fbpx
Αύγουστος Κορτώ: «Όταν κοιμούνται οι φίλοι μου»

Αύγουστος Κορτώ: «Όταν κοιμούνται οι φίλοι μου»

Πριν από είκοσι πέντε χρόνια, στο δώμα πάνω από τον Σάκο –γνωστό στέκι των Εξαρχείων– τρεις φίλοι, μέσα στην κάψα του Ιουλίου, ενώνουν το αίμα τους. Τρυπούν με μια βελόνα τα δάκτυλά τους, δίνοντας τον εξής όρκο: «Αν δεν πω εγώ την ιστορία μου, δεν θα την πει κανείς… Η μνήμη μου θα ζήσει μαζί μου ή θα πεθάνει μαζί μου» (σελ. 9). Είκοσι πέντε χρόνια μετά, ο Γιάννης, ο μόνος επιζών, με τα χρόνια και την ποιότητα ζωής που η εξέλιξη της ιατρικής τού χάρισε, θυμάται, δίπλα στον τετράχρονο γιο του, τους αγαπημένους του φίλους, Δήμητρα και Μανωλιό. Αυτοί «είχαν φέρει την κακιά ζαριά στον έρωτα». Είχαν συναντηθεί με το λάθος αίμα. Ήταν η εποχή που είχε φουντώσει το έιτζ. Ο ίδιος επέζησε, ζώντας αργότερα την ντροπή από τη χλεύη και την καλυμμένη απομάκρυνση, την απώθηση και τον αποκλεισμό από φίλους, συναδέλφους και γενικότερα από τον κοινωνικό του περίγυρο, και τώρα αφηγείται την τότε ζωή τους, «προδίδοντας» τον όρκο τους…

Στο Ηράκλειο Κρήτης, η Λητώ και ο Μαθιός ζουν έναν γάμο συμφερόντων, μισώντας θανάσιμα και κατηγορώντας ο ένας τον άλλον για τη στειρότητά τους. Ένα πρωί, βρίσκουν στην πόρτα τους ένα ξανθό αγοράκι με γαλανά μάτια. Το άφησε μια τουρίστρια, μήνες μετά τη συνεύρεσή της με τον Μαθιό. Αυτό το παιδί –τον Μανωλιό– μισεί η Λητώ, γιατί δεν είναι γιος της, και ο Μαθιός, γιατί είναι λεπτεπίλεπτος, φοβητσιάρης, άχρηστος και ανίκανος. Εξαγριώνεται και τον δέρνει συνεχώς, αφήνοντας πάνω του σημάδια. Ο Μανωλιός τις λέξεις αγάπη, χαρά και ευτυχία τις έχει ακούσει μόνο στο ραδιόφωνο, χωρίς να ξέρει το νόημά τους. Από δύο χρόνων ζει στην αποθήκη, όπου τον έβαλε η Λητώ, και φορά τ’ αποφόρια και τεράστια, φθαρμένα παπούτσια του πατέρα του. Στο σχολείο, θαυμάζει τα άλλα αγόρια που τα ρούχα τους μοσχοβολούν, είναι δικά τους και ποθεί να γίνει ένα ρούχο τους, να αγκαλιάσει το σώμα τους. Να γίνει ένα μ’ αυτούς! Την ημέρα που σκοτώνεται ο πατέρας του, αρπάζει ρούχα και χρήματα και φεύγει για πάντα από το σπίτι…

