fbpx
Λιλή Μαυροκεφάλου: «Μυστικός κρίκος»

Λιλή Μαυροκεφάλου: «Μυστικός κρίκος»

Γνωρίζω αρκετά χρόνια τη Λιλή Μαυροκεφάλου. Τη γνωρίζω και ως άνθρωπο κοινωνικό και ανήσυχο, μα και ως δημιουργό ασίγαστο και συνεπή. Τη συνάντησα, το πρώτον, τη δεκαετία του ’80. Τι ωραίες μέρες! Ήρθε στο σπίτι μου, άνοιξη ήταν και όλα άνθιζαν. Μέχρι οι πλάκες των πεζοδρομίων. Μπήκε με θάρρος και το πρόσωπο ολάνοιχτο κρατώντας αβρά ένα παιδικό χεράκι. Ο γιος της. Ολόκληρος ένα χαμόγελο. Τώρα εθελοντής στην Αφρική. Γελαστός σαν τη μάνα του. Και ίδια στοχαστικός.

Είχα διαβάσει εκείνο τον καιρό τον Κλεομένη. Λίγο πριν τον Άγη. Βιβλία ιστορικά, για εφήβους ή και για μεγαλύτερους. Είχε ματώσει η καρδιά μου με το τέλος των γενναίων αυτών βασιλέων, ανδρών υψηλού φρονήματος και απροσμέτρητου σεβασμού στους νόμους της –έστω– παρηκμασμένης τότε Σπάρτης. Μεταρρυθμιστές, αναμορφωτές, δεν ολοκλήρωσαν τα ακριβά τους όνειρα για την πατρίδα και τον λαό τους. Φρικτό το τέλος τους. Μα αναπόφευκτο τότε. Οι έφοροι... Ας είναι.

Τα βιβλία ήταν πολύ καλά· μάλιστα ο Κλεομένης απέσπασε το βραβείο της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. Προσωπικώς χάρηκα γραφή και απόλαυσα ιστορία γραμμένη με συγκίνηση και ένα ήρεμο πάθος, ευγενικό. Ναι, ωραία βιβλία. Τα είχα παρουσιάσει στην τηλεόραση. Έπειτα από εκείνη την παρουσίαση γνωριστήκαμε.

Γνωρίζοντας τη Λιλή Μαυροκεφάλου, γνώριζα και τα βιβλία της· γνωρίζοντας τα βιβλία της, γνώριζα καλύτερα και τη συγγραφέα. Έτσι πιστεύω πως πάνε τα πράγματα με τα βιβλία και τους συγγραφείς. Μα και το ίδιο φαντάζομαι πως συμβαίνει με τους ανθρώπους και με ό,τι αυτοί καταγίνονται: Βαθιά, βαθύτατα αποτυπώματα, χαρακιές ολόκληρης πορείας της ζωής και της ανάπτυξης των ικανοτήτων της διάνοιας ή της ενσυναίσθησής του αφήνει ο δημιουργός, ο όποιος δημιουργός, στο έργο του. Στη Λ. Μαυροκεφάλου, συγγραφέα του καινούριου μυθιστορήματος Μυστικός κρίκος, στέκομαι με ευχαρίστηση εμπρός στην ωραία γλώσσα και στο συγκρατημένο πάθος. Οπωσδήποτε και στην πλοκή...

Βεβαίως, τα μυθιστορήματα Άγης και Κλεομένης ακολούθησαν και άλλα· για παιδιά, για εφήβους και νέους, για ενηλίκους. Οκτώ, θαρρώ, και ανάμεσά τους δύο μυθιστορήματα ιστορικά που δεν χόρταινα να τα διαβάζω. Θα έχετε ίσως παρατηρήσει ή –καλύτερα– νιώσει μια αμυδρή, συχνά ανεπαίσθητη θλίψη όταν τελειώνει ένα βιβλίο που μας γοήτευσε. Αυτή τη γλυκιά θλίψη ένιωσα κλείνοντας τα μυθιστορήματα της Λιλής Μαυροκεφάλου: Της φωτιάς και της ερημιάς και Βίος και πολιτεία του Γερακάρη Λιμπεράκη. Το πρώτο αναφέρεται στη Μαντώ Μαυρογένους· στη γυναίκα με τη θεϊκή τρέλα, με την παράφορη και ασυγκράτητη αψηφισιά, αυτή που πρωτοστάτησε στον χορό του ξεσηκωμού της Μυκόνου, που τέθηκε επικεφαλής σώματος πολεμιστών, που έζησε έναν έρωτα κατάπικρο με τον Δ. Υψηλάντη, που εκδιώχθηκε από τον Κωλέττη· αρχοντοπούλα, ανάλωσε τα πάντα για τον Αγώνα και πέθανε λησμονημένη και πάμφτωχη. Το δεύτερο ιστορικό –και ξεχωριστό– μυθιστόρημα της Λ.Μ. είναι ολόκληρο αφιερωμένο σε ένα τέκνο της Μάνης του 17ου αιώνα: στον Γερακάρη Λιμπεράκη. Ατρόμητος και φημισμένος πειρατής, ιππότης του Αγίου Μάρκου, ριψοκίνδυνος, λάτρης των γυναικών και των λογής απολαύσεων και περιπετειών, έγινε θρύλος και ακόμη κυκλοφορούν τα κατορθώματά του. Το όνομά του ήταν συνώνυμο της τόλμης και της ανδρείας.

