορά λόγου». Ευτυχώς είναι βιβλίο και όχι πρόγραμμα, και έτσι οι χαρακτηρισμοί που θα μπορούσαν να το συνοδεύουν είναι: «Περιέχει σκηνές έντονης αγωνίας, ενδιαφέροντες χαρακτήρες, προβληματισμό για την κοινωνία, για αυτούς που εγκαταλείπουν την ιδεολογία τους».

Οι Εκδόσεις Bell επανασυστήνουν στο αναγνωστικό κοινό το βιβλίο του Γρηγόρη Αζαριάδη, που πρωτοκυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδη το 2012, ενώ, όπως αναφέρει ο συγγραφέας του, είχε γραφτεί το 1977. Γίνεται έτσι ένα ενδιαφέρον πάντρεμα των εποχών, όπου από τη μια βλέπουμε τον κεντρικό ήρωα, τον υπαστυνόμο Μίραλη, που διεξάγει την έρευνα των φόνων, να αναβοσβήνει τα τσιγάρα, κάτι που θα φαινόταν περίεργο για έναν ήρωα του 2022, ενώ από την άλλη υπάρχει η προσθήκη της χρήσης του κινητού τηλεφώνου, κάτι που σίγουρα θα έλειπε από την πρώτη γραφή του 1977. Κατάλοιπο της προηγούμενης γραφής και ο καφές του αστυνόμου, που έχει μείνει στον φραπέ, δεν έχει περάσει στον φρέντο. «Άναψε τσιγάρο. Ρούφηξε τα ελάχιστα σταγονίδια του φραπέ που έπνεε τα λοίσθια στο σιχαμερό πλαστικό ποτήρι» ή «Είχε μπροστά του έναν υπερήλικα φραπέ κι ένα τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα».

Ο συγγραφέας δεν ακολουθεί τις σύγχρονες συμβάσεις της πολιτικής ορθότητας, που έχουν διεισδύσει και στη λογοτεχνία, έτσι κάποιο φεμινιστικό κίνημα θα μπορούσε ίσως να ενοχληθεί από τον τρόπο που έλκεται από το ωραίο φύλο ο υπαστυνόμος ή από τη γενικότερη περηφάνια του αρσενικού: «Ανήκουμε στην ίδια γενιά: στη γενιά των αρσενικών. Είμαστε φτιαγμένοι από το ίδιο μέταλλο». Μια πινελιά από τα παλιά παραδοσιακά νουάρ μυθιστορήματα, με τους ξεκάθαρα διακριτούς ρόλους αρσενικού-θηλυκού, που εκλείπει από τα σύγχρονα μυθιστορήματα, όπου ο αστυνομικός θα ήταν πιο αποδεκτό να τρέφει αισθήματα για άνδρα συνάδελφό του.

Δυνατό σημείο της αφήγησης οι περιγραφές, με μια έντονη δόση απαισιοδοξίας αλλά και χιούμορ. «Στα χρόνια που ακολούθησαν, η περιοχή παρήκμασε λόγω της εγκατάστασης εκεί αρκετών ρυπογόνων μικροβιομηχανιών. Άσε που η απιστία τέτοιων ζευγαριών νομιμοποιήθηκε σταδιακά κι απώλεσε την κρυφή της γοητεία, όπως συνέβη και με τα αυθαίρετα».

Η ιστορία ξεκινάει με τον θάνατο ενός αστυνόμου, που όμως δεν σχετίζεται καθόλου με την υπόλοιπη αφήγηση. Η έντονη αγάπη της οικογένειάς του για αυτόν αναδεικνύεται ανάμεσα στα κεφάλαια, καθώς ο υπαστυνόμος Μίραλης πασχίζει να λύσει μια υπόθεση όπου ο δολοφόνος δεν αφήνει κανένα ίχνος. Πρώτο θύμα ένας πλούσιος των βορείων προαστίων που αναρριχήθηκε στην ανώτερη τάξη, έχοντας ξεχάσει όλα όσα πρέσβευε φοιτητής και ακολουθώντας όλα όσα καταδίκαζε. Από ό,τι φαίνεται, όμως, πρόκειται μόνο για το πρώτο θύμα.

Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί μια αστυνομική ιστορία για να καταγγείλει τον τρόπο που λειτουργεί η σύγχρονη κοινωνία, το πώς διαλέγει τα επίλεκτα μέλη της, την ατιμωρησία που απολαμβάνουν, το πόσα τούς επιτρέπει. Έτσι, λοιπόν, αντί για τον ικανό και αδιάφθορο Βεργίνη, για αρχηγός της αστυνομίας προτιμήθηκε ο Μπελούνης, ο οποίος «παρά τις μάλλον περιορισμένες του ικανότητες και τις φήμες περί λαδωμάτων και διαφθοράς που τον ακολουθούσαν, χωρίς βέβαια να επιβεβαιωθούν ποτέ, είχε αξεπέραστες ικανότητες στη “γλυπτική”. Όχι στην κλασική τέχνη του Φειδία, αλλά σ’ αυτή του κοινού γλείφτη».

«Περιέχει σκηνές έντονης αγωνίας, ενδιαφέροντες χαρακτήρες, προβληματισμό για την κοινωνία, για αυτούς που εγκαταλείπουν την ιδεολογία τους».