Στο Περιστέρι, ο Αλέκος, ο άνδρας της Νασούλας, χειροδικεί κάθε μέρα πάνω της λέγοντας ότι αυτό της αξίζει. Γέννησε κορίτσι. Είναι άχρηστη. Όμως, μετά της φέρνει λουλούδια και της ζητά συγγνώμη. Έχουν μια κόρη, τη Γιώτα, και η Νασούλα μένει πάλι έγκυος. Η Γιώτα τρώει ξύλο και αυτή από τον πατέρα της και κάθε φορά τής ζητά συγγνώμη φέρνοντάς της κούκλες και βραχιόλια. Ωστόσο, η μητέρα της συμφωνεί: «Της αξίζει, γιατί είναι αχάριστη. Τόσα κάνει ο πατέρας της γι’ αυτήν!». Η Νασούλα γεννά ξανά κορίτσι, τη Δήμητρα. Η Δήμητρα δέχεται από μικρή το ξύλο και τον θυμό του πατέρα της, που για δεύτερη φορά η άχρηστη μάνα της έκανε κορίτσι. Όμως, δέχεται και την επίσκεψή του κάθε βράδυ στο κρεβάτι της. Της δίνει και πίνει για να μην αντιστέκεται στις διαθέσεις του και, μέσα στο μεθύσι της, η Δήμητρα τον δικαιολογεί. «Να δεις που πραγματικά μ’ αγαπάει! Τι να κάνει και αυτός με την άχρηστη που παντρεύτηκε και με τέτοια κόρη που έχει;» Κι η μάνα της, ακούγοντας κάθε βράδυ τους θορύβους του, μονολογεί: «Ας τη να μάθει από τώρα, να μην αντιστέκεται αργότερα στον άνδρα της». Στα δέκα της έχει μάθει το ποτό και το τσιγάρο. Η Γιώτα το έχει ήδη σκάσει από το σπίτι, ενώ κανείς από τη γειτονιά και το σχολείο δεν μιλά για τις συνήθειες και το γεμάτο σημάδια σώμα της Δήμητρας. Είναι δύο μήνες που η μητέρα της γέννησε την τρίτη κόρη, όταν η Δήμητρα για να σωθεί, το σκάει από το σπίτι…

Ο Γιάννης, από την Καλαμαριά, ο τέταρτος γιος μιας παλαιοημερολογίτικης θρησκόληπτης οικογένειας, έχει προδώσει γονείς και Θεό, γι’ αυτό οι ποινές και τιμωρίες που του επιβάλλει η μητέρα του είναι καθημερινές. Ο πατέρας του δεν ζει πια, τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια του, άξια της πίστης προς τον Θεό, έχουν ανέλθει στα ιερατικά αξιώματα, ο τρίτος διδάσκει Ιστορία και Θρησκευτικά σε γυμνάσιο της Καβάλας και αυτός είναι ο μόνος που, αντί να κρατά τη Βίβλο στα χέρια του, ξεχνά τα πάντα, εκεί στο υπόγειο όπου τον έβαλε η μάνα του να ζει, παίζοντας κρυφά το ξεχασμένο στην αποθήκη βιολί του παππού του. Το βρήκε, όταν ήταν έξι. Με τη μουσική, οι πόνοι από το σώμα του φεύγουν και στο μυαλό υπάρχει μόνο η εικόνα και ο πόθος που είχε για τον Στέλιο. Με τους ήχους του βιολιού ξεχνά την «άσωτη» ψυχή του αλλά και την κακοποίηση που ζει, την οποία κανείς, ούτε στο σχολείο, βλέπει επάνω του. Τη βραδιά που ξύπνησε από μυρωδιά καπνού, από το βιολί που έκαιγε η μητέρα του στην αυλή, έφυγε για πάντα από το σπίτι…

Ταυτόχρονα, είναι ένας φόρος τιμής σε αυτά τα παιδιά αλλά και σε κάθε άτομο που η ρατσιστική, υποκριτική, βίαιη, εκδικητική, ομοφοβική και καθωσπρέπει κοινωνία ξέρασε/ξερνά, θανάτωσε/θανατώνει στους δρόμους.

Και οι τρεις τους συναντήθηκαν όταν ήταν δεκατεσσάρων χρόνων και έγιναν, ο ένας για τον άλλον, η οικογένεια που έδινε την αμέριστη αγάπη, φροντίδα, κατανόηση και αποδοχή. Έγιναν μια αγκαλιά ανοιχτή, που τους ζέσταινε στα κρύα του χειμώνα, που τους παρηγορούσε στις τραγικές συνθήκες και στη βία του δρόμου, ενώ στις ημέρες πείνας μοιράζονταν την μπουκιά τους στα τρία, όπως και το τσιγάρο αν περίσσευαν χρήματα. Συμπαράσταση, συμπόνια, αγάπη και αλληλεγγύη υπήρχε μεταξύ και άλλων που βρίσκονταν στους δρόμους μαζί τους. Ιδιαίτερα προς τους γέροντες που παρέπαιαν, πεινασμένοι και άρρωστοι, δίνοντας τον δικό τους αγώνα επιβίωσης.