Στον Μυστικό κρίκο μεταφερόμαστε στη σύγχρονη Αθήνα και στη σημερινή επαρχία. Ω, ας μην κάνουμε συγκρίσεις, δεν υπάρχουν ανάλογα μέτρα. Ούτε για τους ανθρώπους μήτε και για τους τόπους. Εδώ η Άννα, μια γυναίκα στην ωραία ωριμότητά της, ταλαιπωρημένη από πολλά και από πολλούς, με το φάσμα της ανεργίας και της ανέχειας εμπρός της και με τις αγάπες που την πλήγωσαν πίσω της, κληρονομεί, από μια θεία που ποτέ δεν γνώρισε, ένα σπιτάκι παλαιό, χρόνια ακατοίκητο, σε ορεινό χωριό της Πελοποννήσου· μην έχοντας πού την κεφαλήν κλίναι, γνωρίζοντας πως ξεμπέρδεψε με το παρελθόν, και με το μέλλον εντελώς αβέβαιο, ίσως και θολό, αποφασίζει να εγκατασταθεί στον άγνωστο τόπο, στο ερημόσπιτο:

Kι εγώ ξεκίνησα μια Δευτέρα να ’ρθω εδώ πάνω, ν’ αλλάξω τη ζωή μου σαν να ’τανε τριμμένο πανωφόρι, που τα παλιά χρόνια της ένδειας, όπως διηγιόταν η μητέρα μου, η μοδίστρα, γύριζε το μέσα έξω για να δείχνει καινούριο...

Μα οι ιστορίες δεν τελειώνουν ποτέ. Πουθενά στον κόσμο. Οι ιστορίες είναι η ψυχή και η τροφή του ανθρώπου.

Το σπίτι, βέβαια, με μόνο ένοικο τον χρόνο, είναι γερασμένο· τα σημάδια της φθοράς δεν αφήνουν περιθώρια βελτίωσης ή ασφαλούς κατοίκησης. Ερείπιο θα το χαρακτήριζε κάποιος περαστικός. Και θα προσπερνούσε. Ερειπωμένα αρκετά ακόμη σπίτια, άδεια από φωνές ανθρώπων ή ζώων, από μυρωδιές οικείες, μήτε ένα κουρτινάκι στο παράθυρο· ή μια γλάστρα. Τα σπίτια μαράζωναν. Και οι δρόμοι. Οι αγριάδες θέριευαν με πρωτοφανή θρασύτητα. Α, ορισμένως η εικόνα ήταν δυσοίωνη. Σε απόδιωχνε. Αμίλητοι και μελαγχολικοί οι λιγοστοί ηλικιωμένοι, που την κοιτούσαν αδιάφορα πίσω από τα θολά τζάμια των καφενείων.

Το ζωηρό, χαρούμενο αγόρι, με καταγωγή από την Αλβανία, που συνάντησε μπαίνοντας στο χωριό, την οδήγησε στην ταβέρνα· ξενώνας δεν υπήρχε. Υπήρχε όμως μια αγκαλιά ολάνοιχτη και πληθωρική για την Άννα, αυτή της ταβερνιάρισσας, Κατερίνα το όνομά της, παλαιότερα ηθοποιός, τώρα η ψυχή του χωριού, το αγαθό στοιχειό του. Υπήρχε και ένα υπέροχο ζευγάρι, ώριμοι, αγαπημένοι, αχώριστοι: Η Έφη και ο Σταύρος. Θέλησαν να φιλοξενήσουν τη νεοφερμένη έως ότου τελειώσουν οι επισκευές που συζητούσαν να κάνουν στο κληρονομημένο σπιτάκι. Όλοι ήθελαν να της προσφέρουν κάτι, μια βοήθεια, ένα αντικείμενο, μια παρουσία έστω, μια συμβουλή, στις δουλειές «ένα χεράκι». Πρόθυμοι, φιλικοί, ανοιχτοχέρηδες· άνθρωποι που την πλησίασαν με μάτια γελαστά. Συχνά και με δώρα· της καρδιάς αυτά. Και δεν πέρασε καιρός και το περιφρονημένο και εγκαταλειμμένο σπίτι ξαναβρήκε το γέλιο και τους χτύπους της καρδιάς του. Κι ήρθε κι άστραψε. Όμορφο, ζεστό, με ανθισμένο κήπο και ευωδιές, με δροσιές και ανάσες απ’ το βουνό, θαρρείς και άλλο δεν έκανε παρά ν’ αγκαλιάζει με στοργή την καινούρια ένοικο.