Διάχυτη είναι η αγάπη για τον πατέρα στο μυθιστόρημα. Από τις πρώτες σελίδες βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τον πόνο του γιου που χάνει τον πατέρα, ενώ ο υπαστυνόμος, παρότι λόγω δουλειάς δεν ικανοποιεί ποτέ την απαίτηση του γιου του για μια βόλτα στο λούνα παρκ, δεν παραλείπει να χαϊδεύει το παιδικό κεφάλι και να τον ηρεμεί η εικόνα του κοιμισμένου γιου του.

Η ατμόσφαιρα όμως γίνεται όλο και πιο νουάρ, καθώς ο υπαστυνόμος απομακρύνεται σιγά σιγά από την αγαπημένη σύζυγο και τον γιο του, μένοντας όλο και πιο συχνά τα βράδια στο τμήμα, προσπαθώντας να εξιχνιάσει την υπόθεση και υποκύπτοντας σε διαφόρων ειδών πειρασμούς, ενώ κυνηγάει τους δικούς του δαίμονες. «Βγαίνοντας δεν μπόρεσε να μην κοιτάξει πίσω για να δει τους γνώριμους βρικόλακες και τα αρπακτικά όρνεα που τον στοίχειωναν».

Κι όταν προκύπτει μια απρόσμενη βοήθεια, τα πράγματα φαίνεται να πηγαίνουν χειρότερα αντί για καλύτερα και τα πτώματα πληθαίνουν. «Τα μέλη της ομάδας είχαν εξετάσει αμέτρητες φορές τις λεπτομέρειες των δολοφονιών, καταλήγοντας με μαθηματική σχεδόν ακρίβεια στο σημείο από όπου είχαν ξεκινήσει... Η συνάντηση της ομάδας θύμιζε δηλώσεις πολιτικών ηγετών της χώρας: όλα ίδια κι απαράλλαχτα. Γενικόλογες τοποθετήσεις που βούλιαζαν απελπισμένα σε βαθύ πέλαγος αοριστιών».

Η αφήγηση γίνεται όλο και πιο μαύρη, οι ήρωες δείχνουν να βουλιάζουν σε παραισθήσεις, όπου παρελθόν και παρόν μπερδεύονται, καθώς ο υπαστυνόμος Μίραλης απομακρύνεται όλο και πιο πολύ από την οικογένειά του και ταυτίζεται με την ιδεολογία που φαντάζεται ότι ωθεί τον δολοφόνο. Παρ’ όλα αυτά, είναι αποφασισμένος να κάνει τα πάντα για να τον πιάσει.

Ο συγγραφέας αφήνει πολλά ερωτηματικά για τον ρόλο των αστυνομικών, ενώ η κοινωνία πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο και κανείς δεν αντιδρά. «Δεν θα σηκωθούν οι βολεμένοι στους καναπέδες πρώην μικροαστοί και νυν χωρίς φράγκο στην τσέπη να τα κάψουν όλα;... Αλλά μέχρι τώρα παρατηρώ μια απίστευτη τάση απάθειας, λες και όλα αυτά συμβαίνουν σε άλλη χώρα, σε άλλον χρόνο».

gri azariadis22Το βιβλίο αποτελεί πρώτα απ’ όλα ένα «κατηγορώ» σε αυτούς που ανέχονται τα πάντα χωρίς να κάνουν τίποτα. Που βλέπουν τους πραγματικούς εγκληματίες να καμαρώνουν δίπλα τους φορώντας κουστούμια χωρίς κανείς να τους κυνηγάει, ενώ αν κάποιος από αυτούς τους κουστουμαρισμένους πάθει κάτι, θα ξεσηκωθεί ολόκληρος ο Τύπος πιέζοντας την αστυνομία να βρει ποιος τον πείραξε.

Τιμωρία και κάθαρση είναι ο μόνος τρόπος να ολοκληρωθεί η ιστορία, όπου ο συγγραφέας φυλάει για τους αναγνώστες του και τους ήρωές του ένα αναπάντεχο τέλος, που φέρνει περισσότερο σε θρίλερ.

 

Παλιοί λογαριασμοί
Γρηγόρης Αζαριάδης
Bell
408 σελ.
ISBN 978-960-507-155-4
Τιμή €10,90
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Απόστολος Στραγαλινός: «Το πρωί που θα φύγουμε»

Ο Απόστολος Στραγαλινός είναι γνωστός ως ένας από τους καλύτερους μεταφραστές γερμανικών λογοτεχνικών κειμένων. Ανάμεσα στους συγγραφείς που έργα τους έχει μεταφέρει στη γλώσσα μας συγκαταλέγονται...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Λευτέρης Γιαννακουδάκης: «Τα φαντάσματα του Δεκέμβρη»

Με αφορμή τη δολοφονία του δεκαεξάχρονου μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου το 2008 από αστυνομικά πυρά, με φόντο τα γεγονότα που εξελίχθηκαν στη συνέχεια, με την πόλη να φλέγεται και με ένα σκηνικό...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Συλλογικό έργο (επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης): «Κύπρος, 1974-2024»

Αιώνες φαρμάκι· γενιές φαρμάκι Γ. Σεφέρης,«Οι γάτες τ’ Άι-Νικόλα» Αναμφίβολα, το βιβλίο Κύπρος, 1974-2024: Πενήντα χρόνια μετά την εισβολή (Ελληνοεκδοτική, 2024), με την επιμέλεια του ακάματου λογοτέχνη Ελπιδοφόρου...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.