Εκείνα τα χρόνια ζωντανεύει ο συγγραφέας στις σελίδες του, αποτυπώνοντας το πρόσωπο της τότε κοινωνίας. Μιλά για την έλλειψη της αγάπης μέσα στην οικογένεια, που γεννά όχι μόνο την απόρριψη σε κάποια από τα μέλη της, αλλά γεννά τη βία και την κακοποίησή τους, που τα ωθεί στη φυγή αναγκάζοντάς τα να επιλέξουν το άγνωστο, την πείνα, τη φτώχεια, το κρύο, τους κινδύνους που έχουν τα κυκλώματα της νύχτας, καθώς και τη βία του δρόμου, από το να παραμείνουν εκεί. Στα σπίτια τους. Στην οικογένειά τους! Με τέχνη πλέκει την ιστορία των ηρώων του για να μιλήσει για την έμφυλη βία, την ενδοοικογενειακή βία, τον βιασμό της ψυχής και του σώματος παιδιών από γονείς, την κακοποίηση για τη διαφορετικότητα, τον ρατσισμό, την «ένοχη» σιωπή μελών της οικογένειας και κοινωνίας για όσα διαπράττονται εμπρός της. Της οικογένειας και της κοινωνίας που δεν έχουν συγκεκριμένες αξίες και γνώση του εκάστοτε ρόλου τους και αφήνονται σε πρωτόγονες συμπεριφορές, στη βία που μέσα από εναλλασσόμενους ρόλους, θύματος/θύτη, συμπαρασύρει στη βία των ρόλων αυτών και όσους ζουν μαζί, γεννώντας νέους βιαστές. Με αυτά τα στοιχεία πλέκει τον κοινωνικό ιστό της ζωής των ηρώων, και όχι μόνο, αποκαλύπτοντας τη διεισδυτική κοινωνική του ματιά. Γονείς, πατρικό σπίτι, το καταφύγιο του δρόμου, τα διάφορα στέκια εκεί στα Εξάρχεια, τα παράνομα κυκλώματα της νύχτας, γίνονται το σκηνικό όπου όλα εκτυλίσσονται.

Ο Αύγουστος Κορτώ, κατά κόσμον Πέτρος Χατζόπουλος, συγγραφικά μας έγινε γνωστός το 1999, όταν σε ηλικία είκοσι χρόνων έγραψε Το βιβλίο των βίτσιων (Εξάντας). Έκτοτε, εκτός των μεταφράσεων, έχουν κυκλοφορήσει τριάντα βιβλία του: μυθιστορήματα, αστυνομικά μυθιστορήματα, διηγήματα, νουβέλες, ευθυμογραφήματα, ποίηση, καθώς και ένας θεατρικός μονόλογος, αναδεικνύοντας το πολύπλευρο συγγραφικό του ταλέντο.

Στη γραφή του Όταν κοιμούνται οι φίλοι μου, χωρίς να χάνεται το νεανικό σφρίγος και η νεανική φρεσκάδα, που της δίνει ζωντάνια για να αποδώσει το νεαρό της ηλικίας των ηρώων, εντοπίζω και μια βαθιά ωριμότητα, ανάλογη των θεμάτων τα οποία διαχειρίζεται, καθώς και αυτή τη βαθιά αγάπη και τον σεβασμό που έχει για τον άνθρωπο. Ρεαλισμός και στοργή γίνονται ένας παράξενος συνδυασμός, όπου το ένα στοιχείο εμπνέει χωρίς να επικαλύπτει αλλά, αντιθέτως, αναδεικνύοντας το άλλο.