«Πολύ όμορφο το κάνατε! Αγνώριστο...» της είπε κάποιο πρωινό, άνδρας περαστικός θαυμάζοντας το σπίτι της. Και αυτός ώριμος. Και ελκυστικός. Εξέπεμπε μια δύναμη. Ονομαζόταν Ορέστης και της πήρε την καρδιά. Αμοιβαίο; Πάντως μοιραίο. Ο έρωτας. Που ήρθε απροειδοποίητα· σαν εισβολέας. Ίσως και άκαιρα. Εντούτοις άνθισε μέσα τους. Πλούτισε τα χαμένα χρόνια τους. Τους γλύκανε με χίλια ανεπίδοτα φιλιά· με γλυκές σιωπές. Και μελένια βλέμματα. Ω! Τους φαινόταν άφθαρτος έρωτας. Δωρεά αναπάντεχη. Έτσι τον έζησαν. Για όσο τους επιτράπηκε. Που δεν ήταν και για πολύ. Γιατί εκείνος, ο άντρας της, όπως τον έλεγε, ξάφνου χάθηκε. Άφησε κάτι όμως, κάτι πολύτιμο, έναν θησαυρό που άξιζε όσο μια ζωή, ένα πλάσμα που κόπιασε μέσα σε φωταψίες αγάπης: Ένα παιδί. Κοριτσάκι.

Πίσω στην Αθήνα, την οποία η Άννα έχει ν’ αντικρίσει χρόνια, ζει μια νεότατη γυναίκα· δημοσιογράφος. Η Ιφιγένεια. Έξυπνη – σπίθα. Και ανεξάρτητη. Με αδυναμία στη μηχανή της, μια Kawasaki ZX 1000, «σκοτώστρα την αποκαλούσαν κάτι ξενέρωτοι», και αληθινή αγάπη στον συγκάτοικο και συνεργάτη της, Μάρκο. Αυτός, πάλι, είχε αδυναμία στις σοκολάτες και στην Ιφιγένεια – φυσικά!

Τώρα η νεαρή δημοσιογράφος ταξιδεύει για το Αγνάντιο, το χωριό στο Μαίναλο, που χάρη στις πρωτοβουλίες της υπερδραστήριας, πλέον, Άννας, έχει αλλάξει όψη. Σύγχρονο, με σπίτια πετρόχτιστα φωτεινά, ανθισμένα δρομάκια, παιδιά, νέους κατοίκους, νέες καλλιέργειες, καινούρια, φωτεινά όνειρα, μουσικές, γέλια, μια ευδία κατακλύζει τη νέα πριν φτάσει στο σπίτι της Άννας, την οποία η νεαρή ρεπόρτερ θέλησε να συναντήσει, μαθαίνοντας ότι η ψυχή της υπέροχης αλλαγής του τόπου ήταν η γυναίκα αυτή, που ξεπρόβαλε κάποτε ξένη κι έρημη και στέριωσε και έσπειρε τα έργα τα καλά στο σιωπηλό και απομονωμένο Αγνάντιο.

l mavrokefalΟι αγκαλιές της Άννας και της Ιφιγένειας ορθάνοιχτες. Και έχουν διάρκεια. Και ευωδιάζουν αγάπη. Μα οι ιστορίες δεν τελειώνουν ποτέ. Πουθενά στον κόσμο. Οι ιστορίες είναι η ψυχή και η τροφή του ανθρώπου. Είτε στο Αγνάντιο βρίσκεται είτε στην Αφρική, εκεί όπου αναζήτησε τον γαλήνιο και φωτεινό δρόμο της η Φοίβη, η χαμένη και άγνωστη μητέρα της Ιφιγένειας, κρίκος κι αυτή στην αλυσίδα του πόνου και της εξιλέωσης.

 

Μυστικός κρίκος
Λιλή Μαυροκεφάλου
Εκδόσεις Κομνηνός
222 σελ.
ISBN 978-618-5430-25-2
Τιμή €13,00
001 patakis eshop

 


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Ελένη Καραγιάννη: «Το κόκκινο τάπερ»

Όταν έφτασε στα χέρια μου αυτή η πρώτη συλλογή διηγημάτων της Ελένης Καραγιάννη ήμουν βέβαιη, διαβάζοντας τον τίτλο, ότι θα ήταν γεμάτη αγάπη όπως ένα μαμαδίστικο «κόκκινο τάπερ» και δεν γελάστηκα....

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Γιώργος Αγγελίδης: «Σκοτεινή κληρονομιά»

Η Σκοτεινή κληρονομιά του Γιώργου Αγγελίδη αποτελεί μια ενδιαφέρουσα αφήγηση, που συνδυάζει με δεξιοτεχνία τη φαντασία και το κοινωνικό δράμα. Ο συγγραφέας, μετά την «Τριλογία του φεγγαριού», αποφασίζει να...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Χρυσοξένη Προκοπάκη: «Αβαρής»

Το τελευταίο πεζογραφικό βιβλίο της Χρυσοξένης Προκοπάκη έρχεται για να διευρύνει τα όρια του αφηγηματικού λόγου και τον κάνει να εναγκαλισθεί μεθόδους και τεχνικές του θεάτρου και, συγκεκριμένα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.