Έχοντας υποστεί και ο ίδιος αυτή τη βάρβαρη, ρατσιστική και απάνθρωπη κοινωνία, χωρίς να χάνει το αφηγηματικό του μέτρο, την περιγράφει στις σελίδες του αποκαλύπτοντας τα θύματά της. Και χωρίς να κρίνει ή να δείχνει με το δάχτυλο, κατονομάζει τους ενόχους. Οι οποίοι, αν και πολιτισμένοι και κοινωνικά αποδεκτοί, είναι ταυτόχρονα ρατσιστές, βιαστές της ψυχής και του σώματος ακόμα και των ίδιων των παιδιών τους. Η Δήμητρα, ο Μανωλιός και ο Γιάννης, οι ήρωές του, είναι παιδιά που βιάστηκαν με κάθε τρόπο. Παιδιά που δεν δέχτηκαν την αγάπη και την αποδοχή των γονέων τους. Θύματα που ανέχονταν τη βία, τη συγχωρούσαν, μέχρι τη φυγή τους. Έτσι, κατέληξαν στο εμπόριο και στη βία του δρόμου. Κατέληξαν, νεκρά! Θύματα μιας νέας εκμετάλλευσης για την επιβίωσή τους, μιας βελόνας ή του έρωτα.

Όλο το βιβλίο είναι ο καθρέπτης μιας κοινωνίας, η οποία ωστόσο, ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια, εξακολουθεί να παράγει θύματα. Συγχρόνως, είναι και μια φωνή αρχικά προς τους γονείς αλλά και προς όλους: «Σεβαστείτε και αγαπήστε τη διαφορετικότητα. Αγαπήστε τα παιδιά σας». Έτσι όπως κάνει και ο ίδιος τώρα, ο οποίος με την κουβέρτα της αγάπης και του σεβασμού σκεπάζει όχι μόνο τη Δήμητρα και τον Μανωλιό, αλλά σκεπάζει και όλους αυτούς που βρέθηκαν διωγμένοι στους δρόμους και τώρα πια «κοιμούνται!». Ταυτόχρονα, είναι ένας φόρος τιμής σε αυτά τα παιδιά αλλά και σε κάθε άτομο που η ρατσιστική, υποκριτική, βίαιη, εκδικητική, ομοφοβική και καθωσπρέπει κοινωνία ξέρασε/ξερνά, θανάτωσε/θανατώνει στους δρόμους. Είναι ένας φόρος τιμής σε κάθε τέτοιο παιδί που ο θάνατός του σήμερα εξελίσσει την κοινωνία, διευρύνοντας την αποδοχή και τον σεβασμό της. Αυτή είναι η συμβολή και του ίδιου του συγγραφέα στην κοινωνία, η οποία στις μέρες μας ευαισθητοποιείται περισσότερο ως προς το θέμα αυτό και τείνει ν’ αλλάξει.

avg kortoΠρόκειται για ένα βιβλίο που θα αγαπήσετε για τον ρεαλισμό της αφήγησης, αλλά και για τον σεβασμό, τη στοργή και την αγάπη του συγγραφέα προς τον άνθρωπο. Ιδιαίτερα προς αυτόν τον άνθρωπο, που δεν την έχει δεχθεί.

 

Όταν κοιμούνται οι φίλοι μου
Αύγουστος Κορτώ
Εκδόσεις Πατάκη
328 σελ.
ISBN 978-960-16-9328-6
Τιμή €15,50
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Ελένη Καραγιάννη: «Το κόκκινο τάπερ»

Όταν έφτασε στα χέρια μου αυτή η πρώτη συλλογή διηγημάτων της Ελένης Καραγιάννη ήμουν βέβαιη, διαβάζοντας τον τίτλο, ότι θα ήταν γεμάτη αγάπη όπως ένα μαμαδίστικο «κόκκινο τάπερ» και δεν γελάστηκα....

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Γιώργος Αγγελίδης: «Σκοτεινή κληρονομιά»

Η Σκοτεινή κληρονομιά του Γιώργου Αγγελίδη αποτελεί μια ενδιαφέρουσα αφήγηση, που συνδυάζει με δεξιοτεχνία τη φαντασία και το κοινωνικό δράμα. Ο συγγραφέας, μετά την «Τριλογία του φεγγαριού», αποφασίζει να...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Χρυσοξένη Προκοπάκη: «Αβαρής»

Το τελευταίο πεζογραφικό βιβλίο της Χρυσοξένης Προκοπάκη έρχεται για να διευρύνει τα όρια του αφηγηματικού λόγου και τον κάνει να εναγκαλισθεί μεθόδους και τεχνικές του θεάτρου και, συγκεκριμένα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.